Έντονη αβεβαιότητα, παρά τη βελτίωση, διαβλέπει για την ελληνική οικονομία η Τράπεζα της Ελλάδας στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που είδε το φως της δημοσιότητας την Πέμπτη 12 Μαΐου.
Όπως επισημαίνει, «οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης αποτελούν τροχοπέδη», ενώ την ίδια στιγμή οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021 χάρη στην αύξηση των καταθέσεων πελατών και της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος.
Από την άλλη, οι τράπεζες έχουν να αντιμετωπίσουν τρεις προκλήσεις: Το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, τη χαμηλή οργανική κερδοφορία και το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων, που επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες εξυγίανσης των ισολογισμών, από κοινού με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων λόγω του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit – DTC), καθώς και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, αποτελούν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα.
Πιο συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει η ΤτΕ, το 2021 η οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα ανέκαμψε σημαντικά, με το ρυθμό αύξησης του πραγματικού Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) να διαμορφώνεται σε 8,3%, σημειώνοντας μία από τις καλύτερες επιδόσεις στη ζώνη του ευρώ, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό την απότομη μείωση του ΑΕΠ κατά 9% το 2020 και επιβεβαιώνοντας τις προσδοκίες για μια ανάκαμψη τύπου “V”.
Η εξέλιξη αυτή, οι θετικές προσδοκίες τόσο για το 2022, αλλά και οι μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές, συνέβαλαν στην πρόσφατη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδος από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης Standard and Poor’s (S&P) και DBRS Morningstar, 1 με αποτέλεσμα να μειωθεί σε μία μόνο βαθμίδα η απόσταση των ελληνικών κρατικών ομολόγων από την επενδυτική βαθμίδα.
Η επίτευξη του στόχου της επενδυτικής βαθμίδας θα σηματοδοτήσει το τέλος ενός κύκλου που ξεκίνησε με τη δημοσιονομική κρίση χρέους της Ελλάδας και ταυτόχρονα θα αποτελέσει ισχυρή ψήφο εμπιστοσύνης και εφαλτήριο για την προσέλκυση ξένων επενδυτών.
Ωστόσο, η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία διαμόρφωσε νέες συνθήκες, μετριάζοντας τις βραχυπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης αποτελούν τροχοπέδη, ενώ η αβεβαιότητα σχετικά με τη διάρκεια του πολέμου και τις επιπτώσεις του στην πραγματική οικονομία λειτουργεί αποτρεπτικά για τη λήψη οικονομικών αποφάσεων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατά τη διάρκεια του 2021 παρουσίασε βελτίωση στους τομείς της ρευστότητας, της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού και της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Η συνέχιση της εφαρμογής διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) διασφάλισε την απρόσκοπτη πρόσβαση του τραπεζικού τομέα σε χαμηλού κόστους ρευστότητα.
Επιπρόσθετα, η πρόσφατη απόφαση2 του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ για τη διατήρηση της αποδοχής των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής (σε συνδυασμό με την αποδοχή τους κατά τη διάρκεια των επανεπενδύσεων του προγράμματος Pandemic Emergency Purchase Programme - PEPP) παρά την απόσυρση των μέτρων στήριξης για την πανδημία, διαμορφώνει μεσοπρόθεσμα ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης
Για τις τράπεζες
Oι τράπεζες, επιταχύνοντας τις προσπάθειες προς την κατεύθυνση της εξυγίανσης των ισολογισμών τους, πέτυχαν σημαντική αποκλιμάκωση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ).
Εντούτοις, το υφιστάμενο – και ακόμα ιδιαίτερα υψηλό – απόθεμα ΜΕΔ, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη δημιουργία νέων ΜΕΔ ως αποτέλεσμα της απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πανδημία, αποτελεί σημαντική πρόκληση.
Πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας αποτελούν οι επιπτώσεις του πολέμου, μέσω των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων, στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της αύξησης του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο αυτό, το επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών και τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων λόγω του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit – DTC), καθώς και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, αποτελούν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα.
Ταυτόχρονα, πηγή προβληματισμού αποτελεί και o κίνδυνος εκ νέου αύξησης της διασύνδεσης του τραπεζικού τομέα με το κράτος. Στο πλαίσιο αυτό, ενέργειες οι οποίες έχουν δρομολογηθεί από τις τράπεζες και στοχεύουν στην ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης αξιολογούνται θετικά στην προσπάθεια της άμβλυνσης των διαφαινόμενων πιέσεων.
Η ενίσχυση της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ανάκαμψης της οικονομίας και προϋποθέτει ισχυρό τραπεζικό τομέα.
Συνεπώς, οι προσπάθειες αντιμετώπισης των παραπάνω προκλήσεων θα πρέπει να εντατικοποιηθούν, ώστε να ενισχυθεί σημαντικά η χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας.
Στην κατεύθυνση αυτή, η ενεργοποίηση του ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Recovery and Resilience Facility - RRF) δημιουργεί θετικές προοπτικές και μπορεί να συμβάλει καθοριστικά στην ενίσχυση της χρηματοδότησης, ώστε να μετριαστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και να καταστούν οι ευρωπαϊκές οικονομίες περισσότερο βιώσιμες, ανθεκτικές και καλύτερα προετοιμασμένες για τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης.
Αναδεικνύεται σταδιακά η σημασία της εφαρμογής κατάλληλης μακροπροληπτικής πολιτικής για την αποφυγή συσσώρευσης συστημικών κινδύνων, λαμβάνοντας υπόψη τις επικρατούσες συνθήκες στο μακροοικονομικό και χρηματοπιστωτικό περιβάλλον.
Η εφαρμογή κατάλληλων μέτρων μακροπροληπτικής πολιτικής, κυρίως με τη μορφή κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, θα συμβάλει στη δημιουργία επαρκούς μακροπροληπτικού χώρου που θα επιδράσει θετικά στη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ρευστότητα
Οι συνθήκες ρευστότητας του τραπεζικού τομέα συνέχισαν να βελτιώνονται το 2021, λόγω της αύξησης των καταθέσεων πελατών και της διευκολυντικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, που διατήρησε ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης.
Επιπρόσθετα, η βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών ενίσχυσε τη δυνατότητα πρόσβασής τους στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Η ανοδική πορεία των καταθέσεων συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια του 2021, εν μέσω μείωσης των επιτοκίων καταθέσεων, με αποτέλεσμα το ύψος των καταθέσεων από επιχειρήσεις και νοικοκυριά να ανέλθει σε 180 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, σημειώνοντας ιστορικό υψηλό δεκαετίας.
Η αύξηση των καταθέσεων συνδέεται με τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης, ενώ η δυναμική ανάκαμψη της οικονομίας, που αποτυπώθηκε το 2021 στην αξιοσημείωτη άνοδο των ροών εξαρτημένης απασχόλησης (κυρίως στους τομείς του λιανεμπορίου και του τουρισμού) επέδρασε υποστηρικτικά στην άνοδο του πραγματικού εισοδήματος.
Ταυτόχρονα, η ρευστότητα των τραπεζών συνέχισε να ενισχύεται από τη συμμετοχή τους στις στοχευμένες πράξεις πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης του Ευρωσυστήματος (Targeted Longer Term Refinancing Operations - TLTROs III), καθώς και την αποδοχή των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως εξασφαλίσεων στις πιστοδοτικές πράξεις του Ευρωσύστηματος και τις πρόσφατες εκδόσεις στις διεθνείς αγορές. Επισημαίνεται ότι η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα αυξήθηκε και διαμορφώθηκε σε 50,8 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2021, έναντι 41,2 δισεκ. ευρώ το Δεκέμβριο του 2020.
Αντίστοιχα, τo 2021 βελτιώθηκε περαιτέρω η ποιότητα του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών.
Η υποχώρηση των ΜΕΔ επιταχύνθηκε, με αποτέλεσμα στο τέλος του 2021 ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων να διαμορφωθεί σε 12,8% (έναντι 30,1% στο τέλος του 2020) και το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ να διαμορφωθεί σε 18,4 δισεκ. ευρώ, μειωμένο κατά 61% ή 28,8 δισεκ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2020 (47,2 δισεκ. ευρώ).
Στο πλαίσιο αυτό, χρήζει αναφοράς ότι ήδη δύο σημαντικές τράπεζες έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο μονοψήφιου ποσοστού ΜΕΔ με στοιχεία τέλους 2021, ενώ αναμένεται με βάση τις δρομολογηθείσες ενέργειες εξυγίανσης και διαχείρισης των ΜΕΔ να επιτευχθεί μονοψήφιο ποσοστό για το σύνολο του τραπεζικού τομέα μέχρι το τέλος του 2022.
Συνολικά, η μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 82,8% ή 88,8 δισεκ. ευρώ.
Η υποχώρηση των ΜΕΔ κατά το 2021 οφείλεται κυρίως στην ολοκλήρωση συναλλαγών πώλησης μέσω τιτλοποίησης δανείων, οι οποίες προέβλεπαν ταυτόχρονα για τρεις σημαντικές τράπεζες τον εταιρικό μετασχηματισμό τους (hive down), καθώς και σε συμφωνίες απευθείας πώλησης δανείων. 5 Οι εν λόγω συναλλαγές τιτλοποίησης αξιοποίησαν το Σχήμα Προστασίας Στοιχείων Ενεργητικού (Hellenic Asset Protection Scheme – HAPS, “Σχέδιο Ηρακλής”), για τη χορήγηση εγγύησης από το Ελληνικό Δημόσιο στους τίτλους ανώτερης διαβάθμισης (senior tranche) της τιτλοποίησης.
Επισημαίνεται ότι εντός του 2021 εγκρίθηκε και η παράταση του εν λόγω προγράμματος για 18 επιπλέον μήνες, 6 με αντίστοιχη δυνατότητα χορήγησης πρόσθετων εγγυήσεων ποσού έως 12 δισεκ. ευρώ από το Ελληνικό Δημόσιο.
Ωστόσο, ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ακόμη ιδιαίτερα υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2,0%8 ).
Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε έχει επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων.
Με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει την εξέλιξη και τη διάρκεια του πολέμου, σε συνδυασμό με την απόσυρση των εναπομεινάντων μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την προστασία από την πανδημία εντός του 2022,9 καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η δημιουργία νέων ΜΕΔ, ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω. Στην περίπτωση αυτή, η συνεπής αποτύπωση των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.
Δείκτες ανθεκτικότητας
Οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησαν το 2021, επηρεασμένοι κυρίως από την εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ.
Συγκεκριμένα, οι ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν το 2021 υψηλές ζημιές μετά από φόρους και διακοπτόμενες δραστηριότητες ύψους 4,8 δισεκ. ευρώ, έναντι ζημιών 2,1 δισεκ. ευρώ το 2020, κυρίως λόγω των ζημιών από την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ.
Τα λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών μειώθηκαν κατά 10,4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, εξαιτίας της υποχώρησης των καθαρών εσόδων από τόκους και των εσόδων από χρηματοοικονομικές πράξεις. Ωστόσο, τα καθαρά έσοδα από προμήθειες και τα λοιπά έσοδα αυξήθηκαν.
Όσον αφορά τα λειτουργικά έξοδα, αυξήθηκαν οριακά, καθώς επιβαρύνθηκαν περαιτέρω από έκτακτα έξοδα, όπως οι προβλέψεις για προγράμματα οικειοθελούς αποχώρησης προσωπικού, τα έξοδα εταιρικού μετασχηματισμού, καθώς και από την απομείωση υπεραξίας και άυλων περιουσιακών στοιχείων.
Συνολικά, χρήζει αναφοράς ότι σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των τραπεζών για το 2021 προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη (one-offs).
Η επιτάχυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της πώλησης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου (cost of credit risk). Αναλυτικότερα, το 2021 σχηματίστηκαν προβλέψεις για τον πιστωτικό κίνδυνο συνολικού ύψους 8,5 δισεκ. ευρώ, έναντι 5,6 δισεκ. ευρώ το 2020.
Από αυτές, 7,2 δισεκ. ευρώ σχετίζονται με την πώληση χαρτοφυλακίων ΜΕΔ από δύο σημαντικές τράπεζες.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2021 έναντι του 2020 κυρίως εξαιτίας των ζημιών που προέκυψαν από την πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, που υπεραντιστάθμισαν τη θετική επίδραση από τις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 2021.
Συγκεκριμένα, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών της Κατηγορίας 1 (Common Equity Tier 1 ratio – CET1 ratio) σε ενοποιημένη βάση μειώθηκε σε 12,6% το Δεκέμβριο του 2021 από 15% το Δεκέμβριο του 2020, και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου (Total Capital Ratio – TCR) σε 15,2% από 16,6%, αντίστοιχα.
Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1 15,5% και TCR 19,5% το Δεκέμβριο του 2021).
Ενσωματώνοντας την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9, fully loaded), ο Δείκτης CET1 των ελληνικών τραπεζικών ομίλων διαμορφώθηκε σε 10,7% και ο Συνολικός Δείκτης Κεφαλαίου σε 13,4%.
Επιπλέον, η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς το 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,4 δισεκ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το 2020).
Το ποσοστό αυτό ανέρχεται μάλιστα σε 73% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων εάν λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9 (από 63% το 2020).
Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,7 δισεκ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας περίπου το 8% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους.
Σημειώνεται ότι, αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 5,1 δισεκ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μεσομακροπρόσθεσμο ορίζοντα.
Τρεις προκλήσεις
Η ελληνική οικονομία προβλέπεται το 2022 να συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό.
Η έξαρση της οικονομικής αβεβαιότητας λόγω του υψηλού και επίμονου πληθωρισμού, αλλά και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις αποφάσεις τους.
Η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά αν και η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης.
Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η χαμηλότερη κατανάλωση ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, να οδηγήσουν σε αναβολή ή και ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων.
Στον αντίποδα των αρνητικών αυτών παραμέτρων, το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης Next Generation EU (NGEU) αναμένεται μέσα στο 2022 να χρηματοδοτήσει την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας θετικά στη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Ο τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί σε ένα εξαιρετικά ευμετάβλητο περιβάλλον προκειμένου να διασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας.
Η ανάγκη για αποτελεσματική διαχείριση των προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει δεν επιτρέπει περιθώρια εφησυχασμού.
Πρώτον, το υψηλό απόθεμα ΜΕΔ: Η αποκλιμάκωση του αποθέματος ΜΕΔ που έχει συντελεστεί στον τραπεζικό τομέα είναι ιδιαίτερα σημαντική, εντούτοις ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων (Δεκέμβριος 2021: 12,8%) παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2%11).
Η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων των τραπεζών θα οδηγήσει τον εν λόγω δείκτη σε μονοψήφιο ποσοστό μέχρι το τέλος του 2022 και θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό την επιτυχή ολοκλήρωση μίας πολύχρονης προσπάθειας.
Ωστόσο, υπό το πρίσμα των γεωπολιτικών αναταραχών, με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη σοβούσα ενεργειακή κρίση να έχουν τροφοδοτήσει τις πληθωριστικές πιέσεις που εμφανίζονται πλέον σε όλο το φάσμα των αγαθών και υπηρεσιών, είναι σαφές ότι δευτερογενώς θα υπάρξουν επιδράσεις στην ποιότητα των στοιχείων του ενεργητικού του τραπεζικού τομέα.
Η τελική επίδραση στη χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών και επιχειρήσεων στην παρούσα χρονική συγκυρία δεν μπορεί να εκτιμηθεί με ακρίβεια, αποτελεί όμως σαφώς πηγή ανησυχίας.
Δεύτερον, η χαμηλή οργανική κερδοφορία. Η αύξηση της οργανικής κερδοφορίας και η συνακόλουθη δημιουργία εσωτερικού κεφαλαίου αποτελούν προϋπόθεση όχι μόνο για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας, αλλά και για τη συνολική ενδυνάμωση του τραπεζικού τομέα.
Με δεδομένη την επίδραση στην κερδοφορία των τραπεζών λόγω των συνεχιζόμενων προσπαθειών εξυγίανσης των ισολογισμών τους, καθίσταται σαφές ότι η βελτίωσή της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ενίσχυση της χρηματοδότησης.
Η απόσυρση των έκτακτων διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής που ελήφθησαν από την ΕΚΤ για τον περιορισμό των επιπτώσεων της πανδημίας θα επιβαρύνει τα έξοδα τόκων, ενώ πρόσθετη επιβάρυνση θα προκύψει και από τις ανάγκες για την έκδοση ομολόγων (Additional Tier 1, Tier 2 και κυρίου χρέους) για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων, συμπεριλαμβανομένων των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL). Ενέργειες οι οποίες στοχεύουν στον περιορισμό του λειτουργικού κόστους, όπως η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των τραπεζών (digitalisation), θα αμβλύνουν την τελική επίδραση στο λειτουργικό αποτέλεσμα.
Τρίτον, το ύψος της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών τους κεφαλαίων.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών βρίσκεται σε ικανοποιητικά επίπεδα, ωστόσο υφίστανται σημαντικές προκλήσεις οι οποίες σχετίζονται με το κόστος υλοποίησης της στρατηγικής τους για τη μείωση των υφιστάμενων ΜΕΔ και το σχηματισμό επαρκών προβλέψεων για την κάλυψη του πιστωτικού κινδύνου από τυχόν νέα ΜΕΔ, καθώς και με τη σταδιακή εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 και την ανάγκη ενίσχυσης του διαμεσολαβητικού τους ρόλου μέσω της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας.
Στο πλαίσιο αυτό η υφιστάμενη συμμετοχή των οριστικών και εκκαθαρισμένων αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων (DTCs), που ήδη βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, αναμένεται να ενισχυθεί.
Στο τομέα της ενίσχυσης της χρηματοδότησης, οι τράπεζες έχουν στηρίξει διαχρονικά την ελληνική οικονομία, ακόμα και σε περιόδους κρίσης, αξιοποιώντας τα μέτρα στήριξής τους, τόσο μέσω κρατικών κεφαλαιοποιήσεων όσο και κρατικών εγγυήσεων.
Συνεπώς, οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την παροχή πρόσθετης χρηματοδότησης από τις τράπεζες, θα συμβάλουν στη στήριξη της οικονομίας και την επίτευξη διατηρήσιμων ρυθμών ανάπτυξης σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Καθίσταται σαφές ότι συνολικά η χρηματοδότηση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό και από την ύπαρξη αξιόλογων επενδυτικών σχεδίων με βιώσιμα χαρακτηριστικά.
Κατά συνέπεια, οι τράπεζες οφείλουν να επιταχύνουν την υλοποίηση των επιχειρησιακών τους σχεδίων σχετικά με τη χρηματοδότηση υγιών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και νοικοκυριών, εφαρμόζοντας συνετά πιστοδοτικά κριτήρια.
Παράλληλα, καλούνται να αναπτύξουν περαιτέρω εναλλακτικές πηγές εσόδων στο πλαίσιο της αποτελεσματικής διαχείρισης αποταμιευτικών πόρων.
Στην κατεύθυνση αυτή μπορεί να συμβάλει η επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων.
Η ανάπτυξη ενός διατηρήσιμου επιχειρηματικού υποδείγματος που θα επιτρέπει την επίτευξη ενός ικανοποιητικού επιπέδου οργανικής κερδοφορίας θα ενισχύσει την ικανότητα του τραπεζικού τομέα να απορροφά τις επιπτώσεις ενδεχόμενων αναταράξεων (είτε ενδογενών, είτε εξωγενών) και θα συμβάλει στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.
www.bankingnews.gr
ΤτΕ: Εντείνεται η αβεβαιότητα στην οικονομία λόγω Ουκρανίας - Πρόκληση για τις τράπεζες η χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων
Οι πληθωριστικές πιέσεις κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης αποτελούν τροχοπέδη, λέει η Τράπεζα της Ελλάδος
Σχόλια αναγνωστών