Η αύξηση των καταθέσεων εν μέσω καραντίνας δεν σηματοδοτεί παραγωγή πλούτου, δεν σηματοδοτεί ανάκαμψη, δεν υποδηλώνει οικονομική ευμάρεια
Τα δάνεια, η πιστωτική επέκταση στην Ελλάδα συρρικνώνονται.
Κατά το ορθότερο δεν έχουμε πιστωτική επέκταση αλλά πιστωτική συρρίκνωση τα δάνεια μειώθηκαν στα 147 δισεκ. των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ενώ μαζί με τα δάνεια του δημοσίου ανέρχονται στα 168 δισεκ.... ήταν πριν λίγα χρόνια 262 δισεκ. σχεδόν 100 δισεκ. λιγότερα.
Οι καταθέσεις ανέρχονται σε 145 δισεκ. των επιχειρήσεων και νοικοκυριών και μαζί με το δημόσιο διαμορφώνονται στα 162 δισεκ.
Πολύ σύντομα οι καταθέσεις θα ξεπεράσουν τα δάνεια, εξέλιξη που έχει να καταγραφεί σχεδόν πάνω από μια 10ετία.
Τα δάνεια συρρικνώνονται και οι καταθέσεις αυξάνονται, οι καταθέσεις είναι ισχυρή πηγή χρηματοδότησης.
Η αύξηση των καταθέσεων εν μέσω καραντίνας δεν σηματοδοτεί παραγωγή πλούτου, δεν σηματοδοτεί ανάκαμψη, δεν υποδηλώνει οικονομική ευμάρεια.
Αντιθέτως η αύξησης των καταθέσεων εν μέσω καραντίνας σηματοδοτεί την μείωση της ζήτησης, την μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, σηματοδοτεί την προφανή ύφεση της οικονομίας.
Η αύξηση της αποταμίευσης είναι αντικατοπτρισμός δεν αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο, οι κοινωνίες πότε αποταμιεύουν όταν παράγουν περισσότερα από αυτά που μπορούν να καταναλώσουν.
Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα λοιπόν – όπως και διεθνώς – είναι η χαμηλή ζήτηση και η περιορισμένη κατανάλωση που επικεντρώθηκε μόνο στα ήδη πρώτης ανάγκης λόγω του κορωνοιού.
Το ερώτημα είναι το εξής.
Οι καταθέσεις ως ρευστότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας;
Μπορούν οι καταθέσεις να συμβάλλουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας;
Οι τράπεζες στην Ελλάδα και διεθνώς βρίσκονται στην καλύτερη τους φάση από πλευράς ρευστότητας.
Στην Ελλάδα το μείγμα ύφεσης και προβληματικών δανείων είναι επικίνδυνο κοκτέιλ στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Για να δοθεί πειστική απάντηση θα πρέπει να δούμε το φαινόμενο ως παγκόσμια τάση και όχι ως μεμονωμένο ελληνικό φαινόμενο – που ούτως ή άλλως δεν ισχύει -
Οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές απέναντι στον κορωνοϊό επέφεραν αύξηση των αποταμιεύσεων διεθνώς, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, στην Βόρεια και Νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ενώ πολλοί ελπίζουν ότι αυτές οι αποταμιεύσεις θα επιστρέψουν στην οικονομία και στην κατανάλωση, αποτελούν «αντικατοπτρισμό αποταμίευσης» και δεν θα σώσουν τις οικονομίες.
Τις τελευταίες εβδομάδες, υπήρξε μια ευρεία συζήτηση σχετικά με την αύξηση του «ποσοστού αποταμίευσης διεθνώς».
Το ποσοστό αποταμίευσης, η αύξηση των καταθέσεων βρίσκεται σε πολλές χώρες στα υψηλότερα επίπεδα που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υποδηλώνοντας ότι ο καταναλωτής είναι τώρα «καλά τοποθετημένος» για να επιστρέψει στην κατανάλωση.
Όπως προτείνει η Bank of America Merill Lynch, ο καταναλωτής έχει την «ικανότητα» να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη.
Η ελπίδα είναι ότι αυτά τα «μετρητά» τελικά θα αρχίσουν να ρέουν πίσω στην οικονομία μέσω αγοράς ακινήτων, για αυτοκίνητα και καταναλωτικά αγαθά.
Αυτή η αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγήσει επίσης σε μείωση του εκπληκτικού ελλείμματος 3,8 τρισεκ. δολαρίων σε βάθος χρόνου.
Τα ελλείμματα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, τα ελλείμματα μειώνουν τα επιτόκια, τα ελλείμματα αυξάνουν τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις.
Υπό μια έννοια φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των αυξανόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της αύξησης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων.
Ωστόσο, το «ποσοστό αποταμίευσης» είναι ένας αντικατοπτρισμός.
Για να γίνει αντιληπτό γιατί η αποταμίευση η αύξηση των καταθέσεων δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Η βασική πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει αυξήσει τα εισοδήματα της, άρα δεν έχει αυξήσει τις καταθέσεις της.
Μια μικρή μερίδα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων που απλά μείωσαν τις καταναλωτικές τους δαπάνες συνέβαλλαν στην αύξηση των καταθέσεων.
Ο υπολογισμός του διαθέσιμου προσωπικού εισοδήματος (που είναι εισόδημα μείον φόροι) είναι σε μεγάλο βαθμό μια εικασία και πολύ ανακριβής, λόγω της διακύμανσης των φόρων εισοδήματος που καταβάλλουν τα νοικοκυριά.
Με βάση την Deutsche Bank οι «αποταμιεύσεις» περιορίζονται στο κορυφαίο 10% των εισοδημάτων, καθώς το 90% των πολιτών αγωνίζεται να καλύψει τις ανάγκες με αύξηση χρέους.
Με βάση τα στοιχεία ενώ π.χ. στις ΗΠΑ ο μέσος Αμερικανός εξοικονομεί το 13% του εισοδήματός του, η πλειονότητα των «αποταμιεύσεων» προέρχεται από τη διαφορά εισοδήματος μεταξύ του κορυφαίου 20% των εισοδημάτων και του 80% των χαμηλών εισοδημάτων.
Σε απάντηση στην παγκόσμια ύφεση, οι κυβερνήσεις έχουν ενεργοποιήσει πλήρως τα φορολογικά και νομισματικά εργαλεία τους.
Π.χ. τα 1200 δολάρια που δόθηκαν σε κάθε αμερικανό ή τα 800 ευρώ που δόθηκαν για ενάμιση μήνα στην Ελλάδα δεν προσθέτουν στην αποταμίευση.
Το 80% του πληθυσμού ξοδεύει περίπου το σύνολο του εισοδήματός του κάθε μήνα.
Επομένως, όταν χάνονται θέσεις εργασίας, μειώνονται οι μισθοί δεν υπάρχει πλεονάζον εισόδημα για την κάλυψη του ελλείμματος.
Γιατί οι κεντρικές τράπεζες έχουν μηδενικά επιτόκια;
Η διαφορά μεταξύ των εισοδημάτων και του πραγματικού κόστους ζωής είναι αρκετά σημαντική.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Purdue σε διαπίστωσαν π.χ. στις ΗΠΑ, ότι τα 132.000 δολάρια ετησίως ήταν ένα πολύ καλό εισόδημα.
Μια προηγούμενη έρευνα του Gallup διαπίστωσε ότι απαιτούνταν 58.000 δολάρια για να υποστηρίξει μια τετραμελή οικογένεια στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα ότι το 80% των πολιτών δεν αποταμιεύει γιατί δεν μπορεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη, όμως η οικονομική ανάπτυξη είναι περίπου 70% κατανάλωση.
Το 10% των πραγματικών εχόντων και κατεχόντων που έχουν ικανότητα να δαπανήσουν, έχουν λίγη ανάγκη να αυξήσουν σημαντικά το ποσοστό δαπανών τους.
Ενώ η κατανάλωση αποτελεί το 70% της οικονομίας, υπήρξε συνάρτηση με την αύξηση του χρέους τα τελευταία 40 χρόνια.
Πριν από το 2000, η αύξηση του ιδιωτικού χρέους… αύξησε την κατανάλωση και τροφοδότησε την οικονομική ανάπτυξη.
Από το 2000 και μετά η αύξηση του ιδιωτικού χρέους απλά συντηρούσε την κατανάλωση.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι το «χάσμα» μεταξύ του «βιοτικού επιπέδου» και του πραγματικού διαθέσιμου εισόδηματος έχει διευρυνθεί.
Π.χ. το 1990, τα εισοδήματα από μόνα τους δεν μπορούσαν πλέον να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο, έτσι το χρέος κάλυψε το «κενό».
Ωστόσο, μετά την «οικονομική κρίση», ακόμη και τα συνδυασμένα επίπεδα εισοδήματος και χρέους δεν επέλυσαν το πρόβλημα.
Επί του παρόντος, υπάρχει ετήσιο έλλειμμα 2000-3500 ευρώ σε κάθε νοικοκυριό.
Στο εξωτερικό εκτός Ελλάδος το «κενό» εξηγεί γιατί το καταναλωτικό χρέος βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και αυξάνεται κάθε χρόνο.
Εάν τα άτομα εξοικονομούσαν 13% των χρημάτων τους κάθε χρόνο, τα υπόλοιπα χρέους θα ήταν τουλάχιστον σταθερά, αν όχι μειωμένα, καθώς το χρέος θα μειωνόταν.
Χωρίς ανάκαμψη σε σχήμα V
Ο αντίκτυπος στην οικονομία από τα επίπεδα ρεκόρ της ανεργίας θα έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων που θα αποτρέψουν μια ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη.
Τα σχέδια για αυξήσεις μισθών θα καταρρεύσουν λόγω ύφεσης όσο και απώλεια θέσεων εργασίας.
Με μειωμένα εισοδήματα, δεν είναι μόνο πιο δύσκολο να καλυφθούν οι ανάγκες, αλλά και πιο δύσκολο οι καταναλωτές να πάρουν νέα δάνεια, καθώς ειδικά στην Ελλάδα οι τράπεζες λόγω του ρίσκου των κόκκινων δανείων δεν χορηγούν νέα δάνεια. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές εξαρτώνται από την πίστωση για «να καλύψουν το κενό» και με τις τράπεζες να μειώνουν τον δανεισμό, η πρόσβαση σε δάνεια θα γίνεται πιο δύσκολη.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες θα αποτρέψουν την ανάκαμψη «σχήματος V» στην οικονομία.
Η κεϋνσιανή προσέγγιση ότι «περισσότερα χρήματα στις τσέπες των ανθρώπων» θα αυξήσουν τις καταναλωτικές δαπάνες, με την αύξηση του ΑΕΠ να είναι το τελικό αποτέλεσμα, είναι λανθασμένη.
Οι υποστηρικτές των προγραμμάτων ρήψης των χρημάτων από το ελικόπτερο συμμερίζονται επίσης την άποψη ότι εάν η κυβέρνηση μοιράσει χρήματα, θα δημιουργήσει ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτό το σενάριο.
Τα ποσοστά αποταμίευσης δεν μειώθηκαν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 επειδή οι καταναλωτές αποφάσισαν να ξοδέψουν περισσότερα.
Εάν συνέβαινε αυτό, τότε οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης θα αυξάνονταν σε ετήσια βάση.
Δυστυχώς, καθώς η οικονομία μετατοπίστηκε από την μεταποίηση σε μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες, η αύξηση της παραγωγικότητας μειώνει τους μισθούς και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Οι καταναλωτές αναγκάστηκαν να αυξήσουν το χρέος τους για να στηρίξουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Με τη σειρά τους, τα υψηλότερα επίπεδα εξυπηρέτησης χρέους εκμηδένιζαν τα έσοδα από τα επιτόκια αποταμίευσης.
Αυτά συνέβαιναν παλιά.
Οι πολίτες του κόσμου δεν «εξοικονομούν περισσότερα χρήματα». Απλώς δαπανούν λιγότερα λόγω της αδύναμης αύξησης μισθών, αδυναμίας πρόσβασης σε νέο δανεισμό και εξυπηρέτησης των δανείων στεγαστικών ή καταναλωτικών.
www.bankingnews.gr
Κατά το ορθότερο δεν έχουμε πιστωτική επέκταση αλλά πιστωτική συρρίκνωση τα δάνεια μειώθηκαν στα 147 δισεκ. των επιχειρήσεων και νοικοκυριών ενώ μαζί με τα δάνεια του δημοσίου ανέρχονται στα 168 δισεκ.... ήταν πριν λίγα χρόνια 262 δισεκ. σχεδόν 100 δισεκ. λιγότερα.
Οι καταθέσεις ανέρχονται σε 145 δισεκ. των επιχειρήσεων και νοικοκυριών και μαζί με το δημόσιο διαμορφώνονται στα 162 δισεκ.
Πολύ σύντομα οι καταθέσεις θα ξεπεράσουν τα δάνεια, εξέλιξη που έχει να καταγραφεί σχεδόν πάνω από μια 10ετία.
Τα δάνεια συρρικνώνονται και οι καταθέσεις αυξάνονται, οι καταθέσεις είναι ισχυρή πηγή χρηματοδότησης.
Η αύξηση των καταθέσεων εν μέσω καραντίνας δεν σηματοδοτεί παραγωγή πλούτου, δεν σηματοδοτεί ανάκαμψη, δεν υποδηλώνει οικονομική ευμάρεια.
Αντιθέτως η αύξησης των καταθέσεων εν μέσω καραντίνας σηματοδοτεί την μείωση της ζήτησης, την μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, σηματοδοτεί την προφανή ύφεση της οικονομίας.
Η αύξηση της αποταμίευσης είναι αντικατοπτρισμός δεν αποτελεί ένα φυσιολογικό φαινόμενο, οι κοινωνίες πότε αποταμιεύουν όταν παράγουν περισσότερα από αυτά που μπορούν να καταναλώσουν.
Το βασικό πρόβλημα στην Ελλάδα λοιπόν – όπως και διεθνώς – είναι η χαμηλή ζήτηση και η περιορισμένη κατανάλωση που επικεντρώθηκε μόνο στα ήδη πρώτης ανάγκης λόγω του κορωνοιού.
Το ερώτημα είναι το εξής.
Οι καταθέσεις ως ρευστότητα μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας;
Μπορούν οι καταθέσεις να συμβάλλουν στην επανεκκίνηση της οικονομίας;
Οι τράπεζες στην Ελλάδα και διεθνώς βρίσκονται στην καλύτερη τους φάση από πλευράς ρευστότητας.
Στην Ελλάδα το μείγμα ύφεσης και προβληματικών δανείων είναι επικίνδυνο κοκτέιλ στους ισολογισμούς των τραπεζών.
Για να δοθεί πειστική απάντηση θα πρέπει να δούμε το φαινόμενο ως παγκόσμια τάση και όχι ως μεμονωμένο ελληνικό φαινόμενο – που ούτως ή άλλως δεν ισχύει -
Οι δημοσιονομικές και νομισματικές πολιτικές απέναντι στον κορωνοϊό επέφεραν αύξηση των αποταμιεύσεων διεθνώς, στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη, στην Βόρεια και Νότια Ευρώπη και στην Ελλάδα.
Ενώ πολλοί ελπίζουν ότι αυτές οι αποταμιεύσεις θα επιστρέψουν στην οικονομία και στην κατανάλωση, αποτελούν «αντικατοπτρισμό αποταμίευσης» και δεν θα σώσουν τις οικονομίες.
Τις τελευταίες εβδομάδες, υπήρξε μια ευρεία συζήτηση σχετικά με την αύξηση του «ποσοστού αποταμίευσης διεθνώς».
Το ποσοστό αποταμίευσης, η αύξηση των καταθέσεων βρίσκεται σε πολλές χώρες στα υψηλότερα επίπεδα που παρατηρήθηκαν τις τελευταίες δύο δεκαετίες, υποδηλώνοντας ότι ο καταναλωτής είναι τώρα «καλά τοποθετημένος» για να επιστρέψει στην κατανάλωση.
Όπως προτείνει η Bank of America Merill Lynch, ο καταναλωτής έχει την «ικανότητα» να χρηματοδοτήσει την ανάκαμψη.
Η ελπίδα είναι ότι αυτά τα «μετρητά» τελικά θα αρχίσουν να ρέουν πίσω στην οικονομία μέσω αγοράς ακινήτων, για αυτοκίνητα και καταναλωτικά αγαθά.
Αυτή η αύξηση της κατανάλωσης θα οδηγήσει επίσης σε μείωση του εκπληκτικού ελλείμματος 3,8 τρισεκ. δολαρίων σε βάθος χρόνου.
Τα ελλείμματα είναι αυτοχρηματοδοτούμενα, τα ελλείμματα μειώνουν τα επιτόκια, τα ελλείμματα αυξάνουν τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις.
Υπό μια έννοια φαίνεται να υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των αυξανόμενων δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της αύξησης των ιδιωτικών αποταμιεύσεων.
Ωστόσο, το «ποσοστό αποταμίευσης» είναι ένας αντικατοπτρισμός.
Για να γίνει αντιληπτό γιατί η αποταμίευση η αύξηση των καταθέσεων δεν είναι αυτό που φαίνεται.
Η βασική πλειοψηφία των πολιτών δεν έχει αυξήσει τα εισοδήματα της, άρα δεν έχει αυξήσει τις καταθέσεις της.
Μια μικρή μερίδα επιχειρήσεων και φυσικών προσώπων που απλά μείωσαν τις καταναλωτικές τους δαπάνες συνέβαλλαν στην αύξηση των καταθέσεων.
Ο υπολογισμός του διαθέσιμου προσωπικού εισοδήματος (που είναι εισόδημα μείον φόροι) είναι σε μεγάλο βαθμό μια εικασία και πολύ ανακριβής, λόγω της διακύμανσης των φόρων εισοδήματος που καταβάλλουν τα νοικοκυριά.
Με βάση την Deutsche Bank οι «αποταμιεύσεις» περιορίζονται στο κορυφαίο 10% των εισοδημάτων, καθώς το 90% των πολιτών αγωνίζεται να καλύψει τις ανάγκες με αύξηση χρέους.
Με βάση τα στοιχεία ενώ π.χ. στις ΗΠΑ ο μέσος Αμερικανός εξοικονομεί το 13% του εισοδήματός του, η πλειονότητα των «αποταμιεύσεων» προέρχεται από τη διαφορά εισοδήματος μεταξύ του κορυφαίου 20% των εισοδημάτων και του 80% των χαμηλών εισοδημάτων.
Σε απάντηση στην παγκόσμια ύφεση, οι κυβερνήσεις έχουν ενεργοποιήσει πλήρως τα φορολογικά και νομισματικά εργαλεία τους.
Π.χ. τα 1200 δολάρια που δόθηκαν σε κάθε αμερικανό ή τα 800 ευρώ που δόθηκαν για ενάμιση μήνα στην Ελλάδα δεν προσθέτουν στην αποταμίευση.
Το 80% του πληθυσμού ξοδεύει περίπου το σύνολο του εισοδήματός του κάθε μήνα.
Επομένως, όταν χάνονται θέσεις εργασίας, μειώνονται οι μισθοί δεν υπάρχει πλεονάζον εισόδημα για την κάλυψη του ελλείμματος.
Γιατί οι κεντρικές τράπεζες έχουν μηδενικά επιτόκια;
Η διαφορά μεταξύ των εισοδημάτων και του πραγματικού κόστους ζωής είναι αρκετά σημαντική.
Ερευνητές στο Πανεπιστήμιο Purdue σε διαπίστωσαν π.χ. στις ΗΠΑ, ότι τα 132.000 δολάρια ετησίως ήταν ένα πολύ καλό εισόδημα.
Μια προηγούμενη έρευνα του Gallup διαπίστωσε ότι απαιτούνταν 58.000 δολάρια για να υποστηρίξει μια τετραμελή οικογένεια στις ΗΠΑ.
Το πρόβλημα ότι το 80% των πολιτών δεν αποταμιεύει γιατί δεν μπορεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη, όμως η οικονομική ανάπτυξη είναι περίπου 70% κατανάλωση.
Το 10% των πραγματικών εχόντων και κατεχόντων που έχουν ικανότητα να δαπανήσουν, έχουν λίγη ανάγκη να αυξήσουν σημαντικά το ποσοστό δαπανών τους.
Ενώ η κατανάλωση αποτελεί το 70% της οικονομίας, υπήρξε συνάρτηση με την αύξηση του χρέους τα τελευταία 40 χρόνια.
Πριν από το 2000, η αύξηση του ιδιωτικού χρέους… αύξησε την κατανάλωση και τροφοδότησε την οικονομική ανάπτυξη.
Από το 2000 και μετά η αύξηση του ιδιωτικού χρέους απλά συντηρούσε την κατανάλωση.
Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι το «χάσμα» μεταξύ του «βιοτικού επιπέδου» και του πραγματικού διαθέσιμου εισόδηματος έχει διευρυνθεί.
Π.χ. το 1990, τα εισοδήματα από μόνα τους δεν μπορούσαν πλέον να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο, έτσι το χρέος κάλυψε το «κενό».
Ωστόσο, μετά την «οικονομική κρίση», ακόμη και τα συνδυασμένα επίπεδα εισοδήματος και χρέους δεν επέλυσαν το πρόβλημα.
Επί του παρόντος, υπάρχει ετήσιο έλλειμμα 2000-3500 ευρώ σε κάθε νοικοκυριό.
Στο εξωτερικό εκτός Ελλάδος το «κενό» εξηγεί γιατί το καταναλωτικό χρέος βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και αυξάνεται κάθε χρόνο.
Εάν τα άτομα εξοικονομούσαν 13% των χρημάτων τους κάθε χρόνο, τα υπόλοιπα χρέους θα ήταν τουλάχιστον σταθερά, αν όχι μειωμένα, καθώς το χρέος θα μειωνόταν.
Χωρίς ανάκαμψη σε σχήμα V
Ο αντίκτυπος στην οικονομία από τα επίπεδα ρεκόρ της ανεργίας θα έχει ένα ευρύ φάσμα επιπτώσεων που θα αποτρέψουν μια ουσιαστική οικονομική ανάκαμψη.
Τα σχέδια για αυξήσεις μισθών θα καταρρεύσουν λόγω ύφεσης όσο και απώλεια θέσεων εργασίας.
Με μειωμένα εισοδήματα, δεν είναι μόνο πιο δύσκολο να καλυφθούν οι ανάγκες, αλλά και πιο δύσκολο οι καταναλωτές να πάρουν νέα δάνεια, καθώς ειδικά στην Ελλάδα οι τράπεζες λόγω του ρίσκου των κόκκινων δανείων δεν χορηγούν νέα δάνεια. Δεδομένου ότι οι καταναλωτές εξαρτώνται από την πίστωση για «να καλύψουν το κενό» και με τις τράπεζες να μειώνουν τον δανεισμό, η πρόσβαση σε δάνεια θα γίνεται πιο δύσκολη.
Και οι δύο αυτοί παράγοντες θα αποτρέψουν την ανάκαμψη «σχήματος V» στην οικονομία.
Η κεϋνσιανή προσέγγιση ότι «περισσότερα χρήματα στις τσέπες των ανθρώπων» θα αυξήσουν τις καταναλωτικές δαπάνες, με την αύξηση του ΑΕΠ να είναι το τελικό αποτέλεσμα, είναι λανθασμένη.
Οι υποστηρικτές των προγραμμάτων ρήψης των χρημάτων από το ελικόπτερο συμμερίζονται επίσης την άποψη ότι εάν η κυβέρνηση μοιράσει χρήματα, θα δημιουργήσει ισχυρότερη οικονομική ανάπτυξη.
Δεν υπάρχουν στοιχεία που να υποστηρίζουν αυτό το σενάριο.
Τα ποσοστά αποταμίευσης δεν μειώθηκαν τη δεκαετία του 1980 και του 1990 επειδή οι καταναλωτές αποφάσισαν να ξοδέψουν περισσότερα.
Εάν συνέβαινε αυτό, τότε οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης θα αυξάνονταν σε ετήσια βάση.
Δυστυχώς, καθώς η οικονομία μετατοπίστηκε από την μεταποίηση σε μια οικονομία που βασίζεται στις υπηρεσίες, η αύξηση της παραγωγικότητας μειώνει τους μισθούς και τους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.
Οι καταναλωτές αναγκάστηκαν να αυξήσουν το χρέος τους για να στηρίξουν το βιοτικό τους επίπεδο.
Με τη σειρά τους, τα υψηλότερα επίπεδα εξυπηρέτησης χρέους εκμηδένιζαν τα έσοδα από τα επιτόκια αποταμίευσης.
Αυτά συνέβαιναν παλιά.
Οι πολίτες του κόσμου δεν «εξοικονομούν περισσότερα χρήματα». Απλώς δαπανούν λιγότερα λόγω της αδύναμης αύξησης μισθών, αδυναμίας πρόσβασης σε νέο δανεισμό και εξυπηρέτησης των δανείων στεγαστικών ή καταναλωτικών.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών