Η EBA διαπίστωσε ότι οι δείκτες NPLs παρέμειναν σταθεροί στο 2ο τρίμηνο του2020 αν και αρχίζουν να εμφανίζονται πρώιμα σημάδια επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς των τραπεζών
Η EBA διαπίστωσε ότι οι δείκτες NPLs παρέμειναν σταθεροί στο 2ο τρίμηνο του 2020 αν και αρχίζουν να εμφανίζονται πρώιμα σημάδια επιδείνωσης της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων στους ισολογισμούς των τραπεζών όπως αναφέρει σε έκθεσή της.
Μπορεί αυτή τη στιγμή μέχρι δηλαδή το δεύτερο τρίμηνο οι δείκτες των τραπεζών όσον αφορά τα κεφάλαια και τα κόκκινα δάνεια να δείχνουν ελαφρά βελτίωση στο σύνολό τους όμως αυτό δεν αποτελεί προπομπό μιας θετικής τάσης.
Τουναντίον!
Ολο αυτό δείχνει να οφείλεται κυρίως στην αύξηση των καταθέσεων στις κεντρικές τράπεζες και στην αύξηση των κρατικών εγγυήσεων για τη χορήγηση δανείων.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) δημοσίευσε χθες τον τριμηνιαίο πίνακα ελέγχου κινδύνου που καλύπτει τα δεδομένα του 2ου τριμήνου του 2020 συνοψίζοντας τους κύριους κινδύνους και τις ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ. Ενώ οι δείκτες κεφαλαίου διατηρήθηκαν σε επίπεδα ικανοποιητικά υπάρχουν ενδείξεις ότι η κρίση αρχίζει να επηρεάζει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Με το αυξανόμενο κόστος κινδύνου, η κερδοφορία συνέχισε την πτωτική της τάση.
Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε κατά 30 μονάδες βάσης σε 14,7%, ανακτώντας περίπου το ήμισυ της μείωσης το προηγούμενο τρίμηνο.
Η άνοδος των δεικτών κεφαλαίου υποστηρίχθηκε από τη μείωση του κινδύνου των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού (RWAs), η οποία οφειλόταν, μεταξύ άλλων, σε ρυθμιστικά μέτρα όπως οι τροποποιήσεις στον παράγοντα στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων . Ο δείκτης μόχλευσης συρρικνώθηκε ελαφρώς, από 5,2% το 1ο τρίμηνο σε 5,1%, λόγω της αύξησης του συνολικού ενεργητικού (χορήγηση νέων δανείων).
Η πτωτική τάση του κινδύνου σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού παρά την αύξηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, δείχνει επίσης ότι ο σταθμισμένος κίνδυνος των νέων χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων τείνει να είναι χαμηλότερος, όπως για παράδειγμα για τις καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες για τα εγγυημένα δάνεια, τα οποία ήταν βασικοί παράγοντες για την αύξηση των δανείων και των προκαταβολών του 2ου τριμήνου.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL) σταμάτησαν την πολυετή πτωτική τους τάση, σημειώνοντας ελαφρά αύξηση το τελευταίο τρίμηνο.
Ωστόσο, λόγω της αύξησης των συνολικών δανείων και των προκαταβολών, ο δείκτης NPLs παρέμεινε περίπου σταθερός.
Ο δείκτης ανοχής αυξήθηκε ελαφρώς από 1,9% το προηγούμενο τρίμηνο σε 2%.
Ο αντίκτυπος της αύξησης των καθυστερούμενων ανοιγμάτων μετριάστηκε από μια σχεδόν παρόμοια αύξηση των συνολικών δανείων και προκαταβολών.
Το κόστος κινδύνου παραμένει επίσης αυξημένο κατά τη διάρκεια αυτού του τριμήνου. Το μερίδιο των δανείων του σταδίου 2 αυξήθηκε από 7% το πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 8,2% το δεύτερο τρίμηνο.
Στο μέλλον, η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει βασικός κίνδυνος εν μέσω της κρίσης που σχετίζεται με το Covid-19
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) μειώθηκε περαιτέρω σε 0,5% από 1,3% το πρώτο τρίμηνο
.Οι απομειώσεις ήταν ο βασικός παράγοντας για τη συρρίκνωση της κερδοφορίας, μειώθηκαν ωστόσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους καθώς και τα έσοδα από προμήθειες εισοδήματος.
Ο λόγος κόστους προς έσοδα (CIR) μειώθηκε σημαντικά από 71,8% σε 66,7%.
Οι αυξημένες απομειώσεις πιθανότατα θα παραμείνουν ένα μεγάλο βαρίδι στην κερδοφορία των τραπεζών, με τις επικαλύψεις απομείωσης Covid-19 να διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο.
Τα έσοδα ενδέχεται επίσης να παραμείνουν υπό πίεση, καθοδηγούμενα από το περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου και τον νέο δανεισμό με δημόσια εγγύηση, ο οποίος πιθανώς χορηγείται με χαμηλότερα επιτόκια από ό, τι παρόμοια μη εγγυημένα δάνεια.
Η αναζωπύρωση του παραπτωματικής συμπεριφοράς αποτελεί μόνιμο κίνδυνο, κυρίως σε περιόδους κρίσης. Οι τράπεζες ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίσουν προκλήσεις που σχετίζονται με το κόστος αναδιάρθρωσης ή την ανάγκη για επενδύσεις σε τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), εν μέσω της αυξανόμενης συνάφειας της ψηφιακής τραπεζικής.
Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε σε 14,7%, ανακάμποντας kai ανακτώντας σχεδόν το μισό της μείωσης κατά το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση των δεικτών κεφαλαίου υποστηρίχθηκε από την πτώση των RWAεπίσης λόγω κανονιστικών μέτρων, όπως οι τροποποιήσεις στη στήριξη των μιρκομεσαίων επιχειρήσεων.
Υπάρχουν περαιτέρω ενδείξεις για επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων εν μέσω της εξελισσόμενης κρίσης Covid-19.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL) σταμάτησαν την πολυετή πτωτική τους τάση, σημειώνοντας ελαφρά ανοδική πορεία το τελευταίο τρίμηνο.
Ωστόσο, λόγω της αύξησης του συνόλου των δανείων και προκαταβολών ο δείκτης NPL συνέχισε να συρρικνώνεται, από 3% το το πρώτο τρίμηνο σε 2,9% το Q2.
Το υψηλότερο κόστος του ρίσκου 5 μονάδες βάσης πάνω από τρίμηνο σε τρίμηνο διαμορφώνεται από την αύξηση του μεριδίου των δανείων σταδίου 2 από 7% στο πρώτο τρίμηνο σε 8,2% το δεύτερο τρίμηνο τα οποία κατά κανόνα δεν καταχωρούνται σε NPL.
O δείκτης κάλυψης των NPL μειώθηκε ελαφρά. Το αντίχτυπο των αυξανόμενων μελλοντικών ανοιγμάτων που δεν έχουν ακόμη γίνει NPLs φαίνεται μειωμένο εξαιτίας της αύξησης του συνόλου των
δανείων και προκαταβολών.
Η κερδοφορία επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) μειώθηκε σε 0,5% από 1,3% το πρώτο τρίμηνο. Αν και το κόστος του κινδύνου ήταν ο βασικός παράγοντας για τη συρρίκνωση της κερδοφορίας η πλευρά των εσόδων παρουσίασε αδυναμίες
. Καθαροί τόκοι, καθώς και έσοδα από προμήθειες μειώθηκαν στο β τρίμηνο\παρά τον αυξανόμενο όγκο δανείων.
Η τάση μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους αντικατοπτρίστηκε επίσης σε μια περαιτέρω συρρίκνωση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου.
Ο δείκτης κόστους προς έσοδα (CIR) μειώθηκε σημαντικά από 71,8%
έως 66,7%.
Η διασπορά του κινδύνου συρρικνώθηκε σημαντικά, μετά την έντονη διεύρυνσή του το πρώτο τρίμηνο.
Η αύξηση των καταθέσεων πελατών ήταν μεγαλύτερη από ό, τι τα δάνεια. Κατά συνέπεια, ο λόγος δανείων προς κατάθεσεις μειώθηκε κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες έως 116,1%.
Ο λόγος επιβάρυνσης περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε από 26,7% σε 27,6% παρά την αύξηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η τάση μπορεί
πιθανότατα καθοδηγείται από την ανάληψη TLTRO των τραπεζών τον Ιούνιο. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) αυξήθηκε από 148,8% σε 165,7%.
Κίνδυνος αγοράς
Οι αγορές υποστηρίζονται έντονα από τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και της οικονομικής πολιτικής.
Ως αποτέλεσμα, η μεταβλητότητα ήταν χαμηλότερη σε σχέση με το α τρίμηνο.
Υπάρχουν ανησυχίες ότι η μειωμένη μεταβλητότητα δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες.
Βραχυπρόθεσμες προοπτικές: Οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες.
Η αποσύνδεσή τους από την πραγματική οικονομία σε συνδυασμό με την περαιτέρω αύξηση της αναζήτησης απόδοσης σε ένα περιβάλλον όλο και πιο χαμηλών επιτοκίων με μεγάλη χρονική διάρκεια μπορεί να ξεδιπλώσει νέα περίοδο αστάθειας και διόρθωσης τιμών. τις νέες περιόδους αστάθειας.
Ρευστότητα και χρηματοδότηση
Μετά τις αυξήσεις στα spread και το προσωρινό κλείσιμο της αγοράς χρηματοδότησης στις αρχές της κρίσης Covid-19, η τιμολόγηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών μειώθηκε σε σχεδόν προ-Covid-19 επίπεδα.
Οι τράπεζες έχουν αποκτήσει επιτυχώς πρόσβαση στην αγορά.
Κερδοφορία
Η κερδοφορία των τραπεζών είναι πολύ χαμηλότερη από τα ήδη πιεσμένα επίπεδα πριν από το Covid-19, και εδώ υπάρχει ένας βασικός κίνδυνος: η αύξηση των απομειώσεων αποτελούν τη βασική αιτία της χαμηλής κερδοφορίας. Τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια έχουν περιοριστεί και καθώς αυτό δεν αντισταθμίστηκε από την αύξηση του όγκου των χορηγήσεων το καθαρό έσοδο από τους τόκους συρρικνώθηκε.
Τα έσοδα από προμήθειες και τέλη επίσης μειώθηκαν λόγων της χαμηλότερης οικονομικής δραστηριότητας.
Οι τράπεζες κατάφεραν να διαχειριστούν τα λειτουργικά τους κόστη ενώ οι επενδυτικές τράπεζες με επίκεντρο το σταθερό έσοδο τα νομίσματα και τα εμπορεύματα κατάφεραν να επωφεληθούν από τις εξελίξεις της αγοράς.
Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr
Μπορεί αυτή τη στιγμή μέχρι δηλαδή το δεύτερο τρίμηνο οι δείκτες των τραπεζών όσον αφορά τα κεφάλαια και τα κόκκινα δάνεια να δείχνουν ελαφρά βελτίωση στο σύνολό τους όμως αυτό δεν αποτελεί προπομπό μιας θετικής τάσης.
Τουναντίον!
Ολο αυτό δείχνει να οφείλεται κυρίως στην αύξηση των καταθέσεων στις κεντρικές τράπεζες και στην αύξηση των κρατικών εγγυήσεων για τη χορήγηση δανείων.
Η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ) δημοσίευσε χθες τον τριμηνιαίο πίνακα ελέγχου κινδύνου που καλύπτει τα δεδομένα του 2ου τριμήνου του 2020 συνοψίζοντας τους κύριους κινδύνους και τις ευπάθειες στον τραπεζικό τομέα της ΕΕ. Ενώ οι δείκτες κεφαλαίου διατηρήθηκαν σε επίπεδα ικανοποιητικά υπάρχουν ενδείξεις ότι η κρίση αρχίζει να επηρεάζει την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων των πιστωτικών ιδρυμάτων. Με το αυξανόμενο κόστος κινδύνου, η κερδοφορία συνέχισε την πτωτική της τάση.
Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε κατά 30 μονάδες βάσης σε 14,7%, ανακτώντας περίπου το ήμισυ της μείωσης το προηγούμενο τρίμηνο.
Η άνοδος των δεικτών κεφαλαίου υποστηρίχθηκε από τη μείωση του κινδύνου των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων ενεργητικού (RWAs), η οποία οφειλόταν, μεταξύ άλλων, σε ρυθμιστικά μέτρα όπως οι τροποποιήσεις στον παράγοντα στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων . Ο δείκτης μόχλευσης συρρικνώθηκε ελαφρώς, από 5,2% το 1ο τρίμηνο σε 5,1%, λόγω της αύξησης του συνολικού ενεργητικού (χορήγηση νέων δανείων).
Η πτωτική τάση του κινδύνου σταθμισμένων στοιχείων ενεργητικού παρά την αύξηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων, δείχνει επίσης ότι ο σταθμισμένος κίνδυνος των νέων χρηματοοικονομικών ανοιγμάτων τείνει να είναι χαμηλότερος, όπως για παράδειγμα για τις καταθέσεις σε κεντρικές τράπεζες για τα εγγυημένα δάνεια, τα οποία ήταν βασικοί παράγοντες για την αύξηση των δανείων και των προκαταβολών του 2ου τριμήνου.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL) σταμάτησαν την πολυετή πτωτική τους τάση, σημειώνοντας ελαφρά αύξηση το τελευταίο τρίμηνο.
Ωστόσο, λόγω της αύξησης των συνολικών δανείων και των προκαταβολών, ο δείκτης NPLs παρέμεινε περίπου σταθερός.
Ο δείκτης ανοχής αυξήθηκε ελαφρώς από 1,9% το προηγούμενο τρίμηνο σε 2%.
Ο αντίκτυπος της αύξησης των καθυστερούμενων ανοιγμάτων μετριάστηκε από μια σχεδόν παρόμοια αύξηση των συνολικών δανείων και προκαταβολών.
Το κόστος κινδύνου παραμένει επίσης αυξημένο κατά τη διάρκεια αυτού του τριμήνου. Το μερίδιο των δανείων του σταδίου 2 αυξήθηκε από 7% το πρώτο τρίμηνο διαμορφώθηκε σε 8,2% το δεύτερο τρίμηνο.
Στο μέλλον, η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει βασικός κίνδυνος εν μέσω της κρίσης που σχετίζεται με το Covid-19
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) μειώθηκε περαιτέρω σε 0,5% από 1,3% το πρώτο τρίμηνο
.Οι απομειώσεις ήταν ο βασικός παράγοντας για τη συρρίκνωση της κερδοφορίας, μειώθηκαν ωστόσο και τα καθαρά έσοδα από τόκους καθώς και τα έσοδα από προμήθειες εισοδήματος.
Ο λόγος κόστους προς έσοδα (CIR) μειώθηκε σημαντικά από 71,8% σε 66,7%.
Οι αυξημένες απομειώσεις πιθανότατα θα παραμείνουν ένα μεγάλο βαρίδι στην κερδοφορία των τραπεζών, με τις επικαλύψεις απομείωσης Covid-19 να διαδραματίζουν εξέχοντα ρόλο.
Τα έσοδα ενδέχεται επίσης να παραμείνουν υπό πίεση, καθοδηγούμενα από το περιβάλλον χαμηλού επιτοκίου και τον νέο δανεισμό με δημόσια εγγύηση, ο οποίος πιθανώς χορηγείται με χαμηλότερα επιτόκια από ό, τι παρόμοια μη εγγυημένα δάνεια.
Η αναζωπύρωση του παραπτωματικής συμπεριφοράς αποτελεί μόνιμο κίνδυνο, κυρίως σε περιόδους κρίσης. Οι τράπεζες ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίσουν προκλήσεις που σχετίζονται με το κόστος αναδιάρθρωσης ή την ανάγκη για επενδύσεις σε τεχνολογία πληροφοριών και επικοινωνιών (ΤΠΕ), εν μέσω της αυξανόμενης συνάφειας της ψηφιακής τραπεζικής.
Ο δείκτης CET1 αυξήθηκε σε 14,7%, ανακάμποντας kai ανακτώντας σχεδόν το μισό της μείωσης κατά το προηγούμενο τρίμηνο. Η αύξηση των δεικτών κεφαλαίου υποστηρίχθηκε από την πτώση των RWAεπίσης λόγω κανονιστικών μέτρων, όπως οι τροποποιήσεις στη στήριξη των μιρκομεσαίων επιχειρήσεων.
Υπάρχουν περαιτέρω ενδείξεις για επιδείνωση της ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων εν μέσω της εξελισσόμενης κρίσης Covid-19.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (NPL) σταμάτησαν την πολυετή πτωτική τους τάση, σημειώνοντας ελαφρά ανοδική πορεία το τελευταίο τρίμηνο.
Ωστόσο, λόγω της αύξησης του συνόλου των δανείων και προκαταβολών ο δείκτης NPL συνέχισε να συρρικνώνεται, από 3% το το πρώτο τρίμηνο σε 2,9% το Q2.
Το υψηλότερο κόστος του ρίσκου 5 μονάδες βάσης πάνω από τρίμηνο σε τρίμηνο διαμορφώνεται από την αύξηση του μεριδίου των δανείων σταδίου 2 από 7% στο πρώτο τρίμηνο σε 8,2% το δεύτερο τρίμηνο τα οποία κατά κανόνα δεν καταχωρούνται σε NPL.
O δείκτης κάλυψης των NPL μειώθηκε ελαφρά. Το αντίχτυπο των αυξανόμενων μελλοντικών ανοιγμάτων που δεν έχουν ακόμη γίνει NPLs φαίνεται μειωμένο εξαιτίας της αύξησης του συνόλου των
δανείων και προκαταβολών.
Η κερδοφορία επιδεινώθηκε περαιτέρω.
Η απόδοση ιδίων κεφαλαίων (RoE) μειώθηκε σε 0,5% από 1,3% το πρώτο τρίμηνο. Αν και το κόστος του κινδύνου ήταν ο βασικός παράγοντας για τη συρρίκνωση της κερδοφορίας η πλευρά των εσόδων παρουσίασε αδυναμίες
. Καθαροί τόκοι, καθώς και έσοδα από προμήθειες μειώθηκαν στο β τρίμηνο\παρά τον αυξανόμενο όγκο δανείων.
Η τάση μείωσης των καθαρών εσόδων από τόκους αντικατοπτρίστηκε επίσης σε μια περαιτέρω συρρίκνωση του καθαρού περιθωρίου επιτοκίου.
Ο δείκτης κόστους προς έσοδα (CIR) μειώθηκε σημαντικά από 71,8%
έως 66,7%.
Η διασπορά του κινδύνου συρρικνώθηκε σημαντικά, μετά την έντονη διεύρυνσή του το πρώτο τρίμηνο.
Η αύξηση των καταθέσεων πελατών ήταν μεγαλύτερη από ό, τι τα δάνεια. Κατά συνέπεια, ο λόγος δανείων προς κατάθεσεις μειώθηκε κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες έως 116,1%.
Ο λόγος επιβάρυνσης περιουσιακών στοιχείων αυξήθηκε από 26,7% σε 27,6% παρά την αύξηση του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων. Αυτή η τάση μπορεί
πιθανότατα καθοδηγείται από την ανάληψη TLTRO των τραπεζών τον Ιούνιο. Ο δείκτης κάλυψης ρευστότητας (LCR) αυξήθηκε από 148,8% σε 165,7%.
Κίνδυνος αγοράς
Οι αγορές υποστηρίζονται έντονα από τις παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών και της οικονομικής πολιτικής.
Ως αποτέλεσμα, η μεταβλητότητα ήταν χαμηλότερη σε σχέση με το α τρίμηνο.
Υπάρχουν ανησυχίες ότι η μειωμένη μεταβλητότητα δεν αντικατοπτρίζει απαραίτητα τις πραγματικές οικονομικές συνθήκες.
Βραχυπρόθεσμες προοπτικές: Οι χρηματοπιστωτικές αγορές παραμένουν εξαιρετικά ευάλωτες.
Η αποσύνδεσή τους από την πραγματική οικονομία σε συνδυασμό με την περαιτέρω αύξηση της αναζήτησης απόδοσης σε ένα περιβάλλον όλο και πιο χαμηλών επιτοκίων με μεγάλη χρονική διάρκεια μπορεί να ξεδιπλώσει νέα περίοδο αστάθειας και διόρθωσης τιμών. τις νέες περιόδους αστάθειας.
Ρευστότητα και χρηματοδότηση
Μετά τις αυξήσεις στα spread και το προσωρινό κλείσιμο της αγοράς χρηματοδότησης στις αρχές της κρίσης Covid-19, η τιμολόγηση για τη χρηματοδότηση των τραπεζών μειώθηκε σε σχεδόν προ-Covid-19 επίπεδα.
Οι τράπεζες έχουν αποκτήσει επιτυχώς πρόσβαση στην αγορά.
Κερδοφορία
Η κερδοφορία των τραπεζών είναι πολύ χαμηλότερη από τα ήδη πιεσμένα επίπεδα πριν από το Covid-19, και εδώ υπάρχει ένας βασικός κίνδυνος: η αύξηση των απομειώσεων αποτελούν τη βασική αιτία της χαμηλής κερδοφορίας. Τα καθαρά επιτοκιακά περιθώρια έχουν περιοριστεί και καθώς αυτό δεν αντισταθμίστηκε από την αύξηση του όγκου των χορηγήσεων το καθαρό έσοδο από τους τόκους συρρικνώθηκε.
Τα έσοδα από προμήθειες και τέλη επίσης μειώθηκαν λόγων της χαμηλότερης οικονομικής δραστηριότητας.
Οι τράπεζες κατάφεραν να διαχειριστούν τα λειτουργικά τους κόστη ενώ οι επενδυτικές τράπεζες με επίκεντρο το σταθερό έσοδο τα νομίσματα και τα εμπορεύματα κατάφεραν να επωφεληθούν από τις εξελίξεις της αγοράς.
Ειρήνη Σακελλάρη
irini9901@yahoo.gr
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών