γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
(upd)Τις 10 βασικές αδυναμίες του δημοσιονομικού συστήματος της Ελλάδας, που δεν κατάφερε να τιθασεύσει το έλλειμμα και να μειώσει το χρέος, αναλύει ο Βασίλης Ράπανος, πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας.
Μιλώντας στην ημερίδα του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων με θέμα την «Πολιτική Οικονομία της Ευρωζώνης», εντοπίζει τους λόγους που οδήγησαν στην σημερινή κατάσταση την Ελλάδα, οι οποίοι συνοψίζονται στους εξής:
1. Έλλειψη διαφάνειας στον κρατικό προϋπολογισμό και απουσία μηχανισμών ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων.
2. Απουσία μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, αφού ο προϋπολογισμός συντάσσεται σε ετήσια βάση και μόνο. Αν και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιβάλλει την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση τουλάχιστον τριετών σχεδίων εσόδων και δαπανών, αυτά τα στοιχεία ήταν ενδεικτικά και μόνο και ουδέποτε τηρήθηκαν.
3. Ο προϋπολογισμός δεν συντάσσεται με βάση προγράμματα, αλλά με βάση ανάγκες υπουργείων και φορέων και με βάση τις δαπάνες της προηγούμενης δημοσιονομικής χρήσης.
4. Ο προϋπολογισμός συντάσσεται με βάση προτάσεις εκ των κάτω προς τα άνω και όχι αντίστροφα, όπως γίνεται πλέον σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
5. Η απουσία προγραμμάτων οδηγεί και στο να μην υπάρχουν ουσιαστικοί έλεγχοι για τις δαπάνες, αλλά μόνο έλεγχοι για νομιμότητα και χωρίς έλεγχο για σκοπιμότητα ή αποτελεσματικότητα των δαπανών.
6. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει αριθμητικούς κανόνες ούτε για τα έσοδα ούτε για τις δαπάνες, πέρα από εκείνους του ΣΣΑ.
7. Τα πληροφοριακά συστήματα παρακολούθησης εκτέλεσης των δαπανών είναι ακόμη πρωτόγονα.
8. Ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι πολύ περιορισμένος και πέρα από την ψήφιση του προϋπολογισμού δεν ασκεί κανένα ουσιαστικό ρόλο στην εκτέλεση του.
9. Η φορολογική διοίκηση λειτουργεί με πρότυπα οργάνωσης που είναι ξεπερασμένα και η φοροδιαφυγή είναι ενδημικό φαινόμενο.
10. Οι προϋπολογισμοί εκτός κεντρικής κυβέρνησης ελάχιστα πληρούν τις σύγχρονες απαιτήσεις λογιστικών προτύπων.
Σύμφωνα με τον κ. Ράπανο, μετά την κρίση, έχουν ληφθεί μια σειρά από μέτρα που βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά οι θεσμικές αδυναμίες και τα θεσμικά κενά συνεχίζουν να είναι σημαντικά. Ένα πρώτο σημαντικό βήμα είναι η δημιουργία ανεξάρτητης στατιστικής υπηρεσίας. Επίσης εισάγεται η αρχή σύνταξης του ετήσιου προϋπολογισμού δαπανών εκ των άνω προς τα κάτω και ορίζονται ανώτατα όρια για όλα τα επίπεδα της Γενικής Κυβέρνησης. Ο νόμος προβλέπει ακόμη ότι όλοι οι φορείς του κράτους, η τοπική αυτοδιοίκηση και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να υποβάλλουν ετήσιους προϋπολογισμούς και σε μηνιαία βάση να κοινοποιούν στο Γενικό Λογιστήριο στοιχεία για τα έσοδα, τις δαπάνες τους και τις υποχρεώσεις τους. Το Γενικό Λογιστήριο έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τη Βουλή για τα έσοδα και τις δαπάνες του Προϋπολογισμού σε μηνιαία, τριμηνιαία και εξαμηνιαία βάση. Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού θα παρακολουθείται συστηματικά και με πλήρη διαφάνεια.
Οι αλλαγές του νέου νόμου είναι πράγματι φιλόδοξες και η υλοποίηση τους θα βελτιώσει σημαντικά τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και τη λογοδοσία της κυβέρνησης, των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φορέων του Δημοσίου. Μια πιο προσεκτική εξέταση όμως δείχνει ότι ο νόμος θα μπορούσε να εισαγάγει και αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες π.χ. για δαπάνες, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς για τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίοι κανόνες, με βάση και τη διεθνή εμπειρία, μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην δημοσιονομική πειθαρχία των αρχών. Επίσης, το τριετές πλαίσιο προϋπολογισμού υποβάλλεται στη Βουλή τον Απρίλιο και ψηφίζεται το Μάιο κάθε έτους και αν οι μακροοικονομικές προβλέψεις πάνω στις οποίες στηρίζεται αλλάξουν, τότε το Σεπτέμβριο αναθεωρείται και το τριετές πρόγραμμα. Μήπως θα ήταν προσφορότερο το τριετές πρόγραμμα να υποβάλλεται στη Βουλή μαζί με τον προϋπολογισμό και να αποτελεί και το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο που πρέπει να υποβληθεί με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Στο νόμο δεν γίνεται επίσης αναφορά για δημιουργία μηχανισμών και υπηρεσιών που θα αξιολογούν τις δαπάνες και για το κατά πόσο αποδίδουν τα αναμενόμενα. Η πείρα έχει δείξει ότι η εξέταση μόνο της νομιμότητας των δαπανών δεν αρκεί για την αποτελεσματική άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Φορολογία
Σύμφωνα με τον κ. Ράπανο, η πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, η αναποτελεσματικότητα του τρόπου φορολογικών ελέγχων, η ξεπερασμένη οργάνωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και απουσία ενός ορθολογικού μηχανισμού κινήτρων και κυρώσεων, έχουν ως συνέπεια η φοροδιαφυγή στη χώρα μας να έχει πάρει ενδημικό χαρακτήρα. Δυστυχώς μέχρι τώρα όλες οι κυβερνήσεις ψηφίζουν σχεδόν κάθε χρόνο και ένα φορολογικό νόμο, αλλά ελάχιστοι νόμοι έχουν ασχοληθεί με τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση της φορολογικής διοίκησης. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όσο καλή και να είναι μια νομοθεσία, αυτή δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει ικανή και αξιόπιστη φορολογική διοίκηση να την εφαρμόσει. Γι’ αυτό και τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα ή είναι υπό ψήφιση και αφορούν τους φορολογικούς ελέγχους, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και την αναδιάρθρωση των εφοριών είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ίσως για να περιοριστεί η επίδραση των κομμάτων στη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης να είναι χρήσιμο να διοριστεί γενικός γραμματέας ή μόνιμος υφυπουργός που θα έχει την ευθύνη λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός ή περισσότερων νόμων. Εκείνο που απαιτείται είναι να σχεδιαστεί από την αρχή η λειτουργία της σε σύγχρονη βάση, με την αξιοποίηση της σημαντικής διεθνούς εμπειρίας που πλέον υπάρχει και να γίνει θέμα διακομματικής συναίνεσης. Η αξιόπιστη λειτουργία και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κόσμου ότι η εφορία επιτελεί το ρόλο της σωστά και αμερόληπτα θα αποτελέσει ίσως και την αρχή για να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Σχετικά με τα αίτια για την κρίση χρέους στις χώρες της Ευρωζώνης, όπως είπε ο πρόεδρος της ΕΤΕ, το λάθος έγκειται στο ότι αυτή δεν προήλθε από τις ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών, με εξαίρεση ίσως την Ελλάδα, αλλά από το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα ελλείμματα και το χρέος τους, αφενός για να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα, λόγω της κρίσης που προήλθε από τον χρηματοοικονομικό τομέα και αφετέρου για να διασώσουν τράπεζες τους, οι οποίες είχαν τεράστια ανοίγματα σε δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα.
Αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία θα διαπιστώσει ότι το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μειώθηκε την περίοδο 1999 - 2007 από 72% στο 67% του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο, το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε από το 52% στο 70% του ΑΕΠ και το χρέος των χρηματοοικονομικών οργανισμών αυξήθηκε από 200% σε πάνω από 250% του ΑΕΠ. Ας μην ξεχνάμε ότι χώρες που τώρα υποφέρουν από κρίση χρέους, όπως π.χ. η Ιρλανδία και η Ισπανία σε μικρότερο βαθμό, έπαιρνα άριστα για τη δημοσιονομική τους διαχείριση πριν από την κρίση.
Σε ό,τι αφορά τη δημοκρατική αρχή κανένας φόρος χωρίς αντιπροσώπευση, θα πρέπει να τονιστεί ότι η επιβολή κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα όργανο μη εκλεγμένο και το οποίο έχει περιορισμένη μόνο λογοδοσία δεν φαίνεται να συνάδει με τις αρχές της δημοκρατικής διακυβέρνησης όπως την ξέρουμε. Στην ΟΝΕ, η δημοσιονομική πολιτική, φορολογία και δαπάνες, είναι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών μελών και οι οποίες είναι υπόλογες στο εκλογικό τους σώμα. Από την άλλη πλευρά όταν θέλουμε να προχωρήσει η Ευρώπη σε μια κάποια μορφή ομοσπονδοποίησης, τότε και η παραχώρηση αρμοδιοτήτων σε κάποιο άλλο όργανο είναι αναγκαία. Το όργανο όμως αυτό θα πρέπει να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο και να μην είναι απλά και μόνο ένα όργανο τεχνοκρατών, χωρίς πολιτικό έλεγχο. Μένει να δούμε ποιο πλαίσιο θα διαμορφωθεί, ποιο όργανο θα διαχειρίζεται αυτά τα θέματα και πώς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μια Νομισματική Ένωση το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα ελλειμμάτων και χρέους του ιδιωτικού τομέα. Σε μια ολοκληρωμένη νομισματική ένωση τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο χρέος μιας χώρας μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες-μέλη. Γι’ αυτό και η επικέντρωση και μόνο στο δημόσιο χρέος δεν αρκεί για να αποφευχθούν οι δημοσιονομικές κρίσεις. Ο έλεγχος του ιδιωτικού χρέους είναι επίσης σημαντικός παράγοντας και δεν πρέπει να αγνοείται.
Συμπεράσματα
Η δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη έχει θέσει πάλι επί τάπητος το θέμα του πλαισίου άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής σε μια νομισματική ένωση. Οι αδυναμίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ανεδείχθησαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο και πάλι και η πρόκληση σήμερα είναι το πώς θα μπορέσουν οι χώρες της Ευρωζώνης να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ενιαίου νομίσματος και τη σταθερότητά του. Με τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί για συζήτηση δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει εύκολα η Ευρωζώνη να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων είναι δομημένο στην παλιά λογική του ΣΣΑ με πιο αυστηρές κυρώσεις και με τη γενικότερη οικονομική πολιτική να μην έχει δυνατότητες διακριτικών παρεμβάσεων για αντικυκλική πολιτική. Είναι αλήθεια ότι αν θέλουμε μια Ευρωζώνη με περισσότερο ομοσπονδιακό χαρακτήρα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και μεγαλύτερη εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα, τα οποία όμως θα πρέπει να έχουν και δημοκρατική νομιμοποίηση.
Για τη χώρα μας που έχει τεράστιο δημόσιο χρέος και έχει μπει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης οι επιλογές είναι περιορισμένες. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αποκατασταθεί εμπιστοσύνη στην οικονομία και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Για να γίνουν όμως αυτά θα πρέπει να διασφαλίσουμε τη σταθερή πορεία για μείωση του δημόσιου χρέους και τη δημιουργία σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξει ριζικά το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η δημοσιονομική μας πολιτική. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν μπορεί να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές αν δεν έχουν τη στήριξη του πολιτικού συστήματος της χώρας και της κοινής γνώμης.
Χαρδούβελης (Εurobank): Μεγάλοι, αλλά ελέγξιμοι οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Η νέα αρχιτεκτονική που επεξεργάζεται η Ευρωζώνη, μέσω της επιβολής μακροπρόθεσμης πειθαρχίας, θα ωφελήσει την Ελλάδα, τόνισε από την πλευρά του, μιλώντας στην ίδια εκδήλωση, ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, Οικονομικός Σύμβουλος της Eurobank και Καθηγητής του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Κατά τον κ. Χαρδούβελη, η Ελλάδα χάνει μια δεκαετία ανάπτυξης λόγω της δικής της κρίσης και βρίσκεται στο ξεκίνημα αναδιάρθρωσης της οικονομίας καθώς και αλλαγής κουλτούρας. Οι κίνδυνοι για τη χώρα είναι μεγάλοι αλλά ελέγξιμοι, ενώ η κατανομή του εισοδήματος θα αποτελέσει σημείο αιχμής τα επόμενα χρόνια.
Όπως τονίζει ο ίδιος, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης αντιλαμβάνονται ότι η διάλυσή της δεν αποτελεί επιλογή: τεράστια κόστη για το εξωτερικό εμπόριο, τη χρηματοδότηση, την πολιτική προοπτική και την ευημερία ολόκληρης της ηπείρου. Συνεπώς, η Ευρωζώνη επεξεργάζεται ένα συνολικό σχέδιο οριστικής επίλυσης του προβλήματος: Ενδυνάμωση της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς και ενδυνάμωση της διαδικασίας ενοποίησης με την εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών στα πεδία της δημοσιονομικής πολικής και των πολιτικών επαύξησης της ανταγωνιστικότητας, ως απαραίτητων συμπληρωμάτων της κοινής νομισματικής πολιτικής.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2011, συνεχίζει ο κ. Χαρδούβελης, η κρίση εξακολουθεί να επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι προβλέψεις της Τρόικας για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που γίνονται θετικοί από το 2012 και ύστερα, δεν καθησυχάζουν εύκολα τις αγορές. Και αυτό διότι μια απλή αριθμητική με βάση τις προβλέψεις του θετικού σεναρίου της Τρόικας για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό, τα περιθώρια επιτοκίων με τα αντίστοιχα γερμανικά, αλλά και τα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% του ΑΕΠ, δείχνει το χρέος να πιάνει το 158% του ΑΕΠ το 2012 και 2013, προτού αρχίσει να μειώνεται σταδιακά ώστε να φτάσει περίπου στο 131% το 2020. Η ισχυρή αμφισβήτηση από τις αγορές αλλά και η οικονομική πραγματικότητα οδηγούν στην ανάγκη πώλησης κρατικής περιουσίας.
Το μεγάλο ερώτημα, σύμφωνα με τον οικονομικό σύμβουλο της Eurobank είναι: Πώς θα έρθει η ανάπτυξη όταν το κράτος μειώνεται από το ήμισυ της οικονομίας στο ένα τρίτο;
Η απάντηση περιέχει πολλαπλούς παράγοντες:
- Απελευθέρωση πόρων για παραγωγικές δραστηριότητες (εξαγωγές, επενδύσεις),
- Μετατόπιση παραγωγής προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών,
- Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιφέρει:
- Πιο ευέλικτες αγορές προϊόντων και παραγωγικών συντελεστών
- Βελτίωση της ποιότητας των θεσμών (μείωση γραφειοκρατίας, διαφθοράς, αλληλοεπικαλύψεων αρμοδιοτήτων και βραδυπορίας στη λήψη αποφάσεων, κατάργηση πληθώρας άχρηστων ή αντιπαραγωγικών οργανισμών, μείωση σπατάλης)
- Βελτίωση της ποιότητας ζωής (αειφόρος ανάπτυξη, σύγχρονες δομές κράτους, εμπέδωση νέας κουλτούρας υπευθυνότητας και διαγενεακής αλληλεγγύης)
Όπως προσθέτει ο κ. Χαρδούβελης, στις παραπάνω προβλέψεις υπάρχουν σημαντικά ρίσκα, με κυριότερο το πώς θα απεγκλωβιστεί από την ύφεση σύντομα η ελληνική οικονομία. Απαιτείται αύξηση εξαγωγών, σταθεροποίηση οικονομικού κλίματος, φραγμός στην πτώση επενδύσεων, επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης. Δεύτερο ρίσκο αποτελεί η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Απαιτείται συνέχιση στήριξης από την ΕΚΤ (δάνεια € 95 δις), άνοιγμα της διατραπεζικής αγοράς, ενίσχυση Αγροτικής Τράπεζας. Τρίτο ρίσκο είναι αν θα αυξήσουν το δυνητικό προϊόν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι Ζόνζηλος (2010 και Buis & Duval (2011) εκτιμούν αύξηση ΑΕΠ 17%. Τέταρτο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει να μειωθεί το υπέρογκο το ύψος του ονομαστικού χρέους με άλλους τρόπους. Η συζήτηση για άντληση €50 δις από αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ξεκίνησε. Το EFSF ίσως αγοράσει μικρό τμήμα του χρέους σε τιμές αγοράς. Η επιμήκυνση δεν είναι αδιανόητη, αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν λύνει το πρόβλημα. Τέλος ένα πέμπτο μεγάλο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει η χώρα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% για πολύ καιρό. Η μεγαλύτερη αυστηρότητα στην Ευρωζώνη που σήμερα συζητείται θα βοηθήσει σ’ αυτόν τον τομέα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό της προσπάθειας προσαρμογής είναι η συμπίεση της μεσαίας τάξης. Η κατανομή του εισοδήματος στη χώρα είναι πιθανόν να επιδεινωθεί τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης: συγκράτηση πραγματικού κόστους εργασίας, ανεργία, αύξηση αποδόσεων επί των κεφαλαίων για την προσέλκυση επενδύσεων, μείωση κατανάλωσης για αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων. Εφόσον όμως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, η ευημερία των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων θα αυξηθεί, έστω κι αν ταυτόχρονα αυξάνεται η απόστασή τους από τις ανώτερες για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι αναπόφευκτο να σημειωθούν ανακατατάξεις στη διάρθρωση των κοινωνικών τάξεων: θα χάσουν έδαφος οι δραστηριότητες οι οποίες συναρτώνται με την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς και τον δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, δημόσια έργα) και θα ανέλθουν όσες αφορούν εξωστρεφείς δραστηριότητες. Και πάλι όμως οι επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος θα πρέπει να συγκριθούν με την περίπτωση έξωσης από την Ευρωζώνη: μείωση του μακροχρόνιου δυνητικού προϊόντος της οικονομίας, αδυναμία πληρωμής ικανοποιητικών μισθών και συντάξεων από το δημόσιο, απώλεια αγοραστικής δύναμης από τις υποτιμήσεις και τον πληθωρισμό, μεγαλύτερες επιπτώσεις για τους φτωχότερους πολίτες.
«Η νέα αρχιτεκτονική στοχεύει στην καλύτερη συνοχή της Ευρωζώνης και στο να γίνουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πιο ανταγωνιστικές έναντι τρίτων χωρών (δεν αποτελεί παίγνιο μηδενικού αποτελέσματος). Η νέα αρχιτεκτονική δεν επιβάλλει περαιτέρω περιορισμούς στη χώρα μας επειδή η Ελλάδα αναγκάζεται από τη δική της κρίση να λύσει τα διαθρωτικά της προβλήματα και να γίνει πιο ανταγωνιστική. Η πειθαρχία που επιβάλουν οι δανειστές στην Ελλάδα είναι πιο αυστηρή από τους νέους κανόνες στην Ευρωζώνη. Συνεπώς η Ελλάδα πρέπει να πει ΝΑΙ στις αλλαγές που επιχειρούνται. Οι πιο αυστηρές δομές της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρωζώνη επιβάλλουν μακροπρόθεσμη πειθαρχία ακόμα και μετά από μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα πιθανόν να έχει απεγκλωβιστεί από τους δανειστές της. Συνεπώς η νέα αρχιτεκτονική συνεπάγεται ότι μετά τη σημερινή στροφή στην οικονομική πολιτική, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή» καταλήγει.
www.bankingnews.gr
1. Έλλειψη διαφάνειας στον κρατικό προϋπολογισμό και απουσία μηχανισμών ελέγχου της ακρίβειας των στοιχείων.
2. Απουσία μεσοπρόθεσμου σχεδιασμού, αφού ο προϋπολογισμός συντάσσεται σε ετήσια βάση και μόνο. Αν και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης επιβάλλει την υποβολή στην Ευρωπαϊκή Ένωση τουλάχιστον τριετών σχεδίων εσόδων και δαπανών, αυτά τα στοιχεία ήταν ενδεικτικά και μόνο και ουδέποτε τηρήθηκαν.
3. Ο προϋπολογισμός δεν συντάσσεται με βάση προγράμματα, αλλά με βάση ανάγκες υπουργείων και φορέων και με βάση τις δαπάνες της προηγούμενης δημοσιονομικής χρήσης.
4. Ο προϋπολογισμός συντάσσεται με βάση προτάσεις εκ των κάτω προς τα άνω και όχι αντίστροφα, όπως γίνεται πλέον σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες.
5. Η απουσία προγραμμάτων οδηγεί και στο να μην υπάρχουν ουσιαστικοί έλεγχοι για τις δαπάνες, αλλά μόνο έλεγχοι για νομιμότητα και χωρίς έλεγχο για σκοπιμότητα ή αποτελεσματικότητα των δαπανών.
6. Η Ελλάδα είναι από τις ελάχιστες χώρες που δεν έχει αριθμητικούς κανόνες ούτε για τα έσοδα ούτε για τις δαπάνες, πέρα από εκείνους του ΣΣΑ.
7. Τα πληροφοριακά συστήματα παρακολούθησης εκτέλεσης των δαπανών είναι ακόμη πρωτόγονα.
8. Ο ρόλος του Κοινοβουλίου είναι πολύ περιορισμένος και πέρα από την ψήφιση του προϋπολογισμού δεν ασκεί κανένα ουσιαστικό ρόλο στην εκτέλεση του.
9. Η φορολογική διοίκηση λειτουργεί με πρότυπα οργάνωσης που είναι ξεπερασμένα και η φοροδιαφυγή είναι ενδημικό φαινόμενο.
10. Οι προϋπολογισμοί εκτός κεντρικής κυβέρνησης ελάχιστα πληρούν τις σύγχρονες απαιτήσεις λογιστικών προτύπων.
Σύμφωνα με τον κ. Ράπανο, μετά την κρίση, έχουν ληφθεί μια σειρά από μέτρα που βελτιώνουν την κατάσταση, αλλά οι θεσμικές αδυναμίες και τα θεσμικά κενά συνεχίζουν να είναι σημαντικά. Ένα πρώτο σημαντικό βήμα είναι η δημιουργία ανεξάρτητης στατιστικής υπηρεσίας. Επίσης εισάγεται η αρχή σύνταξης του ετήσιου προϋπολογισμού δαπανών εκ των άνω προς τα κάτω και ορίζονται ανώτατα όρια για όλα τα επίπεδα της Γενικής Κυβέρνησης. Ο νόμος προβλέπει ακόμη ότι όλοι οι φορείς του κράτους, η τοπική αυτοδιοίκηση και οι οργανισμοί κοινωνικής ασφάλισης πρέπει να υποβάλλουν ετήσιους προϋπολογισμούς και σε μηνιαία βάση να κοινοποιούν στο Γενικό Λογιστήριο στοιχεία για τα έσοδα, τις δαπάνες τους και τις υποχρεώσεις τους. Το Γενικό Λογιστήριο έχει την υποχρέωση να ενημερώνει τη Βουλή για τα έσοδα και τις δαπάνες του Προϋπολογισμού σε μηνιαία, τριμηνιαία και εξαμηνιαία βάση. Με τον τρόπο αυτό εκτιμάται ότι η εκτέλεση του προϋπολογισμού θα παρακολουθείται συστηματικά και με πλήρη διαφάνεια.
Οι αλλαγές του νέου νόμου είναι πράγματι φιλόδοξες και η υλοποίηση τους θα βελτιώσει σημαντικά τη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και τη λογοδοσία της κυβέρνησης, των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης και των φορέων του Δημοσίου. Μια πιο προσεκτική εξέταση όμως δείχνει ότι ο νόμος θα μπορούσε να εισαγάγει και αριθμητικούς δημοσιονομικούς κανόνες π.χ. για δαπάνες, ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς για τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίοι κανόνες, με βάση και τη διεθνή εμπειρία, μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο στην δημοσιονομική πειθαρχία των αρχών. Επίσης, το τριετές πλαίσιο προϋπολογισμού υποβάλλεται στη Βουλή τον Απρίλιο και ψηφίζεται το Μάιο κάθε έτους και αν οι μακροοικονομικές προβλέψεις πάνω στις οποίες στηρίζεται αλλάξουν, τότε το Σεπτέμβριο αναθεωρείται και το τριετές πρόγραμμα. Μήπως θα ήταν προσφορότερο το τριετές πρόγραμμα να υποβάλλεται στη Βουλή μαζί με τον προϋπολογισμό και να αποτελεί και το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο που πρέπει να υποβληθεί με το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση; Στο νόμο δεν γίνεται επίσης αναφορά για δημιουργία μηχανισμών και υπηρεσιών που θα αξιολογούν τις δαπάνες και για το κατά πόσο αποδίδουν τα αναμενόμενα. Η πείρα έχει δείξει ότι η εξέταση μόνο της νομιμότητας των δαπανών δεν αρκεί για την αποτελεσματική άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής.
Φορολογία
Σύμφωνα με τον κ. Ράπανο, η πολυπλοκότητα της φορολογικής νομοθεσίας στην Ελλάδα, η αναποτελεσματικότητα του τρόπου φορολογικών ελέγχων, η ξεπερασμένη οργάνωση του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και απουσία ενός ορθολογικού μηχανισμού κινήτρων και κυρώσεων, έχουν ως συνέπεια η φοροδιαφυγή στη χώρα μας να έχει πάρει ενδημικό χαρακτήρα. Δυστυχώς μέχρι τώρα όλες οι κυβερνήσεις ψηφίζουν σχεδόν κάθε χρόνο και ένα φορολογικό νόμο, αλλά ελάχιστοι νόμοι έχουν ασχοληθεί με τον εκσυγχρονισμό και την αναδιάρθρωση της φορολογικής διοίκησης. Η διεθνής εμπειρία έχει δείξει ότι όσο καλή και να είναι μια νομοθεσία, αυτή δεν μπορεί να αποδώσει αν δεν υπάρχει ικανή και αξιόπιστη φορολογική διοίκηση να την εφαρμόσει. Γι’ αυτό και τα μέτρα που ελήφθησαν πρόσφατα ή είναι υπό ψήφιση και αφορούν τους φορολογικούς ελέγχους, την ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης και την αναδιάρθρωση των εφοριών είναι στη σωστή κατεύθυνση. Ίσως για να περιοριστεί η επίδραση των κομμάτων στη λειτουργία της φορολογικής διοίκησης να είναι χρήσιμο να διοριστεί γενικός γραμματέας ή μόνιμος υφυπουργός που θα έχει την ευθύνη λειτουργίας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού.
Η μεταρρύθμιση της φορολογικής διοίκησης δεν μπορεί να είναι υπόθεση ενός ή περισσότερων νόμων. Εκείνο που απαιτείται είναι να σχεδιαστεί από την αρχή η λειτουργία της σε σύγχρονη βάση, με την αξιοποίηση της σημαντικής διεθνούς εμπειρίας που πλέον υπάρχει και να γίνει θέμα διακομματικής συναίνεσης. Η αξιόπιστη λειτουργία και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης του κόσμου ότι η εφορία επιτελεί το ρόλο της σωστά και αμερόληπτα θα αποτελέσει ίσως και την αρχή για να περιοριστεί το φαινόμενο της φοροδιαφυγής.
Σχετικά με τα αίτια για την κρίση χρέους στις χώρες της Ευρωζώνης, όπως είπε ο πρόεδρος της ΕΤΕ, το λάθος έγκειται στο ότι αυτή δεν προήλθε από τις ανεύθυνες δημοσιονομικές πολιτικές των κρατών, με εξαίρεση ίσως την Ελλάδα, αλλά από το γεγονός ότι οι περισσότερες χώρες αναγκάστηκαν να αυξήσουν τα ελλείμματα και το χρέος τους, αφενός για να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα, λόγω της κρίσης που προήλθε από τον χρηματοοικονομικό τομέα και αφετέρου για να διασώσουν τράπεζες τους, οι οποίες είχαν τεράστια ανοίγματα σε δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα.
Αν εξετάσει κανείς τα στοιχεία θα διαπιστώσει ότι το δημόσιο χρέος στην Ευρωζώνη μειώθηκε την περίοδο 1999 - 2007 από 72% στο 67% του ΑΕΠ. Την ίδια περίοδο, το χρέος του ιδιωτικού τομέα αυξήθηκε σημαντικά. Πιο συγκεκριμένα, το χρέος των νοικοκυριών αυξήθηκε από το 52% στο 70% του ΑΕΠ και το χρέος των χρηματοοικονομικών οργανισμών αυξήθηκε από 200% σε πάνω από 250% του ΑΕΠ. Ας μην ξεχνάμε ότι χώρες που τώρα υποφέρουν από κρίση χρέους, όπως π.χ. η Ιρλανδία και η Ισπανία σε μικρότερο βαθμό, έπαιρνα άριστα για τη δημοσιονομική τους διαχείριση πριν από την κρίση.
Σε ό,τι αφορά τη δημοκρατική αρχή κανένας φόρος χωρίς αντιπροσώπευση, θα πρέπει να τονιστεί ότι η επιβολή κυρώσεων από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ένα όργανο μη εκλεγμένο και το οποίο έχει περιορισμένη μόνο λογοδοσία δεν φαίνεται να συνάδει με τις αρχές της δημοκρατικής διακυβέρνησης όπως την ξέρουμε. Στην ΟΝΕ, η δημοσιονομική πολιτική, φορολογία και δαπάνες, είναι αποφάσεις που λαμβάνονται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις των κρατών μελών και οι οποίες είναι υπόλογες στο εκλογικό τους σώμα. Από την άλλη πλευρά όταν θέλουμε να προχωρήσει η Ευρώπη σε μια κάποια μορφή ομοσπονδοποίησης, τότε και η παραχώρηση αρμοδιοτήτων σε κάποιο άλλο όργανο είναι αναγκαία. Το όργανο όμως αυτό θα πρέπει να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένο και να μην είναι απλά και μόνο ένα όργανο τεχνοκρατών, χωρίς πολιτικό έλεγχο. Μένει να δούμε ποιο πλαίσιο θα διαμορφωθεί, ποιο όργανο θα διαχειρίζεται αυτά τα θέματα και πώς.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σε μια Νομισματική Ένωση το δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος είναι θέματα κοινού ενδιαφέροντος. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα ελλειμμάτων και χρέους του ιδιωτικού τομέα. Σε μια ολοκληρωμένη νομισματική ένωση τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο χρέος μιας χώρας μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις σε άλλες χώρες-μέλη. Γι’ αυτό και η επικέντρωση και μόνο στο δημόσιο χρέος δεν αρκεί για να αποφευχθούν οι δημοσιονομικές κρίσεις. Ο έλεγχος του ιδιωτικού χρέους είναι επίσης σημαντικός παράγοντας και δεν πρέπει να αγνοείται.
Συμπεράσματα
Η δημοσιονομική κρίση στην Ευρωζώνη έχει θέσει πάλι επί τάπητος το θέμα του πλαισίου άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής σε μια νομισματική ένωση. Οι αδυναμίες του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης ανεδείχθησαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο και πάλι και η πρόκληση σήμερα είναι το πώς θα μπορέσουν οι χώρες της Ευρωζώνης να διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα του ενιαίου νομίσματος και τη σταθερότητά του. Με τις προτάσεις που έχουν υποβληθεί για συζήτηση δεν είναι βέβαιο ότι θα μπορέσει εύκολα η Ευρωζώνη να ξεπεράσει τα προβλήματά της. Το νέο πλαίσιο δημοσιονομικών κανόνων είναι δομημένο στην παλιά λογική του ΣΣΑ με πιο αυστηρές κυρώσεις και με τη γενικότερη οικονομική πολιτική να μην έχει δυνατότητες διακριτικών παρεμβάσεων για αντικυκλική πολιτική. Είναι αλήθεια ότι αν θέλουμε μια Ευρωζώνη με περισσότερο ομοσπονδιακό χαρακτήρα, τότε θα πρέπει να δεχτούμε και μεγαλύτερη εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα, τα οποία όμως θα πρέπει να έχουν και δημοκρατική νομιμοποίηση.
Για τη χώρα μας που έχει τεράστιο δημόσιο χρέος και έχει μπει σε περίοδο οικονομικής ύφεσης οι επιλογές είναι περιορισμένες. Η εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών είναι αναγκαία προϋπόθεση για να αποκατασταθεί εμπιστοσύνη στην οικονομία και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για διατηρήσιμη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Για να γίνουν όμως αυτά θα πρέπει να διασφαλίσουμε τη σταθερή πορεία για μείωση του δημόσιου χρέους και τη δημιουργία σημαντικών πρωτογενών πλεονασμάτων στον προϋπολογισμό. Αυτό δεν μπορεί να γίνει αν δεν αλλάξει ριζικά το θεσμικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ασκείται η δημοσιονομική μας πολιτική. Οι αλλαγές αυτές όμως δεν μπορεί να είναι βιώσιμες και αποτελεσματικές αν δεν έχουν τη στήριξη του πολιτικού συστήματος της χώρας και της κοινής γνώμης.
Χαρδούβελης (Εurobank): Μεγάλοι, αλλά ελέγξιμοι οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Η νέα αρχιτεκτονική που επεξεργάζεται η Ευρωζώνη, μέσω της επιβολής μακροπρόθεσμης πειθαρχίας, θα ωφελήσει την Ελλάδα, τόνισε από την πλευρά του, μιλώντας στην ίδια εκδήλωση, ο κ. Γκίκας Χαρδούβελης, Οικονομικός Σύμβουλος της Eurobank και Καθηγητής του Τμήματος Χρηματοοικονομικής και Τραπεζικής Διοικητικής του Πανεπιστημίου Πειραιώς.
Κατά τον κ. Χαρδούβελη, η Ελλάδα χάνει μια δεκαετία ανάπτυξης λόγω της δικής της κρίσης και βρίσκεται στο ξεκίνημα αναδιάρθρωσης της οικονομίας καθώς και αλλαγής κουλτούρας. Οι κίνδυνοι για τη χώρα είναι μεγάλοι αλλά ελέγξιμοι, ενώ η κατανομή του εισοδήματος θα αποτελέσει σημείο αιχμής τα επόμενα χρόνια.
Όπως τονίζει ο ίδιος, όλες οι χώρες της Ευρωζώνης αντιλαμβάνονται ότι η διάλυσή της δεν αποτελεί επιλογή: τεράστια κόστη για το εξωτερικό εμπόριο, τη χρηματοδότηση, την πολιτική προοπτική και την ευημερία ολόκληρης της ηπείρου. Συνεπώς, η Ευρωζώνη επεξεργάζεται ένα συνολικό σχέδιο οριστικής επίλυσης του προβλήματος: Ενδυνάμωση της εποπτείας του χρηματοοικονομικού τομέα, καθώς και ενδυνάμωση της διαδικασίας ενοποίησης με την εναρμόνιση των εθνικών πολιτικών στα πεδία της δημοσιονομικής πολικής και των πολιτικών επαύξησης της ανταγωνιστικότητας, ως απαραίτητων συμπληρωμάτων της κοινής νομισματικής πολιτικής.
Στο πρώτο τρίμηνο του 2011, συνεχίζει ο κ. Χαρδούβελης, η κρίση εξακολουθεί να επηρεάζει την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι προβλέψεις της Τρόικας για τους μελλοντικούς ρυθμούς ανάπτυξης, που γίνονται θετικοί από το 2012 και ύστερα, δεν καθησυχάζουν εύκολα τις αγορές. Και αυτό διότι μια απλή αριθμητική με βάση τις προβλέψεις του θετικού σεναρίου της Τρόικας για το ΑΕΠ, τον πληθωρισμό, τα περιθώρια επιτοκίων με τα αντίστοιχα γερμανικά, αλλά και τα σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% του ΑΕΠ, δείχνει το χρέος να πιάνει το 158% του ΑΕΠ το 2012 και 2013, προτού αρχίσει να μειώνεται σταδιακά ώστε να φτάσει περίπου στο 131% το 2020. Η ισχυρή αμφισβήτηση από τις αγορές αλλά και η οικονομική πραγματικότητα οδηγούν στην ανάγκη πώλησης κρατικής περιουσίας.
Το μεγάλο ερώτημα, σύμφωνα με τον οικονομικό σύμβουλο της Eurobank είναι: Πώς θα έρθει η ανάπτυξη όταν το κράτος μειώνεται από το ήμισυ της οικονομίας στο ένα τρίτο;
Η απάντηση περιέχει πολλαπλούς παράγοντες:
- Απελευθέρωση πόρων για παραγωγικές δραστηριότητες (εξαγωγές, επενδύσεις),
- Μετατόπιση παραγωγής προς τους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών,
- Η προώθηση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων επιφέρει:
- Πιο ευέλικτες αγορές προϊόντων και παραγωγικών συντελεστών
- Βελτίωση της ποιότητας των θεσμών (μείωση γραφειοκρατίας, διαφθοράς, αλληλοεπικαλύψεων αρμοδιοτήτων και βραδυπορίας στη λήψη αποφάσεων, κατάργηση πληθώρας άχρηστων ή αντιπαραγωγικών οργανισμών, μείωση σπατάλης)
- Βελτίωση της ποιότητας ζωής (αειφόρος ανάπτυξη, σύγχρονες δομές κράτους, εμπέδωση νέας κουλτούρας υπευθυνότητας και διαγενεακής αλληλεγγύης)
Όπως προσθέτει ο κ. Χαρδούβελης, στις παραπάνω προβλέψεις υπάρχουν σημαντικά ρίσκα, με κυριότερο το πώς θα απεγκλωβιστεί από την ύφεση σύντομα η ελληνική οικονομία. Απαιτείται αύξηση εξαγωγών, σταθεροποίηση οικονομικού κλίματος, φραγμός στην πτώση επενδύσεων, επίλυση της ευρωπαϊκής κρίσης. Δεύτερο ρίσκο αποτελεί η σταθερότητα του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Απαιτείται συνέχιση στήριξης από την ΕΚΤ (δάνεια € 95 δις), άνοιγμα της διατραπεζικής αγοράς, ενίσχυση Αγροτικής Τράπεζας. Τρίτο ρίσκο είναι αν θα αυξήσουν το δυνητικό προϊόν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Οι Ζόνζηλος (2010 και Buis & Duval (2011) εκτιμούν αύξηση ΑΕΠ 17%. Τέταρτο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει να μειωθεί το υπέρογκο το ύψος του ονομαστικού χρέους με άλλους τρόπους. Η συζήτηση για άντληση €50 δις από αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας ξεκίνησε. Το EFSF ίσως αγοράσει μικρό τμήμα του χρέους σε τιμές αγοράς. Η επιμήκυνση δεν είναι αδιανόητη, αλλά θα πρέπει να τονιστεί ότι δεν λύνει το πρόβλημα. Τέλος ένα πέμπτο μεγάλο ρίσκο είναι αν θα μπορέσει η χώρα να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 6% για πολύ καιρό. Η μεγαλύτερη αυστηρότητα στην Ευρωζώνη που σήμερα συζητείται θα βοηθήσει σ’ αυτόν τον τομέα.
Σύμφωνα με τον κ. Χαρδούβελη, ένα παραγνωρισμένο χαρακτηριστικό της προσπάθειας προσαρμογής είναι η συμπίεση της μεσαίας τάξης. Η κατανομή του εισοδήματος στη χώρα είναι πιθανόν να επιδεινωθεί τα πρώτα χρόνια της εφαρμογής του Προγράμματος Σταθεροποίησης: συγκράτηση πραγματικού κόστους εργασίας, ανεργία, αύξηση αποδόσεων επί των κεφαλαίων για την προσέλκυση επενδύσεων, μείωση κατανάλωσης για αποπληρωμή δανειακών υποχρεώσεων. Εφόσον όμως οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξήσουν την παραγωγικότητα της οικονομίας, η ευημερία των χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων θα αυξηθεί, έστω κι αν ταυτόχρονα αυξάνεται η απόστασή τους από τις ανώτερες για κάποιο χρονικό διάστημα. Είναι αναπόφευκτο να σημειωθούν ανακατατάξεις στη διάρθρωση των κοινωνικών τάξεων: θα χάσουν έδαφος οι δραστηριότητες οι οποίες συναρτώνται με την εξυπηρέτηση της εγχώριας αγοράς και τον δημόσιο τομέα (δημόσιες υπηρεσίες, δημόσια έργα) και θα ανέλθουν όσες αφορούν εξωστρεφείς δραστηριότητες. Και πάλι όμως οι επιπτώσεις στην κατανομή του εισοδήματος θα πρέπει να συγκριθούν με την περίπτωση έξωσης από την Ευρωζώνη: μείωση του μακροχρόνιου δυνητικού προϊόντος της οικονομίας, αδυναμία πληρωμής ικανοποιητικών μισθών και συντάξεων από το δημόσιο, απώλεια αγοραστικής δύναμης από τις υποτιμήσεις και τον πληθωρισμό, μεγαλύτερες επιπτώσεις για τους φτωχότερους πολίτες.
«Η νέα αρχιτεκτονική στοχεύει στην καλύτερη συνοχή της Ευρωζώνης και στο να γίνουν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης πιο ανταγωνιστικές έναντι τρίτων χωρών (δεν αποτελεί παίγνιο μηδενικού αποτελέσματος). Η νέα αρχιτεκτονική δεν επιβάλλει περαιτέρω περιορισμούς στη χώρα μας επειδή η Ελλάδα αναγκάζεται από τη δική της κρίση να λύσει τα διαθρωτικά της προβλήματα και να γίνει πιο ανταγωνιστική. Η πειθαρχία που επιβάλουν οι δανειστές στην Ελλάδα είναι πιο αυστηρή από τους νέους κανόνες στην Ευρωζώνη. Συνεπώς η Ελλάδα πρέπει να πει ΝΑΙ στις αλλαγές που επιχειρούνται. Οι πιο αυστηρές δομές της νέας αρχιτεκτονικής στην Ευρωζώνη επιβάλλουν μακροπρόθεσμη πειθαρχία ακόμα και μετά από μια δεκαετία, όταν η Ελλάδα πιθανόν να έχει απεγκλωβιστεί από τους δανειστές της. Συνεπώς η νέα αρχιτεκτονική συνεπάγεται ότι μετά τη σημερινή στροφή στην οικονομική πολιτική, ο δρόμος δεν έχει επιστροφή» καταλήγει.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών