Τελευταία Νέα
Ελλάδα

Οι προτάσεις της ΤτΕ για την ανάπτυξη της οικονομίας - Προτεραιότητα η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους - Σε εγρήγορση οι τράπεζες καθώς οι προκλήσεις είναι πολλές

Οι προτάσεις της ΤτΕ για την ανάπτυξη της οικονομίας - Προτεραιότητα η εκ βάθρων ανασυγκρότηση του κράτους - Σε εγρήγορση οι τράπεζες καθώς οι προκλήσεις είναι πολλές
Στο 3% θα διαμοφωθεί  η ύφεση της ελληνικής οικονομίας το 2011, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδας, οι οποίες περιλαμβάνονται στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που κατάθεσε σήμερα στη Βουλή ο διοικητής Γιώργος Προβόπουλος.
Οι συστάσεις της ΤτΕ αναπτύχθηκαν σε δύο άξονες: Δημοσιονομική εξυγίανση και αναπτυξιακές παρεμβάσεις. Τα μέτρα της δημοσιονομικής εξυγίανσης, όπως πολλάκις έχει αναφέρει ο κ. Προβόπουλος θα περιλαμβάνουν μείωση της σπατάλης και πάταξη φοροδιαφυγής. Τα αναπτυξιακά μέτρα έγκεινται στην εφαρμογή Συνεκτικού Σχεδίου Δράσης για την Ανάπτυξη.
Στόχος του πρώτου άξονα είναι η σταδιακή μείωση του χρέους και η λελογισμένη εφαρμογή των κανόνων διακυβέρνησης με τη συγχώνευση ή και την κατάργηση φορέων του Δημοσίου, ενώ κύριο μέλημα είναι η προσαρμογή χωρίς την αύξηση φόρων και άλλα εισπρακτικά μέτρα. Σύμφωνα με την έκθεση οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο κράτος πρέπει να προχωρήσουν με αποφασιστικότητα και να στηριχθούν στην ευρεία συναίνεση της κοινωνίας, η οποία κατανοεί ότι το “παλαιό καθεστώς” δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο.
Η κυβέρνηση έχει ήδη δεσμευθεί να παρουσιάσει έως το Μάρτιο του 2011 ένα συνεκτικό σχέδιο δράσης με χρονοδιάγραμμα για την υλοποίηση των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για το μεσοπρόθεσμο περιορισμό του ελλείμματος. Το σχέδιο θα προσδιορίζει τα πρόσθετα δημοσιονομικά μέτρα (διαρθρωτικής φύσεως), ύψους άνω του 5% του ΑΕΠ, τα οποία θα οδηγήσουν σε μείωση του ελλείμματος της γενικής κυβέρνησης σε 2,6% του ΑΕΠ το 2014. Θα ήταν ιδιαίτερα θετικό αν τελικά επιτυγχανόταν ταχύτερη δημοσιονομική προσαρμογή τα επόμενα χρόνια και μείωση του ελλείμματος έως το  2014 μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται τώρα. Αυτό είναι εφικτό, αν το σχέδιο μείωσης του ελλείμματος επικεντρωθεί στα ακόλουθα:
• Περιορισμό των δαπανών φορέων της γενικής κυβέρνησης, με αναδιαρθρώσεις και δομικές αλλαγές όπως: αναδιάρθρωση των ζημιογόνων ΔΕΚΟ, παύση λειτουργίας μη αναγκαίων φορέων του δημόσιου τομέα και συγχώνευση άλλων, μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης με εξορθολογισμό του συστήματος αμοιβών και διαχείρισης  ανθρώπινων πόρων των φορέων της γενικής κυβέρνησης, εξέταση της δυνατότητας για περαιτέρω συγκράτηση των αμυντικών δαπανών.
• Βελτίωση της λειτουργίας και ενίσχυση των  δημοσιονομικών θεσμών με έμφαση στην ενίσχυση του ελέγχου των δαπανών, στην αύξηση της διαφάνειας και στη βελτίωση της κατάρτισης του προϋπολογισμού. Ιδιαίτερη σημασία έχει εν προκειμένω η θέσπιση αριθμητικών δημοσιονομικών κανόνων για το ύψος και το ρυθμό μεταβολής βασικών δημοσιονομικών μεγεθών.
• Επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, στην οποία μπορεί να συμβάλει η αξιόπιστη καταγραφή της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, και αύξηση των εσόδων από την αξιοποίηση της τελευταίας.
• Περιορισμό της φοροδιαφυγής, με την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που είναι εφικτή αν υπάρξει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα μηχανοργάνωσης, σε συνδυασμό με την απλοποίηση των κανόνων του φορολογικού συστήματος.
Αναφορικά με το αναπτυξιακό σχέδιο, η ΤτΕ επαναλαμβάνει παλαιότερες συστάσεις της για την δημοσιονομική προσαρμογή η οποία θα φέρει και την επιστροφή στην ανάπτυξη. Θα πρέπει επιπλέον, να αξιοποιηθούν τα κονδύλια του ΕΣΠΑ, και να ενταθούν οι δανειοδοτήσεις με εγγύηση του ελληνικού δημοσίου μέσω του ΕΤΕΑΝ.
Αντίστοιχα, η αναπτυξιακή πολιτική, για να είναι αποτελεσματική, πρέπει να επενεργεί θετικά σε όλους τους παράγοντες που συνδιαμορφώνουν αυτό το περιβάλλον. Σήμερα, οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη είναι:
• Ταχύτερος περιορισμός των δημόσιων ελλειμμάτων όχι μόνο για δημοσιονομικούς, αλλά και για αναπτυξιακούς λόγους. Καθώς τα ελλείμματα οδηγούν σε αύξηση των επιτοκίων δανεισμού και η χρηματοδότησή τους αφαιρεί από την οικονομία πόρους που θα μπορούσαν να διοχετευθούν σε παραγωγικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα η διόγκωση ενός αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα “εκτοπίζει” την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία, ο περιορισμός των δημοσιονομικών ελλειμμάτων είναι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας το πρώτο και αναγκαίο βήμα για να επανέλθουμε σε ανοδική πορεία. Η σταθεροποίηση είναι αναπτυξιακή πολιτική.
• Στοχευμένες επιλογές για την ενίσχυση της ανάπτυξης με βάση ένα δεσμευτικό, συνεκτικό Σχέδιο Δράσης για την Ανάπτυξη, όπως έχει προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος.
• Εφαρμογή σαρωτικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα ανατρέψουν παρωχημένες δομές και θα βελτιώσουν την ανταγωνιστική λειτουργία της οικονομίας. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές αφορούν την υλοποίηση μέτρων που αποσκοπούν στην ενίσχυση της ευελιξίας στην αγορά εργασίας και την αύξηση των ευκαιριών απασχόλησης, την αναβάθμιση της εκπαίδευσης, την απλοποίηση των διαδικασιών αδειοδότησης των επιχειρήσεων, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη διαμόρφωση ανταγωνιστικών συνθηκών στις αγορές, την άρση των εμποδίων για τη δημιουργία περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα. Όσο πιο γρήγορα και σωστά προωθηθούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει η ανάπτυξη.
• Ενεργητικές πολιτικές για την ενίσχυση των επενδύσεων, με την αξιοποίηση των νέων νόμων για τα κίνητρα επενδύσεων και το ΕΤΕΑΝ, ταχύτερη απορρόφηση των κοινοτικών πόρων μέσω του ΕΣΠΑ και ενθάρρυνση της αποταμίευσης με την κατάλληλη φορολογική πολιτική.
Τέλος, το 2011 θα είναι έτος μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων και οι τράπεζες επιβάλλεται να βρίσκονται σε συνεχή εγρήγορση. Ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.
Το τραπεζικό σύστημα, όπως όλοι οι τομείς της ελληνικής οικονομίας, δέχθηκε ισχυρές πιέσεις, ως απόρροια των γενικότερων οικονομικών  και δημοσιονομικών συνθηκών που διαμορφώθηκαν στη χώρα. Η κερδοφορία και η αποδοτικότητα των ελληνικών τραπεζών και ομίλων υποχώρησαν εκ νέου, η ποιότητα του χαρτοφυλακίου δανείων προς τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις επιδεινώθηκε και η ρευστότητα βασίστηκε ουσιαστικά στην άντληση κεφαλαίων από το Ευρωσύστημα. Θετική εξέλιξη αποτέλεσε βεβαίως η διατήρηση της κεφαλαιακής επάρκειας σε σχετικά υψηλό επίπεδο. Οι δυσχέρειες αυτές δεν ξεκίνησαν από λανθασμένες επιλογές των ίδιων των τραπεζών. Είναι αποτέλεσμα της μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης που προκάλεσε την υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας, η οποία συμπαρέσυρε και τις τράπεζες. Για να αρθούν συνεπώς τα προβλήματα των τραπεζών, πρέπει να εκλείψουν οι παράγοντες που τα δημιούργησαν. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την υποχρέωση των ίδιων των τραπεζών να προχωρήσουν σε συγκεκριμένα βήματα που θα αμβλύνουν τις συνέπειες της δημοσιονομικής κρίσης, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι το 2011 θα είναι έτος μεγάλων και σύνθετων προκλήσεων. Εφέτος οι τράπεζες θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την αναμενόμενη περαιτέρω επιδείνωση της ποιότητας του χαρτοφυλακίου δανείων των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, την ανάγκη για σταδιακή απεξάρτηση από το Ευρωσύστημα όσον αφορά την άντληση ρευστότητας, τον εξορθολογισμό του υποδείγματος επιχειρησιακής λειτουργίας τους και διαχείρισης του λειτουργικού τους κόστους, καθώς και τη σταδιακή προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του νέου διεθνούς ρυθμιστικού πλαισίου.
Η χρηματοδότηση προς τον εγχώριο ιδιωτικό τομέα, με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα, αναμένεται να σημειώσει μηδενικούς ή αρνητικούς ρυθμούς μεταβολής κατά το 2011. Περιοριστική επίδραση στη δυνατότητα πρόσβασης σε δανεισμό αλλά και τη διάθεση για ανάληψη χρέους από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά συνεχίζει να ασκεί η εξασθένηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των τελευταίων. Από την άλλη πλευρά, αυξητικά αναμένεται να επηρεάσει τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα η πρόσφατη παράταση του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας της οικονομίας. Το πώς τελικά θα κινηθεί ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης το τρέχον έτος θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα πρόσβασης των ελληνικών τραπεζών στις αγορές χρήματος και κεφαλαίων και από τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αποταμιευτών.

Οι προοπτικές  για το 2011

Το ΑΕΠ εκτιμάται ότι μειώθηκε ελαφρά περισσότερο από 4% το 2010 (μετά από μείωση 2,3% το 2009), ενώ όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και οι εκθέσεις αξιολόγησης προβλέπουν ότι η ύφεση θα συνεχιστεί και το 2011, με ηπιότερο ρυθμό. Όπως εκτιμάται, το ΑΕΠ αναμένεται να μειωθεί κατά 3% περίπου το 2011, χωρίς να αποκλείεται μείωση κατά τι μεγαλύτερη.
Η ύφεση πλήττει την κατανάλωση και πολύ πιο έντονα τις επενδύσεις. Η αβεβαιότητα, το αυξανόμενο φορολογικό βάρος, η πτώση της ζήτησης και οι χρηματοδοτικές στενότητες οδήγησαν τις επενδύσεις σε μείωση που μπορεί το 2010 να έχει υπερβεί το 18%. Αν μάλιστα ληφθεί υπόψη ότι και το 2009 οι επενδύσεις είχαν υποχωρήσει σημαντικά, είναι σαφές ότι έχουν πλέον περιοριστεί αισθητά οι παραγωγικές δυνατότητες -- ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης -- της οικονομίας.
Βεβαίως, ο δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης αναμένεται να αυξηθεί στο μέλλον, καθώς θα αποδίδουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και θα ενισχύεται η αξιοπιστία της χώρας -- συντελώντας, μεταξύ άλλων, στην εισροή ξένων επενδύσεων.
Η ύφεση είχε άμεσες και έντονες επιπτώσεις στην απασχόληση και την ανεργία. Η απασχόληση εκτιμάται ότι μειώθηκε κατά 2,5% περίπου το 2010, που σημαίνει απώλεια 100.000 θέσεων εργασίας. Η μείωση των θέσεων εργασίας συνετέλεσε σημαντικά και στην άνοδο του αριθμού των ανέργων. Η ανεργία εκτιμάται ότι το 2010 ξεπέρασε το 12,5% του εργατικού δυναμικού, ενώ η τάση της αναμένεται να είναι σαφώς αυξητική και το 2011.
Μείωση παρουσιάζουν και τα εισοδήματα. Οι πραγματικές μέσες αποδοχές στο σύνολο της οικονομίας εκτιμάται ότι μειώθηκαν κατά 9% το 2010 και προβλέπεται ότι θα μειωθούν σχεδόν κατά 5% το 2011, ενώ μπορεί να σταθεροποιηθούν το 2012. Η μείωση των πραγματικών εισοδημάτων το 2010 αντανακλά και την επιτάχυνση του πληθωρισμού στο 4,7%, η οποία οφειλόταν κυρίως στην αύξηση της έμμεσης φορολογίας, αλλά και στην ταχεία άνοδο της τιμής του πετρελαίου. Το 2011, ο μέσος ετήσιος ρυθμός πληθωρισμού εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά και θα διαμορφωθεί γύρω στο 2,2%, ενώ το μέσο επίπεδο του πυρήνα του πληθωρισμού προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει κάτω από το 1%.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (βάσει στοιχείων της Τράπεζας της Ελλαδος) ως ποσοστό του ΑΕΠ, μετά την αισθητή μείωσή του το 2009 λόγω της ύφεσης, εκτιμάται ότι μειώθηκε μόνο οριακά το 2010. Υπάρχουν όμως και θετικά στοιχεία, όπως η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών το δεύτερο εξάμηνο, η σημαντική υποχώρηση των εισαγωγών αγαθών και η μεγάλη αύξηση των ναυτιλιακών εισπράξεων. Η ανάκαμψη των εξαγωγών αγαθών αντανακλά κυρίως την ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης και δευτερευόντως τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους το 2010, η οποία προβλέπεται να συνεχιστεί εφέτος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει περαιτέρω το 2011.
Τέλος, η ΤτΕ επανέλαβε ότι το Πρόγραμμα απέτρεψε την κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας εξασφαλίζοντας την αναγκαία χρηματοδότηση όταν το κόστος προσφυγής στις αγορές είχε καταστεί απαγορευτικό. Παράλληλα, επέσπευσε την πραγματοποίηση σημαντικών αλλαγών που καθυστερούσαν επί δεκαετίες. Αποδεικνύεται έτσι ότι η συμφωνία στήριξης ήταν όχι μόνο σωτήρια στην παρούσα δυσμενή συγκυρία, αλλά και ισχυρή κινητήρια δύναμη για την αλλαγή παρωχημένων δομών. Σ’ αυτή την κρίσιμη περίοδο πολύ σημαντική ήταν επίσης και η συνεισφορά της ΕΚΤ, με τη χορήγηση ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες, την αγορά ομολόγων και την αποδοχή τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου ως ενεχύρου, ανεξαρτήτως πιστοληπτικής διαβάθμισης.
Όσα πραγματοποιήθηκαν στο διάστημα αυτό είναι όντως σημαντικά:
- Aποτράπηκαν εξελίξεις οι οποίες θα μπορούσαν να καταστούν ανεξέλεγκτες, δημιουργώντας εκρηκτικά προβλήματα στην οικονομία και στην κοινωνία, με πολλαπλάσιο κόστος από αυτό που καλούμαστε να καταβάλουμε σήμερα.
- H χώρα ανέκτησε μέρος της αξιοπιστίας της στο διεθνές περιβάλλον.
- ’Eγιναν τα πρώτα βήματα της μακρόχρονης και επίμονης προσπάθειας που απαιτείται για την τροχιοδρόμηση της οικονομίας  σε νέες, υγιείς βάσεις.
Η μεγάλη αυτή προσπάθεια θα έχει αναμφισβήτητα κόστος, το οποίο όμως αντανακλά το τίμημα της αδράνειας κατά το παρελθόν. Τότε, σε πολύ ευνοϊκότερες συνθήκες, οι αναγκαίες αλλαγές θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σταδιακά και με πολύ μικρότερες απώλειες. Σήμερα καλούμαστε να καταβάλουμε αυτό το τίμημα μέσα σε αντίξοες συνθήκες και σε περιορισμένο χρονικό διάστημα.

www.bankingnews.gr

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης