γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
«Ένα χρόνο μετά από μια γιγαντιαία προσπάθεια για να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στη ελληνική οικονομία, η προσπάθεια αυτή έχει αποδώσει καρπούς», δήλωσε ο Μιχάλης Μασουράκης, επικεφαλής οικονομολόγος και διευθυντής της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank και μέλος της εκτελεστικής επιτροπής του ΙΟΒΕ, μιλώντας στο επενδυτικό Φόρουμ "Η ανάπτυξη που θέλουμε".
Όπως πρόσθεσε ο κ. Μασουράκης, «είχαμε από τον Δεκέμβριο αποκατάσταση της χρηματοδότησης της τρόικας και πλέον είμαστε σε καλύτερο σημείο. Όλα αυτά όμως δεν σημαίνουν ότι η ανάκαμψη θα έρθει αύριο διότι η ανάκαμψη απαιτεί σταθερότητα κι η σταθερότητα παραμένει ζητούμενο. Λέγεται από πολλές πλευρές ότι πρέπει να αποκατασταθεί η ρευστότητα για να έχουμε ανάκαμψη. Εγώ θα έλεγα ότι η σειρά είναι διαφορετική: αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη, δεν θα υπάρξει ρευστότητα στην αγορά και άρα δεν θα έχουμε ανάκαμψη. Η ρευστότητα δηλαδή δεν είναι προαπαιτούμενο της ανάκαμψης, αλλά θα την ακολουθήσει. Επομένως προέχει η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης κι αυτή θα φέρει ζήτηση για δάνεια και επενδύσεις».
Τοποθετούμενος στη συνέχεια στο καυτό θέμα της ανάγκης των πιεσμένων από τη συντριπτική ύφεση ελληνικών επιχειρήσεων για ανακύκλωση των δανείων τους και απαντώντας στις οξείες καταγγελίες των μη τραπεζικών μελών του πάνελ αλλά του κοινού σχετικά με τη στρόφιγγα του τραπεζικού δανεισμού που παραμένει κλειστή, ο κ. Μασουράκης διαβεβαίωσε ότι οι τράπεζες είναι στο πλευρό των επιχειρήσεων κι ότι έχουν κάνει χιλιάδες ρυθμίσεις σε δάνεια. Έσπευσε όμως να προσθέσει ότι με δεδομένες τις προβλέψεις για παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε ύφεση στο εγγύς μέλλον αλλά και την περιορισμένη ακόμη επιστροφή καταθέσεων, είναι υποχρεωμένες να αποδίδουν τη δέουσα προσοχή στις επισφάλειες προκειμένου να μην βρεθούν ξανά με μεγάλες τρύπες και χρειαστούν ξανά τη βοήθεια του Ευρωσυστήματος. «Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι τράπεζες δεν είναι μόνο για να δίνουν δάνεια, έχουν και υποχρεώσεις απέναντι στους καταθέτες τους. Δεν μπορούμε να δίνουμε δάνεια αν δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα τα πάρουμε πίσω. Για να προστατέψουμε τις καταθέσεις πρέπει να διαχειριστούμε τον πιστωτικό κίνδυνο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Υπάρχει, κατά συνέπεια, ένα όριο στο τι μπορεί να κάνει κάθε τράπεζα και πρέπει κάθε φορά να λαμβάνει υπόψη της τη συγκυρία. Παλαιότερα που είχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ρευστότητα οι τράπεζες έδιναν εύκολα δάνεια. Σήμερα όμως που τα δάνεια σε καθυστέρηση έχουν φτάσει τα 60 δις, οι τράπεζες οφείλουν να είναι πιο συγκρατημένες», κατέληξε ο κ Μασουράκης.
Μονοκρούσος (Eurobank): Να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις
Ο κ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής ανάλυσης χρηματοοικονομικών αγορών της Eurobank, παρουσίασε την πορεία του προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας, τους καρπούς και τις υστερήσεις του καθώς και τις σημαντικότερες προκλήσεις για το μέλλον. Η εφαρμογή του προγράμματος, σημείωσε, έχει αποδώσει μέχρι στιγμής μια σημαντική βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης απέναντι στην Ελλάδα η οποία αντανακλάται στη μεγάλη συμπίεση των σπρεντ του εθνικού χρέους που από τα ιστορικά υψηλά των 3.000 μονάδων βάσης στα τέλη του 2011 κινούνται σήμερα στη ζώνη των 1000 μονάδων βάσης, στην άνοδο του Χρηματιστηρίου, στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από CCC σε Β- στην πρόσφατη άνοδο του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης της Ελλάδας σε υψηλά 3 ετών καθώς και στην συνεχιζόμενη επιστροφή καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που μετά τη βύθισή τους στα 150,6 δις ευρώ τον Ιούνιο του 2012, εμφανίζονται εκ νέου αυξημένες στα 164.1 δις ευρώ.
Οι στόχοι του προγράμματος που έχουν επιτευχθεί ή επί των οποίων έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος αφορούν, κατά τον κ. Μονοκρούσο: Α. Το μέτωπο της οικονομικής βιωσιμότητας της χώρας: αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το 2012 η Ελλάδα πέτυχε το υψηλότερο κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα στην «ΕΕ των 17» και κρίνοντας από την παρελθούσα εμπειρία, μπορεί να πετύχει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 4,5% ως το 2016. Β. Την αντιμετώπιση του προβλήματος των χρηματορροών της κυβέρνησης: η επίτευξη των στόχων του προγράμματος περιορίζει την ανάγκη για χρηματοδότηση από τις αγορές και το χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 9.7 δις ευρώ για στο διάστημα 2013-2016 και των 10.6 δις ευρώ για το διάστημα 2017-2020 εκτιμάται ότι μπορεί να καλυφθεί εύκολα με διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία. Γ. Τη μεγάλη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους χάρη στη μεγάλη μείωση των επιτοκίων που πληρώνει η χώρα για τα διακρατικά της δάνεια (1.8%, το χαμηλότερο από τα δάνεια των κρατών που εφαρμόζουν ευρωπαϊκά προγράμματα) και το ομολογιακό της χρέος (μέσο επιτόκιο 3%) με αποτέλεσμα το χρέος να είναι πολύ πιο διαχειρίσιμο από ότι στο παρελθόν. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επίσης ότι η χώρα έχει τη δέσμευση των εταίρων της στην Ευρωζώνη ότι από τη στιγμή που θα πιάσει τους στόχους του προγράμματος, εκείνοι θα της προσφέρουν περαιτέρω ανακούφιση του χρέους, πιθανώς με μειώσεις επιτοκίων των διακρατικών της δανείων και των δανείων του EFSF.
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στον εξωτερικό τομέα, ο κ. Μονοκρούσος στάθηκε στον εντυπωσιακό περιορισμό του εξωτερικού ελλείμματος από 15% το 2008 σε 3% το 2012, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών και της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και είπε ότι η Ελλάδα μπορεί βάσιμα να αναμένει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από το 2013-4, γεγονός που θα διευκολύνει την περαιτέρω βελτίωση της δυναμικής του εξωτερικού χρέους. Επιπλέον τούτου, δήλωσε, εκτιμάται ότι ως τα τέλη του 2013 θα έχουν πλήρως εξαλειφθεί οι συσσωρευμένες ζημιές στη μείωση της ανταγωνιστικότητας του εργατικού κόστους με αποτέλεσμα την περαιτέρω στήριξη της ανάπτυξης των εξαγωγών στα επόμενα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το μέτωπο των μισθών και των τιμών, συνέχισε ο επικεφαλής ανάλυσης της Eurobank, αφενός η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και αφετέρου η μεγάλη εγχώρια ύφεση έχουν οδηγήσει σε ταχεία προσαρμογή των μισθών, ωστόσο η μείωση του μισθών δεν έχει επηρεάσει ακόμη τον δείκτη τιμών καταναλωτή στον επιθυμητό βαθμό.
Ωστόσο ο δρόμος προς την αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, συνέχισε ο κ. Μονοκρούσος, ενέχει σοβαρούς κινδύνους και προκλήσεις. Μεταξύ αυτών πρέπει να προσεχθούν: Α. Το μέγεθος και η διάρκεια της ελληνικής ύφεσης που είναι μεγαλύτερα από κάθε άλλου υφεσιακού επεισοδίου στην πρόσφατη ιστορία. Β. Η μεγάλη αύξηση της ανεργίας κοντά στο 24.3% και της ανεργίας των νέων άνω του 50% που απειλούν σοβαρά την κοινωνική συνοχή και καθιστούν επείγουσα ανάγκη την ενίσχυση ενός δικτύου ασφαλείας του κοινωνικού κράτους και τη θέσπιση μέτρων ανακούφισης για τους μακροχρόνια άνεργους. Γ. Η καταστροφή φυσικού και ανθρώπου κεφαλαίου και η παρατεταμένη αποεπένδυση που ενδέχεται να οδηγήσουν σε καθίζηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, ακόμη και μετά τον τερματισμό της ύφεσης. Δ. Οι εγχώριοι πολιτικοί κίνδυνοι που αυξάνονται όπως διαφάνηκε με την ιστορία της ΕΡΤ.
«Τι ακόμη πρέπει να γίνει για να στηρίξουμε την εγχώρια οικονομία και να διευκολύνουμε τη μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη;», αναρωτήθηκε ο κ. Μονοκρούσος και κατέληξε προτείνοντας: Πρώτον, να επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και τις ιδιωτικοποιήσεις για να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια της οικονομίας και να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις καθώς σήμερα οι ΑΞΕ βρίσκονται πολύ χαμηλά, μόλις στο 0.8% του ΑΕΠ. Δεύτερον, να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος της φοροδιαφυγής. Τρίτον, να επιταχύνουμε τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και να προωθήσουμε τη χρήση των δημοσίων επενδύσεων σαν μοχλού οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, να αντιμετωπίσουμε το υψηλό χρηματοδοτικό κόστος των τραπεζικού συστήματος.
Λεκκός (Πειραιώς): Απαραίτητη η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού που εμφανίστηκε έντονα προβληματισμένο τόσο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας όσο και για την παραμονή του χρέους στα παρόντα πολύ υψηλά και, ουσιαστικά, μη βιώσιμα επίπεδα, ο κ. Ηλίας Λεκκός, διευθυντής της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς, αναφέρθηκε με λίγα λόγια στα επίμαχα αυτά ζητήματα. «Όλοι οι κλάδοι παρουσιάζουν συνεχή επιδείνωση των μεγεθών τους», αναγνώρισε ο κ Λεκκός, «κι αυτό είναι φυσικό από τη στιγμή που η Ελλάδα στην πενταετία 2009-2013 έχασε το 25% του ΑΕΠ της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αποκλίσεις. Οι πιο αμυντικοί κλάδοι που συνδέονται με επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, με την ενέργεια, με τη διαχείριση απορριμμάτων, έχουν μικρότερες ζημιές. Αντίθετα, όλοι οι κλάδοι που σχετίζονται με την καταναλωτική δαπάνη, λόγω του μεγάλου μεγέθους της ύφεσης, έχουν επηρεαστεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό». Σε ό,τι αφορά το φλέγον θέμα μείωσης του χρέους του επίσημου τομέα – δηλαδή του διακρατικού χρέους προς τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, το οποίο έθεσε προ ημερών ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ Σάλλας – ο κ. Λεκκός απάντησε ότι αν και δεν γνωρίζει αν είναι ώριμη η στιγμή για να ζητηθεί από την Ευρώπη η μείωση του χρέους εδώ και τώρα κι αν οι Ευρωπαίοι έχουν εκτιμήσει τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων, θεωρεί ωστόσο ότι η αναδιάρθρωση είναι απολύτως απαραίτητη – πόσο μάλλον, όπως χαρακτηριστικά είπε, στο βαθμό «που η ύφεση κινήθηκε ήδη με -8% στο πρώτο τρίμηνο του 2013, γεγονός που καθιστά ήδη το χρέος μη βιώσιμο». Πρέπει όμως, κατέληξε ο αναλυτής της Πειραιώς, να ξεχωρίσουμε το ζήτημα της μείωσης του χρέους του επίσημου τομέα από την εφαρμογή του προγράμματος. Το χρέος πρέπει να μειωθεί και επείγει να μειωθεί αλλά η εφαρμογή του προγράμματος πρέπει να συνεχιστεί και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία να ενταθεί.
www.bankingnews.gr
Τοποθετούμενος στη συνέχεια στο καυτό θέμα της ανάγκης των πιεσμένων από τη συντριπτική ύφεση ελληνικών επιχειρήσεων για ανακύκλωση των δανείων τους και απαντώντας στις οξείες καταγγελίες των μη τραπεζικών μελών του πάνελ αλλά του κοινού σχετικά με τη στρόφιγγα του τραπεζικού δανεισμού που παραμένει κλειστή, ο κ. Μασουράκης διαβεβαίωσε ότι οι τράπεζες είναι στο πλευρό των επιχειρήσεων κι ότι έχουν κάνει χιλιάδες ρυθμίσεις σε δάνεια. Έσπευσε όμως να προσθέσει ότι με δεδομένες τις προβλέψεις για παραμονή της ελληνικής οικονομίας σε ύφεση στο εγγύς μέλλον αλλά και την περιορισμένη ακόμη επιστροφή καταθέσεων, είναι υποχρεωμένες να αποδίδουν τη δέουσα προσοχή στις επισφάλειες προκειμένου να μην βρεθούν ξανά με μεγάλες τρύπες και χρειαστούν ξανά τη βοήθεια του Ευρωσυστήματος. «Δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι τράπεζες δεν είναι μόνο για να δίνουν δάνεια, έχουν και υποχρεώσεις απέναντι στους καταθέτες τους. Δεν μπορούμε να δίνουμε δάνεια αν δεν είμαστε βέβαιοι ότι θα τα πάρουμε πίσω. Για να προστατέψουμε τις καταθέσεις πρέπει να διαχειριστούμε τον πιστωτικό κίνδυνο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Υπάρχει, κατά συνέπεια, ένα όριο στο τι μπορεί να κάνει κάθε τράπεζα και πρέπει κάθε φορά να λαμβάνει υπόψη της τη συγκυρία. Παλαιότερα που είχαμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και ρευστότητα οι τράπεζες έδιναν εύκολα δάνεια. Σήμερα όμως που τα δάνεια σε καθυστέρηση έχουν φτάσει τα 60 δις, οι τράπεζες οφείλουν να είναι πιο συγκρατημένες», κατέληξε ο κ Μασουράκης.
Μονοκρούσος (Eurobank): Να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις και οι αποκρατικοποιήσεις
Ο κ. Πλάτων Μονοκρούσος, επικεφαλής ανάλυσης χρηματοοικονομικών αγορών της Eurobank, παρουσίασε την πορεία του προγράμματος προσαρμογής της Ελλάδας, τους καρπούς και τις υστερήσεις του καθώς και τις σημαντικότερες προκλήσεις για το μέλλον. Η εφαρμογή του προγράμματος, σημείωσε, έχει αποδώσει μέχρι στιγμής μια σημαντική βελτίωση της επενδυτικής εμπιστοσύνης απέναντι στην Ελλάδα η οποία αντανακλάται στη μεγάλη συμπίεση των σπρεντ του εθνικού χρέους που από τα ιστορικά υψηλά των 3.000 μονάδων βάσης στα τέλη του 2011 κινούνται σήμερα στη ζώνη των 1000 μονάδων βάσης, στην άνοδο του Χρηματιστηρίου, στην αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου από CCC σε Β- στην πρόσφατη άνοδο του δείκτη οικονομικής εμπιστοσύνης της Ελλάδας σε υψηλά 3 ετών καθώς και στην συνεχιζόμενη επιστροφή καταθέσεων στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα, που μετά τη βύθισή τους στα 150,6 δις ευρώ τον Ιούνιο του 2012, εμφανίζονται εκ νέου αυξημένες στα 164.1 δις ευρώ.
Οι στόχοι του προγράμματος που έχουν επιτευχθεί ή επί των οποίων έχει καταγραφεί σημαντική πρόοδος αφορούν, κατά τον κ. Μονοκρούσο: Α. Το μέτωπο της οικονομικής βιωσιμότητας της χώρας: αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι το 2012 η Ελλάδα πέτυχε το υψηλότερο κυκλικά προσαρμοσμένο πρωτογενές πλεόνασμα στην «ΕΕ των 17» και κρίνοντας από την παρελθούσα εμπειρία, μπορεί να πετύχει τον στόχο πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 4,5% ως το 2016. Β. Την αντιμετώπιση του προβλήματος των χρηματορροών της κυβέρνησης: η επίτευξη των στόχων του προγράμματος περιορίζει την ανάγκη για χρηματοδότηση από τις αγορές και το χρηματοδοτικό κενό της τάξης των 9.7 δις ευρώ για στο διάστημα 2013-2016 και των 10.6 δις ευρώ για το διάστημα 2017-2020 εκτιμάται ότι μπορεί να καλυφθεί εύκολα με διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία. Γ. Τη μεγάλη μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους χάρη στη μεγάλη μείωση των επιτοκίων που πληρώνει η χώρα για τα διακρατικά της δάνεια (1.8%, το χαμηλότερο από τα δάνεια των κρατών που εφαρμόζουν ευρωπαϊκά προγράμματα) και το ομολογιακό της χρέος (μέσο επιτόκιο 3%) με αποτέλεσμα το χρέος να είναι πολύ πιο διαχειρίσιμο από ότι στο παρελθόν. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε επίσης ότι η χώρα έχει τη δέσμευση των εταίρων της στην Ευρωζώνη ότι από τη στιγμή που θα πιάσει τους στόχους του προγράμματος, εκείνοι θα της προσφέρουν περαιτέρω ανακούφιση του χρέους, πιθανώς με μειώσεις επιτοκίων των διακρατικών της δανείων και των δανείων του EFSF.
Σε ό,τι αφορά τις εξελίξεις στον εξωτερικό τομέα, ο κ. Μονοκρούσος στάθηκε στον εντυπωσιακό περιορισμό του εξωτερικού ελλείμματος από 15% το 2008 σε 3% το 2012, κυρίως εξαιτίας της μεγάλης μείωσης των εισαγωγών και της μείωσης του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους και είπε ότι η Ελλάδα μπορεί βάσιμα να αναμένει πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών από το 2013-4, γεγονός που θα διευκολύνει την περαιτέρω βελτίωση της δυναμικής του εξωτερικού χρέους. Επιπλέον τούτου, δήλωσε, εκτιμάται ότι ως τα τέλη του 2013 θα έχουν πλήρως εξαλειφθεί οι συσσωρευμένες ζημιές στη μείωση της ανταγωνιστικότητας του εργατικού κόστους με αποτέλεσμα την περαιτέρω στήριξη της ανάπτυξης των εξαγωγών στα επόμενα χρόνια.
Σε ό,τι αφορά το μέτωπο των μισθών και των τιμών, συνέχισε ο επικεφαλής ανάλυσης της Eurobank, αφενός η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και αφετέρου η μεγάλη εγχώρια ύφεση έχουν οδηγήσει σε ταχεία προσαρμογή των μισθών, ωστόσο η μείωση του μισθών δεν έχει επηρεάσει ακόμη τον δείκτη τιμών καταναλωτή στον επιθυμητό βαθμό.
Ωστόσο ο δρόμος προς την αποκατάσταση της βιώσιμης ανάπτυξης, συνέχισε ο κ. Μονοκρούσος, ενέχει σοβαρούς κινδύνους και προκλήσεις. Μεταξύ αυτών πρέπει να προσεχθούν: Α. Το μέγεθος και η διάρκεια της ελληνικής ύφεσης που είναι μεγαλύτερα από κάθε άλλου υφεσιακού επεισοδίου στην πρόσφατη ιστορία. Β. Η μεγάλη αύξηση της ανεργίας κοντά στο 24.3% και της ανεργίας των νέων άνω του 50% που απειλούν σοβαρά την κοινωνική συνοχή και καθιστούν επείγουσα ανάγκη την ενίσχυση ενός δικτύου ασφαλείας του κοινωνικού κράτους και τη θέσπιση μέτρων ανακούφισης για τους μακροχρόνια άνεργους. Γ. Η καταστροφή φυσικού και ανθρώπου κεφαλαίου και η παρατεταμένη αποεπένδυση που ενδέχεται να οδηγήσουν σε καθίζηση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας, ακόμη και μετά τον τερματισμό της ύφεσης. Δ. Οι εγχώριοι πολιτικοί κίνδυνοι που αυξάνονται όπως διαφάνηκε με την ιστορία της ΕΡΤ.
«Τι ακόμη πρέπει να γίνει για να στηρίξουμε την εγχώρια οικονομία και να διευκολύνουμε τη μετάβαση στη βιώσιμη ανάπτυξη;», αναρωτήθηκε ο κ. Μονοκρούσος και κατέληξε προτείνοντας: Πρώτον, να επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων και τις ιδιωτικοποιήσεις για να ενισχύσουμε την εξωστρέφεια της οικονομίας και να προσελκύσουμε άμεσες ξένες επενδύσεις καθώς σήμερα οι ΑΞΕ βρίσκονται πολύ χαμηλά, μόλις στο 0.8% του ΑΕΠ. Δεύτερον, να αντιμετωπίσουμε το μεγάλο οικονομικό και κοινωνικό κόστος της φοροδιαφυγής. Τρίτον, να επιταχύνουμε τη μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης και να προωθήσουμε τη χρήση των δημοσίων επενδύσεων σαν μοχλού οικονομικής ανάπτυξης. Τέλος, να αντιμετωπίσουμε το υψηλό χρηματοδοτικό κόστος των τραπεζικού συστήματος.
Λεκκός (Πειραιώς): Απαραίτητη η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους
Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού που εμφανίστηκε έντονα προβληματισμένο τόσο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας όσο και για την παραμονή του χρέους στα παρόντα πολύ υψηλά και, ουσιαστικά, μη βιώσιμα επίπεδα, ο κ. Ηλίας Λεκκός, διευθυντής της Μονάδας Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας Πειραιώς, αναφέρθηκε με λίγα λόγια στα επίμαχα αυτά ζητήματα. «Όλοι οι κλάδοι παρουσιάζουν συνεχή επιδείνωση των μεγεθών τους», αναγνώρισε ο κ Λεκκός, «κι αυτό είναι φυσικό από τη στιγμή που η Ελλάδα στην πενταετία 2009-2013 έχασε το 25% του ΑΕΠ της. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αποκλίσεις. Οι πιο αμυντικοί κλάδοι που συνδέονται με επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, με την ενέργεια, με τη διαχείριση απορριμμάτων, έχουν μικρότερες ζημιές. Αντίθετα, όλοι οι κλάδοι που σχετίζονται με την καταναλωτική δαπάνη, λόγω του μεγάλου μεγέθους της ύφεσης, έχουν επηρεαστεί σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό». Σε ό,τι αφορά το φλέγον θέμα μείωσης του χρέους του επίσημου τομέα – δηλαδή του διακρατικού χρέους προς τους εταίρους της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, το οποίο έθεσε προ ημερών ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς κ Σάλλας – ο κ. Λεκκός απάντησε ότι αν και δεν γνωρίζει αν είναι ώριμη η στιγμή για να ζητηθεί από την Ευρώπη η μείωση του χρέους εδώ και τώρα κι αν οι Ευρωπαίοι έχουν εκτιμήσει τις μεγάλες θυσίες των Ελλήνων, θεωρεί ωστόσο ότι η αναδιάρθρωση είναι απολύτως απαραίτητη – πόσο μάλλον, όπως χαρακτηριστικά είπε, στο βαθμό «που η ύφεση κινήθηκε ήδη με -8% στο πρώτο τρίμηνο του 2013, γεγονός που καθιστά ήδη το χρέος μη βιώσιμο». Πρέπει όμως, κατέληξε ο αναλυτής της Πειραιώς, να ξεχωρίσουμε το ζήτημα της μείωσης του χρέους του επίσημου τομέα από την εφαρμογή του προγράμματος. Το χρέος πρέπει να μειωθεί και επείγει να μειωθεί αλλά η εφαρμογή του προγράμματος πρέπει να συνεχιστεί και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην ελληνική οικονομία να ενταθεί.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών