Η δημιουργία μια εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (AMC) αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες
O ελληνικός τραπεζικός τομέας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία πριν ακόμη ξεπεράσει πλήρως τα προβλήματα που κληροδότησε η προηγούμενη κρίση.
Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να ληφθούν ένα σύνολο μέτρων, προκειμένου να ξεπεράσουν τα προβλήματα.
Αυτό ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο 22ο Annual Capital Link Invest in Greece Forum.
Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των αδυναμιών του ελληνικού τραπεζικού τομέα
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία πριν ακόμη ξεπεράσει πλήρως τα προβλήματα που κληροδότησε η προηγούμενη κρίση:
• Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά 50 δισεκ. ευρώ περίπου σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 παρέμεινε εξαιρετικά υψηλός (35,8%), πολύ πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (2,9% τον Ιούνιο του 2020).
• Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από το ελάχιστο απαιτούμενο, αλλά θα δεχθούν πιέσεις εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως (α) η πλήρης επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), (β) το κόστος της στρατηγικής των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ, όπως προκύπτει από τις προγραμματισμένες ή τις πρόσφατα εκτελεσθείσες συναλλαγές, (γ) το γεγονός ότι πάνω από 50% των εποπτικών κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελείται από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC), η οποία θεωρείται από τις αγορές ως «κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας».
• Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει αδύναμη, λόγω του χαμηλού όγκου των εργασιών και του υψηλού κόστους του πιστωτικού κινδύνου.
• Τέλος, οι τράπεζες θα χρειαστεί σταδιακά να προσφύγουν στις αγορές τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιτύχουν το στόχο για την ελάχιστη απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Επιπρόσθετα προς αυτές τις προκλήσεις, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους λόγω της δημιουργίας νέων ΜΕΔ εξαιτίας της πανδημίας, ιδίως όταν λήξουν τα μέτρα αναστολής καταβολής δόσεων.
Το κλειδί για να τεθεί σε κίνηση ένας ενάρετος κύκλος στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία γενικότερα είναι η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η αποτελεσματική επίλυση του ιδιωτικού χρέους.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, αναμένονται σημαντικά αποτελέσματα από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (loan servicers), που – μαζί με τον ενιαίο ειδικό εκκαθαριστή (PQH) – αυτή τη στιγμή διαχειρίζονται δάνεια εκτός του τραπεζικού τομέα ύψους 38 δισεκ. ευρώ περίπου, πέραν αυτών που διαχειρίζονται για λογαριασμό των τραπεζών.
Είναι σαφές ότι η μεταβίβαση ΜΕΔ εκτός του τραπεζικού τομέα δεν αρκεί για να εξαλειφθεί ο πιστωτικός κίνδυνος από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μόνο η αποτελεσματική διευθέτηση αυτών των δανείων θα μειώσει ουσιαστικά την επιβάρυνση των δανειοληπτών και θα περιορίσει τον πιστωτικό κίνδυνο, επιτρέποντας εν τέλει μια πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων στην οικονομία.
Όσον αφορά την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη δημιουργία μια εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (AMC), η οποία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες (το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών), με το ελάχιστο δυνατό κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Η προτεινόμενη AMC θα μπορούσε να αναλάβει τα υφιστάμενα ΜΕΔ που δεν εντάσσονται στο Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (εκτιμώμενου ύψους 30 δισεκ. ευρώ περίπου), καθώς και τα νέα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας (εκτιμώμενου ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ). Σύμφωνα με την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος:
• Η μεταβίβαση ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία στην εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού παρέχει κίνητρα στις τράπεζες που έχουν υψηλότερους δείκτες κάλυψης ΜΕΔ με προβλέψεις και εξαλείφει τις ασυμμετρίες του κόστους που συνδέεται με τη συμμετοχή στο προτεινόμενο σχήμα.
• Το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος. Ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
• Αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απίσχνανση (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
• Η προτεινόμενη εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού δεν προβλέπεται να λειτουργεί ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, αλλά θα αξιοποιεί τους υφιστάμενους συμβατικούς όρους των εν λόγω εταιριών.
Εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) ανέκοψε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017.
Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,5% το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, κυρίως λόγω της μείωσης των εξαγωγών υπηρεσιών και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τα δημοσιονομικά μέτρα και τα μέτρα για την αγορά εργασίας που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, καθώς και οι άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών − οι οποίες περιλαμβάνουν δημοσιονομικές, νομισματικές, εποπτικές και διαρθρωτικές πολιτικές − περιόρισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας για την οικονομική δραστηριότητα και την αγορά εργασίας.
Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας και η ύφεση οδήγησαν σε μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα το 2020 και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Όμως, οι εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι θετικές για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και τη σταθερή και αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της ΕΚΤ και ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.
Παρ’ όλα αυτά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας που εκδηλώθηκε το φθινόπωρο αύξησε την αβεβαιότητα και οδήγησε σε επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Ειδικότερα:
• Ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) μειώθηκε το Νοέμβριο του 2020 σε 91,0 (από 92,3 τον Οκτώβριο), λόγω της επιδείνωσης των προσδοκιών των επιχειρήσεων του μεταποιητικού τομέα και του τομέα των υπηρεσιών και της περαιτέρω υποχώρησης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, η οποία έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 29 μηνών.
• Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στον τομέα της μεταποίησης υποχώρησε περαιτέρω το Νοέμβριο (σε 42,3, από 48,7 τον Οκτώβριο). Η συνολική πτώση οφείλεται στη σημαντική μείωση των νέων παραγγελιών λόγω της έντονης υποχώρησης τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η διενέργεια προβλέψεων για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από τη μελλοντική πορεία της πανδημίας.
Τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα (lockdown) που επέβαλε η κυβέρνηση στις 7 Νοεμβρίου, αρχικά για τρεις εβδομάδες, θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι τις 7 Ιανουαρίου για τις περισσότερες από τις επηρεαζόμενες δραστηριότητες.
Αυτό αναμένεται να προκαλέσει νέα μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το δ΄ τρίμηνο του έτους και να έχει δυσμενή επίπτωση στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ για το σύνολο του 2020 και, μέσω της αρνητικής μεταφερόμενης επίδρασης, να οδηγήσει σε ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%.
Αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% το 2021 και 4,8% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Η ύφεση και τα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν μια προς τα άνω μετατόπιση τόσο της καμπύλης του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ όσο και της καμπύλης των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω του χαμηλού και σταθερού μέσου επιτοκίου δανεισμού, της πολύ μεγάλης διάρκειας των δανείων από τον επίσημο τομέα, αλλά και των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων αυτών των δανείων, όπως αποφασίστηκε στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018.
Υπενθυμίζεται ότι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξασφαλίζεται όταν ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ βρίσκεται σε καθοδική τροχιά και οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες δεν υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (και το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα).
Για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι απαραίτητο ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλ. του ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το τρίπτυχο για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Εξελίξεις και προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας
Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και τα εκτεταμένα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής οδήγησαν σε έντονη ανάκαμψη του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το γ΄ τρίμηνο του έτους, κατά 12,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, μετά από πρωτοφανή μείωση κατά 11,7% το β΄ τρίμηνο του 2020.
Ωστόσο, η ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού μετά το καλοκαίρι οδήγησε τις κυβερνήσεις ορισμένων κρατών να επαναφέρουν εκτεταμένους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική ζωή από τα τέλη Οκτωβρίου.
Οι συνέπειες αυτών των μέτρων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση αβεβαιοτήτων που συνδέονται με μείζονα εκκρεμή ζητήματα του διεθνούς εμπορίου (σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ) και άλλες γεωπολιτικές εντάσεις, αναμένεται ότι θα οδηγήσουν σε εκ νέου εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ΄ τρίμηνο του 2020.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που περιλαμβάνεται στις πιο πρόσφατες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, για το σύνολο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 7,3%.
Η επάνοδος του ΑΕΠ στα προ της κρίσης επίπεδα αναμένεται να είναι αργή και άνιση μεταξύ των οικονομιών, κυρίως ως απόρροια της ασύμμετρης εξέλιξης της υγειονομικής κρίσης και των διαφορών στις αρχικές οικονομικές συνθήκες, της οικονομικής βαρύτητας κλάδων άμεσα επηρεαζόμενων από την κοινωνική αποστασιοποίηση, καθώς και των μέτρων πολιτικής που υιοθετήθηκαν.
Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,9% το 2021 και 4,2% το 2022, λόγω της ανάκαμψης τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, μετρούμενος με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε σημαντική μείωση καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.
Η καθοδική πορεία του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως στην πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου από την αρχή της πανδημίας, στην ανατίμηση του ευρώ, καθώς και στην κάμψη της ενεργού ζήτησης.
Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο πληθωρισμός εκτιμάται σε 0,2% το 2020, έναντι 1,2% το 2019, ενώ αναμένεται να ανακάμψει στο 1,0% το 2021 και 1,1% το 2022 ως αποτέλεσμα της αύξησης της τιμής του πετρελαίου, της σταδιακής ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και της συνακόλουθης αύξησης του μισθολογικού κόστους.
Κίνδυνοι
Παρά την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας το 2021, οι κινδύνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις παραμένουν αυξημένοι.
Η αναζωπύρωση της πανδημίας και ο νέος γύρος περιοριστικών μέτρων σε όλη την Ευρώπη μπορεί να οδηγήσουν σε παράταση και επιδείνωση της ύφεσης, με κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και απώλειες θέσεων εργασίας, ενώ οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν απότομα μετά τη λήξη της αναστολής καταβολής δόσεων δανείων και των κρατικών μέτρων στήριξης (cliff effects).
Πρόσθετοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία πηγάζουν από τις γεωπολιτικές εντάσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Για την ευρωπαϊκή οικονομία, πρόσθετος σημαντικός κίνδυνος είναι η ενδεχόμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕE χωρίς τη σύναψη συμφωνίας.
Αντίθετα, μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να συνδεθεί με την ταχύτερη του αναμενομένου παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό και τη διάθεσή τους στο ευρύ κοινό στις αρχές το 2021.
Παράλληλα, η ταχεία απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Προτεινόμενες παρεμβάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της ανάκαμψης στην Ελλάδα
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, απαιτείται συνδυασμός δράσεων βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Β
ραχυπρόθεσμα, πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ όλες οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης (δάνεια, εγγυήσεις, επιχορηγήσεις, αποπληρωμή οφειλών με ευνοϊκούς όρους κ.λπ.) για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης ούτως ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη.
Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να υλοποιηθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εξαλειφθεί το επενδυτικό κενό, ώστε η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Προς το σκοπό αυτό, η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU, συνολικού ύψους 32 δισεκ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2018, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ δάνεια, θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, χρηματοδοτώντας κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας.
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις του Ελληνικό Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο αξιοποιεί το μεσοπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη, συνάδουν πλήρως με αντίστοιχες προτάσεις πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχουν δημοσιευθεί στις περιοδικές της εκθέσεις τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσιάστηκαν χθες στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική του Δεκεμβρίου 2020, τα κονδύλια του NGEU θα αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,3% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, πρωτίστως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι πόροι του NGEU θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και σε υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη την επόμενη δεκαετία. Ένας μέσος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 3,5% ετησίως την περίοδο 2021-2030 κρίνεται εφικτός, δεδομένου ότι οι πόροι που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2021-2027 από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το NGEU ανέρχονται σε περίπου 72 δισεκ. ευρώ.
Συμπεράσματα
Η αναζωπύρωση της πανδημίας έχει αυξήσει την αβεβαιότητα σχετικά με την έκταση της ύφεσης και εξασθενήσει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας στην Ευρώπη.
Για το λόγο αυτό, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνουν επεκτατικές έως ότου εμβολιαστεί πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και, ιδίως, έως ότου η ευρωπαϊκή οικονομία επανέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.
Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, χάρη στις θετικές ειδήσεις σχετικά με τη διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό και στους πόρους που είναι διαθέσιμοι μέσω του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU.
Τα κονδύλια που είναι διαθέσιμα μέσω του NGEU παρέχουν μια ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναμένεται να καταγράψει πολύ ισχυρή ανάκαμψη το 2021 και το 2022 μετά τη βαθιά ύφεση του 2020.
Εφόσον η οικονομική πολιτική παραμείνει προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις, η ελληνική οικονομία είναι δυνατόν να επιτύχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης πλησίον του 3,5% ετησίως την επόμενη δεκαετία.
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η προσεχής περίοδος επιφυλάσσει μεγάλες προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες.
Το κλειδί για να τεθεί σε κίνηση ένας ενάρετος κύκλος στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία γενικότερα είναι η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η αποτελεσματική επίλυση του ιδιωτικού χρέους.
Όσον αφορά την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη δημιουργία μια εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (AMC), η οποία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες (το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών), με το ελάχιστο δυνατό κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Η δημιουργία του NGEU είναι ένα αποφασιστικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ωστόσο δεν αποτελεί «στιγμή Χάμιλτον» για τη ζώνη του ευρώ.
Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, χρειάζονται και άλλα βήματα. Είναι αναγκαία η ενίσχυση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η δημιουργία πλήρους Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU).
Σε τελικό στάδιο, όταν ωριμάσουν οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες για αλλαγές στη Συνθήκη, μια πλήρης Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που θα περιλαμβάνει και Δημοσιονομική Ένωση, θα καταστήσει πιο ανταγωνιστική την οικονομία της ζώνης του ευρώ, θα προσδώσει το αναγκαίο βάθος στις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων, θα επιτρέψει στο ευρώ να ανταγωνιστεί με αξιώσεις το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.
www.bankingnews.gr
Γι' αυτό το λόγο θα πρέπει να ληφθούν ένα σύνολο μέτρων, προκειμένου να ξεπεράσουν τα προβλήματα.
Αυτό ανέφερε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στο 22ο Annual Capital Link Invest in Greece Forum.
Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση για την αντιμετώπιση των αδυναμιών του ελληνικού τραπεζικού τομέα
Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα από την πανδημία πριν ακόμη ξεπεράσει πλήρως τα προβλήματα που κληροδότησε η προηγούμενη κρίση:
• Παρά τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) κατά 50 δισεκ. ευρώ περίπου σε σχέση με το μέγιστο επίπεδο που είχε καταγραφεί το Μάρτιο του 2016, ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 παρέμεινε εξαιρετικά υψηλός (35,8%), πολύ πάνω από το μέσο όρο της ΕΕ (2,9% τον Ιούνιο του 2020).
• Οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών βρίσκονται σε υψηλότερο επίπεδο από το ελάχιστο απαιτούμενο, αλλά θα δεχθούν πιέσεις εξαιτίας διαφόρων παραγόντων, όπως (α) η πλήρης επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), (β) το κόστος της στρατηγικής των τραπεζών για τη διαχείριση των ΜΕΔ, όπως προκύπτει από τις προγραμματισμένες ή τις πρόσφατα εκτελεσθείσες συναλλαγές, (γ) το γεγονός ότι πάνω από 50% των εποπτικών κεφαλαίων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος αποτελείται από την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση (DTC), η οποία θεωρείται από τις αγορές ως «κεφάλαιο χαμηλής ποιότητας».
• Η κερδοφορία των τραπεζών παραμένει αδύναμη, λόγω του χαμηλού όγκου των εργασιών και του υψηλού κόστους του πιστωτικού κινδύνου.
• Τέλος, οι τράπεζες θα χρειαστεί σταδιακά να προσφύγουν στις αγορές τα επόμενα χρόνια προκειμένου να επιτύχουν το στόχο για την ελάχιστη απαίτηση για τα ίδια κεφάλαια και τις επιλέξιμες υποχρεώσεις (MREL).
Επιπρόσθετα προς αυτές τις προκλήσεις, οι τράπεζες θα αντιμετωπίσουν επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους λόγω της δημιουργίας νέων ΜΕΔ εξαιτίας της πανδημίας, ιδίως όταν λήξουν τα μέτρα αναστολής καταβολής δόσεων.
Το κλειδί για να τεθεί σε κίνηση ένας ενάρετος κύκλος στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία γενικότερα είναι η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η αποτελεσματική επίλυση του ιδιωτικού χρέους.
Ξεκινώντας από το τελευταίο, αναμένονται σημαντικά αποτελέσματα από τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (loan servicers), που – μαζί με τον ενιαίο ειδικό εκκαθαριστή (PQH) – αυτή τη στιγμή διαχειρίζονται δάνεια εκτός του τραπεζικού τομέα ύψους 38 δισεκ. ευρώ περίπου, πέραν αυτών που διαχειρίζονται για λογαριασμό των τραπεζών.
Είναι σαφές ότι η μεταβίβαση ΜΕΔ εκτός του τραπεζικού τομέα δεν αρκεί για να εξαλειφθεί ο πιστωτικός κίνδυνος από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Μόνο η αποτελεσματική διευθέτηση αυτών των δανείων θα μειώσει ουσιαστικά την επιβάρυνση των δανειοληπτών και θα περιορίσει τον πιστωτικό κίνδυνο, επιτρέποντας εν τέλει μια πιο αποτελεσματική κατανομή των πόρων στην οικονομία.
Όσον αφορά την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη δημιουργία μια εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (AMC), η οποία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες (το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών), με το ελάχιστο δυνατό κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Η προτεινόμενη AMC θα μπορούσε να αναλάβει τα υφιστάμενα ΜΕΔ που δεν εντάσσονται στο Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (εκτιμώμενου ύψους 30 δισεκ. ευρώ περίπου), καθώς και τα νέα ΜΕΔ που θα προκύψουν λόγω της πανδημίας (εκτιμώμενου ύψους 8-10 δισεκ. ευρώ). Σύμφωνα με την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος:
• Η μεταβίβαση ΜΕΔ στην καθαρή λογιστική τους αξία στην εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού παρέχει κίνητρα στις τράπεζες που έχουν υψηλότερους δείκτες κάλυψης ΜΕΔ με προβλέψεις και εξαλείφει τις ασυμμετρίες του κόστους που συνδέεται με τη συμμετοχή στο προτεινόμενο σχήμα.
• Το κόστος εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών επωμίζονται οι ίδιες οι τράπεζες και όχι ο φορολογούμενος. Ωστόσο, οι τράπεζες μπορούν να επωφεληθούν από την εισαγωγή ενός μηχανισμού σταδιακής αναγνώρισης των ζημιών που καθιστά δυνατή την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους επάρκειας.
• Αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απίσχνανση (undue dilution) των υφιστάμενων μετόχων λόγω της μετατροπής της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) για την απορρόφηση ζημιών.
• Η προτεινόμενη εταιρία διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού δεν προβλέπεται να λειτουργεί ως εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, αλλά θα αξιοποιεί τους υφιστάμενους συμβατικούς όρους των εν λόγω εταιριών.
Εξελίξεις και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας
Η πανδημία του κορωνοϊού (COVID-19) ανέκοψε την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2017.
Το πραγματικό ΑΕΠ συρρικνώθηκε κατά 8,5% το εννεάμηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2020 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019, κυρίως λόγω της μείωσης των εξαγωγών υπηρεσιών και της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Τα δημοσιονομικά μέτρα και τα μέτρα για την αγορά εργασίας που έλαβε η ελληνική κυβέρνηση για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης, καθώς και οι άνευ προηγουμένου παρεμβάσεις των ευρωπαϊκών θεσμών − οι οποίες περιλαμβάνουν δημοσιονομικές, νομισματικές, εποπτικές και διαρθρωτικές πολιτικές − περιόρισαν τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας για την οικονομική δραστηριότητα και την αγορά εργασίας.
Τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης της οικονομίας και η ύφεση οδήγησαν σε μεταστροφή του δημοσιονομικού αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης από πλεόνασμα σε έλλειμμα το 2020 και, σε συνδυασμό με τον αποπληθωρισμό, σε σημαντική αύξηση του λόγου του χρέους προς το ΑΕΠ.
Όμως, οι εξελίξεις στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές είναι θετικές για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από την πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s, την υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών και εταιρικών ομολόγων και τη σταθερή και αδιάλειπτη πρόσβαση του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων.
Αυτό οφείλεται κυρίως στην αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (Pandemic Emergency Purchase Programme − PEPP) της ΕΚΤ και ως εξασφαλίσεων στις πράξεις αναχρηματοδότησης των τραπεζών από το Ευρωσύστημα.
Παρ’ όλα αυτά, το δεύτερο κύμα της πανδημίας που εκδηλώθηκε το φθινόπωρο αύξησε την αβεβαιότητα και οδήγησε σε επιδείνωση του οικονομικού κλίματος.
Ειδικότερα:
• Ο δείκτης οικονομικού κλίματος (ESI) μειώθηκε το Νοέμβριο του 2020 σε 91,0 (από 92,3 τον Οκτώβριο), λόγω της επιδείνωσης των προσδοκιών των επιχειρήσεων του μεταποιητικού τομέα και του τομέα των υπηρεσιών και της περαιτέρω υποχώρησης της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, η οποία έφθασε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 29 μηνών.
• Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών (PMI) στον τομέα της μεταποίησης υποχώρησε περαιτέρω το Νοέμβριο (σε 42,3, από 48,7 τον Οκτώβριο). Η συνολική πτώση οφείλεται στη σημαντική μείωση των νέων παραγγελιών λόγω της έντονης υποχώρησης τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης.
Στο πλαίσιο αυτό, η διενέργεια προβλέψεων για τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη καθίσταται εξαιρετικά δυσχερής και εξαρτάται αποκλειστικά από τη μελλοντική πορεία της πανδημίας.
Τα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα (lockdown) που επέβαλε η κυβέρνηση στις 7 Νοεμβρίου, αρχικά για τρεις εβδομάδες, θα παραμείνουν σε ισχύ μέχρι τις 7 Ιανουαρίου για τις περισσότερες από τις επηρεαζόμενες δραστηριότητες.
Αυτό αναμένεται να προκαλέσει νέα μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το δ΄ τρίμηνο του έτους και να έχει δυσμενή επίπτωση στο ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ για το σύνολο του 2020 και, μέσω της αρνητικής μεταφερόμενης επίδρασης, να οδηγήσει σε ασθενέστερη ανάκαμψη το 2021.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Τράπεζας της Ελλάδος, η οικονομική δραστηριότητα θα υποχωρήσει σημαντικά το 2020, με το ρυθμό μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ να διαμορφώνεται σε -10%.
Αναμένεται ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας με ρυθμό 4,2% το 2021 και 4,8% το 2022, καθώς εκτιμάται ότι τόσο η εγχώρια όσο και η εξωτερική ζήτηση θα ενισχυθούν σημαντικά.
Η ύφεση και τα μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης αναμένεται να επιφέρουν μια προς τα άνω μετατόπιση τόσο της καμπύλης του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ όσο και της καμπύλης των ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης ως ποσοστού του ΑΕΠ σε σχέση με τις προ της πανδημίας εκτιμήσεις.
Παρά την αυξημένη αβεβαιότητα, οι κίνδυνοι για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους παραμένουν περιορισμένοι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 2030, λόγω του χαμηλού και σταθερού μέσου επιτοκίου δανεισμού, της πολύ μεγάλης διάρκειας των δανείων από τον επίσημο τομέα, αλλά και των αναβαλλόμενων πληρωμών τόκων αυτών των δανείων, όπως αποφασίστηκε στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του χρέους που συμφωνήθηκαν από το Eurogroup τον Ιούνιο του 2018.
Υπενθυμίζεται ότι η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους εξασφαλίζεται όταν ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ βρίσκεται σε καθοδική τροχιά και οι ετήσιες ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες δεν υπερβαίνουν το 15% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα (και το 20% του ΑΕΠ μακροπρόθεσμα).
Για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους είναι απαραίτητο ο συνδυασμός τριών παραμέτρων, δηλ. του ρυθμού αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ, του έμμεσου επιτοκίου δανεισμού του Δημοσίου και του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης, να εξασφαλίζει πτωτική πορεία του λόγου του δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να δώσει ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό το τρίπτυχο για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Εξελίξεις και προοπτικές της ευρωπαϊκής οικονομίας
Η σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων και τα εκτεταμένα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής οδήγησαν σε έντονη ανάκαμψη του ΑΕΠ της ζώνης του ευρώ το γ΄ τρίμηνο του έτους, κατά 12,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, μετά από πρωτοφανή μείωση κατά 11,7% το β΄ τρίμηνο του 2020.
Ωστόσο, η ραγδαία εξάπλωση του κορωνοϊού μετά το καλοκαίρι οδήγησε τις κυβερνήσεις ορισμένων κρατών να επαναφέρουν εκτεταμένους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική ζωή από τα τέλη Οκτωβρίου.
Οι συνέπειες αυτών των μέτρων, σε συνδυασμό με τη διατήρηση αβεβαιοτήτων που συνδέονται με μείζονα εκκρεμή ζητήματα του διεθνούς εμπορίου (σχέσεις ΗΠΑ-Κίνας και Ηνωμένου Βασιλείου-ΕΕ) και άλλες γεωπολιτικές εντάσεις, αναμένεται ότι θα οδηγήσουν σε εκ νέου εξασθένηση της οικονομικής δραστηριότητας το δ΄ τρίμηνο του 2020.
Σύμφωνα με το βασικό σενάριο που περιλαμβάνεται στις πιο πρόσφατες μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, για το σύνολο του 2020 το πραγματικό ΑΕΠ στη ζώνη του ευρώ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κατά 7,3%.
Η επάνοδος του ΑΕΠ στα προ της κρίσης επίπεδα αναμένεται να είναι αργή και άνιση μεταξύ των οικονομιών, κυρίως ως απόρροια της ασύμμετρης εξέλιξης της υγειονομικής κρίσης και των διαφορών στις αρχικές οικονομικές συνθήκες, της οικονομικής βαρύτητας κλάδων άμεσα επηρεαζόμενων από την κοινωνική αποστασιοποίηση, καθώς και των μέτρων πολιτικής που υιοθετήθηκαν.
Το πραγματικό ΑΕΠ προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,9% το 2021 και 4,2% το 2022, λόγω της ανάκαμψης τόσο της εγχώριας όσο και της εξωτερικής ζήτησης.
Ο πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ, μετρούμενος με τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή (ΕνΔΤΚ), σημείωσε σημαντική μείωση καθ’ όλη τη διάρκεια του 2020.
Η καθοδική πορεία του πληθωρισμού οφείλεται κυρίως στην πτώση της διεθνούς τιμής του πετρελαίου από την αρχή της πανδημίας, στην ανατίμηση του ευρώ, καθώς και στην κάμψη της ενεργού ζήτησης.
Σύμφωνα με τις μακροοικονομικές προβολές των εμπειρογνωμόνων του Ευρωσυστήματος, ο πληθωρισμός εκτιμάται σε 0,2% το 2020, έναντι 1,2% το 2019, ενώ αναμένεται να ανακάμψει στο 1,0% το 2021 και 1,1% το 2022 ως αποτέλεσμα της αύξησης της τιμής του πετρελαίου, της σταδιακής ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και της συνακόλουθης αύξησης του μισθολογικού κόστους.
Κίνδυνοι
Παρά την προβλεπόμενη ανάκαμψη της ευρωπαϊκής και της ελληνικής οικονομίας το 2021, οι κινδύνοι που περιβάλλουν τις προβλέψεις παραμένουν αυξημένοι.
Η αναζωπύρωση της πανδημίας και ο νέος γύρος περιοριστικών μέτρων σε όλη την Ευρώπη μπορεί να οδηγήσουν σε παράταση και επιδείνωση της ύφεσης, με κύμα πτωχεύσεων επιχειρήσεων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και απώλειες θέσεων εργασίας, ενώ οι χρηματοπιστωτικές συνθήκες ενδέχεται να επιδεινωθούν απότομα μετά τη λήξη της αναστολής καταβολής δόσεων δανείων και των κρατικών μέτρων στήριξης (cliff effects).
Πρόσθετοι κίνδυνοι για την ελληνική οικονομία πηγάζουν από τις γεωπολιτικές εντάσεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Για την ευρωπαϊκή οικονομία, πρόσθετος σημαντικός κίνδυνος είναι η ενδεχόμενη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕE χωρίς τη σύναψη συμφωνίας.
Αντίθετα, μια θετικότερη του αναμενομένου έκβαση θα μπορούσε να συνδεθεί με την ταχύτερη του αναμενομένου παραγωγή αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό και τη διάθεσή τους στο ευρύ κοινό στις αρχές το 2021.
Παράλληλα, η ταχεία απορρόφηση και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) θα μπορούσε να δώσει μεγαλύτερη ώθηση στις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας.
Προτεινόμενες παρεμβάσεις πολιτικής για την ενίσχυση της ανάκαμψης στην Ελλάδα
Προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι επιπτώσεις της πανδημίας, απαιτείται συνδυασμός δράσεων βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα. Β
ραχυπρόθεσμα, πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ όλες οι παρεμβάσεις της κυβέρνησης (δάνεια, εγγυήσεις, επιχορηγήσεις, αποπληρωμή οφειλών με ευνοϊκούς όρους κ.λπ.) για τη στήριξη των επιχειρήσεων και της απασχόλησης ούτως ώστε να διευκολυνθεί η ανάκαμψη.
Μεσοπρόθεσμα, θα πρέπει να υλοποιηθούν οι αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και να εξαλειφθεί το επενδυτικό κενό, ώστε η ελληνική οικονομία να επανέλθει σε υψηλούς και διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης.
Προς το σκοπό αυτό, η έγκαιρη και αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU, συνολικού ύψους 32 δισεκ. ευρώ σε σταθερές τιμές 2018, εκ των οποίων 19,3 δισεκ. ευρώ επιχορηγήσεις και 12,7 δισεκ. ευρώ δάνεια, θα ενισχύσει τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, χρηματοδοτώντας κυρίως – αλλά όχι αποκλειστικά – επενδύσεις στους τομείς της λεγόμενης «πράσινης» ανάπτυξης και της ψηφιακής τεχνολογίας.
Οι προτεινόμενες παρεμβάσεις του Ελληνικό Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, το οποίο αξιοποιεί το μεσοπρόθεσμο σχέδιο ανάπτυξης της Επιτροπής Πισσαρίδη, συνάδουν πλήρως με αντίστοιχες προτάσεις πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως έχουν δημοσιευθεί στις περιοδικές της εκθέσεις τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος που παρουσιάστηκαν χθες στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική του Δεκεμβρίου 2020, τα κονδύλια του NGEU θα αυξήσουν το πραγματικό ΑΕΠ κατά 2,3% κατά μέσο όρο ετησίως την περίοδο 2021-2026, πρωτίστως λόγω της αύξησης των συνολικών επενδύσεων.
Παράλληλα, εκτιμάται ότι οι πόροι του NGEU θα οδηγήσουν σε αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής και σε υψηλότερη δυνητική ανάπτυξη την επόμενη δεκαετία. Ένας μέσος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ 3,5% ετησίως την περίοδο 2021-2030 κρίνεται εφικτός, δεδομένου ότι οι πόροι που θα εισρεύσουν στην ελληνική οικονομία την περίοδο 2021-2027 από τα Διαρθρωτικά Ταμεία και το NGEU ανέρχονται σε περίπου 72 δισεκ. ευρώ.
Συμπεράσματα
Η αναζωπύρωση της πανδημίας έχει αυξήσει την αβεβαιότητα σχετικά με την έκταση της ύφεσης και εξασθενήσει τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας στην Ευρώπη.
Για το λόγο αυτό, η δημοσιονομική και η νομισματική πολιτική θα πρέπει να παραμείνουν επεκτατικές έως ότου εμβολιαστεί πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού και, ιδίως, έως ότου η ευρωπαϊκή οικονομία επανέλθει σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά.
Μεσοπρόθεσμα, οι προοπτικές της ελληνικής και της ευρωπαϊκής οικονομίας εμφανίζονται βελτιωμένες, χάρη στις θετικές ειδήσεις σχετικά με τη διάθεση αποτελεσματικών εμβολίων για τον κορωνοϊό και στους πόρους που είναι διαθέσιμοι μέσω του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NGEU.
Τα κονδύλια που είναι διαθέσιμα μέσω του NGEU παρέχουν μια ευκαιρία για τον εκσυγχρονισμό, τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, η οποία αναμένεται να καταγράψει πολύ ισχυρή ανάκαμψη το 2021 και το 2022 μετά τη βαθιά ύφεση του 2020.
Εφόσον η οικονομική πολιτική παραμείνει προσανατολισμένη στις μεταρρυθμίσεις, η ελληνική οικονομία είναι δυνατόν να επιτύχει μέσο ρυθμό ανάπτυξης πλησίον του 3,5% ετησίως την επόμενη δεκαετία.
Όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες, η προσεχής περίοδος επιφυλάσσει μεγάλες προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες.
Το κλειδί για να τεθεί σε κίνηση ένας ενάρετος κύκλος στον τραπεζικό τομέα και την οικονομία γενικότερα είναι η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών και η αποτελεσματική επίλυση του ιδιωτικού χρέους.
Όσον αφορά την επίλυση του προβλήματος των ΜΕΔ, η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προτείνει τη δημιουργία μια εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (AMC), η οποία αντιμετωπίζει ταυτόχρονα τις δύο σημαντικότερες προκλήσεις για τις ελληνικές τράπεζες (το υψηλό επίπεδο των ΜΕΔ και το υψηλό ποσοστό της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (DTC) στα συνολικά κεφάλαια των τραπεζών), με το ελάχιστο δυνατό κόστος για όλους τους εμπλεκομένους.
Η δημιουργία του NGEU είναι ένα αποφασιστικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση, ωστόσο δεν αποτελεί «στιγμή Χάμιλτον» για τη ζώνη του ευρώ.
Για την ενίσχυση της ανθεκτικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και του ευρωπαϊκού τραπεζικού τομέα, χρειάζονται και άλλα βήματα. Είναι αναγκαία η ενίσχυση του πλαισίου διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων, η ολοκλήρωση της Τραπεζικής Ένωσης και η δημιουργία πλήρους Ένωσης Κεφαλαιαγορών (CMU).
Σε τελικό στάδιο, όταν ωριμάσουν οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες για αλλαγές στη Συνθήκη, μια πλήρης Οικονομική και Νομισματική Ένωση, που θα περιλαμβάνει και Δημοσιονομική Ένωση, θα καταστήσει πιο ανταγωνιστική την οικονομία της ζώνης του ευρώ, θα προσδώσει το αναγκαίο βάθος στις αγορές κεφαλαίων και ομολόγων, θα επιτρέψει στο ευρώ να ανταγωνιστεί με αξιώσεις το δολάριο ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα και θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών