Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο το οικονομικό όσο και το τραπεζικό αφήγημα δεν πείθει, έχει κενά, μπάζει κατά το λαϊκώς γραφόμενο.
Το οικονομικό και τραπεζικό αφήγημα της Ελλάδος δεν πείθει τα διεθνή funds, δεν εξηγείται διαφορετικά η εικόνα απαξίωσης του ελληνικού χρηματιστηρίου.
Σίγουρα διεθνή γεγονότα όπως ο Κορωνοιός στην Κίνα έχουν επίδραση στην διεθνή επενδυτική κοινότητα, οι επενδυτές μειώνουν την ανάλψη ρίσκου οπότε εύλογα επηρεάζεται και η Ελλάδα αλλά αυτό είναι μια δικαιολογία....
Το ελληνικό χρηματιστήριο είναι καθρέφτης της οικονομίας.
Το 2019 ειδικά στο β΄ 6μηνο σημείωσε αξιοσημείωτο ράλι στο πλαίσιο προσδοκίας ότι με την αλλαγή της κυβέρνησης θα καταστεί ξανά η Ελλάδα επενδύσιμη.
Το ράλι του χρηματιστηρίου και των ομολόγων είχαν διαφορετικά ελατήρια και κίνητρα στο β΄ 6μηνο του 2019.
Το χρηματιστήριο προεξόφλησε την πεποίθηση και τις προσδοκίες ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ούσα πιο φιλική με τις αγορές θα δώσει πειστικές απαντήσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η αντίληψη της αγοράς ήταν σωστή υπό την έννοια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ όντως επιχείρησε γρήγορα να αλλάξει την ατζέντα.
Όμως μια σειρά γεγονότων ήρθαν να αποδείξουν ότι οι επενδυτές μετά τον ενθουσιασμό θέλουν όχι απλά έργα αλλά γεγονότα που υπερβαίνουν τις προσδοκίες τους.
Τα διεθνή funds μετά τις αναδιαρθρώσεις που σημειώθηκαν στα χαρτοφυλάκια τους τέλη του 2019 με αρχές του 2020 διέκοψαν κάθε επαφή με το ελληνικό χρηματιστήριο.
Δεν είναι τυχαίο ότι χάθηκε η ανοδική δυναμική και funds όπως η Pimco και το Capital Group που είναι τοποθετημένα σε μια καλή τράπεζα όπως η Eurobank σταδιακά ρευστοποιούν τις θέσεις τους που έφθαναν στο 10% του μετοχικού κεφαλαίου.
Γιατί όμως τα funds έχουν αποστασιοποιηθεί και το κυριότερο γιατί στα ομόλογα που σημειώθηκε ράλι με αποδόσεις ιστορικά χαμηλά δεν αντικατοπτρίστηκε στα ομόλογα;
Οι απαντήσεις
Οι προσδοκίες έδωσαν το ράλι του 2019 και οι επενδυτές περίμεναν το 2020 να δουν ως πράξη να επιταχύνεται η επιστροφή της Ελλάδος στην κανονικότητα.
Όμως τόσο το οικονομικό όσο και το τραπεζικό αφήγημα δεν πείθουν.
Το οικονομικό αφήγημα έχει κενά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης.
Λανθασμένα χτίστηκε μια επικοινωνιακή πολιτική πάνω στο Ελληνικό ένα έργο σημαντικό αλλά όχι καθοριστικό για την Ελλάδα και το οικονομικό της μοντέλο.
Στο ΑΕΠ είναι ξεκάθαρο ότι χάνεται πλήρως η μάχη των στόχων, το 4% έχει εγκαταληφθεί, όπως θα εγκαταλειφτεί και το 3%.
Η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα κινείται σε ένα εύρος ΑΕΠ 2,5% με 2% επιδόσεις αξιοπρεπείς αλλά όχι ικανές να αλλάξουν την πορεία της οικονομίας από την αργή πλαγιοανοδική κίνηση στην οποία έχει εισέλθει.
Οι δανειστές ξεκάθαρα δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσει στην Ελλάδα, η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν προχωράει και με χίλια παρακάλια η Ελλάδα θα πάρει τα 4 δισεκ. ANFAs.
Την ίδια στιγμή οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν θα αλλάξουν, με 334 δισεκ. χρέος εκ των οποίων 270 δισεκ. EFSF, ESM, διακρατικά κ.α. δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Συν τοις άλλοις το ελληνικό χρέος εκ των πραγμάτων θα παραμείνει μη βιώσιμο γιατί π.χ. ο ESM δάνεισε την Ελλάδα στο 0,89% - επίπεδα στα οποία είναι τώρα τα ελληνικά ομόλογα – αλλά και πάλι στις εκθέσεις βιωσιμότητας το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο.
Το χαμηλό κόστος δανεισμού περιέρχεται στις DSA στις εκθέσεις βιωσιμότητας.
Η ανάπτυξη λοιπόν ή κατά το ορθότερο η δυναμική ανάπτυξη αμφισβητείται στην Ελλάδα ακόμη και με κυβέρνηση της ΝΔ.
Εάν ληφθούν υπόψη π.χ. σχέδια ιδιωτικοποιήσεων χρεοκοπημένων κρατικών εταιριών όπως ΕΛΒΟ, Σκαραμαγκά, ΕΛΤΑ, ΛΑΡΚΟ κ.α. καθίσταται κατανοητό ότι πλέον αυτό είναι το πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων, χρεοκοπημένες εταιρίες.
Βέβαια για να μην υπεραπλουστευθεί η προσέγγιση υπάρχουν και σχέδια για ιδιωτικοποιήσεις εταιριών όπου το κράτος είναι βασικός μέτοχος και έχουν αξία αλλά καθίσταται κατανοητό ότι το ενδιαφέρον για αγορά ελληνικών assets είναι περιορισμένο από πραγματικούς διεθνείς επενδυτές.
Το οικονομικό αφήγημα της Ελλάδος λοιπόν αρχίζει και έχει κενά, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο πιστεύουμε ή όσο παρουσιάζεται.
Αυτό το διέγνωσαν οι ξένοι επενδυτές.
Στα ομόλογα το ράλι είναι εικονική πραγματικότητα, όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για μια τοξική στρέβλωση όπου η ΕΚΤ χειραγωγεί τις αγορές ομολόγων.
Η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα στα μέσα του 2021 – όχι νωρίτερα – οπότε η είσοδος των ελληνικών ομολόγων σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έρθει εκείνη την περίοδο και με πολλά ερωτηματικά.
Αμφισβητείται και το τραπεζικό αφήγημα
Το τραπεζικό αφήγημα αμφισβητείται για τρεις βασικούς λόγους
1)Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να επιτύχουν σταθερά επαναλαμβανόμενα κέρδη;
Η απάντηση είναι πως όχι, η βάση εσόδων τους και οι πηγές κερδοφορίας τους έχουν ελαχιστοποιηθεί.
Έκτακτα από ομόλογα ή ακίνητα μπορούν να πετύχουν αλλά αυτό που μετράει είναι τα σταθερά έσοδα.
2)Οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς;
Ναι με όρους δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας αλλά στην πράξη αξιολογώντας κεφάλαια προς DTC αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, υπάρχει μεγάλο ποιοτικό χάσμα.
Οι τράπεζες το 2021 πρέπει να τολμήσουν αυξήσεις κεφαλαίου.
Η κάλυψη αύξησης κεφαλαίου τράπεζας από ξένους επενδυτές θα είναι ο καταλύτης που θα αλλάξει άρδην το επενδυτικό τοπίο στην Ελλάδα.
3)Ο Ηρακλής ως σχέδιο βοήθειας στις τράπεζες να μειώσουν τα NPEs είναι υποστηρικτικός αλλά με ρεαλιστικά κριτήρια οι τράπεζες δεν έχουν διενεργήσει επαρκείς προβλέψεις.
Π.χ. μόνο οι 4 τιτλοποιήσεις που θα πραγματοποιηθούν θα δαπανήσουν 6 δισεκ. κεφάλαια.
Εάν σε αυτά συμπεριληφθεί και η επίδραση στα κεφάλαια από το μέσο σταθμισμένο ενεργητικό θα πρέπει να προστεθεί μια επιπρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση 1,2 δισεκ. ευρώ στις τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν 5 δισεκ. κεφαλαιακό μαξιλάρι και θα βρεθούν με μηδέν και αυτό το μηδέν το υποκαθιστούν με ομολογιακά tier 2 που λόγω της μη εξασφάλισης τους θεωρούνται κεφάλαια της χαμηλότερης ποιοτικής στάθμης.
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο το οικονομικό όσο και το τραπεζικό αφήγημα δεν πείθει, έχει κενά, μπάζει κατά το λαϊκώς γραφόμενο.
Η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης και τον Νοέμβριο του 2021 θα αναβαθμιστεί το ελληνικό χρηματιστήριο σε ώριμη αγορά από την Morgan Stanley Capital International.
Όμως όλα αυτά δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.
Η οικονομία έχει ακόμη δρόμο για να επιστρέψει στην κανονικότητα και οι τράπεζες επίσης έχουν χρόνο για να επιστρέψουν στην κανονικότητα.
www.bankingnews.gr
Σίγουρα διεθνή γεγονότα όπως ο Κορωνοιός στην Κίνα έχουν επίδραση στην διεθνή επενδυτική κοινότητα, οι επενδυτές μειώνουν την ανάλψη ρίσκου οπότε εύλογα επηρεάζεται και η Ελλάδα αλλά αυτό είναι μια δικαιολογία....
Το ελληνικό χρηματιστήριο είναι καθρέφτης της οικονομίας.
Το 2019 ειδικά στο β΄ 6μηνο σημείωσε αξιοσημείωτο ράλι στο πλαίσιο προσδοκίας ότι με την αλλαγή της κυβέρνησης θα καταστεί ξανά η Ελλάδα επενδύσιμη.
Το ράλι του χρηματιστηρίου και των ομολόγων είχαν διαφορετικά ελατήρια και κίνητρα στο β΄ 6μηνο του 2019.
Το χρηματιστήριο προεξόφλησε την πεποίθηση και τις προσδοκίες ότι η κυβέρνηση της ΝΔ ούσα πιο φιλική με τις αγορές θα δώσει πειστικές απαντήσεις για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Η αντίληψη της αγοράς ήταν σωστή υπό την έννοια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ όντως επιχείρησε γρήγορα να αλλάξει την ατζέντα.
Όμως μια σειρά γεγονότων ήρθαν να αποδείξουν ότι οι επενδυτές μετά τον ενθουσιασμό θέλουν όχι απλά έργα αλλά γεγονότα που υπερβαίνουν τις προσδοκίες τους.
Τα διεθνή funds μετά τις αναδιαρθρώσεις που σημειώθηκαν στα χαρτοφυλάκια τους τέλη του 2019 με αρχές του 2020 διέκοψαν κάθε επαφή με το ελληνικό χρηματιστήριο.
Δεν είναι τυχαίο ότι χάθηκε η ανοδική δυναμική και funds όπως η Pimco και το Capital Group που είναι τοποθετημένα σε μια καλή τράπεζα όπως η Eurobank σταδιακά ρευστοποιούν τις θέσεις τους που έφθαναν στο 10% του μετοχικού κεφαλαίου.
Γιατί όμως τα funds έχουν αποστασιοποιηθεί και το κυριότερο γιατί στα ομόλογα που σημειώθηκε ράλι με αποδόσεις ιστορικά χαμηλά δεν αντικατοπτρίστηκε στα ομόλογα;
Οι απαντήσεις
Οι προσδοκίες έδωσαν το ράλι του 2019 και οι επενδυτές περίμεναν το 2020 να δουν ως πράξη να επιταχύνεται η επιστροφή της Ελλάδος στην κανονικότητα.
Όμως τόσο το οικονομικό όσο και το τραπεζικό αφήγημα δεν πείθουν.
Το οικονομικό αφήγημα έχει κενά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της κυβέρνησης.
Λανθασμένα χτίστηκε μια επικοινωνιακή πολιτική πάνω στο Ελληνικό ένα έργο σημαντικό αλλά όχι καθοριστικό για την Ελλάδα και το οικονομικό της μοντέλο.
Στο ΑΕΠ είναι ξεκάθαρο ότι χάνεται πλήρως η μάχη των στόχων, το 4% έχει εγκαταληφθεί, όπως θα εγκαταλειφτεί και το 3%.
Η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια θα κινείται σε ένα εύρος ΑΕΠ 2,5% με 2% επιδόσεις αξιοπρεπείς αλλά όχι ικανές να αλλάξουν την πορεία της οικονομίας από την αργή πλαγιοανοδική κίνηση στην οποία έχει εισέλθει.
Οι δανειστές ξεκάθαρα δεν είναι διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσει στην Ελλάδα, η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων δεν προχωράει και με χίλια παρακάλια η Ελλάδα θα πάρει τα 4 δισεκ. ANFAs.
Την ίδια στιγμή οι εκθέσεις βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους δεν θα αλλάξουν, με 334 δισεκ. χρέος εκ των οποίων 270 δισεκ. EFSF, ESM, διακρατικά κ.α. δεν αφήνουν πολλά περιθώρια ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο.
Συν τοις άλλοις το ελληνικό χρέος εκ των πραγμάτων θα παραμείνει μη βιώσιμο γιατί π.χ. ο ESM δάνεισε την Ελλάδα στο 0,89% - επίπεδα στα οποία είναι τώρα τα ελληνικά ομόλογα – αλλά και πάλι στις εκθέσεις βιωσιμότητας το ελληνικό χρέος ήταν μη βιώσιμο.
Το χαμηλό κόστος δανεισμού περιέρχεται στις DSA στις εκθέσεις βιωσιμότητας.
Η ανάπτυξη λοιπόν ή κατά το ορθότερο η δυναμική ανάπτυξη αμφισβητείται στην Ελλάδα ακόμη και με κυβέρνηση της ΝΔ.
Εάν ληφθούν υπόψη π.χ. σχέδια ιδιωτικοποιήσεων χρεοκοπημένων κρατικών εταιριών όπως ΕΛΒΟ, Σκαραμαγκά, ΕΛΤΑ, ΛΑΡΚΟ κ.α. καθίσταται κατανοητό ότι πλέον αυτό είναι το πλαίσιο ιδιωτικοποιήσεων, χρεοκοπημένες εταιρίες.
Βέβαια για να μην υπεραπλουστευθεί η προσέγγιση υπάρχουν και σχέδια για ιδιωτικοποιήσεις εταιριών όπου το κράτος είναι βασικός μέτοχος και έχουν αξία αλλά καθίσταται κατανοητό ότι το ενδιαφέρον για αγορά ελληνικών assets είναι περιορισμένο από πραγματικούς διεθνείς επενδυτές.
Το οικονομικό αφήγημα της Ελλάδος λοιπόν αρχίζει και έχει κενά, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο πιστεύουμε ή όσο παρουσιάζεται.
Αυτό το διέγνωσαν οι ξένοι επενδυτές.
Στα ομόλογα το ράλι είναι εικονική πραγματικότητα, όλοι ξέρουν ότι πρόκειται για μια τοξική στρέβλωση όπου η ΕΚΤ χειραγωγεί τις αγορές ομολόγων.
Η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί σε επενδυτική βαθμίδα στα μέσα του 2021 – όχι νωρίτερα – οπότε η είσοδος των ελληνικών ομολόγων σε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα έρθει εκείνη την περίοδο και με πολλά ερωτηματικά.
Αμφισβητείται και το τραπεζικό αφήγημα
Το τραπεζικό αφήγημα αμφισβητείται για τρεις βασικούς λόγους
1)Οι ελληνικές τράπεζες μπορούν να επιτύχουν σταθερά επαναλαμβανόμενα κέρδη;
Η απάντηση είναι πως όχι, η βάση εσόδων τους και οι πηγές κερδοφορίας τους έχουν ελαχιστοποιηθεί.
Έκτακτα από ομόλογα ή ακίνητα μπορούν να πετύχουν αλλά αυτό που μετράει είναι τα σταθερά έσοδα.
2)Οι τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς;
Ναι με όρους δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας αλλά στην πράξη αξιολογώντας κεφάλαια προς DTC αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, υπάρχει μεγάλο ποιοτικό χάσμα.
Οι τράπεζες το 2021 πρέπει να τολμήσουν αυξήσεις κεφαλαίου.
Η κάλυψη αύξησης κεφαλαίου τράπεζας από ξένους επενδυτές θα είναι ο καταλύτης που θα αλλάξει άρδην το επενδυτικό τοπίο στην Ελλάδα.
3)Ο Ηρακλής ως σχέδιο βοήθειας στις τράπεζες να μειώσουν τα NPEs είναι υποστηρικτικός αλλά με ρεαλιστικά κριτήρια οι τράπεζες δεν έχουν διενεργήσει επαρκείς προβλέψεις.
Π.χ. μόνο οι 4 τιτλοποιήσεις που θα πραγματοποιηθούν θα δαπανήσουν 6 δισεκ. κεφάλαια.
Εάν σε αυτά συμπεριληφθεί και η επίδραση στα κεφάλαια από το μέσο σταθμισμένο ενεργητικό θα πρέπει να προστεθεί μια επιπρόσθετη κεφαλαιακή επιβάρυνση 1,2 δισεκ. ευρώ στις τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν 5 δισεκ. κεφαλαιακό μαξιλάρι και θα βρεθούν με μηδέν και αυτό το μηδέν το υποκαθιστούν με ομολογιακά tier 2 που λόγω της μη εξασφάλισης τους θεωρούνται κεφάλαια της χαμηλότερης ποιοτικής στάθμης.
Το συμπέρασμα είναι ότι τόσο το οικονομικό όσο και το τραπεζικό αφήγημα δεν πείθει, έχει κενά, μπάζει κατά το λαϊκώς γραφόμενο.
Η Ελλάδα θα αναβαθμιστεί από τους οίκους αξιολόγησης και τον Νοέμβριο του 2021 θα αναβαθμιστεί το ελληνικό χρηματιστήριο σε ώριμη αγορά από την Morgan Stanley Capital International.
Όμως όλα αυτά δεν αλλάζουν την πραγματικότητα.
Η οικονομία έχει ακόμη δρόμο για να επιστρέψει στην κανονικότητα και οι τράπεζες επίσης έχουν χρόνο για να επιστρέψουν στην κανονικότητα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών