Οι επιλογές για τους μεγάλους επενδυτές παραμένουν ίδιες από το 2012
Το επαπειλούμενο κλείσιμο της οικονομίας λόγω της πανδημίας ή ο διογκούμενος πληθωρισμός δεν αρκούν ως αιτίες καθώς τα ίδια ισχύουν σε όλες τις ευρωπαϊκές αγορές.
Η αγορά κινείται, αντίθετα από τις εισροές κεφαλαίων ακολουθώντας ένα μονότονο μοτίβο:
Όταν αυξάνονται οι πιέσεις στο εξωτερικό οι ρευστοποιήσεις είναι υψηλότερες στην Αθήνα - όπως προχθές με τζίρο 79 εκατ. ευρώ - ενώ στις ηπιότερες συνεδριάσεις, ο τζίρος μετά βίας ξεπερνά τα 50 εκατ. ευρώ.
Αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι, ορισμένες μετοχές εταιρειών που εμφανίζουν εταιρικές εξελίξεις ή είναι υποτιμημένες σε σχέση με τα θεμελιώδη συνήθως είναι ανοδικές στις κακές συνεδριάσεις, με άλλα λόγια απορροφάται ανοδικά η προσφορά, είτε από ενδιαφερόμενους, είτε από τους βασικούς μετόχους.
Αξιόλογη, επίσης, η καθημερινή αγορά ιδίων μετοχών από μια σειρά εισηγμένων, μια ένδειξη ότι αρκετοί βασικοί μέτοχοι θεωρούν χαμηλές τις τρέχουσες τιμές.
Την ίδια περίοδο, από τις πρόσφατες εκδόσεις ομολόγων (Elvalhalcor) συνάγεται ότι, ενώ υπάρχει ρευστότητα σε εγχώριους επενδυτές, οι τελευταίοι αποφεύγουν να αναλάβουν ρίσκο ακόμα και στις εταιρείες που προσφέρουν μερισματικές αποδόσεις άνω του 5%.
Εν ολίγοις, η εικόνα της χρηματιστηριακής αγοράς δεν είναι εκείνη που απέχει δυο βαθμίδες από την επενδυτική βαθμίδα (investment grade).
Η τελευταία, σύμφωνα με το τμήμα οικονομικής ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς, έχει προεξοφληθεί στα ελληνικά ομόλογα από τις αγορές CDS (ασφάλιστρα κινδύνου), και οι οίκοι αξιολόγησης θα ακολουθήσουν.
Σε επίπεδο μετοχικών αγορών, πάντως, οι πρώτες επαφές που έχουν πραγματοποιηθεί με επενδυτές ανεπτυγμενων αγορών ήταν απογοητευτικές.
Σύμφωνα με στέλεχος ελληνικής επενδυτικής τράπεζας “οι ξένοι επενδυτές ανεπτυγμένων αγορών δεν είναι ακόμα εξοικειωμένοι με την Ελλάδα ύστερα από την δεκαετή κρίση και δεν γνωρίζουν βασικά στοιχεία για την Ελλάδα.
Συνεπώς, θα χρειαστεί μια εκπαίδευση η οποία απαιτεί χρόνο”
Η παραδοξότητα για τούς ξένους διαχειριστές από τις ΗΠΑ
Εν τω μεταξύ, τα αμερικανικά κεφάλαια που επένδυσαν στις ελληνικές συναλλαγές ( αυξήσεις κεφαλαίου, ομόλογα ) για το 2021 έχουν βρεθεί μπροστά σ’ ένα πρωτοφανές φαινόμενο.
Ο αμερικανικός Δείκτης S&P έχει σπάσει τα ρεκόρ ανόδου ( 66 φορές ) και η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά δίχως κανένα βάθος, συνεχίζει με το ίδιο μοτίβο.
Εμφανίζει χαμηλά κέρδη όταν ανεβαίνουν οι διεθνείς αγορές και υψηλότερες απώλειες όταν πιέζονται οι διεθνείς αγορές.
Όλα αυτά, όπως προαναφέρθηκε, συμβαίνουν στο τέλος μιας χρονιάς (2021) όπου σημειώθηκε το υψηλό πενταετίας με άντληση κεφαλαίων ύψους 7,3 δισ. ευρώ και με συμμετοχή των σημαντικότερων ξένων επενδυτικών οίκων τόσο στις τράπεζες, αλλά και στην πρόσφατη αύξηση μετοχικού κεφαλαίου της ΔΕΗ.
Είναι σχεδόν βέβαιο, η εικόνα της αγοράς θα ήταν απείρως χειρότερη εάν δεν είχαν προσελκυσθεί ξένα κεφάλαια τα οποία κάλυψαν, κατά μέσο όρο, το 85% στις πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου.
Οι επιλογές παραμένουν ίδιες από το 2012
Το εντυπωσιακό στοιχείο, δε, όπως προαναφέρθηκε σύμφωνα με ξένους διαχειριστές κεφαλαίων στην Αθήνα δεν είναι η υποαπόδοση της ελληνικής αγοράς ( 10% ) έναντι ευρωπαϊκών αγορών ( Αυστρία 35%, Ιταλία 22%, Σουηδία 25%, Ισραήλ 26%), αλλά το γεγονός ότι, μετά την εισροή ξένων κεφαλαίων (αυξήσεις Πειραιώς, Alpha Bank, ΔΕΗ) δεν αυξήθηκαν και οι καθημερινοί τζίροι, καθώς οι συναλλαγές μετά βίας ξεπερνούν τα 60-70 εκατ. ευρώ.
Σύμφωνα με τραπεζικό στέλεχος που λόγω της θέσης του συνομιλεί καθημερινά με ξένους επενδυτές, το “μικρό” χρηματιστήριο της Αθήνας δεν προσφέρει εκείνο το βάθος που διαθέτουν άλλα χρηματιστήρια, ώστε να παρατηρείται μετατόπιση κεφαλαίων από τον έναν κλάδο στον άλλο (λ.χ τεχνολογία, μεταλλευτικές, εμπόριο).
Για ορισμένους ξένους επενδυτές στην Ελλάδα, η έλλειψη βάθους στις συναλλαγές αποτυπώνεται και στα όσα προτείνουν μονότονα οι ελληνικές χρηματιστηριακές εδώ και μια δεκαετία: Από το 2012, οι κύριες προτάσεις των χρηματιστηριακών αφορούν τις ίδιες 2-3 μετοχές του Δείκτη FTSE25, δηλαδή λ.χ ΟΤΕ-ΟΠΑΠ- ΔΕΗ.
Οι μονοθεματικές αυτές πάγιες επιλογές, η μόνιμη έλλειψη εισαγωγής εταιρειών υψηλής κεφαλαιοποίησης, αλλά και η τραπεζοκεντρική εξάρτηση του Γενικού Δείκτη οδηγούν μονότονα στην επανάληψη του ίδιου αποτελέσματος:
Ο Γενικός Δείκτης αδυνατεί να ξεφύγει από το όριο των 900 - 920 μονάδων σε μια περίοδο μάλιστα, όπου οι τραπεζικοί ισολογισμοί δεν περιλαμβάνουν τα κύρια βάρη του παρελθόντος (μη εξυπηρετούμενα δάνεια) καθώς οι μεγαλύτερες συναλλαγές έχουν πραγματοποιηθεί.
Δημήτρης Παφίλας
dpafilas@yahoo.com
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών