Τελευταία Νέα
Τραπεζικά νέα

Παρέμβαση Fitch στο BN: Το ελληνικό Δημόσιο να λύσει συλλογικά το DTC των τραπεζών - Θα έχει αντίκτυπο στην Οικονομία

Παρέμβαση Fitch στο BN: Το ελληνικό Δημόσιο να λύσει συλλογικά το DTC των τραπεζών - Θα έχει αντίκτυπο στην Οικονομία
Συνέντευξή της Fitch Ratings στο bankingnews (ΒΝ)

Tην εξεύρεση και την εφαρμογή συστημικής λύσης εκ μέρους της ελληνικής πολιτείας προκρίνει ο Pau Labró Vila, CFA - Director, Financial Institutions της Fitch Ratings, σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Bankingnews, για να διευθετηθεί σε εύλογο χρονικό διάστημα το χρονίζον όσο και κρίσιμο ζήτημα των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων - απαιτήσεων (DTC).
«Προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των DTC σε εύλογο χρονικό διάστημα, θα χρειαστεί η εξεύρεση συστημικής λύσης, ωστόσο αυτό προϋποθέτει την έγκριση των ευρωπαϊκών αρχών, ενώ ενδεχομένως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία».
Παράλληλα, θέτει ζήτημα αύξησης της κερδοφορίας, παρά την «αδιαμφισβήτητη» βελτίωση, μέσω της διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων και την αξιοποίηση τομέων όπως το bancassurance.
Σε ό,τι αφορά τα κεφαλαιακή επάρκειά τους, «οι τράπεζες διαθέτουν ευελιξία, σε περίπτωση υψηλότερων των αναμενομένων πιέσεων στα κεφάλαιά τους.
Αυτό που πρέπει να δούμε είναι εάν είναι σε θέση ή αν θελήσουν να αντλήσουν κεφάλαια, π.χ. ΑΤ1 και Τ2, από τις αγορές χρέους» - αν και οι νέες εκδόσεις ομολόγων, όπως λέει η Fitch, μάλλον παίρνουν αναβολή: «Η τρέχουσα αστάθεια στις αγορές αναβάλλει την έκδοση νέου χρέους, ενώ πιστεύουμε ότι ορισμένες τράπεζες θα προχωρήσουν σε εκδόσεις μόλις ολοκληρωθούν τα σχέδια εξυγίανσης του ενεργητικού και των κεφαλαίων τους, ώστε να επωφεληθούν από χαμηλότερα περιθώρια μετά τη βελτίωση του πιστωτικού προφίλ τους».
Τέλος, ο οίκος υπογραμμίζει την «ανθεκτικότητα» των εγχώριων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, από επενδυτικής απόψεως.

Η συνέντευξη του Pau Labró Vila, CFA - Director, Financial Institutions της Fitch Ratings στον δημοσιογράφο του ΒΝ, Νίκο Μπαρτζελιώτη

Ερώτηση:
Έπειτα από πολλά χρόνια με ζημίες, οι ελληνικές τράπεζες ανακοίνωσαν κέρδη. Πιστεύετε ότι, πλέον, έχει στρωθεί το έδαφος για επαναλαμβανόμενα κέρδη στο μέλλον;


Απάντηση:
Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Fitch Ratings πρόσφατα αναβάθμισε το rating των ελληνικών τραπεζών είναι πως αυτές, ξεκάθαρα, βελτίωσαν τη δυνατότητά τους να παράγουν κέρδη και κεφάλαιο, αφού εξυγίαναν, κατ’ εντυπωσιακό τρόπο, την ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων που είχαν εγγεγραμμένα στον ισολογισμό τους, μετά την έγκριση και την εφαρμογή του προγράμματος «Ηρακλής», το 2019.
Ως εκ τούτου, αναμένουμε από τον ελληνικό χρηματοπιστωτικό τομέα αύξηση κερδών το 2022, αλλά και πολύ λιγότερα «κόκκινα» δάνεια.
Επισημαίνεται πως οι ελληνικές τράπεζες θα επωφεληθούν από τους υψηλότερους όγκους εργασιών, χάρη στην εν εξελίξει οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας, αλλά και στα υψηλότερα επιτόκια, στο πλαίσιο εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ.
Τέλος, οι τράπεζες έχουν λάβει –και συνεχίζουν να το κάνουν– πολυάριθμες πρωτοβουλίες για τη μείωση του κόστους τους, βελτιώνοντας τα επίπεδα λειτουργικής τους αποτελεσματικότητας σε διαρθρωτική βάση.

Ερώτηση:
Μία από τις βασικές αδυναμίες των ελληνικών τραπεζών ήταν ότι δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν εσωτερικό κεφάλαιο, δηλαδή κεφάλαια από κέρδη.

Το 2022 αυτό επιτυγχάνεται.
Τα κέρδη είναι ικανά να μειώσουν το DTC, δηλαδή την αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, που είναι πολύ υψηλή στην Ελλάδα;
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν τον χειρότερο δείκτη DTC προς ίδια κεφάλαια.
Πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα;

Απάντηση:
Τόσο η Eurobank όσο και η Εθνική Τράπεζα παρουσίασαν θετικά αποτελέσματα το 2021.
Όπως, λοιπόν, ανέφερα προηγουμένως, αναμένουμε από το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα να συνεχίσει στο ίδιο φωτεινό μονοπάτι και αυτήν τη χρονιά.
Έτσι θα υπεραντισταθμιστούν τυχόν επιπτώσεις από μεταβολές σε ρυθμιστικό επίπεδο (κυρίως λόγω εφαρμογής του IFRS9) και οι απώλειες από εκκρεμείς πωλήσεις NPEs, οι οποίες θα είναι πολύ μικρότερης κλίμακας σε σχέση με το 2021.
Στους αντίποδες, όπως πολύ σωστά το επισημάνατε ως πρόβλημα, στο τέλος του 2021, οι αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις αντιστοιχούσαν στο 60% και πλέον των τραπεζικών κεφαλαίων CET1 - ποσοστό το οποίο, αν μη τι άλλο, είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Το ποσοστό αυξήθηκε μετά τις μεγάλες τιτλοποιήσεις «προβληματικών» περιουσιακών στοιχείων, τα τελευταία δύο χρόνια.
Ωστόσο, κατά την εκτίμησή μας, σε ό,τι αφορά τα κεφάλαια των τραπεζών, θεωρούμε ότι η απορρόφηση των DTC, οι κρατικές εγγυήσεις και η βελτιωμένη ικανότητα των τραπεζών να παράγουν κέρδη αμβλύνουν τους κινδύνους απομείωσης τέτοιους είδους περιουσιακών στοιχείων.
Σημειώνεται, επίσης, ότι η ελληνική κυβέρνηση τροποποίησε τον νόμο για τα DTC το 2021, γεγονός το οποίο αναμένεται να βελτιώσει τις προοπτικές ανάκαμψης αλλά και να μειώσει την πιθανότητα διαγραφών.
Τέλος, οι τράπεζες σχεδιάζουν το 2023 και το 2024 να ξεκινήσουν τη διανομή -έστω και σε περιορισμένο βαθμό- τη διανομή μερισμάτων, μια συνθήκη που δεν θα επιτρέψει οποιαδήποτε περαιτέρω αύξηση του λόγου των DTC έναντι του κεφαλαίου.
Λαμβανομένων υπόψη των παραπάνω, το βασικό μας σενάριο είναι ότι το ποσοστό των DTC θα μειωθεί σταδιακά - αν και θα χρειαστεί χρόνος.
Εναλλακτικά, προκειμένου να επιτευχθεί μείωση των DTC σε εύλογο χρονικό διάστημα, θα χρειαστεί η εξεύρεση συστημικής λύσης, ωστόσο αυτό προϋποθέτει την έγκριση των ευρωπαϊκών αρχών, ενώ ενδεχομένως να έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ελληνική οικονομία.

Ερώτηση:
Πιστεύετε πως οι ελληνικές τράπεζες είναι κεφαλαιακά επαρκείς ή θα χρειαστούν στο μέλλον αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου;


Απάντηση:
Η αξιολόγησή μας δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στα business plans των ελληνικών τραπεζών, στα οποία δεν προβλέπεται αύξηση μετοχικού κεφαλαίου, μάλλον δε εκτιμάται βελτίωση των κεφαλαιακών αποθεμάτων, από τα μέτρια επί του παρόντος επίπεδα, με μοχλό την αυξημένη παραγωγή κερδών.
Το 2021, η Τράπεζα Πειραιώς και η Alpha Bank πραγματοποίησαν αυξήσεις κεφαλαίου, προκειμένου να επιταχύνουν την εξυγίανση του ενεργητικού τους, καθώς οι δείκτες των «κόκκινων» δανείων ξεπερνούσαν το 40%.
Οι δύο τράπεζες έχουν ολοκληρώσει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, την απομάκρυνση των προβληματικών περιουσιακών στοιχείων τους, οπότε αναμένουμε οι δείκτες ΝPEs να «πέσουν» κάτω του 10% τα επόμενα τρίμηνα.
Οι ζημίες λόγω των τιτλοποιήσεων ήταν αναμενόμενες, ενώ όλες οι συστημικές τράπεζες προέβησαν σε ενέργειες αύξησης κεφαλαίου, σύμφωνα με τον αρχικό σχεδιασμό.
Πιστεύουμε, επίσης, ότι οι τράπεζες διαθέτουν ευελιξία, σε περίπτωση υψηλότερων των αναμενομένων πιέσεων στα κεφάλαιά τους, ενώ είναι σημαντικό να τονιστεί ότι απεδείχθησαν ανθεκτικές στο τελευταίο stress test της ΕΚΤ το 2021, αποδεικνύοντας ικανότητα απορρόφησης καθοδικών κραδασμών και κινδύνων.
Αυτό που πρέπει να δούμε είναι εάν είναι σε θέση ή αν θελήσουν να αντλήσουν κεφάλαια, π.χ. ΑΤ1 και Τ2 (σ.σ. τους δύο δηλαδή από τους τρεις τύπους κεφαλαίων που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι τράπεζες για να ικανοποιήσουν τις κανονιστικές διατάξεις κεφαλαιακών απαιτήσεων), από τις αγορές χρέους.
Αν μη τι άλλο, τα ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν την ικανότητα να καλύψουν τις ελάχιστες κεφαλαιακές ρυθμιστικές απαιτήσεις με αυτά τα μέσα, αν και το τρέχον χρηματοοικονομικό περιβάλλον έχει σαφώς αυξήσει το κόστος χρηματοδότησής τους, γεγονός το οποίο καθιστά την έκδοση τίτλων χρέους λιγότερο ελκυστική ως λύση.

Ερώτηση:
Εάν δει κανείς τη δομή κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών, διαπιστώνει ότι τα κέρδη αποτελούν μια μείξη οργανικής κερδοφορίας και εκτάκτων εσόδων.

Τι πρέπει να αλλάξει ώστε οι ξένες τράπεζες να αρχίσουν να βλέπουν θετικότερα τις ελληνικές τράπεζες; Είναι οι στόχοι των τρεχόντων business plans εφικτοί;

Απάντηση:
Για τους λόγους τους οποίους προανάφερα, η Fitch αναμένει η κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών θα βελτιωθεί το 2022…
Ο κλάδος βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη των φιλόδοξων οικονομικών στόχων του έως το 2023-2024, αν και υπάρχουν ορισμένοι κίνδυνοι:

  • Πρώτον, οι τράπεζες θα πρέπει να δώσουν έμφαση σε τομείς που δημιουργούν έσοδα, όπως η διαχείριση περιουσιακών στοιχείων ή το bancassurance, κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
  • Δεύτερον, η πιστωτική επέκταση και η εισροή ή μη νέων «κόκκινων» δανείων θα εξαρτηθούν από την ανθεκτικότητα της οικονομικής ανάκαμψης στην Ελλάδα, αλλά και από την αποτελεσματική εκταμίευση των κεφαλαίων του RRF.
  • Και, τρίτον, οι τράπεζες θα πρέπει να συνεχίσουν να παρουσιάζουν κέρδη, παρά τις πληθωριστικές πιέσεις.

Όσον αφορά την ερώτησή σας για τα έκτακτα, πιστεύουμε ότι τα κέρδη των τραπεζών εξομαλύνθηκαν το 2022 και θα συνεχίσουν να εξομαλύνονται τα επόμενα χρόνια.
Η εξυγίανση των περιουσιακών στοιχείων μείωσε τη συνεισφορά των «κόκκινων» δανείων στα καθαρά έσοδα από τόκους και οι σχετικές επιβαρύνσεις είναι πλέον σημαντικά χαμηλότερες, καθώς οι μεγάλες τιτλοποιήσεις NPEs ανήκουν στο παρελθόν.
Πιστεύουμε ότι ένα άλλο στοιχείο εξομάλυνσης θα είναι η υψηλότερη ζήτηση για δάνεια από ιδιώτες, η οποία ήταν υποτονική τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις.
Το 2022, θα υπάρξουν ακόμη ορισμένα έκτακτα που θα σχετίζονται με πωλήσεις επιχειρήσεων και μικρές ζημίες από τιτλοποιήσεις οι οποίες εκκρεμούν.
Τα κέρδη από τιτλοποίησεις και τα κόστη αναδιάρθρωσης ενδέχεται να παραμείνουν σημαντικά αυξημένα τα επόμενα χρόνια - αν και, γενικά, η συμβολή όλων αυτών των έκτακτων στοιχείων θα μειωθεί σημαντικά.
Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι οι τράπεζες αυξάνουν την έκθεσή τους σε κρατικά ομόλογα λόγω των υψηλότερων επιτοκιακών αποδόσεων, γεγονός που θα αποτελέσει ένα επιπλέον στοιχείο στήριξης των καθαρών εσόδων από τόκους, πέρα από το απόθεμα των εξυπηρετούμενων δανείων.

Ερώτηση:
Οι ελληνικές τράπεζες στο μέλλον θα βρεθούν στο «μικροσκόπιο» ξένων επενδυτών για placements, δηλαδή για διάθεση μετοχών.

Γιατί πιστεύετε πως αξίζει ένας ξένος να επενδύσει στις ελληνικές τράπεζες και όχι σε ιταλικές ή γαλλικές ή άλλες τράπεζες;

Απάντηση:
Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να δώσω απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα, δεδομένου ότι οι οίκοι αξιολόγησης δεν προσφέρουν επενδυτικές συμβουλές.
Μπορώ όμως να υπογραμμίσω το γεγονός πως η όρεξη των επενδυτών για τις ελληνικές τράπεζες είναι, σε γενικές γραμμές, «ανθεκτική», παρά τη μεταβλητότητα και τις αβεβαιότητες που επικρατούν.
Οι τράπεζες κατάφεραν να εκδώσουν κεφάλαια και χρεόγραφα junior και senior κατά την περίοδο 2020-2021 ενώ εκτελούσαν συναλλαγές NPE.
Η τρέχουσα αστάθεια στις αγορές αναβάλλει την έκδοση νέου χρέους, ενώ πιστεύουμε ότι ορισμένες τράπεζες θα προχωρήσουν σε εκδόσεις μόλις ολοκληρωθούν τα σχέδια για την εξυγίανση του ενεργητικού και των κεφαλαίων τους, ώστε να επωφεληθούν από χαμηλότερα spreads μετά τη βελτίωση του πιστωτικού προφίλ τους.
Πρόσφατα, η Eurobank απέκτησε πρόσβαση στην αγορά εκδίδοντας ομόλογα 500 εκατ. ευρώ, αν και με υψηλότερο επιτόκιο και σχετικά μικρή διάρκεια.
1486889-Pau-Labro-Vila_Fitch-Ratings_930.jpg
www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης