Τι αναφέρει η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Τραπεζών
Η πραγματικότητα ξεπέρασε τα πιο δύσκολα σενάρια των Stress tests που διενεργήθηκαν στα παρελθόντα έτη παρατηρεί η Ευρωπαϊκη Ομοσπονδία Τραπεζών σε ειδικό κεφάλαιο που αφορά το Covid 19 στο πλαίσιο μιας στατιστικής ανάλυσης για τις ευρωπαϊκές τράπεζες.
Το γεγονός αυτό κάνει πολλούς να προδικάζουν πως το τρέχον stress test οι παραδοχές του οποίου θα ανακοινωθούν μέσα στον Ιανουάριο, θα είναι ακόμη πιο σκληρές και άρα θα διαμορφώσουν σημαντικές δυσκολίες για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει κατά πόσον οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια πως θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο όταν οι επενδυτές τους είναι αποκλεισμένοι από την κεφαλαιακή πρόσοδο (μερίσματα) δυνάμει των αποφάσεων των εποπτών.
Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση του τραπεζικού συστήματος όπως αναφέρεται στο ειδικό κεφάλαιο για το Covid της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Τραπεζών, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθίσταται σαφές ότι το stress tests της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 2020 αντικαταστάθηκε από ένα πραγματικό test αντοχής όπως αυτό που επέφερε η πανδημία για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης.
Aπόκλιση από την πραγματικότητα
Λόγω της αναβολής του test του 2020, η ΕΚΤ πραγματοποίησε μια ανάλυση ευπάθειας COVID-19.
Η ανάλυση αυτή στόχο είχε να εκτιμηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στο οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό.
Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε με τις τράπεζες της Ευρωζώνης και βασίστηκε στην αρχική μεθοδολογία της EBA για το τεστ αντοχής του 2020. Ετσι, ορισμένες από τις παραδοχές, όπως ποιοι κίνδυνοι λαμβάνονται υπόψη ή η παραδοχή του στατικού ισολογισμού παραμένουν οι ίδιες. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα της ανάλυσης ευπάθειας με τα τρία τελευταία stress tests, μπορεί να καταγραφεί ότι το πιθανό οικονομικό σοκ που προκύπτει από την κρίση COVID-19 είναι πιο σοβαρό από το σοκ που είχαν υποβληθεί οι τράπεζες στις προηγούμενες ασκήσεις.
Για παράδειγμα, όπως περιγράφεται από την ΕΚΤ, τα σενάρια COVID-19 υποθέτουν μια βαθύτερη ύφεση από εκείνη που προκάλεσε η προηγούμενη παγκόσμια οικονομική κρίση παρόλο που η πανδημία έχει μικρότερο χρονικό ορίζοντα.
Στο κεντρικό σενάριο, η ΕΚΤ υποθέτει ότι το τρέχον επίπεδο κεφαλαίου, το οποίο είναι στο 14,5%, εξαντλείται κατά περίπου 1,9 εκατοστιαίες μονάδες.
Η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των τριών ετών (που αντιστοιχεί στην ανάκαμψη μετά από μια απότομη ύφεση) δείχνει μείωση 0,8% του ΑΕΠ.
Αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο που θα υλοποιηθεί σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ευρωσυστήματος, και επί του παρόντος, το τραπεζικό σύστημα έχει επαρκή κεφαλαιοποίηση για να αντέξει αυτό το σενάριο, ενώ «συνεχίζει να εκπληρώνει τις λειτουργίες του, ιδίως, για να καλύψει τη ζήτηση δανεισμού από την οικονομία».
Μόνον το δυσμενές σενάριο είναι «μια χειρότερη αλλά ακόμη εύλογη εξέλιξη της κρίσης», προτού ορισμένες τράπεζες αναλάβουν διαχειριστικές ενέργειες για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κρίσης, οι οποίες δεν έχουν ακόμη ληφθεί υπόψη στην ανάλυση.
Ταυτόχρονα, αυτό το σενάριο περιλαμβάνει μείωση κεφαλαίου 5,7%, το οποίο είναι πολύ πιο αυστηρό από οτιδήποτε επίπτωση έχει υπολογιστεί
Κόστος χρηματοδότησης
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν υπερδιπλασιάσει το συνολικό ποσοστό κεφαλαίων τους την τελευταία δεκαετία.
Ένα σημαντικό μέρος της αύξησης έχει συμβάλει με την έκδοση επιλέξιμων μέσων ιδίων κεφαλαίων που απορροφούν ζημίες.
Αυτή η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ευρωπαϊκών τραπεζών βοηθάει τον κλάδο να αντέξει σε ένα μεγάλο οικονομικό σοκ όπως το Covid-19.
Η τάση των τιμών αγοράς των ενδεχόμενων χρεωστικών μέσων δίνει μια ένδειξη για το πώς η αποφασιστική αντίδραση νομισματικής πολιτικής έχει καταπραΰνει τις αγορές τραπεζικού χρέους.
Ωστόσο, η άφθονη ρευστότητα της αγοράς που διασφαλίστηκε από το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής συνέβαλε στη μείωση της αστάθειας και των συνολικών spread των ομολόγων, μειώνοντας τον υψηλό κίνδυνο που αντιλαμβάνουν επενδυτές.
Η άφθονη ρευστότητα της αγοράς που διασφαλίστηκε από το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής συνέβαλε στη μείωση της αστάθειας και των συνολικών spread των ομολόγων, μειώνοντας τον υψηλό κίνδυνο που αντιλαμβάνουν οι επενδυτές.
Σε ένα πλαίσιο αυξανόμενου ανταγωνισμού μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα στενά περιθώρια που προκύπτουν από μακροχρόνια χαμηλά επιτόκια, η γενική οικονομική επιδείνωση, καταγράφονται ως σημαντικά θέματα για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποτελούν εκκρεμότητες για το μέλλον.
Ειρήνη Σακελλάρη
www.bankingnews.gr
Το γεγονός αυτό κάνει πολλούς να προδικάζουν πως το τρέχον stress test οι παραδοχές του οποίου θα ανακοινωθούν μέσα στον Ιανουάριο, θα είναι ακόμη πιο σκληρές και άρα θα διαμορφώσουν σημαντικές δυσκολίες για τα πιστωτικά ιδρύματα.
Το μεγάλο ερώτημα παραμένει κατά πόσον οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαστούν νέα κεφάλαια πως θα επιτευχθεί κάτι τέτοιο όταν οι επενδυτές τους είναι αποκλεισμένοι από την κεφαλαιακή πρόσοδο (μερίσματα) δυνάμει των αποφάσεων των εποπτών.
Όσον αφορά την τρέχουσα κατάσταση του τραπεζικού συστήματος όπως αναφέρεται στο ειδικό κεφάλαιο για το Covid της Ομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Τραπεζών, στην Ευρωπαϊκή Ενωση, καθίσταται σαφές ότι το stress tests της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών 2020 αντικαταστάθηκε από ένα πραγματικό test αντοχής όπως αυτό που επέφερε η πανδημία για το χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ευρώπης.
Aπόκλιση από την πραγματικότητα
Λόγω της αναβολής του test του 2020, η ΕΚΤ πραγματοποίησε μια ανάλυση ευπάθειας COVID-19.
Η ανάλυση αυτή στόχο είχε να εκτιμηθεί η ανθεκτικότητα των τραπεζών στο οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό.
Η ανάλυση αυτή πραγματοποιήθηκε με τις τράπεζες της Ευρωζώνης και βασίστηκε στην αρχική μεθοδολογία της EBA για το τεστ αντοχής του 2020. Ετσι, ορισμένες από τις παραδοχές, όπως ποιοι κίνδυνοι λαμβάνονται υπόψη ή η παραδοχή του στατικού ισολογισμού παραμένουν οι ίδιες. Συγκρίνοντας το αποτέλεσμα της ανάλυσης ευπάθειας με τα τρία τελευταία stress tests, μπορεί να καταγραφεί ότι το πιθανό οικονομικό σοκ που προκύπτει από την κρίση COVID-19 είναι πιο σοβαρό από το σοκ που είχαν υποβληθεί οι τράπεζες στις προηγούμενες ασκήσεις.
Για παράδειγμα, όπως περιγράφεται από την ΕΚΤ, τα σενάρια COVID-19 υποθέτουν μια βαθύτερη ύφεση από εκείνη που προκάλεσε η προηγούμενη παγκόσμια οικονομική κρίση παρόλο που η πανδημία έχει μικρότερο χρονικό ορίζοντα.
Στο κεντρικό σενάριο, η ΕΚΤ υποθέτει ότι το τρέχον επίπεδο κεφαλαίου, το οποίο είναι στο 14,5%, εξαντλείται κατά περίπου 1,9 εκατοστιαίες μονάδες.
Η αθροιστική μείωση του ΑΕΠ κατά τη διάρκεια των τριών ετών (που αντιστοιχεί στην ανάκαμψη μετά από μια απότομη ύφεση) δείχνει μείωση 0,8% του ΑΕΠ.
Αυτό είναι το πιο πιθανό σενάριο που θα υλοποιηθεί σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ευρωσυστήματος, και επί του παρόντος, το τραπεζικό σύστημα έχει επαρκή κεφαλαιοποίηση για να αντέξει αυτό το σενάριο, ενώ «συνεχίζει να εκπληρώνει τις λειτουργίες του, ιδίως, για να καλύψει τη ζήτηση δανεισμού από την οικονομία».
Μόνον το δυσμενές σενάριο είναι «μια χειρότερη αλλά ακόμη εύλογη εξέλιξη της κρίσης», προτού ορισμένες τράπεζες αναλάβουν διαχειριστικές ενέργειες για να μετριαστούν οι επιπτώσεις της κρίσης, οι οποίες δεν έχουν ακόμη ληφθεί υπόψη στην ανάλυση.
Ταυτόχρονα, αυτό το σενάριο περιλαμβάνει μείωση κεφαλαίου 5,7%, το οποίο είναι πολύ πιο αυστηρό από οτιδήποτε επίπτωση έχει υπολογιστεί
Κόστος χρηματοδότησης
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν υπερδιπλασιάσει το συνολικό ποσοστό κεφαλαίων τους την τελευταία δεκαετία.
Ένα σημαντικό μέρος της αύξησης έχει συμβάλει με την έκδοση επιλέξιμων μέσων ιδίων κεφαλαίων που απορροφούν ζημίες.
Αυτή η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης των ευρωπαϊκών τραπεζών βοηθάει τον κλάδο να αντέξει σε ένα μεγάλο οικονομικό σοκ όπως το Covid-19.
Η τάση των τιμών αγοράς των ενδεχόμενων χρεωστικών μέσων δίνει μια ένδειξη για το πώς η αποφασιστική αντίδραση νομισματικής πολιτικής έχει καταπραΰνει τις αγορές τραπεζικού χρέους.
Ωστόσο, η άφθονη ρευστότητα της αγοράς που διασφαλίστηκε από το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής συνέβαλε στη μείωση της αστάθειας και των συνολικών spread των ομολόγων, μειώνοντας τον υψηλό κίνδυνο που αντιλαμβάνουν επενδυτές.
Η άφθονη ρευστότητα της αγοράς που διασφαλίστηκε από το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων της ΕΚΤ και άλλα μέσα νομισματικής πολιτικής συνέβαλε στη μείωση της αστάθειας και των συνολικών spread των ομολόγων, μειώνοντας τον υψηλό κίνδυνο που αντιλαμβάνουν οι επενδυτές.
Σε ένα πλαίσιο αυξανόμενου ανταγωνισμού μη ρυθμιζόμενων οντοτήτων που δραστηριοποιούνται στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα στενά περιθώρια που προκύπτουν από μακροχρόνια χαμηλά επιτόκια, η γενική οικονομική επιδείνωση, καταγράφονται ως σημαντικά θέματα για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα αποτελούν εκκρεμότητες για το μέλλον.
Ειρήνη Σακελλάρη
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών