Η πρόσφατη απόφαση της ΕΚΤ με την ειδική αναφορά στα ελληνικά ομόλογα, άνοιξε ένα “παράθυρο” στις αγορές για τον δανεισμό της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα επίσης με τα όσα αναμένουν οι επενδυτικοί οίκοι, αλλά και με βάση το πρόγραμμα δανεισμού, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) έχει προϋπολογίσει εκδόσεις ύψους 12 δισ. ευρώ.
Υπό την αίρεση των συνθηκών των αγορών, στόχοι είναι η παρουσία στις διεθνείς αγορές, και η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους πρός ΑΕΠ.
Αρχικά, η έκδοση του πρώτου πράσινου ομολόγου είχε εξεταστεί εντός του πρώτου τρίμηνου του 2022, ωστόσο με βάση το υπάρχον πρόγραμμα, ο σχεδιασμός έχει μεταφερθεί για το δεύτερο εξάμηνο.
Εξάλλου, η εξέλιξη της μετάλλαξης Omicron αποτελεί ένα άγνωστο παράγοντα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατρέψει τους σχεδιασμούς σε συνδυασμό και με την έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων που βαρύνουν τον προϋπολογισμό.
Εφόσον λοιπόν οι συνθήκες στις αγορές ευνοούν την έξοδο, ο ΟΔΔΗΧ θα εκτελέσει αναλόγως το πρόγραμμα του, ενω αναμένεται να ακολουθήσουν και οι ελληνικές τράπεζες για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες για μαξιλάρια ρευστότητας.
Ήδη η Alpha bank πρόσφατα αξιοποίησε ένα παράθυρο ευκαιρίας και προχώρησε πρόσφατα σε δανεισμό (400 εκατ. ευρώ), ενω χώρο για τις εκδόσεις επιλέξιμων υποχρεώσεων διαθέτουν οι Τράπεζες Eurobank, Eθνική, Πειραιώς.
Μέσα στο πρώτο εξάμηνο, όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος σε συνεργασία με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες αναμένεται να λάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες προκειμένου να έλθει πιο κοντά η επενδυτική βαθμίδα.
Στελέχη της αγοράς ομολόγων, αλλά και τραπεζίτες έχουν επισημάνει επανειλλημένως την “αλλαγή παιχνιδιού” μιάς τέτοιας προοπτικής, καθώς οι δανειακές εκδόσεις για Δημόσιο- τράπεζες – επιχειρήσεις θα απευθυνθούν σ ένα τεράστιο εύρος επενδυτών και κυρίως ύψους κεφαλαίων.
Στις 14 Ιανουαρίου 2022 θα δοθεί η πρώτη εικόνα, καθώς αναμένεται η αξιολόγηση από την Fitch η οποία βαθμολογεί την χώρα στην κλίμακα ΒΒ, δηλαδή δυο κλίμακες κάτω από την επενδυτική βαθμίδα.
Όπως ήδη έχει αναφέρει το bankingnews δεν αναμένεται, αλλαγή στην πιστοληπτική ικανότητα, ωστόσο δεν αποκλείεται να αναβαθμιστούν οι προοπτικές από ουδέτερες σε θετικές.
Η αναβάθμιση των προοπτικών σημαίνει ότι, επίκειται πιθανή αναβάθμιση εντός των 12 -18 μηνών, άρα είναι πιθανό να βρεθεί η Ελλάδα μια ανάσα πριν από την επενδυτική βαθμίδα.
Βασικές προϋπόθεσεις, όμως, για τους πιστοληπτικούς οίκους – όπως η Fitch – παραμένει η αποκλιμάκωση του λόγου χρέους πρός ΑΕΠ, η πορεία των κόκκινων δανείων, αλλά και το πολιτικό ρίσκο. Εσχάτως, έχει κάνει την επανεμφάνιση του, σύμφωνα με τα όσα ισχυρίζονται ορισμένοι ξένοι επενδυτές στο Χρηματιστήριο.Εφόσον υπάρχει προοπτική της πολιτικής σταθερότητας το ρίσκο θα εξαλειφθεί, ωστόσο όπως προαναφέρθηκε, αρκετοί επενδυτές αποδίδουν το discount σε μετοχές τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων ακριβώς σ αυτό το πολιτικό ρίσκο.
Εξάλλου, μέχρι πρότινως οι ξένοι επενδυτές ήταν απασχολημένοι κυρίως με την πορεία της επικείμενης αύξησης των επιτοκίων από την FED, και λόγω των χαμηλών αποδόσεων απείχαν από την ελληνική αγορά.
Διευκολύνονται οι εκδόσεις των ελληνικών τραπεζών και των επιχειρήσεων – Πρός αυξήσεις με αποκλεισμό των δικαιωμάτων προτίμησης
Πέραν της προστασίας έναντι κερδοσκοπικών κινήσεων η απόφαση της ΕΚΤ ουσιαστικά αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο μέχρις ότου η Ελλάδα αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα πρός το τέλος του 2022 ή αργότερα εντός του 2023.
Τι σημαίνει, όμως, η απόφαση;
Η απόφαση για την συνέχιση των αγορών στα ελληνικά ομόλογα δεν μειώνει μόνο το κόστος των εκδόσεων που θα επιχειρηθούν μέσα στο πρώτο τρίμηνο από τον ΟΔΔΗΧ ( 11-12 δισ. ευρώ).
Οι Ελληνικές Τράπεζες στο πλαίσιο των υποχρεώσεων τους (MREL) εντός του 2022 σχεδιάζουν να εκδώσουν ομόλογα (preferred, AT -1, Tier II κα) ύψους 4 δισ. ευρώ, πιθανώς και χαμηλότερα σύμφωνα με ορισμένες τραπεζικές πηγές.
Είναι προφανές ότι εφόσον οι αγορές είναι θετικές μέσα στο πρώτο τρίμηνο οι ελληνικές τράπεζες θα σπεύσουν να εκμεταλλευθούν το όποιο ευνοϊκό “παράθυρο” στις αγορές, εκτός απροόπτου με την μετάλλαξη Όμικρον.
Οι επενδυτές από την πλευρά τους έχουν κίνητρο καθώς μια αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης θα σημάνει αυτόματα και αναβαθμίσεις στην αξιολόγηση των ελληνικών τραπεζών, η οποία παραμένει η χαμηλότερη στην Ευρωζώνη.
Την σκυτάλη στην συνέχεια θα λάβουν και οι ελληνικές επιχειρήσεις, και ίσως, δεν είναι τυχαίο, ότι ήδη μεγάλες εισηγμένες εξετάζουν όχι μόνο την έξοδο με διεθνή ομολόγα, αλλά σχεδιάζουν και αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου κατά το πρότυπο των ελληνικών τραπεζών - ΔΕΗ, δηλαδή με παραίτηση των δικαιωμάτων προτίμησης των υφιστάμενων μετόχων. Για παράδειγμα, η Ιντρακάτ ξεκινά ήδη την αύξηση κεφαλαίου με συμμετοχή της Ιντρακόμ, αλλά και ξένων επενδυτών.
Μετά το επιτυχημένο εγχείρημα της ΔΕΗ, μια μικρή ομάδα εταιρειών θα σπεύσει να εκμεταλλευθεί την συγκυρία, πριν ξεκινήσει η συζήτηση για την αύξηση των επιτοκίων στις ΗΠΑ ή στην Ευρώπη.
Δημήτρης Παφίλας
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών