Εδώ και πολύ καιρό η Τράπεζα της Ελλάδος, που δεν είναι εποπτική αρχή των ελληνικών τραπεζών (επόπτης των μεγάλων ελληνικών τραπεζών είναι ο SSM της ΕΚΤ, η ΤτΕ έχει επικουρικό ρόλο), αναφέρεται στο DTC στην αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση και στα φτωχά ποιοτικά κεφάλαια των τραπεζών.
Το επιχείρημα είναι ότι το DTC ανέρχεται στα 15,2 δισεκ. σε σύνολο 28 δισεκ. κεφαλαίων και ότι λόγω των τιτλοποιήσεων τα κεφάλαια θα μειωθούν οπότε η σχέση DTC προς κεφάλαια θα επιδεινωθεί θα φθάσει στο 75%.
(Το DTC ως αριθμητής δεν μεταβάλλεται αλλά μειώνοντας τον παρανομαστή τα συνολικά κεφάλαια, η σχέση από 56% φθάνει στο 75%).
Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση στην Ελλάδα αναζητάει λύσεις για το DTC ώστε να διευκολύνει τις τράπεζες.
Το DTC δεν είναι εποπτικό πρόβλημα για την ΕΚΤ
Κορυφαίοι έλληνες τραπεζίτες ωστόσο υποστηρίζουν ότι το DTC δεν είναι εποπτικό πρόβλημα.
Η ΕΚΤ και ο SSM ο Μόνιμος Εποπτικός Μηχανισμός των τραπεζών δεν έχει ουδέποτε αναφερθεί στα κεφάλαια DTC.
Οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις έχουν φθάσει στα 15,2 δισεκ. και προήλθαν από την ζημία του PSI+ των ομολόγων και βεβαίως από τις ζημίες των NPEs των προβληματικών ανοιγμάτων.
Το κράτος για να υποστηρίξει τις τράπεζες έκανε μια συμφωνία.
Τους είπε ότι μέρος των κεφαλαίων το συμψηφίζει με DTC το οποίο λειτουργεί ως εξής.
Κάθε φορά που οι τράπεζες επιτυγχάνουν κέρδη, ο φορολογικός συντελεστής 24% θα συμψηφίζονται με αντίστοιχο DTC.
Π.χ. εάν μια τράπεζα εμφανίζει κέρδη 100 ευρώ τα 24% ή 24 ευρώ είναι ο φόρος.
Σε αυτή την περίπτωση τα 24 ευρώ θα συμψηφίζονται με τα 24 ευρώ του DTC και η αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση θα μειώνεται από τα κεφάλαια ως απόλυτο κεφαλαιακό μέγεθος.
Εάν μια τράπεζα εμφανίζει ζημία – εξαιρούνται οι μετασχηματισμοί λόγω τιτλοποιήσεων – η αναλογία φόρου καλύπτεται από νέο κεφάλαιο του δημοσίου καθώς ενεργοποιείται ο νόμος για το DΤC.
To κράτος λοιπόν έρχεται και καλύπτει μέρος της ζημίας αλλά λαμβάνει έναντι αυτών των κεφαλαίων μετοχές, η τράπεζα υλοποιεί αύξηση κεφαλαίου που καλύπτει το ελληνικό δημόσιο.
Για τους τραπεζίτες εποπτικά το DTC δεν είναι πρόβλημα.
Ωστόσο οι οίκοι αξιολόγησης όπως η Moody’s ενίοτε αναφέρονται στο ζήτημα του DTC κυρίως γιατί αποτελεί δυνητική επιβάρυνση του δημοσίου, οπότε αξιολογείται ως πρόβλημα για το κράτος που δυνητικά θα πρέπει να καλύψει ζημίες και όχι για τις τράπεζες.
Για τις τράπεζες δεν θα ήταν καν πρόβλημα, εάν οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εισηγμένες εταιρίες και π.χ. είχαν όλες το κράτος μέτοχο.
Είναι πρόβλημα με χρηματιστηριακούς όρους, είναι πρόβλημα για τους μετόχους;
Το πρόβλημα του DTC της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που φθάνει στα 15,2 δισεκ. (ο αντίστοιχος αναβαλλόμενος φόρος φθάνει στα 22,4 δισεκ) αποτελεί χωρίς καμία αμφιβολία σοβαρό χρηματιστηριακό πρόβλημα.
Γιατί;
Γιατί κάθε φορά που οι ελληνικές τράπεζες εμφανίζουν ζημίες, υποχρεούνται να υλοποιήσουν αυξήσεις κεφαλαίου υπέρ του δημοσίου που συμψηφίζει το DTC με την ζημία.
Οι ιδιώτες μέτοχοι θα υποστούν αραίωση, απίσχναση και αυτό το ζήτημα είναι πολύ σοβαρό... και για πολλά χρόνια πάντα θα ελλοχεύει αυτός ο κίνδυνος.
Όσο μεγαλύτερο είναι το DTC στα κεφάλαια, π.χ. θα φθάσει το 2021 στο 75% των κεφαλαίων με DTC 15,2 δισεκ. τα συνολικά κεφάλαια από 28 δισεκ. θα υποχωρήσουν στα 21 δισεκ…. τόσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα για τους ιδιώτες μετόχους.
Για τους μετόχους των τραπεζών το DTC είναι σοβαρό πρόβλημα και αυτό ούτε μπορεί να αμφισβητηθεί, ούτε να υποτιμηθεί.
Ο βασικός λόγος λοιπόν που οι τράπεζες στην Ελλάδα διαπραγματεύονται με discount και δεν θα φθάσουν στα επίπεδα των άλλων τραπεζών με όρους τιμής προς λογιστική αξία ή χρηματιστηριακής τιμής προς κέρδη… είναι το υψηλό DTC.
Στην Ευρώπη το συνολικό DTC, δηλαδή κεφάλαια που θεωρούνται αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση είναι 105 δισεκ. εκ των οποίων 15,2 δισεκ. καταγράφονται στις ελληνικές τράπεζες.
Οι ελληνικές τράπεζες δηλαδή αναλογούν στο 15% της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης όλων των τραπεζών της Ευρώπης, προφανώς είναι δυσμενές αυτό, αλλά με χρηματιστηριακούς όρους.
Πρέπει να καταστεί αντιληπτό, ότι οι ελληνικές τράπεζες όσο έχουν τόσο υψηλό DTC δεν θα μπορούν να διαπραγματεύονται οι μετοχές τους με όρους P/BV (χρηματιστηριακή τιμή προς λογιστική αξία) στα ίδια επίπεδα με τις άλλες τράπεζες.
Πάντα οι ελληνικές τράπεζες θα αποτιμώνται χαμηλότερα λόγω του υψηλού DTC.
Ακόμη και μετά τον μηδενισμό των NPEs, λόγω του DTC οι ελληνικές τράπεζες δεν θα φθάσουν να έχουν τους ίδιους δείκτες αποτίμησης με άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες λόγω της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών