γράφει : Πέτρος Λεωτσάκος
H παγκόσμια οικονομική κρίση ανέδειξε στον υπερθετικό βαθμό τις δημοσιονομικές ανισορροπίες της χώρας μας, το διευρυμένο έλλειμμα και το υψηλό δημόσιο χρέος αναφέρει σε ομιλία του στο πανεπιστήμιο Πειραιώς ο Β Μπαλλής αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος της Eurobank.
Ανέδειξε όμως πάνω απ΄ όλα την πολύ χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Και ενώ οι οικονομίες των άλλων χωρών βρίσκονται σε τροχιά ανάκαμψης (παρά την ένταση της κρίσης σε χώρες όπως ΗΠΑ, Αγγλία, Ιρλανδία, Γερμανία), η Ελλάδα βιώνει με πρωτοφανή ένταση και ετεροχρονισμένα, μία κρίση που στον υπόλοιπο κόσμο έχει ήδη αρχίσει να ξεπερνιέται.
Μία ακόμη ελληνική πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι ενώ σε ισχυρές δυτικές οικονομίες τα προβλήματα προκλήθηκαν από το Τραπεζικό τους σύστημα και την μεγάλη έκθεσή τους σε προϊόντα υψηλού κινδύνου, στην περίπτωση της χώρας μας ένα καθ΄ όλα υγιές Τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει να υπονομευθεί από τις υπερβάλλουσες δημοσιονομικές ανισορροπίες της χώρας. Και όχι μόνο από αυτές.
Στην χώρα μας, ο υγιής Τραπεζικός κλάδος που αποτελεί ουσιαστικό μοχλό στήριξης της οικονομίας και πόλο έλξης ξένων κεφαλαίων, λοιδορείται και δαιμονοποιείται από τα ΜΜΕ αλλά και από μέρος του πολιτικού δυναμικού
Για την σημαντικότητα που άλλες χώρες δείχνουν στην σταθερότητα του τραπεζικού τους συστήματος και την στήριξη που παρέχουν, αρκεί να παραθέσω μία πρόταση από την ομιλία του Νομπελίστα οικονομολόγου κ. Stiglitz σε πρόσφατη εμφάνισή του στην χώρα μας: «Σαφώς η κυβέρνηση (των ΗΠΑ) έσωσε τις Τράπεζες, σώζοντας έτσι και την Οικονομία».
Το 2010, έκανε την είσοδο του πολύ δύσκολα για την χώρα μας, με τη διεθνή οικονομική κοινότητα να επιδεικνύει ένα σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία της, το οποίο έχει μετρήσιμο και άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού μας. Η πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές έγινε ακόμα δυσκολότερη και ιδιαίτερα δαπανηρή οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση της ρευστότητας της οικονομίας μας, σε μια περίοδο που η ανάπτυξη της Ελλάδας δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης.
Kαι σαν τα παραπάνω να μην ήταν από μόνα τους ιδιαίτερα ανησυχητικά, τις τελευταίες 2 βδομάδες βιώνουμε μία πρωτοφανή επίθεση κερδοσκοπικών κεφαλαίων η οποία χτύπησε εστιασμένα σε πρώτη φάση την Ελλάδα, για να διαπιστώσουμε στην συνέχεια ότι στόχος, πέραν της Ελλάδας, είναι ολόκληρος ο Ευρωπαικός Νότος (Πορτογαλλία, Ισπανία, Ιταλία) και ότι, στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο το Ενιαίο Νόμισμα που δέχεται την επίθεση αυτή.
Δυστυχώς, όπως οι κερδοσκόποι χτυπούν με υπερβολή τον εκάστοτε στόχο τους, έτσι και οι αγορές αντιδρούν συχνά με υπερβολή. Ένα παράδοξο φαινόμενο, για παράδειγμα, που διαπιστώνουμε κατά τις τελευταίες ημέρες, είναι ότι μία χώρα μέλος της Ευρωζώνης (Ελλάδα) φθάνει να δανείζεται κατά 100% ακριβότερα από χώρες όπως η Τουρκία. Είναι τουλάχιστον υπερβολή, να δανειζόμαστε ακριβότερα από χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Κολομβία.
Διαπιστώνουμε πόσο εύκολο είναι να τρωθεί η αξιοπιστία μιάς χώρας -αν και σε αυτό βοηθήσαμε πολύ και εμείς οι ίδιοι - και σε τι βαθμό υπερβολής όλα αυτά (τα εξωθεσμικά θα έλεγα) φαινόμενα μπορούν να φθάσουν, ώστε να βλέπουμε σήμερα κάποιοι να μας χαρακτηρίζουν “Γουρούνια της Ευρώπης-PIGS” ή ομάδα 3ης Εθνικής (σε σχέση με την Real Μαδρίτης), Ψεύτες της Ευρώπης κ.ά.
Ακόμη βλέπουμε, χώρες μέλη της ΕΕ στην προσπάθειά τους να πείσουν τις ‘αγορές’, να κάνουν δηλώσεις –δια των επισήμων εκπροσώπων τους-όπως: «Εμείς δεν είμαστε Ελλάδα»!. Χάνουμε απ΄ ότι φαίνεται την αξιοπιστία μας αλλά χάνουμε και την αξιοπρέπειά μας: Σαν πολίτες, σαν χώρα, σαν Ευρωπαική Ενωση!
Πρέπει επιτέλους να απαντήσουμε σαν έθνος σε όλα αυτά, παίρνοντας την τύχη στα χέρια μας, παίρνοντας θαρραλέες αποφάσεις, όπως αυτήν του σταθεροποιητικού προγράμματος, και των συνακόλουθων μέτρων αναμόρφωσης του ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος που ανακοινώθηκαν χθες.
Το πρόγραμμα μέτρων για την βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της, που πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει αποδεκτό (με βάση πρόσφατες έρευνες) σχεδόν από το 70% των Ελλήνων πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία μας ωριμάζει.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας αποτελεί την πρώτη σωστή απάντηση στην κρίση που πριν λίγες μέρες παρ’ ολίγο να μας οδηγήσει στη χρεοκοπία. Παρόλα αυτά, δεν είναι παρά η αρχή σε μια μακρά σειρά μέτρων και πολιτικών που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το έλλειμμα αξιοπιστίας που μας χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή απαιτεί να πείσουμε τους εταίρους μας και τις αγορές για τη σταθερότητα των προθέσεων μας. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος στο αμέσως επόμενο διάστημα και μόνο θα μειώσει τις πιέσεις που μας ασκούνται. Εν τούτοις, δεν θα λύσει το πρόβλημα ούτε θα οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση του κόστους δανεισμού μας, διότι το μόνο που θα επιτευχθεί με το πρόγραμμα αυτό είναι κατ’ αρχήν η μείωση του ελλείμματος του Δημοσίου σαν ποσοστό του Εθνικού Εισοδήματος, το συνολικό όμως, χρέος της χώρας, δηλαδή τα ποσά, σε απόλυτο αριθμό, που πρέπει να δανειστούμε θα συνεχίσουν να αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς. Aκόμα και αν πετύχει απόλυτα το πρόγραμμα σταθερότητας, το χρέος δεν προβλέπεται να είναι μικρότερο του 120% του εθνικού εισοδήματος, στο τέλος του χρόνου. Το αμείλικτο ερώτημα και ζητούμενο όμως της αγοράς είναι πως και πότε θα επανέλθουμε σε τροχιά μείωσης του εθνικού χρέους μας σε ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδα κάτω από το 100%.
Για να το πετύχουμε αυτό, κατά τρόπο αξιόπιστο, πρέπει να ενεργήσουμε ταυτόχρονα και άμεσα τόσο στον αριθμητή του κλάσματος, δηλαδή το δημόσιο χρέος σε απόλυτα νούμερα, όσο και στον παρανομαστή, δηλαδή το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος της χώρας.
Πρώτη κίνηση, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν να τεθεί άμεσα ένας πρόσθετος φιλόδοξος στόχος μείωσης του Δημοσίου χρέους ίσως και 10-15% μονάδων του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια που θα πρέπει να επιτευχθεί αποκλειστικά από ένα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων Δημοσίων Επιχειρήσεων, αξιοποίησης ή και σταδιακής πώλησης ακίνητης περιουσίας την οποία το Δημόσιο διαθέτει και η οποία έχει μεγάλη αξία. Είναι απόλυτα θεμιτό και δίκαιο, συσσωρευμένα χρέη δεκαετιών να αποπληρωθούν από πώληση συσσωρευμένων περιουσιακών στοιχείων, καθώς έτσι αποφεύγεται η εξοντωτική επιβάρυνση των σημερινών και των μελλοντικών γενεών από πρόσθετους φόρους. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου στόχου με θεσμική κατοχύρωση, ώστε να δεσμεύονται και όλες οι μελλοντικές κυβερνήσεις, θα πείσει τις αγορές για τις προθέσεις μας και θα οδηγήσει σε παγίωση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα και σε αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας μας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να θεσπιστεί θεσμικά, η οποιαδήποτε πώληση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, να διατίθεται αποκλειστικά προς μείωση του χρέους και όχι σε νέα κατανάλωση του Δημοσίου. Θα πρέπει να εξετασθεί ακόμα και η Συνταγματική κατοχύρωση του στόχου που θα τεθεί, ώστε να πεισθούν οι δανειστές μας για την αξιοπιστία των προθέσεων μας. Για παράδειγμα, στην Πολωνία, η οποία σημειωτέον είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που είχε θετική ανάπτυξη εθνικού εισοδήματος το 2009, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο ότι το Δημόσιο χρέος δεν δύναται να ξεπεράσει το 55% του εθνικού εισοδήματος.
Τέλος, για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, θα πρέπει να εξετασθεί, η δυνατότητα έκδοσης μακροχρόνιων ομολόγων του Ελληνικού Κράτους με τη μορφή «covered bonds», δηλαδή με εγγύηση ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, ούτως ώστε να επιτευχθούν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού.
Όμως, εάν η προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος και του χρέους δεν συνοδευτεί από μία προσπάθεια ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη χώρα μας, στις προοπτικές της, στις δυνατότητές της και στα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, τότε θα είναι αδύνατη η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και η έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης θα καταδικάσει τη χώρα μας σε ένα αργό μαρασμό καθιστώντας την εξαρτώμενη από την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων συνεταίρων μας για την κάλυψη των άμεσων καθημερινών αναγκών της.
Πρέπει επομένως, να ξεκινήσει, έστω και με καθυστέρηση, ένα «Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Οικονομίας μας», ενισχύοντας την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητά της, και προβάλλοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού. Έχουμε σαν χώρα πολλά πλεονεκτήματα που πρέπει επιτέλους να εκμεταλλευτούμε δίνοντας έτσι την απάντηση σε όλους αυτούς που μας καθυβρίζουν καθημερινά και προεξοφλούν τη χρεοκοπία μας.
Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας, πρώτα η σωστή επιλογή των χώρων δράσης και κατά δεύτερον, η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία των μέτρων που θα ληφθούν.
Τέτοιες ενότητες χώρων δράσης, με στρατηγικά πλεονεκτήματα και προτερήματα που θα έπρεπε να προτεραιοποιηθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο δράσης, φροντίδας και ενίσχυσης εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσε να είναι :
Α. Τουρισμός – Πολιτισμός
Β. Ναυτιλία
Γ. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – αιολική ηλιακή ενέργεια -
Δ. Μεταποίηση Αγροτικών Προϊόντων για να επιτευχθεί μεγαλύτερη
προστιθέμενη αξία
Ε. Υπηρεσίες Υγείας – Φιλοξενίας για τον γηράσκοντα πληθυσμό
της Βόρειας Ευρώπης
Θα μπορούσαν βεβαίως να προστεθούν στα ανωτέρω και άλλες κατευθύνσεις, αλλά θα πρέπει να τεθούν προτεραιότητες με αυστηρά κριτήρια επιλογής των μέτρων και των δράσεων εκείνων που θα έχουν άμεσο αποτέλεσμα ώστε να μην χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος.
Σε κάθε ένα από τους χώρους που θα επιλεγούν θα πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί ένα ολιγομελές Εθνικό Συμβούλιο από φορείς και ειδικούς των ανωτέρω κλάδων, Έλληνες και ξένους. Τα Εθνικά αυτά Συμβούλια θα συμβουλεύουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, θα συμμετέχουν στο διάλογο και στην κατάστρωση του εθνικού σχεδίου δράσης για κάθε κλάδο, αλλά και θα ενημερώνουν όχι μόνο τις επιχειρήσεις μέλη τους, αλλά και την κοινή γνώμη ευρύτερα για την πρόοδο στην επίτευξη του εθνικού σχεδίου.
Η λειτουργία του Συμβουλίου αυτού, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους φορείς των κλάδων που αφορούν και όχι από το δημόσιο ταμείο.
Για όλα τα παραπάνω, όπως είναι φυσικό, απαιτείται χρηματοδότηση που μπορεί να βρεθεί μόνο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ευτυχώς η χώρα μας – σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες του εξωτερικού - διαθέτει ένα απολύτως υγιές, ανθεκτικό και δυναμικό τραπεζικό σύστημα που αποτελεί άλλο ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας.
Οι Ελληνικές Τράπεζες, μετά την επιτυχημένη αποκρατικοποίηση και απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ανέπτυξαν και πέτυχαν να κινητοποιήσουν, κατ’ αρχήν ένα εξαιρετικό στελεχιακό δυναμικό, προσέλκυσαν τεράστια μετοχικά κεφάλαια από Έλληνες και διεθνείς επενδυτές και μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια δημιούργησαν ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα το οποίο συγκρίνεται καθημερινά, ίσο προς ίσον -ή ακόμα και με καλύτερους όρους- με τα ισχυρότερα τραπεζικά ιδρύματα άλλων χωρών της Ευρώπης.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι ίσως οι μόνες επιχειρήσεις στην χώρα μας που παρακολουθούνται επί 24ώρου βάσεως παγκοσμίως από αναλυτές, ελεγκτές βαθμολογητές και μετόχους που ψηφίζουν υπέρ ή κατά των διοικήσεων τους ανά πάσα στιγμή αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές τους.
Ο Τραπεζικός κλάδος είναι ο πιο ανταγωνιστικός κλάδος της οικονομίας μας ιδιαίτερα εξωστρεφής, αφού τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε εκτός Ελλάδος ακολουθώντας πολλές φορές τους πελάτες του ή ανοίγοντας τον δρόμο γι’ αυτούς σε άλλες χώρες.
Ο κλάδος αυτός πέτυχε με την αξιοπιστία του και την ποιοτική λειτουργία του να προσελκύσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, χρηματοδότησε ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά και επέτρεψε στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί αλματωδώς, όχι με «δανεικά» όπως λέγεται απαξιωτικά πολλές φορές, αλλά δίνοντας την δυνατότητα και στις ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά να χρηματοδοτήσουν τα σχέδια τους όπως ακριβώς κάθε άλλος Βορειο-Ευρωπαίος πολίτης ή επιχείρηση.
Ο Τραπεζικός κλάδος, είναι σήμερα στην χώρα μας ο μεγαλύτερος εργοδότης εξειδικευμένης εργασίας με υψηλή υπεραξία, και ο μεγαλύτερος άμεσος φορολογούμενος συνεισφέροντας ένα μεγάλο μέρος των αποτελεσμάτων του στην κοινωνία υπό μορφή φόρων, εισφορών, χορηγιών κ.α. Όσον αφορά το μύθο των δήθεν «υπερκερδών» πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εκ της φύσεως της η τραπεζική λειτουργία απαιτεί κυρίως περισσότερα κεφάλαια για την ανάπτυξη των εργασιών και της χρηματοδότησης, έτσι τα κέρδη που δημιουργούνται από τις Τράπεζες δεν διανέμονται όλα στους μετόχους τους, αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος, κεφαλαιοποιείται και μεταφράζεται σε νέες χρηματοδοτήσεις προς την οικονομία.
Ο χώρος λοιπόν των Τραπεζών, αποτελεί το βασικό ατού της Ελληνικής Οικονομίας και αντί να στοχοποιείται πρέπει να βοηθηθεί, όχι οικονομικά, αλλά θεσμικά ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας στην Ελληνική Οικονομία. Οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να κλονίσει την ανταγωνιστικότητα και την αξιοπιστία του, θα έχει άμεσα καταστρεπτικές συνέπειες στην χώρα μας, οδηγώντας σε ασφυξία την Ελληνική Οικονομία.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι σε αυτή την κρίσιμη για τον τόπο μας συγκυρία, όπου οι κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες όλων μας έχουν αμβλυνθεί και που ο κοινός στόχος είναι να ξεπεραστεί η σοβαρή οικονομική κρίση της χώρα μας, απαιτείται η στενή – και χωρίς δυσπιστία- συνεργασία όλων των πλευρών. Η κρίση αυτή αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να εξορθολογίσουμε «τα του οίκου» μας. Ο κάθε κρίκος της οικονομίας να λειτουργεί αποτελεσματικά εντός του ρόλου του και υποστηρικτικά για τους άλλους σημαντικούς κρίκους της οικονομίας. Κυρίως απαιτείται η στενή συνεργασία κράτους και Τραπεζών η οποία και θα συμβάλει ουσιαστικά στην διαδρομή της χώρας μας προς την έξοδο από την κρίση με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς, απαλλαγμένοι από τα βάρη και τα λάθη του παρελθόντος, σε μια καινούρια πορεία προόδου βασισμένη σε στέρεες και σωστές βάσεις.
Μία ακόμη ελληνική πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός ότι ενώ σε ισχυρές δυτικές οικονομίες τα προβλήματα προκλήθηκαν από το Τραπεζικό τους σύστημα και την μεγάλη έκθεσή τους σε προϊόντα υψηλού κινδύνου, στην περίπτωση της χώρας μας ένα καθ΄ όλα υγιές Τραπεζικό σύστημα κινδυνεύει να υπονομευθεί από τις υπερβάλλουσες δημοσιονομικές ανισορροπίες της χώρας. Και όχι μόνο από αυτές.
Στην χώρα μας, ο υγιής Τραπεζικός κλάδος που αποτελεί ουσιαστικό μοχλό στήριξης της οικονομίας και πόλο έλξης ξένων κεφαλαίων, λοιδορείται και δαιμονοποιείται από τα ΜΜΕ αλλά και από μέρος του πολιτικού δυναμικού
Για την σημαντικότητα που άλλες χώρες δείχνουν στην σταθερότητα του τραπεζικού τους συστήματος και την στήριξη που παρέχουν, αρκεί να παραθέσω μία πρόταση από την ομιλία του Νομπελίστα οικονομολόγου κ. Stiglitz σε πρόσφατη εμφάνισή του στην χώρα μας: «Σαφώς η κυβέρνηση (των ΗΠΑ) έσωσε τις Τράπεζες, σώζοντας έτσι και την Οικονομία».
Το 2010, έκανε την είσοδο του πολύ δύσκολα για την χώρα μας, με τη διεθνή οικονομική κοινότητα να επιδεικνύει ένα σοβαρό έλλειμμα εμπιστοσύνης στην αξιοπιστία της, το οποίο έχει μετρήσιμο και άμεσο αντίκτυπο στο κόστος δανεισμού μας. Η πρόσβαση στις διεθνείς χρηματαγορές έγινε ακόμα δυσκολότερη και ιδιαίτερα δαπανηρή οδηγώντας σε περαιτέρω μείωση της ρευστότητας της οικονομίας μας, σε μια περίοδο που η ανάπτυξη της Ελλάδας δεν μπορεί να χρηματοδοτηθεί από εσωτερικές πηγές χρηματοδότησης.
Kαι σαν τα παραπάνω να μην ήταν από μόνα τους ιδιαίτερα ανησυχητικά, τις τελευταίες 2 βδομάδες βιώνουμε μία πρωτοφανή επίθεση κερδοσκοπικών κεφαλαίων η οποία χτύπησε εστιασμένα σε πρώτη φάση την Ελλάδα, για να διαπιστώσουμε στην συνέχεια ότι στόχος, πέραν της Ελλάδας, είναι ολόκληρος ο Ευρωπαικός Νότος (Πορτογαλλία, Ισπανία, Ιταλία) και ότι, στην πραγματικότητα, είναι το ίδιο το Ενιαίο Νόμισμα που δέχεται την επίθεση αυτή.
Δυστυχώς, όπως οι κερδοσκόποι χτυπούν με υπερβολή τον εκάστοτε στόχο τους, έτσι και οι αγορές αντιδρούν συχνά με υπερβολή. Ένα παράδοξο φαινόμενο, για παράδειγμα, που διαπιστώνουμε κατά τις τελευταίες ημέρες, είναι ότι μία χώρα μέλος της Ευρωζώνης (Ελλάδα) φθάνει να δανείζεται κατά 100% ακριβότερα από χώρες όπως η Τουρκία. Είναι τουλάχιστον υπερβολή, να δανειζόμαστε ακριβότερα από χώρες όπως η Αίγυπτος ή η Κολομβία.
Διαπιστώνουμε πόσο εύκολο είναι να τρωθεί η αξιοπιστία μιάς χώρας -αν και σε αυτό βοηθήσαμε πολύ και εμείς οι ίδιοι - και σε τι βαθμό υπερβολής όλα αυτά (τα εξωθεσμικά θα έλεγα) φαινόμενα μπορούν να φθάσουν, ώστε να βλέπουμε σήμερα κάποιοι να μας χαρακτηρίζουν “Γουρούνια της Ευρώπης-PIGS” ή ομάδα 3ης Εθνικής (σε σχέση με την Real Μαδρίτης), Ψεύτες της Ευρώπης κ.ά.
Ακόμη βλέπουμε, χώρες μέλη της ΕΕ στην προσπάθειά τους να πείσουν τις ‘αγορές’, να κάνουν δηλώσεις –δια των επισήμων εκπροσώπων τους-όπως: «Εμείς δεν είμαστε Ελλάδα»!. Χάνουμε απ΄ ότι φαίνεται την αξιοπιστία μας αλλά χάνουμε και την αξιοπρέπειά μας: Σαν πολίτες, σαν χώρα, σαν Ευρωπαική Ενωση!
Πρέπει επιτέλους να απαντήσουμε σαν έθνος σε όλα αυτά, παίρνοντας την τύχη στα χέρια μας, παίρνοντας θαρραλέες αποφάσεις, όπως αυτήν του σταθεροποιητικού προγράμματος, και των συνακόλουθων μέτρων αναμόρφωσης του ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος που ανακοινώθηκαν χθες.
Το πρόγραμμα μέτρων για την βελτίωση των δημόσιων οικονομικών της, που πέρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση έχει γίνει αποδεκτό (με βάση πρόσφατες έρευνες) σχεδόν από το 70% των Ελλήνων πολιτών. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνία μας ωριμάζει.
Το Πρόγραμμα Σταθερότητας αποτελεί την πρώτη σωστή απάντηση στην κρίση που πριν λίγες μέρες παρ’ ολίγο να μας οδηγήσει στη χρεοκοπία. Παρόλα αυτά, δεν είναι παρά η αρχή σε μια μακρά σειρά μέτρων και πολιτικών που πρέπει να ακολουθήσουμε. Το έλλειμμα αξιοπιστίας που μας χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή απαιτεί να πείσουμε τους εταίρους μας και τις αγορές για τη σταθερότητα των προθέσεων μας. Η απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος στο αμέσως επόμενο διάστημα και μόνο θα μειώσει τις πιέσεις που μας ασκούνται. Εν τούτοις, δεν θα λύσει το πρόβλημα ούτε θα οδηγήσει σε ουσιαστική μείωση του κόστους δανεισμού μας, διότι το μόνο που θα επιτευχθεί με το πρόγραμμα αυτό είναι κατ’ αρχήν η μείωση του ελλείμματος του Δημοσίου σαν ποσοστό του Εθνικού Εισοδήματος, το συνολικό όμως, χρέος της χώρας, δηλαδή τα ποσά, σε απόλυτο αριθμό, που πρέπει να δανειστούμε θα συνεχίσουν να αυξάνονται με γρήγορους ρυθμούς. Aκόμα και αν πετύχει απόλυτα το πρόγραμμα σταθερότητας, το χρέος δεν προβλέπεται να είναι μικρότερο του 120% του εθνικού εισοδήματος, στο τέλος του χρόνου. Το αμείλικτο ερώτημα και ζητούμενο όμως της αγοράς είναι πως και πότε θα επανέλθουμε σε τροχιά μείωσης του εθνικού χρέους μας σε ποσοστό του ΑΕΠ σε επίπεδα κάτω από το 100%.
Για να το πετύχουμε αυτό, κατά τρόπο αξιόπιστο, πρέπει να ενεργήσουμε ταυτόχρονα και άμεσα τόσο στον αριθμητή του κλάσματος, δηλαδή το δημόσιο χρέος σε απόλυτα νούμερα, όσο και στον παρανομαστή, δηλαδή το μέγεθος του εθνικού εισοδήματος της χώρας.
Πρώτη κίνηση, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν να τεθεί άμεσα ένας πρόσθετος φιλόδοξος στόχος μείωσης του Δημοσίου χρέους ίσως και 10-15% μονάδων του ΑΕΠ μέσα στα επόμενα 3-4 χρόνια που θα πρέπει να επιτευχθεί αποκλειστικά από ένα πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων Δημοσίων Επιχειρήσεων, αξιοποίησης ή και σταδιακής πώλησης ακίνητης περιουσίας την οποία το Δημόσιο διαθέτει και η οποία έχει μεγάλη αξία. Είναι απόλυτα θεμιτό και δίκαιο, συσσωρευμένα χρέη δεκαετιών να αποπληρωθούν από πώληση συσσωρευμένων περιουσιακών στοιχείων, καθώς έτσι αποφεύγεται η εξοντωτική επιβάρυνση των σημερινών και των μελλοντικών γενεών από πρόσθετους φόρους. Η πραγματοποίηση ενός τέτοιου στόχου με θεσμική κατοχύρωση, ώστε να δεσμεύονται και όλες οι μελλοντικές κυβερνήσεις, θα πείσει τις αγορές για τις προθέσεις μας και θα οδηγήσει σε παγίωση του κόστους δανεισμού σε χαμηλά επίπεδα και σε αύξηση της ρευστότητας της οικονομίας μας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να θεσπιστεί θεσμικά, η οποιαδήποτε πώληση περιουσιακών στοιχείων του δημοσίου, να διατίθεται αποκλειστικά προς μείωση του χρέους και όχι σε νέα κατανάλωση του Δημοσίου. Θα πρέπει να εξετασθεί ακόμα και η Συνταγματική κατοχύρωση του στόχου που θα τεθεί, ώστε να πεισθούν οι δανειστές μας για την αξιοπιστία των προθέσεων μας. Για παράδειγμα, στην Πολωνία, η οποία σημειωτέον είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που είχε θετική ανάπτυξη εθνικού εισοδήματος το 2009, είναι συνταγματικά κατοχυρωμένο ότι το Δημόσιο χρέος δεν δύναται να ξεπεράσει το 55% του εθνικού εισοδήματος.
Τέλος, για την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου, θα πρέπει να εξετασθεί, η δυνατότητα έκδοσης μακροχρόνιων ομολόγων του Ελληνικού Κράτους με τη μορφή «covered bonds», δηλαδή με εγγύηση ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, ούτως ώστε να επιτευχθούν χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού.
Όμως, εάν η προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος και του χρέους δεν συνοδευτεί από μία προσπάθεια ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών στη χώρα μας, στις προοπτικές της, στις δυνατότητές της και στα ανταγωνιστικά της πλεονεκτήματα, τότε θα είναι αδύνατη η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων και η έλλειψη ρευστότητας και χρηματοδότησης θα καταδικάσει τη χώρα μας σε ένα αργό μαρασμό καθιστώντας την εξαρτώμενη από την αλληλεγγύη των Ευρωπαίων συνεταίρων μας για την κάλυψη των άμεσων καθημερινών αναγκών της.
Πρέπει επομένως, να ξεκινήσει, έστω και με καθυστέρηση, ένα «Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης της Οικονομίας μας», ενισχύοντας την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητά της, και προβάλλοντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της χώρας μας στο πεδίο του διεθνούς ανταγωνισμού. Έχουμε σαν χώρα πολλά πλεονεκτήματα που πρέπει επιτέλους να εκμεταλλευτούμε δίνοντας έτσι την απάντηση σε όλους αυτούς που μας καθυβρίζουν καθημερινά και προεξοφλούν τη χρεοκοπία μας.
Δύο είναι οι προϋποθέσεις για την επιτυχία αυτής της προσπάθειας, πρώτα η σωστή επιλογή των χώρων δράσης και κατά δεύτερον, η αποτελεσματικότητα και η αξιοπιστία των μέτρων που θα ληφθούν.
Τέτοιες ενότητες χώρων δράσης, με στρατηγικά πλεονεκτήματα και προτερήματα που θα έπρεπε να προτεραιοποιηθούν και να αποτελέσουν αντικείμενο δράσης, φροντίδας και ενίσχυσης εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας θα μπορούσε να είναι :
Α. Τουρισμός – Πολιτισμός
Β. Ναυτιλία
Γ. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – αιολική ηλιακή ενέργεια -
Δ. Μεταποίηση Αγροτικών Προϊόντων για να επιτευχθεί μεγαλύτερη
προστιθέμενη αξία
Ε. Υπηρεσίες Υγείας – Φιλοξενίας για τον γηράσκοντα πληθυσμό
της Βόρειας Ευρώπης
Θα μπορούσαν βεβαίως να προστεθούν στα ανωτέρω και άλλες κατευθύνσεις, αλλά θα πρέπει να τεθούν προτεραιότητες με αυστηρά κριτήρια επιλογής των μέτρων και των δράσεων εκείνων που θα έχουν άμεσο αποτέλεσμα ώστε να μην χαθεί άλλος πολύτιμος χρόνος.
Σε κάθε ένα από τους χώρους που θα επιλεγούν θα πρέπει άμεσα να δημιουργηθεί ένα ολιγομελές Εθνικό Συμβούλιο από φορείς και ειδικούς των ανωτέρω κλάδων, Έλληνες και ξένους. Τα Εθνικά αυτά Συμβούλια θα συμβουλεύουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, θα συμμετέχουν στο διάλογο και στην κατάστρωση του εθνικού σχεδίου δράσης για κάθε κλάδο, αλλά και θα ενημερώνουν όχι μόνο τις επιχειρήσεις μέλη τους, αλλά και την κοινή γνώμη ευρύτερα για την πρόοδο στην επίτευξη του εθνικού σχεδίου.
Η λειτουργία του Συμβουλίου αυτού, θα πρέπει να χρηματοδοτηθεί από τους φορείς των κλάδων που αφορούν και όχι από το δημόσιο ταμείο.
Για όλα τα παραπάνω, όπως είναι φυσικό, απαιτείται χρηματοδότηση που μπορεί να βρεθεί μόνο στις διεθνείς κεφαλαιαγορές. Ευτυχώς η χώρα μας – σε αντίθεση με πολλές άλλες χώρες του εξωτερικού - διαθέτει ένα απολύτως υγιές, ανθεκτικό και δυναμικό τραπεζικό σύστημα που αποτελεί άλλο ένα συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας.
Οι Ελληνικές Τράπεζες, μετά την επιτυχημένη αποκρατικοποίηση και απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας του ’90, ανέπτυξαν και πέτυχαν να κινητοποιήσουν, κατ’ αρχήν ένα εξαιρετικό στελεχιακό δυναμικό, προσέλκυσαν τεράστια μετοχικά κεφάλαια από Έλληνες και διεθνείς επενδυτές και μέσα σε λιγότερο από 20 χρόνια δημιούργησαν ένα ισχυρό τραπεζικό σύστημα το οποίο συγκρίνεται καθημερινά, ίσο προς ίσον -ή ακόμα και με καλύτερους όρους- με τα ισχυρότερα τραπεζικά ιδρύματα άλλων χωρών της Ευρώπης.
Οι ελληνικές τράπεζες είναι ίσως οι μόνες επιχειρήσεις στην χώρα μας που παρακολουθούνται επί 24ώρου βάσεως παγκοσμίως από αναλυτές, ελεγκτές βαθμολογητές και μετόχους που ψηφίζουν υπέρ ή κατά των διοικήσεων τους ανά πάσα στιγμή αγοράζοντας και πουλώντας μετοχές τους.
Ο Τραπεζικός κλάδος είναι ο πιο ανταγωνιστικός κλάδος της οικονομίας μας ιδιαίτερα εξωστρεφής, αφού τα τελευταία χρόνια αναπτύχθηκε εκτός Ελλάδος ακολουθώντας πολλές φορές τους πελάτες του ή ανοίγοντας τον δρόμο γι’ αυτούς σε άλλες χώρες.
Ο κλάδος αυτός πέτυχε με την αξιοπιστία του και την ποιοτική λειτουργία του να προσελκύσει δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές, χρηματοδότησε ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά και επέτρεψε στην ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί αλματωδώς, όχι με «δανεικά» όπως λέγεται απαξιωτικά πολλές φορές, αλλά δίνοντας την δυνατότητα και στις ελληνικές επιχειρήσεις και νοικοκυριά να χρηματοδοτήσουν τα σχέδια τους όπως ακριβώς κάθε άλλος Βορειο-Ευρωπαίος πολίτης ή επιχείρηση.
Ο Τραπεζικός κλάδος, είναι σήμερα στην χώρα μας ο μεγαλύτερος εργοδότης εξειδικευμένης εργασίας με υψηλή υπεραξία, και ο μεγαλύτερος άμεσος φορολογούμενος συνεισφέροντας ένα μεγάλο μέρος των αποτελεσμάτων του στην κοινωνία υπό μορφή φόρων, εισφορών, χορηγιών κ.α. Όσον αφορά το μύθο των δήθεν «υπερκερδών» πρέπει να παρατηρήσουμε ότι εκ της φύσεως της η τραπεζική λειτουργία απαιτεί κυρίως περισσότερα κεφάλαια για την ανάπτυξη των εργασιών και της χρηματοδότησης, έτσι τα κέρδη που δημιουργούνται από τις Τράπεζες δεν διανέμονται όλα στους μετόχους τους, αντιθέτως, ένα μεγάλο μέρος, κεφαλαιοποιείται και μεταφράζεται σε νέες χρηματοδοτήσεις προς την οικονομία.
Ο χώρος λοιπόν των Τραπεζών, αποτελεί το βασικό ατού της Ελληνικής Οικονομίας και αντί να στοχοποιείται πρέπει να βοηθηθεί, όχι οικονομικά, αλλά θεσμικά ώστε να μπορέσει απρόσκοπτα να συνεχίσει την παροχή ρευστότητας στην Ελληνική Οικονομία. Οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να κλονίσει την ανταγωνιστικότητα και την αξιοπιστία του, θα έχει άμεσα καταστρεπτικές συνέπειες στην χώρα μας, οδηγώντας σε ασφυξία την Ελληνική Οικονομία.
Κλείνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι σε αυτή την κρίσιμη για τον τόπο μας συγκυρία, όπου οι κοινωνικές και εθνικές ευαισθησίες όλων μας έχουν αμβλυνθεί και που ο κοινός στόχος είναι να ξεπεραστεί η σοβαρή οικονομική κρίση της χώρα μας, απαιτείται η στενή – και χωρίς δυσπιστία- συνεργασία όλων των πλευρών. Η κρίση αυτή αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία να εξορθολογίσουμε «τα του οίκου» μας. Ο κάθε κρίκος της οικονομίας να λειτουργεί αποτελεσματικά εντός του ρόλου του και υποστηρικτικά για τους άλλους σημαντικούς κρίκους της οικονομίας. Κυρίως απαιτείται η στενή συνεργασία κράτους και Τραπεζών η οποία και θα συμβάλει ουσιαστικά στην διαδρομή της χώρας μας προς την έξοδο από την κρίση με τους λιγότερους δυνατούς κραδασμούς, απαλλαγμένοι από τα βάρη και τα λάθη του παρελθόντος, σε μια καινούρια πορεία προόδου βασισμένη σε στέρεες και σωστές βάσεις.
Σχόλια αναγνωστών