γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
(upd2)Πολύ δύσκολα θα αποφύγει για πρώτη φορά μετά το 2001 την υποβάθμιση το ελληνικό χρηματιστήριο εξαιτίας της δυσάρεστης κατάστασης στην οποία πορεύεται για 5ο συνεχή χρόνο η ελληνική οικονομία.
Το "καμπανάκι" για τον τελευταίο γύρο χτύπησε την περασμένη Πέμπτη ο αμερικανικός οίκος Ftse.
Οι δηλώσεις του κ. Sebastian Lieblich, επικεφαλής της διαχείρισης δεικτών της Morgan Stanley Capital International σύμφωνα με τις οποίες ο δείκτης MSCI Greece, που περιλαμβάνει μόνο δύο εταιρείες, "δεν ευθυγραμμίζεται πλέον με τις απαιτήσεις για το μέγεθος των ανεπτυγμένων αγορών και ενδέχεται ο MSCI να σταματήσει τον υπολογισμό του δείκτη MSCI Greece εάν συνεχίσουν να υποχωρούν οι αποτιμήσεις", επανέφερε τον κίνδυνο της υποβάθμισης της ελληνικής αγοράς.
Μάλιστα, το βράδυ της ίδιας μέρας υποχρεώθηκε να εκδώσει διευκρινιστική ανακοίνωση και ο οίκος Ftse -που θα αξιολογήσει το Χ.Α. τον ερχόμενο Σεπτέμβριο-, υπογραμμίζοντας ότι από δω και στο εξής θα εξετάζει ξεχωριστά την πιθανή έξοδο μιας χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ και την πολιτική που θα ακολουθήσει ως προς τη συμμετοχή των μετοχών του τοπικού χρηματιστηρίου στις διαφορετικές κατηγορίες διεθνών δεικτών που ο οίκος Ftse υπολογίζει δύο φορές τον χρόνο. Ο δείκτης MSCI Greece έχει υποχωρήσει 93% τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης. Σε ό,τι αφορά τις δύο εταιρείες που τον απαρτίζουν, η Coca-Cola 3E έχει χάσει 29% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ ο ΟΠΑΠ έχει υποχωρήσει κατά 79%. Oι δείκτες MSCI που έχει δημιουργήσει για κάθε ανεπτυγμένη αγορά η Morgan Stanley, παρακολουθούν τις μετοχές με τη μεγαλύτερη ελεύθερη εμπορευσιμότητα
(free-float) και αποτελεί βασικό εργαλείο για πολλούς ξένους διαχειριστές, καθώς βάσει αυτών των δεικτών χαράσσουν την επενδυτική τους στρατηγική. Αυτή τη χρονική στιγμή, η κατάρρευση της ελληνικής αγοράς είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη δημοσιονομική κρίση στη χώρα μας. Εκείνο που υποστηρίζουν οι αναλυτές είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα ξένα χαρτοφυλάκια αντιμετωπίζουν το Χ.Α. ως μία αγορά που δεν θα έπρεπε να παραμένει στις ώριμες αγορές παρά το γεγονός ότι πληροί τα 21 κριτήρια του οίκου Ftse. Η εικόνα της Ελλάδας πλήττει την αξιοπιστία και του Χρηματιστηρίου Αθηνών, που θα πρέπει να αντιμετωπίσει την ετυμηγορία της εξάμηνης αξιολόγησης του οίκου Ftse τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, που για πρώτη φορά μετά το 2001 αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της υποβάθμισης από την κατηγορία της <<ώριμης αγοράς>> στις <<προηγμένα αναπτυσσόμενες>>.
Η αναβάθμιση που ακολούθησε μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ προκάλεσε αυτομάτως εισροές κεφαλαίων από χαρτοφυλάκια που δραστηριοποιούνται στις ώριμες κεφαλαιαγορές. Αντίστοιχα, εκείνη την περίοδο αποχώρησαν τα χαρτοφυλάκια που επένδυαν σε αναδυόμενες αγορές.
Οι εισροές κεφαλαίων εκείνης της περιόδου πραγματοποιήθηκαν κυρίως από τα <<παθητικά>> χαρτοφυλάκια, δηλαδή τα χαρτοφυλάκια που ακολουθούν πιστά τους δείκτες (στην περίπτωσή μας τον MSCI Greece), επενδύοντας στις μετοχές που τους διαμορφώνουν και ανάλογα με το βάρος τους σε αυτούς. Υπολογίστηκε ότι περίπου 1,5 δισ. ευρώ εισέρρευσε στην εγχώρια κεφαλαιαγορά εκείνη την περίοδο λόγω της αναβάθμισης, μέγεθος πολύ χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά υπολογίσιμο για την ελληνική πραγματικότητα, με τον ημερήσιο όγκο συναλλαγών να κυμαίνεται τότε στα 100 με 150 εκατ. ευρώ.
Aνέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Οι δηλώσεις του κ. Sebastian Lieblich, επικεφαλής της διαχείρισης δεικτών της Morgan Stanley Capital International σύμφωνα με τις οποίες ο δείκτης MSCI Greece, που περιλαμβάνει μόνο δύο εταιρείες, "δεν ευθυγραμμίζεται πλέον με τις απαιτήσεις για το μέγεθος των ανεπτυγμένων αγορών και ενδέχεται ο MSCI να σταματήσει τον υπολογισμό του δείκτη MSCI Greece εάν συνεχίσουν να υποχωρούν οι αποτιμήσεις", επανέφερε τον κίνδυνο της υποβάθμισης της ελληνικής αγοράς.
Μάλιστα, το βράδυ της ίδιας μέρας υποχρεώθηκε να εκδώσει διευκρινιστική ανακοίνωση και ο οίκος Ftse -που θα αξιολογήσει το Χ.Α. τον ερχόμενο Σεπτέμβριο-, υπογραμμίζοντας ότι από δω και στο εξής θα εξετάζει ξεχωριστά την πιθανή έξοδο μιας χώρας από τη Ζώνη του Ευρώ και την πολιτική που θα ακολουθήσει ως προς τη συμμετοχή των μετοχών του τοπικού χρηματιστηρίου στις διαφορετικές κατηγορίες διεθνών δεικτών που ο οίκος Ftse υπολογίζει δύο φορές τον χρόνο. Ο δείκτης MSCI Greece έχει υποχωρήσει 93% τα τελευταία πέντε χρόνια λόγω της οικονομικής κρίσης. Σε ό,τι αφορά τις δύο εταιρείες που τον απαρτίζουν, η Coca-Cola 3E έχει χάσει 29% τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ενώ ο ΟΠΑΠ έχει υποχωρήσει κατά 79%. Oι δείκτες MSCI που έχει δημιουργήσει για κάθε ανεπτυγμένη αγορά η Morgan Stanley, παρακολουθούν τις μετοχές με τη μεγαλύτερη ελεύθερη εμπορευσιμότητα
(free-float) και αποτελεί βασικό εργαλείο για πολλούς ξένους διαχειριστές, καθώς βάσει αυτών των δεικτών χαράσσουν την επενδυτική τους στρατηγική. Αυτή τη χρονική στιγμή, η κατάρρευση της ελληνικής αγοράς είναι απόλυτα συνδεδεμένη με τη δημοσιονομική κρίση στη χώρα μας. Εκείνο που υποστηρίζουν οι αναλυτές είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις τα ξένα χαρτοφυλάκια αντιμετωπίζουν το Χ.Α. ως μία αγορά που δεν θα έπρεπε να παραμένει στις ώριμες αγορές παρά το γεγονός ότι πληροί τα 21 κριτήρια του οίκου Ftse. Η εικόνα της Ελλάδας πλήττει την αξιοπιστία και του Χρηματιστηρίου Αθηνών, που θα πρέπει να αντιμετωπίσει την ετυμηγορία της εξάμηνης αξιολόγησης του οίκου Ftse τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, που για πρώτη φορά μετά το 2001 αντιμετωπίζει τον κίνδυνο της υποβάθμισης από την κατηγορία της <<ώριμης αγοράς>> στις <<προηγμένα αναπτυσσόμενες>>.
Η αναβάθμιση που ακολούθησε μετά την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ προκάλεσε αυτομάτως εισροές κεφαλαίων από χαρτοφυλάκια που δραστηριοποιούνται στις ώριμες κεφαλαιαγορές. Αντίστοιχα, εκείνη την περίοδο αποχώρησαν τα χαρτοφυλάκια που επένδυαν σε αναδυόμενες αγορές.
Οι εισροές κεφαλαίων εκείνης της περιόδου πραγματοποιήθηκαν κυρίως από τα <<παθητικά>> χαρτοφυλάκια, δηλαδή τα χαρτοφυλάκια που ακολουθούν πιστά τους δείκτες (στην περίπτωσή μας τον MSCI Greece), επενδύοντας στις μετοχές που τους διαμορφώνουν και ανάλογα με το βάρος τους σε αυτούς. Υπολογίστηκε ότι περίπου 1,5 δισ. ευρώ εισέρρευσε στην εγχώρια κεφαλαιαγορά εκείνη την περίοδο λόγω της αναβάθμισης, μέγεθος πολύ χαμηλό για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, αλλά υπολογίσιμο για την ελληνική πραγματικότητα, με τον ημερήσιο όγκο συναλλαγών να κυμαίνεται τότε στα 100 με 150 εκατ. ευρώ.
Aνέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών