Yποφέρει ο τραπεζικός τομέας, αλλά αντέχει στην Ευρώπη...
Αν οποιοσδήποτε άλλος τομέας τύγχανε να αντιμετωπίζει τα δεινά που υφίσταται ο τραπεζικός τομέας στην Ευρώπη θα είχε ως αποτέλεσμα ένα πράγμα: εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Στην Ευρώπη ο τραπεζικός τομέας υποφέρει από φουσκωμένο κόστος, συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους, έντονο ανταγωνισμό και μεγάλη ψηφιακή αναστάτωση.
Αυτό αναφέρεται σε πρόσφατο άρθρο των FT.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία επιβλέπει τις μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης, ενέτεινε τις προσπάθειές της για να ενθαρρύνει την ενοποίηση των τραπεζών, δημοσιεύοντας έναν οδηγό που διευκρινίζει πώς θα χαλάρωναν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών σε μελλοντικές τραπεζικές συγχωνεύσεις.
Ας σημειωθεί πως αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα πολύ πιο οξύ για τις τράπεζες του νότου καθώς μετά την πανδημία είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν αρκετά νέα κεφάλαια καθώς αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο φάσμα ύφεσης αναφέρουν τραπεζικοί αναλυτές.
Αλλοι αναλυτές αν και χαιρέτισαν την κίνηση της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας πάντως πως ο τρόπος με τον οποίον έγιναν παλιότεροι χειρισμοί σε θέματα εξαγορών και συγχωνεύσεων από τους επόπτες της αρχής ενδέχεται να αποτρέπει νέες κινήσεις.
Μάλιστα έφεραν για παράδειγμα το επιπλέον κεφάλαιο που η ΕΚΤ ζήτησε από την Banca Popolare di Milano να αυξήσει μετά τη συγχώνευση της με την Banco Popolare το 2016, καθώς και τα αυστηρότερα μοντέλα κινδύνου που προκάλεσε ο επόπτης όταν ο η Ισπανική Banco Santander αγόρασε την αποτυχημένη Banco Popular ένα χρόνο αργότερα.
Είναι εύκολο να διατυπωθεί η ασφαλής σχετικά υπόθεση πως ο τραπεζικός τομέας της Ευρώπης μετά την πανδημία θα αντιμετωπίσει πρόβλημα.
Τα τόσα μορατόρια η τόση χαλάρωση και ο δανεισμός επιχειρήσεων για να διατηρηθούν ζωντανές, αναμένοντας την ανάκαμψη, θα αφήσει θέματα σε κόκκινα δάνεια τα οποία θα είναι πιο έντονα για τις χώρες όπως η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ΜΕΔ.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στις 113 τράπεζες που επιβλέπει η ΕΚΤ μειώθηκε πέρυσι από 6,2% σε 5,2% - και βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον τραπεζικό τομέα σε ΗΠΑ και Ασία.
Είναι χαρακτηριστικό πως η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα,η JPMorgan Chase, έχει 6 φορές μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση 300 δισ. δολάρια, έναντι του γαλλικού κολοσσού BNP Paribas, του πλησιέστερου αντίποδα στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, ο αριθμός των τραπεζών στην ΕΕ μειώθηκε κατά 30% τη δεκαετία μετά την οικονομική κρίση και έφτασε τις 6.000 έως το 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών.
Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή έχει λιγότερες κατά κεφαλήν τράπεζες από τις ΗΠΑ. Επομένως, το πρόβλημα κερδοφορίας δεν φαίνεται να οφείλεται στον τεράστιο αριθμό τραπεζών - ειδικά καθώς η Ιαπωνία έχει λιγότερες από 200 τράπεζες που παρόλα αυτά εξακολουθούν να αγωνίζονται με χαμηλή κερδοφορία για δεκαετίες. Μια καλύτερη εξήγηση θα μπορούσε να είναι ο αριθμός των φυσικών καταστημάτων τραπεζών.
Η ευρωζώνη διαθέτει 41 καταστήματα τραπεζών για κάθε 100.000 κατοίκους, έναντι μόνο 25 στις ΗΠΑ.
Παρά όλα αυτά, οι συγχωνεύσεις μεταξύ ευρωπαϊκών τραπεζών μειώθηκαν σταθερά από μια κορυφή 218 συμφωνιών αξίας 123 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2006 σε μόλις 77 συμφωνίες αξίας 6 δις δολαρίων πέρυσι.
Ενώ ορισμένες εξαγορές - όπως η προσφορά της Intesa Sanpaolo για την UBI Banca - συνεχίζεται .
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι τραπεζίτες είναι πώς να υπολογίσει τι αξίζει ένα βιβλίο δανεισμού μιας τράπεζας όταν η ευρωζώνη κατευθύνεται σε μια ρεκόρ μετά την ύφεση και η πτώση μεγεθών από την πανδημία απειλεί να προκαλέσει αύξηση των κόκκινων δανείων.
Επιπλέον, οι τράπεζες στηρίζονται περισσότερο από ποτέ στην υποστήριξη των φορολογουμένων, τόσο λόγω των εγγυήσεων κρατικών δανείων όσο λόγω της εξαιρετικά φθηνής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες.
Η ΕΚΤ αναγκάζει τις τράπεζες να εξοικονομήσουν κεφάλαια, σταματώντας τις πληρωμές μερισμάτων ή με προγράμματα αγοράς μετοχών.
Όμως, αυτός ο περιορισμός είναι πιθανό να αρθεί αργότερα φέτος - τουλάχιστον για τις ισχυρότερες τράπεζες - και με τις τιμές των μετοχών να διαπραγματεύονται σε μεγάλες εκπτώσεις για τη λογιστική αξία σε ολόκληρο τον τομέα, η αγορά μετοχών τίτλων είναι πιθανότατα η πιο ελκυστική χρήση κεφαλαίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι συγχωνεύσεις τραπεζών έχουν τρομερό ρεκόρ: τη διάλυση αξιών που προήλθε από εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Έτσι, οι περισσότεροι managers τραπεζών καταλήγουν πως είναι καλύτερα να μειώσουν έξοδα παρά να προχωρήσουν σε εξαγορές ή συγχωνεύσεις.
Σε ό,τι αφορά πάντως τη χώρα μας, αυτή γνώρισε την προηγούμενη δεκαετία ένα πρωτοφανές κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων το οποίο δεν κατάφερε για μια σειρά από λόγους και κυρίως λόγω της έκτασης της κρίσης να σταματήσει την ύπαρξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της χώρας.
Ενάμιση χρόνο πριν ο επικεφαλής του SSM κ. Enria απαντώντας σε σχετική ερώτηση δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας νέας συγχώνευσης και αυτό όταν η χώρα διαθέτει μόνον τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Ωστόσο τα πάντα θα εξαρτηθούν από τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών τα οποία στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων και της αντιμετώπισης του θέματος των κόκκινων δανείων υφίστανται μια σημαντική απίσχνανση που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν με το hive down.
Όμως οι κεφαλαιακές ανάγκες των και των ελληνικών τραπεζών μένουν να διαφανούν όταν τα μορατόρια λήξουν, όταν διαφανούν τα νέα κόκκινα δάνεια, όταν καθοριστεί το νέο σημείο εκκίνησης.
Τα κόκκινα δάνεια σε όλη την Ευρώπη δημιουργούν ένα αντίστοιχο πρόβλημα μόνον που οι ελληνικές τράπεζες στην παρούσα φάση παρά τις μεγάλες προσπάθειες δεν κατάφεραν εγκαίρως να αγγίξουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρ' όλα αυτά οι τιτλοποιήσεις στον κολοφώνα τους είναι πιθανόν να δώσουν στις ελληνικές τράπεζες εγκαίρως αυτήν την ευκαιρία.
Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr
Στην Ευρώπη ο τραπεζικός τομέας υποφέρει από φουσκωμένο κόστος, συμπιεσμένα περιθώρια κέρδους, έντονο ανταγωνισμό και μεγάλη ψηφιακή αναστάτωση.
Αυτό αναφέρεται σε πρόσφατο άρθρο των FT.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία επιβλέπει τις μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης, ενέτεινε τις προσπάθειές της για να ενθαρρύνει την ενοποίηση των τραπεζών, δημοσιεύοντας έναν οδηγό που διευκρινίζει πώς θα χαλάρωναν οι κεφαλαιακές απαιτήσεις των τραπεζών σε μελλοντικές τραπεζικές συγχωνεύσεις.
Ας σημειωθεί πως αυτό αποτελεί ένα πρόβλημα πολύ πιο οξύ για τις τράπεζες του νότου καθώς μετά την πανδημία είναι βέβαιο πως θα χρειαστούν αρκετά νέα κεφάλαια καθώς αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο φάσμα ύφεσης αναφέρουν τραπεζικοί αναλυτές.
Αλλοι αναλυτές αν και χαιρέτισαν την κίνηση της ΕΚΤ, υποστηρίζοντας πάντως πως ο τρόπος με τον οποίον έγιναν παλιότεροι χειρισμοί σε θέματα εξαγορών και συγχωνεύσεων από τους επόπτες της αρχής ενδέχεται να αποτρέπει νέες κινήσεις.
Μάλιστα έφεραν για παράδειγμα το επιπλέον κεφάλαιο που η ΕΚΤ ζήτησε από την Banca Popolare di Milano να αυξήσει μετά τη συγχώνευση της με την Banco Popolare το 2016, καθώς και τα αυστηρότερα μοντέλα κινδύνου που προκάλεσε ο επόπτης όταν ο η Ισπανική Banco Santander αγόρασε την αποτυχημένη Banco Popular ένα χρόνο αργότερα.
Είναι εύκολο να διατυπωθεί η ασφαλής σχετικά υπόθεση πως ο τραπεζικός τομέας της Ευρώπης μετά την πανδημία θα αντιμετωπίσει πρόβλημα.
Τα τόσα μορατόρια η τόση χαλάρωση και ο δανεισμός επιχειρήσεων για να διατηρηθούν ζωντανές, αναμένοντας την ανάκαμψη, θα αφήσει θέματα σε κόκκινα δάνεια τα οποία θα είναι πιο έντονα για τις χώρες όπως η Ελλάδα που ήδη αντιμετωπίζει οξύ πρόβλημα ΜΕΔ.
Η απόδοση των ιδίων κεφαλαίων στις 113 τράπεζες που επιβλέπει η ΕΚΤ μειώθηκε πέρυσι από 6,2% σε 5,2% - και βρίσκεται αρκετά χαμηλότερα από τον τραπεζικό τομέα σε ΗΠΑ και Ασία.
Είναι χαρακτηριστικό πως η μεγαλύτερη αμερικανική τράπεζα,η JPMorgan Chase, έχει 6 φορές μεγαλύτερη κεφαλαιοποίηση 300 δισ. δολάρια, έναντι του γαλλικού κολοσσού BNP Paribas, του πλησιέστερου αντίποδα στην ευρωζώνη.
Ωστόσο, ο αριθμός των τραπεζών στην ΕΕ μειώθηκε κατά 30% τη δεκαετία μετά την οικονομική κρίση και έφτασε τις 6.000 έως το 2018, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών.
Αυτό σημαίνει ότι η περιοχή έχει λιγότερες κατά κεφαλήν τράπεζες από τις ΗΠΑ. Επομένως, το πρόβλημα κερδοφορίας δεν φαίνεται να οφείλεται στον τεράστιο αριθμό τραπεζών - ειδικά καθώς η Ιαπωνία έχει λιγότερες από 200 τράπεζες που παρόλα αυτά εξακολουθούν να αγωνίζονται με χαμηλή κερδοφορία για δεκαετίες. Μια καλύτερη εξήγηση θα μπορούσε να είναι ο αριθμός των φυσικών καταστημάτων τραπεζών.
Η ευρωζώνη διαθέτει 41 καταστήματα τραπεζών για κάθε 100.000 κατοίκους, έναντι μόνο 25 στις ΗΠΑ.
Παρά όλα αυτά, οι συγχωνεύσεις μεταξύ ευρωπαϊκών τραπεζών μειώθηκαν σταθερά από μια κορυφή 218 συμφωνιών αξίας 123 δισεκατομμυρίων δολαρίων το 2006 σε μόλις 77 συμφωνίες αξίας 6 δις δολαρίων πέρυσι.
Ενώ ορισμένες εξαγορές - όπως η προσφορά της Intesa Sanpaolo για την UBI Banca - συνεχίζεται .
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι τραπεζίτες είναι πώς να υπολογίσει τι αξίζει ένα βιβλίο δανεισμού μιας τράπεζας όταν η ευρωζώνη κατευθύνεται σε μια ρεκόρ μετά την ύφεση και η πτώση μεγεθών από την πανδημία απειλεί να προκαλέσει αύξηση των κόκκινων δανείων.
Επιπλέον, οι τράπεζες στηρίζονται περισσότερο από ποτέ στην υποστήριξη των φορολογουμένων, τόσο λόγω των εγγυήσεων κρατικών δανείων όσο λόγω της εξαιρετικά φθηνής ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες.
Η ΕΚΤ αναγκάζει τις τράπεζες να εξοικονομήσουν κεφάλαια, σταματώντας τις πληρωμές μερισμάτων ή με προγράμματα αγοράς μετοχών.
Όμως, αυτός ο περιορισμός είναι πιθανό να αρθεί αργότερα φέτος - τουλάχιστον για τις ισχυρότερες τράπεζες - και με τις τιμές των μετοχών να διαπραγματεύονται σε μεγάλες εκπτώσεις για τη λογιστική αξία σε ολόκληρο τον τομέα, η αγορά μετοχών τίτλων είναι πιθανότατα η πιο ελκυστική χρήση κεφαλαίου.
Σε κάθε περίπτωση, οι συγχωνεύσεις τραπεζών έχουν τρομερό ρεκόρ: τη διάλυση αξιών που προήλθε από εξαγορές και συγχωνεύσεις.
Έτσι, οι περισσότεροι managers τραπεζών καταλήγουν πως είναι καλύτερα να μειώσουν έξοδα παρά να προχωρήσουν σε εξαγορές ή συγχωνεύσεις.
Σε ό,τι αφορά πάντως τη χώρα μας, αυτή γνώρισε την προηγούμενη δεκαετία ένα πρωτοφανές κύμα εξαγορών και συγχωνεύσεων το οποίο δεν κατάφερε για μια σειρά από λόγους και κυρίως λόγω της έκτασης της κρίσης να σταματήσει την ύπαρξη των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες της χώρας.
Ενάμιση χρόνο πριν ο επικεφαλής του SSM κ. Enria απαντώντας σε σχετική ερώτηση δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο μιας νέας συγχώνευσης και αυτό όταν η χώρα διαθέτει μόνον τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Ωστόσο τα πάντα θα εξαρτηθούν από τα κεφάλαια των ελληνικών τραπεζών τα οποία στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων και της αντιμετώπισης του θέματος των κόκκινων δανείων υφίστανται μια σημαντική απίσχνανση που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν με το hive down.
Όμως οι κεφαλαιακές ανάγκες των και των ελληνικών τραπεζών μένουν να διαφανούν όταν τα μορατόρια λήξουν, όταν διαφανούν τα νέα κόκκινα δάνεια, όταν καθοριστεί το νέο σημείο εκκίνησης.
Τα κόκκινα δάνεια σε όλη την Ευρώπη δημιουργούν ένα αντίστοιχο πρόβλημα μόνον που οι ελληνικές τράπεζες στην παρούσα φάση παρά τις μεγάλες προσπάθειες δεν κατάφεραν εγκαίρως να αγγίξουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρ' όλα αυτά οι τιτλοποιήσεις στον κολοφώνα τους είναι πιθανόν να δώσουν στις ελληνικές τράπεζες εγκαίρως αυτήν την ευκαιρία.
Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών