Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαιτέρως τον Προέδρο του Κέντρου Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου (ΚΔΕΟΔ), καθηγητή κ Βασίλη Σκουρή και τ. Πρόεδρο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ, για την τιμητική πρόσκληση να συμμετάσχω στο σημερινό συνέδριο. Αναφερόμενος στα 40 χρόνια της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) ο νους μου πάει αναπόφευκτα στην περίοδο εκείνη που υπηρετούσα ως συνεργάτης στο Κέντρο του καθηγητή Δημήτριου Ευρυγένη, ενός από τους πιο φωτισμένους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη ζωή μου.
Από εδώ έφυγα, στους πρώτους μήνες της ένταξης, μαζί με άλλους συνεργάτες να πάω για την πρώτη δουλειά μου στις Βρυξέλλες.
Διάλεξα για θέμα της σημερινής μου ομιλίας τα 30 χρόνια της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης (ΕΤΕ) για τους παρακάτω λόγους.
Πρώτον, γιατί θεωρώ το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης ως έναν από τους πιο σημαντικούς σταθμούς της Ευρωπαϊκής ενοποίησης τα 40 τελευταία χρόνια που είναι ζωτικής σημασίας για την χώρα μας. Είναι κατά την γνώμη μου η σημαντικότερη πολιτική πρωτοβουλία που έχει αναλάβει η Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την Συνθήκη του Μάαστριχτ.
Πολιτικά, πιστεύω ότι η ολοκλήρωση της θα αποτελέσει μια από τις πιο σημαντικές συνιστώσες για τη διασφάλιση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, ιδιαίτερα σε μια περίοδο οξύτατων γεωπολιτικών ανταγωνισμών.
Η «θεμιτή υστεροβουλία» της επιλογής μου οφείλεται στο ότι έχω συνδέσει σε μεγάλο βαθμό το επαγγελματικό μου οδοιπορικό με αυτήν την ενοποιητική διαδικασία.
Δεύτερον, γιατί τα τριάντα αυτά χρόνια της ΕΤΕ προσφέρονται για έναν κριτικό αναστοχασμό, μια αποτίμηση του τι έχει επιτευχθεί και τι απομένει για να ολοκληρωθεί το εγχείρημα.
Τρίτον, γιατί η ΕΤΕ είναι όχι μόνο ένα πολιτικό και οικονομικό οικοδόμημα αλλά κυρίως ένα σημαντικό δημιούργημα στο οποίο διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο το Ευρωπαϊκό δίκαιο και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ).
Θα ήθελα να εστιάσω τις σκέψεις μου σε τρεις άξονες:
- Πρώτον, στη περίοδο που αρχίζει το 1992 και φθάνει μέχρι το 2007 δηλ. από τότε πού μπαίνουν τα θεμέλια της ενιαίας τραπεζικής αγοράς έως ότου εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της χρηματοοικονομικής κρίσης της Ευρωζώνης.
- Δεύτερον, στην περίοδο 2008 με 2013, δηλ. στο αποκορύφωμα της διπλής κρίσης χρηματοπιστωτικής και δημοσιονομικής της Ευρωζώνης, όταν η απάντηση των Ευρωπαϊκών θεσμών έρχεται με τη θεσμική ενίσχυση της αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης για την σταθεροποίηση της Ευρωζώνης. Από το 2014 μέχρι το 2019 είναι η περίοδος της σταθεροποίησης και ανάκαμψης . Από το 2020 έρχεται η περίοδος της πανδημίας όπου το τραπεζικό σύστημα έχει αποδειχθεί ανθεκτικό.
- Και τρίτον, στα βήματα που έχουν γίνει στην Ελλάδα στον τραπεζικό τομέα τα τελευταία δυόμιση χρόνια με τις εμπροσθοβαρείς μεταρρυθμίσεις ιδιαίτερα εκείνης του σχήματος Ηρακλής που αφορά την συστημική τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), τα οποία συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής πορείας προς την ΕΤΕ.
Ι.1992: Η Ενιαία Τραπεζική Αγορά και η δεύτερη τραπεζική οδηγία
Θεωρώ ως κομβικό σημείο της θεμελίωσης της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης την δημιουργία της Ενιαίας Τραπεζικής Αγοράς το 1992 που συντελέστηκε με την υιοθέτηση της Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας.
Στόχος της Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας ήταν και είναι η δημιουργία ενός ενιαίου χρηματοοικονομικού χώρου, όπου με βάση της θεμελιακές ελευθέριες της Συνθήκης θα πρέπει να καταργηθούν τα εμπόδια τόσο στην ελεύθερη εγκατάσταση των τραπεζών ,κυρίως μέσω υποκαταστημάτων, όσο και στην ελεύθερη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών.
Η Δεύτερη Τραπεζική Οδηγία αποτέλεσε κορυφαίο ρηξικέλευθο νομοθέτημα της ενιαίας ευρωπαϊκής αγοράς με άξονα την ενιαία τραπεζική άδεια, το λεγόμενο Ευρωπαϊκό διαβατήριο που θα μπορούσαν να χρησιμοποιούν οι τράπεζες για την απρόσκοπτη διασυνοριακή επέκτασή τους.
Προϋπόθεση για την λειτουργία της ενιαίας αδείας όμως ήταν η προηγούμενη ουσιαστική εναρμόνιση των τραπεζικών εποπτικών κανόνων που θα καθιστούσε δυνατή την αμοιβαία αναγνώριση των αδειών και των εποπτικών κανόνων μεταξύ κρατών μελών.
Στις προσδοκίες των συντακτών ήταν η δυναμική ανάταξη του Ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος και κυρίως η δυνατότητα δημιουργίας πανευρωπαϊκών τραπεζικών ομίλων , οι οποίοι εκμεταλλευόμενοι τις οικονομίες κλίμακος που προσφέρει μια μεγάλη εσωτερική αγορά θα μπορούν να ανταγωνιστούν και σε παγκόσμιο επίπεδο τις τράπεζες άλλων μεγάλων οικονομικών εταίρων όπως των ΗΠΑ και της Ιαπωνία.
Αυτή η βολονταριστική κατασκευή στηρίχθηκε στις πολιτικές αποφάσεις των Ευρωπαϊκών ηγεσιών που το 1985 υιοθέτησαν την Λευκή Βίβλο για την Ενιαία Αγορά και εμπνευστήκαν δε κυρίως από την νομολογία του ΔΕΕ στην Υπόθεση Cassis de Dijon που αφορά την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων .
ΙΙ. 2007- 2013: Η διαχείριση των κρίσεων της Ευρωζώνης
Η περίοδος της ευφορίας των δεκαετιών του 1990 και του 2000 αντιμετώπισε τα πρώτα σύννεφα της εισαγομένης από τις ΗΠΑ χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2007. Η κρίση της τραπεζικής αγοράς που συνεχίστηκε το 2012 εξελίσσεται σε υπαρξιακή απειλή για την Ευρωζώνη και την ΕΕ με εκροή των καταθέσεων και φυγή των επενδυτών από τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου.
Δυο είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτής της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Πρώτον, ο κατακερματισμός της Ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς με την περιχαράκωση των τραπεζών στα εθνικά τους σύνορα.
Δεύτερον, η έξαρση της αλληλεξάρτησης μεταξύ κρατών και των τραπεζών, ο λεγόμενος φαύλος κύκλος, ένα αυτοτροφοδοτούμενο φαινόμενο καθώς οι τράπεζες αγοράζουν κρατικά ομόλογα για να στηρίξουν τους εθνικούς προϋπολογισμούς και αντίστοιχα τα κράτη αναλαμβάνουν την διάσωση τους με πόρους των φορολογούμενων.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η δίδυμη κρίση της Ευρωζώνης του 2007-2013, με εξαίρεση την περίπτωση της Ελλάδας που αντιμετώπιζε οξύτατο δημοσιονομικό πρόβλημα, είναι κατ’ εξοχήν μια κρίση του τραπεζικού τομέα, δηλαδή κρίση υπερδανεισμού προς τον ιδιωτικό τομέα και κυρίως στην αγορά των ακίνητων, πχ στην Ισπανία και την Ιρλανδία.
Η πολιτική απάντηση σε αυτήν την κρίση της Ευρωζώνης ήταν απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2012 με την υιοθέτηση της νέας αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης για την δημιουργία τριών πυλώνων της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης , του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (ΕΜΕπ) του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης (ΕΜΕξ) και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης των Καταθέσεων (ΕΣΑΚ).
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές στόχευσαν κυρίως στην κάλυψη των εκ σχεδιασμού ατελειών της συνθήκης του Μάαστριχτ, η οποία είχε σε μεγάλο βαθμό το αποτύπωμα της τότε κρατούσας νομισματικής και δημοσιονομικής ορθοδοξίας στην άρτι ενωθείσα Γερμανία.
Γι’ αυτό, ενώ δημιουργούσε μια από τις μεγαλύτερες νομισματικές ενώσεις του κόσμου δεν προέβλεπε , πέρα από την απαγόρευση δανεισμού μεταξύ κρατών (no bail out ), ούτε εποπτεία τραπεζών σε ενωσιακό επίπεδο , ούτε ασφαλιστικές δικλείδες που έχουν αντίστοιχες νομισματικές ενώσεις όπως των ΗΠΑ, δηλαδή ομοσπονδιακούς μηχανισμούς διαχείρισης τραπεζικών κρίσεων και ασφάλισης των καταθέσεων. Η ανάγκη για επείγουσα αντιμετώπιση της της κρίσης και η προβλεπόμενη ομοφωνία για την αναθεώρηση των συνθήκων δεν καθιστούσε ρεαλιστική επιλογή την προσφυγή στην αναθεώρηση τους.. Γιαυτο χρειάστηκε η δημιουργική δεινότητα των νομικών για θεμελιωθούν αυτό το καινοτόμο σύστημα εντός των τωρινών συνθηκών.
Έτσι η προληπτική εποπτεία των συστημικών τραπεζών ανατίθεται στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με την δημιουργία του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (ΕΜΕπ - SSM) που θεμελιώθηκε με το Άρθρο 127(6) της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που προβλέπει την δυνατότητα ανάθεσης ορισμένων εποπτικών καθηκόντων στην ΕΚΤ με ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου . Εξαίρεση ήταν η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ-ESM ) ως οιονεί χρηματοδοτικού βραχίονα στήριξης τόσο των τραπεζών όσο και των κρατών, όπου ακολουθήθηκε η διακυβερνητική προσέγγιση.
Για σχεδόν 30 χρόνια έως την δημιουργία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού επικρατούσε η άποψη ότι η αρχή της επικουρικότητας δικαιολογούσε ότι η εποπτεία των τραπεζών ήταν πιο αποτελεσματική όταν ασκείται από τα ίδια τα κράτη μέλη. Ωστόσο, η χρηματοπιστωτική κρίση ανατρέψε τα μέχρι τότε δεδομένα και απέδειξε ότι η παροχή του Ευρωπαϊκού δημοσίου αγαθού της χρηματοπιστωτικής ευστάθειας διασφαλίζεται επαρκέστερα όταν ανατεθεί σε υπερεθνικά όργανα όπως η ΕΚΤ .Σημαντική ανατροπή τεράστιας εμβέλειας γιατί μετά το Μάαστριχτ που διαχώρισε το νόμισμα από την εθνική κυριαρχία έρχεται η σειρά και της τραπεζικής εποπτείας των συστημικών τραπεζών και οι δυο κρίσιμες συνιστώσες κάθε ομοσπονδοποίησης.
Όπως γνωρίζουμε κατά την διάρκεια της κρίσης της Ευρωζώνης, αναδείχθηκε πόσο στενά είναι συνυφασμένο το Ευρώ και η νομισματική πολιτική με το Ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο . Ένα χαρακτηριστικό σημείο είναι ότι οι πιο σημαντικές αναγγελίες και αποφάσεις των Ευρωπαϊκών οργάνων , όπως της ΕΚΤ ήγειραν νομικές αμφισβητήσεις εφόσον ετίθετο σε αμφιβολία το συμβατό των πρωτοβουλιών των Ευρωπαϊκών οργάνων με το ενωσιακό δίκαιο. Στις πλέον γνωστές περιπτώσεις κατέληξαν μέσω προδικαστικών ερωτημάτων στο ΔΕΕ - όπως στην περίπτωση της υπόθεσης Gauweiler (C-62/14) όπου το ΔΕΕ έπαιξε καθοριστικό ρόλο με την νομολογία του που διασαφήνισε το κρίσιμο επίδικο ερώτημα της οριοθέτησης μεταξύ νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, προσφέροντας έτσι ασφάλεια δικαίου και εκτόνωση κρίσεων.
ΙΙΙ. Η ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης
Α. H ΕΞΑΛΕΙΨΗ ΤΩΝ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΩΝ ΕΜΠΟΔΙΩΝ
Μια τρέχουσα δυσάρεστη διαπίστωση είναι ότι τριάντα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, τη Δεύτερη Τραπεζική Οδηγία του 1992 και τα σημαντικά επιτεύγματα της πρόσφατης ενίσχυσης της αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης, ο κατακερματισμός της Ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς σε εθνικές γραμμές παραμένει κυρίως ως αποτέλεσμα τόσο της κρίσης της Ευρωζώνης όσο και της ημιτελούς κατασκευής της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης.
Αντίθετα με τα προστάγματα της Δεύτερης Τραπεζικής Οδηγίας δεν χρησιμοποιείται επαρκώς το υποκατάστημα ως όχημα για τη διασυνοριακή εγκατάσταση των τραπεζών άλλα οι θυγατρικές. Υπολογίζεται ότι τα 2/3 της σημερινής διασυνοριακής επέκτασης των τραπεζών γίνονται μέσω θυγατρικών παρότι αυτό συνεπάγεται επαχθέστερους όρους όπως νέα άδεια και κεφαλαιακές απαιτήσεις. Πράγμα που σημαίνει ότι διατηρούνται ακόμη σημαντικά προστατευτικά εμπόδια για επέκταση των υποκαταστημάτων από τις εφαρμοζόμενες ρυθμίσεις και πρακτικές των χωρών υποδοχής .
Ένας μηχανισμός που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τραπεζικούς ομίλους είναι η μετατροπή των θυγατρικών τους σε υποκατάστηματα όπως έγινε στην περίπτωση της Σκανδιναβικής Nordea που αξιοποίησε τις δυνατότητες της ενιαίας τραπεζικής αδείας. Συνέπεια αυτού του εταιρικού μετασχηματισμού ήταν η εξοικονόμηση κεφαλαίων και ρευστότητας αφού ο υπολογισμός τους γίνεται πλέον μόνο στο επίπεδο του ομίλου.
Επιπλέον πρέπει να βελτιωθεί το ενιαίο εγχειρίδιο τραπεζικών κανόνων (single rule book) με μεγαλύτερη χρήση των κανονισμών αντί των οδηγιών διότι οι οδηγίες παρέχουν στις εθνικές αρχές δυνατότητες εξαιρέσεων οι οποίες διαστρεβλώνουν τον ανταγωνισμό.
Χρειάζονται επίσης μηχανισμοί ενίσχυσης της εμπιστοσύνης μεταξύ χωρών καταγωγής και υποδοχής του ομίλου. Σε περιόδους κρίσης υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το αν οι μητρικές τράπεζες ενός τραπεζικού ομίλου θα στηρίξουν τις θυγατρικές τους που βρίσκονται στις χώρες υποδοχής. Το τραυματικό προηγούμενο της κρίσης του 2008-2009 έχει κάνει πιο επιφυλακτικά τα ασθενέστερα κράτη της Κεντρικής Ευρώπης που είναι οι χώρες υποδοχής υποκαταστημάτων και θυγατρικών μεγάλων Ευρωπαϊκών ομίλων. Γιαυτο΄ οι επόπτες της χώρας υποδοχής ζητούν συχνά από τις θυγατρικές ακόμη και στα πλαίσια της ΕΤΕ να δεσμεύουν κεφάλαια και ρευστότητα επί τόπου που υπό κανονικές συνθήκες της ενιαίας τραπεζικής αδείας και των κανόνων της τραπεζικής ένωσης θα έπρεπε να υπολογίζονται μόνο σε επίπεδο ομίλου. Η κατάσταση βέβαια αυτή θα μπορούσε να βελτιωθεί αν καταστεί δυνατή ουσιαστική πρόοδος για την ενίσχυση σε Ευρωπαϊκό επίπεδο των μηχανισμών διαχείρισης κρίσεων, όπως η δημιουργία του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασφάλισης Καταθέσεων, που θα αντικαθιστούσαν αξιόπιστα τους εθνικούς μηχανισμούς. Προφανώς, η απρόσκοπτη λειτουργία και επέκταση των τραπεζικών και χρηματοοικονομικών ομίλων σε αυτήν την περίοδο ενδιαφέρουν κυρίως τα ισχυρότερα οικονομικά κράτη της ΕΕ.
B. Η ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ ΕΞΥΓΙΑΝΣΗΣ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ
Η λογική που διέπει τη θεσμική ενίσχυση των ευρωπαϊκών μηχανισμών διαχείρισης των κρίσεων που αποφασίστηκαν το 2012 ( δηλ. του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και του Ευρωπαϊκού Συστήματος Aσφάλισης Καταθέσεων) είναι ότι για να διασωθούν οι τράπεζες δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται τα χρήματα των φορολογουμένων αλλά των ιδίων των τράπεζων, δηλ. των μετόχων και των δανειστών (ομολογιούχων) τους.
Παρά την πρόοδο που έχει επιτελεστεί με την δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εξυγίανσης , η πεντάχρονη εμπειρία λειτουργίας του δείχνει ότι αυτός ο μηχανισμός δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη παρά μόνο σε μια περίπτωση , αυτή της Banco Popular το 2017 στην Ισπανία.
Οι κύριοι λόγοι εμποδίζουν την ευρύτερη εφαρμογή του είναι οι ακόλουθοι:
Πρώτον, η μέχρι πρόσφατα έλλειψη ενός αξιόπιστου μηχανισμού χρηματοδοτικής στήριξης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, του λεγόμενου common backstop, στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης που συμβάλει πόρους για την εξυγίανση των τραπεζών. Για την εξυγίανση των τραπεζών, σε περίπτωση που δεν υπάρχει ενδιαφερόμενος αγοραστής, μόνο εξωτερική βοήθεια μπορεί να αναμένεται ώστε να υπάρξει χρηματοδότηση για να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος των κλειστών κεφαλαιαγορών και της εκροής των καταθέσεων. Ωστόσο μετά τις αποφάσεις του Eurogroup του Νοέμβριου 2020 και την πρόσφατη κύρωση των αναθεωρημένων Συνθηκών του ΕΣΜ από τα Κράτη Μέλη, αυτός θα λειτουργεί ως μηχανισμός παροχής ρευστότητας στο Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης σε περίπτωση που δεν αρκούν οι πόροι του.
Δεύτερον, η μη συμπλήρωση ακόμη του αναγκαίου κεφαλαιακού αποθέματος /μαξιλαριού (του λεγομένου MREL) που απαιτείται σε περίπτωση εξυγίανσης που θα πρέπει να δημιουργήσουν οι συστημικές τράπεζες μέχρι το 2025 .
Τρίτον, δεν υπάρχει ακόμη Ευρωπαϊκός μηχανισμός παροχής ρευστότητας που θα στηρίζει τις τράπεζες που ήδη ολοκλήρωσαν την διαδικασία εξυγίανσης και επανέρχονται στην αγορά όπου μπορεί να επικρατεί μια διστακτικότητα των κεφαλαιαγορών για την δανειοδότηση τους . Προς τούτο εκτιμώ ότι η ΕΚΤ θα πρέπει να δημιουργήσει τον μηχανισμό παροχής «ρευστότητας εξυγίανσης του Ευρωσυστήματος» αφού διασφαλίζει με κατάλληλες εγγυήσεις τον δανεισμό της
Τέταρτον, η έλλειψη Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εξυγίανσης για τις μη συστημικές τράπεζες οι οποίες συνήθως οδηγούνται σε εκκαθάριση με βάση τους εθνικούς τους κανόνες. Το πεδίο εφαρμογής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εξυγίανσης περιλαμβάνει μόνο τις περί τις 130 συστημικές τράπεζες. Αντίθετα, οι μη συστημικές τράπεζες που είναι πολυπληθέστερες, σε περίπτωση προβλημάτων παραπέμπονται στις εθνικές αρχές που εφαρμόζουν τις δικές τους εθνικές νομοθεσίες εκκαθάρισης οι οποίες διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους πράγμα που δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην εύρυθμη λειτουργία του μηχανισμού εξυγίανσης . Στο πλαίσιο αυτό, χρειάζεται η στοχευμένη επανεξέταση του πλαισίου διαχείρισης κρίσεων, με στόχο την διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής ώστε ο μηχανισμός εξυγίανσης να καλύψει ευρύτερο φάσμα μη συστημικών τραπεζών — συμπεριλαμβανομένων των μικρών και μεσαίων.
Πέμπτον, μια ουσιαστική προϋπόθεση για τη λειτουργία του πλαισίου εξυγίανσης είναι η εναρμόνιση των καθεστώτων πτώχευσης των τραπεζών στην ΕΕ. Δεν μπορεί να λειτουργήσει εύρυθμα ο ΕΜΕξ όταν υπάρχουν στην Ευρωζώνη 19 διαφορετικά πλαίσια πτωχευτικού δικαίου σε θέματα που αφορούν την ιεραρχία των πιστωτών και τον ρόλο τον οποίο μπορεί να διαδραματίσει το κάθε σύστημα εγγύησης των καταθέσεων. Αυτό αποτελεί και από τα κυριότερα αιτήματα για την προώθηση της ένωσης των κεφαλαιαγορών.
Γ. ΘΕΣΠΙΣΗ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ
Ο τρίτος πυλώνας της ΕΤΕ, το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασφάλισης των Καταθέσεων (ΕΣΑΚ/EDIS) βρίσκεται σε στασιμότητα εδώ και μια δεκαετία μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του 2012. Ο απώτερος στόχος που είναι η δημιουργία ΕΣΕΚ με πλήρη αμοιβαιοποίηση φαίνεται να αντιμετωπίζει πάγια μεγάλες δυσκολίες ιδιαίτερα από ορισμένα κράτη μέλη όπως η Γερμανία. Όπως έδειξαν και οι πρόσφατες διαπραγματεύσεις, πριν από έξι μήνες , το Eurogroup δεν μπόρεσε να συμφωνήσει ούτε στο χάρτη πορείας.
Ωστόσο, παρά τα αδιέξοδα, θα μπορούσε το ερχόμενο εξάμηνο υπό την Γαλλική προεδρία της ΕΕ και με την συμβολή της νέας Γερμανικής κυβέρνησης να υπάρξει μια δυνατότητα συμβιβασμού για ένα μεταβατικό σύστημα. Οι Γερμανοί προτείνουν αντί της πλήρους αμοιβαιοποίησης ένα ενδιάμεσο σύστημα όπου σε πρώτο επίπεδο σε περίπτωση ανάγκης ένα εθνικό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων θα μπορεί να δανείσει το άλλο. Σε δεύτερο στάδιο, θα μπορούσε να υπάρξει προσφυγή σε ένα μηχανισμό Ευρωπαϊκής αντασφάλισης που θα κάλυπτε δανειακά τα συστήματα καταθέσεων αν δεν επαρκούσαν οι πόροι τους
Βέβαια, καμία από τις υπάρχουσες προτάσεις δεν συνιστούν ένα υπερεθνικό (Ευρωπαϊκό) σύστημα ασφάλισης των καταθέσεων όπως αυτό που ισχύει από το 1933 στις ΗΠΑ. Με το Federal Deposit Insurance Corporation(FDIC) η εξυγίανση των τραπεζών και η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων διασφαλίζεται σε ομοσπονδιακό επίπεδο, δηλ. καλύπτονται οι καταθέσεις ανεξαρτήτως του σε ποια πολιτεία είναι εγκατεστημένες οι τράπεζες, γεγονός που διασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία της ενιαίας τραπεζικής αγοράς των ΗΠΑ εφόσον έχει αποσυνδεθεί η εγγύηση των καταθέσεων από την δημοσιονομική κατάσταση της πολιτείας στην οποία είναι εγκατεστημένη η τράπεζα.
Οι διαφορές των εθνικών νομικών πλαισίων για την αντιμετώπιση των τραπεζών εξακολουθούν να εμποδίζουν την ενοποιημένη αγορά και δεν επιτρέπουν ένα ενιαίο επίπεδο προστασίας για την ίδια κατηγορία επενδυτών και καταθετών στα κράτη μέλη της ΕΕ. Αυτό σημαίνει ότι η εγγενής αξία μιας κατάθεσης σε μια χώρα μπορεί να διαφέρει από αυτή σε μια άλλη, ακόμη και εντός της τραπεζικής ένωσης. Ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι το ΕΣΑΚ δεν θα ήταν μόνο ένα χρήσιμο εργαλείο για τη διαχείριση μιας κρίσης σε περίπτωση πτώχευσης τράπεζας, αλλά και ότι η καθιέρωσή του θα καθιστούσε εξαρχής λιγότερο πιθανό να εμφανιστεί μια κρίση. Επιπλέον, η πρόοδος στο ΕΣΑΚ θα επέτρεπε επίσης μεταφορές περιουσιακών στοιχείων κατά την εξυγίανση και τη ρευστοποίηση και μπορεί να συμβάλει στην προώθηση της προόδου στην ευρωπαϊκή τραπεζική ολοκλήρωση ξεπερνώντας την απροθυμία των χωρών υποδοχής να επιτρέψουν διασυνοριακές παραιτήσεις κεφαλαίων και ρευστότητας.
Τέλος εκτιμώ ότι για τη βέλτιστη αρχιτεκτονική δομή του Ευρωπαϊκού συστήματος διαχείρισης των κρίσεων και του συστήματος ασφάλισης καταθέσεων, οι μηχανισμοί αυτοί θα πρέπει να τεθούν υπό την ομπρέλα του Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης όπως συμβαίνει στις ΗΠΑ με το FDIC. Ο Ενιαίος ΜηχανισμόςΕξυγίανσης θα πρέπει να έχει εξουσίες να εκκαθαρίζει τράπεζες που υπάγονται στις αρμοδιότητές του και των οποίων η εξυγίανση δεν κρίνεται προς το δημόσιο συμφέρον.
Θα πρέπει επίσης να προβλέπεται και η χρηματοοικονομική στήριξη του ΕΣΑΚ από τον ΕΜΣ όπως συμβαίνει αντίστοιχα με την στήριξη του ΕΜΣ για τον Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης
Για όλα αυτά θα πρέπει να υπάρχει σαφές χρονοδιάγραμμα και αυτό θα πρέπει να είναι το 2025 καθότι τότε λήγει η μεταβατική περίοδος της κεφαλαιακής συμπλήρωσης του αποθέματος/μαξιλαριού (MREL).
Δ. ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΤΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΩΝ
Θεωρώ την ύπαρξη μιας λειτουργούσας Ένωσης Ευρωπαϊκών Κεφαλαιαγορών ως ένα απαραίτητο ακολούθημα της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης που θα μπορούσε να λειτουργεί ως σημαντικός χώρος διαφοροποίησης των τραπεζικών κινδύνων αλλά και σε περίπτωση κρίσεων ως ένα υποστηρικτικός μηχανισμός απορρόφησης κλυδωνισμών της τραπεζικής αγοράς.
Επιπλέον, δεν νοείται βιώσιμη, πράσινη ανάπτυξη χωρίς ένα σταθερό χρηματοπιστωτικό σύστημα να την υποστηρίξει. Όπως επίσης, δεν νοείται ως σταθερό ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα, αν δεν εφαρμόζει τα κριτήρια ESG και δεν προσμετρά τους κινδύνους από την κλιματική αλλαγή, οι οποίοι μετουσιώνονται σε κινδύνους πολλαπλών τύπων και με μακράς διάρκειας επιπτώσεις για τη λειτουργία και την ευστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
www.bankignews.gr
Σχόλια αναγνωστών