Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Πως θα αντλήσουν κεφάλαια οι τράπεζες; - Πόσο επενδύσιμος είναι ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη

Πως θα αντλήσουν κεφάλαια οι τράπεζες; - Πόσο επενδύσιμος είναι ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα και στην Ευρώπη
Το ερώτημα που τώρα  τίθεται είναι εάν και κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα χρειστούν κεφάλαια μετά το πέρας της πανδημίας.
Η πανδημία διαμορφώνει συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες που είχε προδιαγράψει το ηδη ταλαιπωρημένο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Το ερώτημα που τώρα  τίθεται είναι εάν και κατά πόσον οι ελληνικές τράπεζες θα χρειστούν κεφάλαια μετά το πέρας της πανδημίας.
Η ερώτηση αυτή θα απαντηθεί μετά τη διενέργεια των  stress test που θα λάβουν χώρα στο τέλος του έτους.
Αν ωστόσο οι ελληνικές τράπεζες χρειαστούν κεφάλαια το βέβαιο είναι πως όπως και σε όλες τις ευρωπαϊκές θα έχουν τον χρόνο να τα βρουν.
Ωστόσο στην παρούσα φάση ο κλάδος δε δείχνει καθόλου ελκυστικός όπως σημειώνουν Ευρωπαίοι αναλυτές και αυτό διότι  δεν υπάρχουν αρκετοί πρόθυμοι επενδυτές.
Οι παρεμβάσεις της Κεντρικής Τράπεζας  διατήρησαν σε επίπεδο χαμηλό  το κόστος κεφαλαίων έτσι ώστε οι τράπεζες να βοηθηθούν στη μείωση των απωλειών από δάνεια πελατών μέσα από την ποσοτική χαλάρωση και τη μείωση  των ήδη πολύ χαμηλών επιτοκίων.
Ολο αυτό δημιουργησε αρνητικές παρενέργειες σε ότι αφορά την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων.
Tα παραπάνω μαζί με τα αποθέματα που πρέπει να σχηματίσουν οι τράπεζες  στο πλαίσιο των απαιτήσεων της εποπτείας. συμβάλουν σημαντικά στην καταστροφή των αποδόσεων καθιστώντας πολλές τράπεζες κυριολεκτικά μη επενδύσιμες.
Πολλοί είναι οι μέτοχοι των τραπεζών που σταδιακά εγκατέλειψαν τον τομέα.
Παρά το φθίνοντα κίνδυνο οι τράπεζες να πρέπει να κάνουν άμεσα αυξήσεις κεφαλαίου που θα διαγράψουν την αξία των μετοχών τους ή να βιώσουν πιο υπαρξιακά προβλήματα οι τραπεζικές μετοχές έχουν χάσει περί το 1/3 της αξίας τους τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική μέχρι σήμερα μέσα στο 2020.
Ο δείκτης P/Book Ratiio για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες είναι κάτω από το 0,5.
Εκτός από τις βραχυπρόθεσμες απώλειες από δάνεια, οι επενδυτές έχουν άλλες δύο μεγάλες ανησυχίες.
Η πρώτη είναι πως η κερδοφορία συστηματικά καταστρέφεται ή διαβρώνεται από την νομισματική πολιτική.
Μέσα σε όλα αυτά αν μιλήσει κανείς για τις ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να σημειώσει πως αυτές έχουν να αντιμετωπίσουν τα πολύ υψηλά NPEs αλλά και ένα σημαντικό αναβαλλόμενο φόρο που δεν θα τις απασχολήσει άμεσα αλλά είναι βέβαιο πως θα τις απασχολήσει μέσα το 2021. Ο αναβαλλόμενος φόρος διαμορφώνεται στα 15,1 δισ. ευρώ ενώ τα NPEs στο α εξάμηνο ήταν 6,1 δισ. ευρώ.
Και βέβαια θα έχει ένα σημαντικό ενδιαφέρον η αποτίμηση των ελληνικών τραπεζών μετά το hive down.
Το μεγαλύτερο  πρόβλημα για τον κλάδο στο σύνολό του είναι οι αποδόσεις κεφαλαίων που διαμορφώνουν κλίμα φυγής των επενδυτών.
Σύμφωνα με τη Citigroup η μέση ευρωπαϊκή τράπεζα, θα έχει απόδοση ενσώματων ιδίων κεφαλαίων 2% φέτος και 5% το 2021 έναντι άνω του 20% το 2008 εννοώντας πριν την κρίση.
Ακόμη και στις ΗΠΑ οι προβλέψεις για την απόδοση ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών την περίοδο 2020-2021 μιλούν για μέσο όρο 10%,
Σύμφωνα με το FDIC, μία από τις αμερικανικές ρυθμιστικές αρχές, οι αμερικανικές τράπεζες σωρευτικά έχουν πλέον υπερβάλλον κεφάλαιο πέραν των ρυθμιστικών ελάχιστων των 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στην ευρωζώνη το αντίστοιχο ποσό ανέρχεται σε 480 δισ. Ευρώ, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα..
Για το 2020, οι ρυθμιστικές αρχές έχουν χαλαρώσει τις απαιτήσεις για κεφάλαια, επιτρέποντας σε ένα μέρος των buffer να χρησιμοποιηθεί για την απορρόφηση των απωλειών.
Ωστόσο, παράλληλα υπήρξε  μια πολύ προσεκτική στάση για την συγκράτηση  των πληρωμών στους μετόχους - που αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα σχετικά με τα ενδεχόμενα επισφαλή χρέη και την επιθυμία των τραπεζών  να διατηρήσουν την ικανότητά τους να δανείζουν. Τον Ιούλιο, η ΕΚΤ επέκτεινε προηγούμενες οδηγίες, ζητώντας από τις τράπεζες να μην πληρώσουν μερίσματα ή να προχωρήσουν σε επιστροφή κεφαλαίου  μέχρι το 2021.
Από τον  Ιανουάριο, οι ευρωπαϊκές τράπεζες ελπίζουν ότι θα απελευθερωθούν από αυτόν τον περιορισμό αυτόν και θα κερδίσουν πίσω τους επενδυτές με την προοπτική  πληρωμών προς τους μετόχους τους.
Οι αμερικανικές τράπεζες έχουν λιγότερα προβλήματα.
Γενικά, οι πιο υγιείς ισολογισμοί τους και μια πιο κερδοφόρα εγχώρια αγορά σημαίνουν ότι είναι ουσιαστικά πιο ελκυστικές. Ακόμη και μετά την πτώση του τρέχοντος έτους, η μεγαλύτερη τράπεζα της Αμερικής, η JPMorgan Chase, αποτιμάται σε περισσότερα από 300 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στην Ευρώπη όμως η υψηλότερη αντίστοιχη αποτίμηση είναι της HSBC, αξίας 67 δισεκατομμυρίων λιρών (88 δισεκατομμύρια δολάρια) και  στην ευρωζώνη της BNP Paribas (46 δισεκατομμύρια ευρώ / 54 δισεκατομμύρια δολάρια).
Ο δείκτης για την JP ισοδυναμεί με 1,3 φορές τη λογιστική αξία των καθαρών περιουσιακών στοιχείων της, ενώ η σχετική αναλογία  για τις μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες είναι μικρότερη από 0,5.
Τα πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης αγωνίστηκαν για μια δεκαετία προκειμένου να βρουν μια λύση.
Το κόστος έχει μειωθεί, αν και με ελάχιστο όφελος σε τελική ανάλυση. Συγχωνεύσεις για την επιτάχυνση της μείωσης του κόστους έχουν αποδειχθεί σε μεγάλο βαθμό αόριστες.
Οι προσπάθειες για την τόνωση της αλλαγής από ακτιβιστές- επενδυτές, όπως το fund της Cerberus σε πολλές γερμανικές τράπεζες, απέδωσαν λίγο περισσότερο έναντι των μεγάλων επενδυτικών απωλειών άλλων funds.
Η πτώση των αποτιμήσεων των ευρωπαϊκών τραπεζών, ακόμη και όταν τα αποθέματα κεφαλαίου παρέμειναν άφθονα, οδήγησε σε μια περίεργη κατάσταση ισολογισμού ορισμένων.
Η UniCredit της Ιταλίας, για παράδειγμα, έχει πλέον πλεόνασμα κεφαλαίου που υπερβαίνει την αγοραία αξία της. Θεωρητικά τουλάχιστον, τέτοιες τράπεζες θα μπορούσαν de facto να αγοραστούν δωρεάν - ακόμη και από τους ίδιους μετόχους.

Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης