Σε δανεισμό ύψους 15 - 20 δισ. ευρώ θα προχωρεί ετησίως η Ελληνική Δημοκρατία τα επόμενα χρόνια, όταν θα ξεκινήσει να αποπληρώνει το χρέος.
Eπιπλέον, οι εταιρικές εκδόσεις (συμπεριλαμβανομένων των τραπεζικών ομολόγων) αναμένεται να κυμανθούν έως 6 δισ. ευρώ, όπως εκτιμά ο Γενικός Διευθυντής Διεθνών Αγορών της Eurobank, κ. Αναστάσιος Ιωαννίδης, περιγράφοντας στο bankingnews τον “οδικό” χάρτη του δανεισμού για Δημόσιο, τράπεζες και επιχειρήσεις.
Στην τρέχουσα συγκυρία, Δημόσιο, τράπεζες και γενικά οι επιχειρήσεις έχουν στην διάθεσή τους ένα... παράθυρο ευκαιρίας να αντλήσουν υψηλότερα ποσά από τις αγορές με μικρότερο κόστος, ενόσω δεν υπάρχουν προοπτικές για αύξηση των επιτοκίων στο προσεχές μέλλον.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, οι τράπεζες διαθέτουν διαφορετικά χρηματοοικονομικά εργαλεία, με κατάταξη ρίσκου από το περισσότερο στο λιγότερο ασφαλές ενώ σε κάθε σενάριο οφείλουν να σταθμίζουν τα υπέρ και τα κατά κάθε έκδοσης προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους που επιδιώκουν, κάθε φορά.
Σε ποια επίπεδα αναμένεται να κινηθούν οι εκδόσεις κρατικού χρέους;
«Στα κρατικά ομόλογα, οι εκδόσεις είναι εν εξελίξει στο πλαίσιο του ετήσιου δανειακού προγράμματος του Δημοσίου.
Τόσο το ύψος όσο και ο αριθμός των εκδόσεων αναμένεται να ενισχυθούν τα επόμενα χρόνια, όταν θα ξεκινήσει το ελληνικό Δημόσιο να αποπληρώνει το χρέος το οποίο σήμερα οφείλει στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και το οποίο, εν ευθέτω χρόνω, θα μετατραπεί σε διαπραγματεύσιμο χρέος.
Για την Ελληνική Δημοκρατία είναι σημαντικό το ότι, υπάρχει για το χρέος ένα όριο που έχει συμφωνηθεί με τους Ευρωπαϊκούς θεσμούς και το ΔΝΤ.
Ότι, δηλαδή, οι αναχρηματοδοτικές ανάγκες του Δημοσίου δεν θα πρέπει να υπερβαίνουν το 15% του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ).
Οι εκδόσεις ομολόγων για την αναχρηματοδότηση του χρέους είναι συγκεκριμένες και όσο είμαστε κάτω από αυτό το όριο δεν τίθεται θέμα βιωσιμότητας του χρέους.
Επίσης, έχουν δεχθεί ότι, αν, για οποιαδήποτε λόγο, η αναχρηματοδότηση του χρέους ξεπεράσει το 20% του ΑΕΠ τότε θα πρέπει, πιθανότατα, να ληφθούν πρόσθετα μέτρα αναδιάρθρωσης.
Εκείνο που πρέπει να βελτιωθεί είναι ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ,δηλαδή, πως θα περιορίσουμε τον αριθμητή (χρέος) και να αυξήσουμε τον παρονομαστή (ΑΕΠ).
Υπό αυτό το πρίσμα, μεγάλο ζητούμενο είναι πως θα επιτύχουμε ταχύτερη ανάπτυξη προκειμένου να περιορίζεται ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ.
Εμείς εκτιμούμε πως οι ετήσιες εκδόσεις του Δημοσίου θα κυμανθούν μεταξύ 15-20 δισ. ευρώ κατ’ έτος από 10-12 δις τα τελευταία χρόνια.
Ως προς τις εκδόσεις τραπεζών και εταιρικών ομολόγων. Ποια χρηματοοικονομικά εργαλεία υπάρχουν;
Πρόκειται για δυο διαφορετικές κατηγορίες ομολόγων.
Οι τράπεζες είναι μεγάλοι οργανισμοί που τρέχουν ισολογισμούς με ενεργητικό 60-65 δισ. ευρώ και έχουν εποπτικές υποχρεώσεις καθορισμένες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) καθώς και την οδηγία MREL.
Tα ομόλογα που μπορούν να εκδίδουν οι τράπεζες με κατάταξη ρίσκου – από το περισσότερο ασφαλές έως το λιγότερο ασφαλές είναι τα:
- Senior Preferred ομόλογα (περισσότερο ασφαλή) - όπως είναι η πρόσφατη έκδοση της Εurobank, ύψους 500 εκατ. ευρώ η οποία πέτυχε επιτόκιο 2%.
- Στη συνέχεια, στην κατάταξη έχουμε τις ομολογιακές εκδόσεις Senior Non preferred, τα ομόλογα Tier II, τα ομόλογα ΑΤ1. Aπό πλευράς κόστους το εύρος κινείται από 2% για τα Senior Preferred, έως 8-9% για τα ομόλογα AT-1. Kάθε τράπεζα χρειάζεται να μελετήσει τα υπέρ και τα κατά της εκάστοτε έκδοσης, ανάλογα με τη στόχευση που έχει κάθε φορά.
Εν αντιθέσει με τις ασκήσεις Τier II και ΑΤ1 όπου ο χρόνος που χρειάζεται είναι σημαντικά μεγαλύτερος.
Αντίθετα, για παράδειγμα, σε μια αύξηση κεφαλαίου χρειάζεται αρκετός χρόνος και συνεχείς παρουσιάσεις σε επενδυτές, προκειμένου να τους πείσεις να συμμετάσχουν στο επιχειρηματικό πλάνο κάθε τράπεζας.
Σε ότι αφορά τις εταιρικές εκδόσεις υπολογίζουμε ότι, κατ’ έτος οι εκδόσεις εταιρικών ομολόγων ενδέχεται να φθάσουν έως 4 δισ. ευρώ.
Ωστόσο, το πρόβλημα με τις ελληνικές εταιρείες είναι ότι δεν έχουν τα μεγέθη για να προχωρήσουν σε μεγάλες εκδόσεις ομολόγων – οι οποίες πρέπει να κυμαίνονται μεταξύ 250-500 εκατ. ευρώ κατ’ ελάχιστον, για να μπορούν να συμμετάσχουν οι ξένοι θεσμικοί.
Οι ελληνικές εταιρείες οι οποίες μπορούν να εκδώσουν διεθνείς ομολογιακές εκδόσεις (Eurobonds) είναι συγκεκριμένες (ΟΤΕ, ΤΙΤΑΝ, ΜΟΗ, Μυτιληναίος, Τέρνα Ενεργειακή κ.λπ.).
Για ποιους λόγους ήταν σημαντικά τα ομόλογα που εξέδωσε το Δημόσιο στην 5ετία και στην 10ετία -30ετία;
Οι δυο μακροχρόνιες εκδόσεις, η 10ετία και η 30ετία, ήταν σημαντικές καθώς βοηθούν στη χρονική επιμήκυνση του ελληνικού Δημόσιου χρέους εν αντιθέσει με την πιο βραχυπρόθεσμη έκδοση της πενταετίας, η οποία βοηθά στη μείωση του συνολικού κόστους του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Το κόστος είναι σημαντική παράμετρος για τον υπολογισμό της βιωσιμότητάς του.
Το κυρίαρχο σενάριο είναι πως το επόμενο χρονικό διάστημα μέχρι το 2026, θα έχουμε ανάκαμψη και έναν ανοδικό οικονομικό κύκλο.
Δημόσιο και τράπεζες θα δανείζονται ολοένα και μεγαλύτερα ποσά και με φθηνό κόστος.
Σήμερα, η Ελληνική Δημοκρατία χρωστά σχεδόν 2 φορές περισσότερα από όσα παράγουμε, αφού το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ υπερβαίνει το 200% του ΑΕΠ.
Eίναι πολύ σημαντικό να καταφέρουμε να ξεκινήσει να μειώνεται ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ, καταγράφοντας σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, άνοδο δηλαδή στον παρονομαστή.
Το πρόγραμμα του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης (RRF) θα βοηθήσει παρά πολύ σ’ αυτή την κατεύθυνση και η ελληνική κυβέρνηση υπολογίζει ήδη το όφελος κοντά στις επτά (7) ποσοστιαίες μονάδες.
Πως θα σχολιάζατε τις ανησυχίες των αγορών για τον πληθωρισμό μετά την πρωτοφανή διοχέτευση ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες;
Δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουμε σύντομα αυξήσεις των δολαριακών επιτοκίων.
Στις ΗΠΑ, η FED προσπαθεί μεσοπρόθεσμα να στηρίξει την οικονομία και, επομένως, εκτιμώ πως θα πάρει τον χρόνο της.
Στην Ευρωζώνη, η ΕΚΤ επιχειρεί να φέρει τον πληθωρισμό κοντά στο στόχο της που είναι το 2%.
Άρα, όσο ο πληθωρισμός παραμένει χαμηλός η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα προσπαθεί να διατηρεί τα επιτόκια χαμηλά και να διοχετεύει όσο το δυνατόν περισσότερη ρευστότητα στο σύστημα
Οι αγορές αυτή τη στιγμή προβλέπουν ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το 2025, και ούτως ή άλλως οποιαδήποτε άνοδος προβλέπεται να είναι σταδιακή.
Δημήτρης Παφίλας
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών