γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
Haircut 37% στο ελληνικό χρέος και 27% στο ιρλανδικό προβλέπει η Credit Suisse στην τελευταία 38σέλιδη έκθεση της με τίτλο «Equities: consolidation before further advances» (μετοχές: κατοχύρωση πριν την περαιτέρω άνοδο), στην οποία και αναλύει την επενδυτική στρατηγική επί ευρωπαϊκού και αμερικανικού εδάφους, με βάση τις εξελίξεις σε μακροοικονομικό επίπεδο.
Τα κράτη μέλη της περιφέρειας της ευρωζώνης θα πρέπει να μειώσουν τα επίπεδα του χρέους τους κοντά στο 100% του ΑΕΠ, ώστε να τεθεί σε τροχιά μικρής βιωσιμότητας και να υπάρξει η απαιτούμενη αποσυμπίεση στις αγορές. Δεδομένου του ότι το χρέος της Ελλάδας θα αγγίξει το 160% του ΑΕΠ της και της Ιρλανδίας το 140% του ΑΕΠ της, τότε το πιθανό haircut που θα απαιτηθεί είναι 37% και 27% αντίστοιχα.
Μία τέτοια περίπτωση όμως έχει ήδη προεξοφληθεί από την αγορά, προσαρμόζοντας τα spreads των δύο αυτών χωρών, τα οποία πλέον βρίσκονται σε περισσότερο ρεαλιστικές τιμές. Ωστόσο, το γεγονός ότι η αγορά έχει προσαρμοστεί σ’ αυτό το σενάριο, ελλοχεύει κάποιους κινδύνους για τους πωλητές με ζημία, καθώς οι ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι πολύ πιθανό να μετατρέψουν το κλίμα προς το καλύτερο, εκτιμά η Credit Suisse.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι οι προσδοκίες μία ανακοίνωσης για ολοκληρωμένη και λεπτομερή λύση από την ΕΕ το Μάρτιο, είναι πιθανό να αλλάξει τις ισορροπίες στην αγορά ομολόγων. Αν και ακόμη η κατάσταση είναι ρευστή, μετά και τις νέες αντιρρήσεις της Γερμανίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δε θα πρέπει να απουσιάζει από τη διαμόρφωση της επενδυτικής στρατηγικής.
Ένα ακόμη ενδεχόμενο που θα πρέπει οι επενδυτές να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους είναι αυτό της επαναγοράς ομολόγων των δύο χωρών από το ειδικό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το επονομαζόμενο EFSF, σε τιμές χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας. Απομένει να δούμε τα κίνητρα της επαναγοράς.
Ερωτηματικό ακόμη παραμένει στο πρόσωπο που θα διαδεχτεί τον νυν επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Jean Trichet, μετά και από την παραίτηση από την κούρσα διαδοχής του Γερμανού Κεντρικού Τραπεζίτη, Alex Weber.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι συστημικό, θεωρεί η Credit Suisse. Και αυτό για τρεις συγκεκριμένους λόγους:
-Το εξωτερικό χρέος της ΕΕ δεν ξεπερνά το 10%, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σε ισορροπία και ο δείκτης μόχλευσης είναι σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
-Η Ισπανία είναι απίθανο να χρεοκοπήσει. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη το πιο απαισιόδοξο σενάριο, αυτό του ότι οι τράπεζες της θα χρειαστούν περί τα 250 δις. ευρώ ως ενίσχυση κεφαλαίου, τότε το χρέος της δε θα ξεπεράσει το 107% και η δημοσιονομική προσαρμογή το 2,5% του ΑΕΠ.
-Το κόστος της μη διάσωσης της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος διάσωσης. Για παράδειγμα, εάν υπολογίσουμε το άμεσο κόστος στα 0,5 τρις. δολάρια, θα δοθούν περί τα 900 δις. δολ. για ενίσχυση των τραπεζών στις περιφερειακές χώρες και 200 δις. ευρώ σε αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Το έμμεσο κόστος θα διπλασιάσει αυτό τον αριθμό, θεωρητικά, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι σε περίπτωση μη διάσωσης θα διαλυθεί η ευρωζώνη, και θα επιστρέψουν οι χώρες στα εθνικά τους νομίσματα. Τότε το γερμανικό μάρκο θεωρητικά θα υποβαλλόταν σε αγοραία ανατίμηση που θα έφτανε ακόμη και το 20% με καταστροφικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία.
Επιπλέον, αναφορικά με την αμερικανική αγορά, η Credit Suisse θεωρεί ότι μέσα στο 2011 ο δείκτης S&P 500 θα φτάσει τις 1.450 μονάδες, με μία μικρή διόρθωση που αναμένεται σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Μάλιστα εκτιμά ότι οι ανησυχίες για την εξυπηρέτηση του αμερικανικού χρέους δεν θα πρέπει να είναι μεγάλες, εκτός κι αν η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ξεπεράσει το 2%, οπότε και τίθεται θέμα βιωσιμότητας.
Τέλος, αναφορικά με την παγκόσμια οικονομία, η Credit Suisse θεωρεί ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι από την αύξηση των τιμών των τροφίμων, ακόμη μάλιστα κι αν μείνουν στα τρέχοντα επίπεδα. Οι πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να δημιουργηθούν θα είναι μεγάλες, ενώ ανισορροπίες που μπορεί να προκληθούν από ενδεχόμενη χειραγώγηση των νομισμάτων είναι μεγάλες.
www.bankingnews.gr
Μία τέτοια περίπτωση όμως έχει ήδη προεξοφληθεί από την αγορά, προσαρμόζοντας τα spreads των δύο αυτών χωρών, τα οποία πλέον βρίσκονται σε περισσότερο ρεαλιστικές τιμές. Ωστόσο, το γεγονός ότι η αγορά έχει προσαρμοστεί σ’ αυτό το σενάριο, ελλοχεύει κάποιους κινδύνους για τους πωλητές με ζημία, καθώς οι ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι πολύ πιθανό να μετατρέψουν το κλίμα προς το καλύτερο, εκτιμά η Credit Suisse.
Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι οι προσδοκίες μία ανακοίνωσης για ολοκληρωμένη και λεπτομερή λύση από την ΕΕ το Μάρτιο, είναι πιθανό να αλλάξει τις ισορροπίες στην αγορά ομολόγων. Αν και ακόμη η κατάσταση είναι ρευστή, μετά και τις νέες αντιρρήσεις της Γερμανίας, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δε θα πρέπει να απουσιάζει από τη διαμόρφωση της επενδυτικής στρατηγικής.
Ένα ακόμη ενδεχόμενο που θα πρέπει οι επενδυτές να λάβουν σοβαρά υπόψιν τους είναι αυτό της επαναγοράς ομολόγων των δύο χωρών από το ειδικό ταμείο χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, το επονομαζόμενο EFSF, σε τιμές χαμηλότερες της ονομαστικής αξίας. Απομένει να δούμε τα κίνητρα της επαναγοράς.
Ερωτηματικό ακόμη παραμένει στο πρόσωπο που θα διαδεχτεί τον νυν επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Jean Trichet, μετά και από την παραίτηση από την κούρσα διαδοχής του Γερμανού Κεντρικού Τραπεζίτη, Alex Weber.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι συστημικό, θεωρεί η Credit Suisse. Και αυτό για τρεις συγκεκριμένους λόγους:
-Το εξωτερικό χρέος της ΕΕ δεν ξεπερνά το 10%, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι σε ισορροπία και ο δείκτης μόχλευσης είναι σε διαχειρίσιμα επίπεδα.
-Η Ισπανία είναι απίθανο να χρεοκοπήσει. Ακόμη και αν λάβουμε υπόψη το πιο απαισιόδοξο σενάριο, αυτό του ότι οι τράπεζες της θα χρειαστούν περί τα 250 δις. ευρώ ως ενίσχυση κεφαλαίου, τότε το χρέος της δε θα ξεπεράσει το 107% και η δημοσιονομική προσαρμογή το 2,5% του ΑΕΠ.
-Το κόστος της μη διάσωσης της ευρωπαϊκής περιφέρειας θα είναι μεγαλύτερο από το κόστος διάσωσης. Για παράδειγμα, εάν υπολογίσουμε το άμεσο κόστος στα 0,5 τρις. δολάρια, θα δοθούν περί τα 900 δις. δολ. για ενίσχυση των τραπεζών στις περιφερειακές χώρες και 200 δις. ευρώ σε αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Το έμμεσο κόστος θα διπλασιάσει αυτό τον αριθμό, θεωρητικά, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι σε περίπτωση μη διάσωσης θα διαλυθεί η ευρωζώνη, και θα επιστρέψουν οι χώρες στα εθνικά τους νομίσματα. Τότε το γερμανικό μάρκο θεωρητικά θα υποβαλλόταν σε αγοραία ανατίμηση που θα έφτανε ακόμη και το 20% με καταστροφικές συνέπειες για τη γερμανική οικονομία.
Επιπλέον, αναφορικά με την αμερικανική αγορά, η Credit Suisse θεωρεί ότι μέσα στο 2011 ο δείκτης S&P 500 θα φτάσει τις 1.450 μονάδες, με μία μικρή διόρθωση που αναμένεται σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο. Μάλιστα εκτιμά ότι οι ανησυχίες για την εξυπηρέτηση του αμερικανικού χρέους δεν θα πρέπει να είναι μεγάλες, εκτός κι αν η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ξεπεράσει το 2%, οπότε και τίθεται θέμα βιωσιμότητας.
Τέλος, αναφορικά με την παγκόσμια οικονομία, η Credit Suisse θεωρεί ότι υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι από την αύξηση των τιμών των τροφίμων, ακόμη μάλιστα κι αν μείνουν στα τρέχοντα επίπεδα. Οι πληθωριστικές πιέσεις που μπορεί να δημιουργηθούν θα είναι μεγάλες, ενώ ανισορροπίες που μπορεί να προκληθούν από ενδεχόμενη χειραγώγηση των νομισμάτων είναι μεγάλες.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών