γράφει : Πέτρος Λεωτσάκος
Η κρίση αποτελεί ευκαιρία για μεταρρυθμίσεις αναφέρει ο διοικητής της ΤτΕ Γ Προβόπουλος στο πλαίσιο παρουσίασης του βιβλίου του κ. Γιαννίτση
˝ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
˝ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Χαρακτηριστικό αυτού του βιβλίου, όπως άλλωστε και όλων των μελετών στις οποίες συμμετείχε ο Τάσος Γιαννίτσης, είναι η σαφής πρόθεση των συγγραφέων να παρουσιάσουν κάτι που "θα πιάσει τόπο". Κι αυτό επιχειρείται με την τεκμηριωμένη ανάλυση του προβλήματος, που συμπληρώνεται απαραίτητα από την αναζήτηση λύσεων για την υπέρβασή του. Έτσι, αφού διαπιστωθεί ότι στη χώρα μας το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην τεχνολογική υστέρηση, η οποία αφορά το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, προτείνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις πολιτικής για την υπέρβαση της υστέρησης αυτής. Θέλω να τονίσω ότι, όπως αναφέρουν οι συγγραφείς, «πίσω από τον όρο 'τεχνολογία' βρίσκονται οι γνώσεις, οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις, οι θεσμοί και οι μηχανισμοί που κινούν τις οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες σε μια χώρα». Ένα τόσο ευρύ περιεχόμενο του όρου "τεχνολογία" οδηγεί βέβαια και σε ανάλογης ευρύτητας συμπεράσματα ως προς το τί πρέπει να αλλάξει. Εξάλλου, η ανταγωνιστικότητα ορίζεται από τους συγγραφείς ώστε να περιλαμβάνει την ανταγωνιστικότητα τιμών, την τεχνολογική ανταγωνιστικότητα, την ανταγωνιστικότητα δυνατοτήτων και την ανταγωνιστικότητα που δημιουργείται από τη ζήτηση. Οι συγγραφείς καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η αντιμετώπιση της αδυναμίας τεχνολογικού και παραγωγικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας απαιτεί διαρθρωτικές παρεμβάσεις με στόχο την αναβάθμιση των γνώσεων των οικονομικών παραγόντων, τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, την ανάπτυξη δικτύων επιχειρήσεων και τον εκσυγχρονισμό των μηχανισμών χρηματοδότησης.
Στο βιβλίο δεν γίνεται ρητή μνεία στις ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Δίνεται όμως έμφαση στα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας, κι αυτό έμμεσα μας υπενθυμίζει τη «δίδυμη» κρίση που διερχόμαστε σήμερα, όπως αποτυπώνεται στα δίδυμα ελλείμματα και στα δίδυμα χρέη.
Από τη μια πλευρά υπάρχουν το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και το τεράστιο δημόσιο χρέος, τα οποία στη χώρα μας μόνο μερικώς οφείλονται στην οικονομική ύφεση, ενώ κυρίως αποτελούν το σωρευτικό αποτέλεσμα χρόνιων μακροοικονομικών ανισορροπιών, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν όταν υπήρχαν σχετικώς άνετα περιθώρια, αλλά αντίθετα διευρύνθηκαν εξαιτίας των άτολμων και ακατάλληλων πολιτικών που ακολουθήθηκαν.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που διευρύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια (με μικρό διάλειμμα το 2009 λόγω της ύφεσης), και το μεγάλο εξωτερικό χρέος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξ ορισμού αντανακλά την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, ενώ άμεσα οφείλεται στις μεγάλες συσσωρευμένες απώλειες διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η υστέρηση της αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων την τελευταία δεκαετία οφείλεται στην ταυτόχρονη ταχεία αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, που ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων λόγω της ένταξης στην ΟΝΕ, της σχετικά υψηλής πιστωτικής επέκτασης, της ενίσχυσης των προσδοκιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και, βεβαίως, των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας οφείλονται κυρίως στις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, όπως είναι τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές προϊόντων και εργασίας, η δημοσιονομική χαλαρότητα σε μια περίοδο που η ταχεία ανάπτυξη επέβαλλε και επέτρεπε θαρραλέα δημοσιονομική προσαρμογή και – τέλος -- ένας μεγάλος, αναποτελεσματικός και συνεχώς διευρυνόμενος δημόσιος τομέας. Τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνέβαλαν στη διατήρηση ρυθμών ανόδου αμοιβών και τιμών που ήταν σταθερά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Στο διάστημα 2000-2008 ο μέσος ετήσιος δομικός πληθωρισμός ήταν 1,3 ποσοστιαία μονάδα περίπου υψηλότερος στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Έτσι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μεταξύ 20% και 28% (ανάλογα με το δείκτη που χρησιμοποιείται) έναντι 28 εμπορικών εταίρων μας. Αυτές οι σοβαρές απώλειες στην ανταγωνιστικότητα τιμών επέτειναν τα προβλήματα που οφείλονται στις δομικές αδυναμίες της παραγωγής και συνέβαλαν καθοριστικά στο να παραμείνει χαμηλό το επίπεδο της "διαρθρωτικής" ανταγωνιστικότητας και αντίστοιχα περιορισμένη η δυνατότητα της εγχώριας παραγωγής να ανταποκρίνεται με επάρκεια και ευελιξία στη σύνθεση και στις μεταβολές της εξωτερικής αλλά και της εγχώριας ζήτησης.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η βελτίωση των συνθηκών παραγωγής με την εισαγωγή «γνωσιακών παραμέτρων», όπως ορίζονται στη μελέτη, θα μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα, αν συνοδευθεί με αλλαγές οι οποίες, πρώτον, θα μειώσουν άμεσα το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και θα ανακόψουν την ανατίμηση της πραγματικής ισοτιμίας (δηλαδή την απώλεια ανταγωνιστικότητας) και, δεύτερον, θα συντείνουν στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού προτύπου (δηλαδή στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διαμόρφωση μιας νέας διάρθρωσης της εγχώριας παραγωγής – κατάλληλης να ανταποκριθεί στη ζήτηση του 2015 και όχι του 1970 ή έστω του 1980). Οι αλλαγές αυτές είναι σήμερα εξαιρετικά επείγουσες και επιτακτικές.
Ακούγαμε ή και λέγαμε συχνά ότι λόγω της συμμετοχής της χώρας στη ζώνη του ευρώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να χρηματοδοτηθεί σχετικά εύκολα. Ωστόσο, το έλλειμμα αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου για το δανεισμό της χώρας στο οποίο μπορεί αυτό να οδηγήσει, όπως φάνηκε τους τελευταίους μήνες. Ο δεύτερος, πιο μακροπρόθεσμος, είναι ότι το έλλειμμα μπορεί να υποβαθμίσει το βιοτικό μας επίπεδο, καθώς κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε μια κατάσταση ισορροπίας χαμηλών παραγωγικών δυνατοτήτων.
Μελέτες που εκπονήθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος με θέμα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, και οι οποίες θα δημοσιευθούν σύντομα, δείχνουν ότι η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση, η σημαντική υπερτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και άλλες ιδιαιτερότητες, όπως η υψηλή εξάρτηση από το πετρέλαιο, οδήγησαν στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας τιμών, σε συνδυασμό με την υστέρηση σε άλλες πτυχές της ανταγωνιστικότητας που εξετάζουν οι συγγραφείς του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα, είχαν σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε 14,6% το 2008 από 7,8% του ΑΕΠ το 2000.
Οι μελέτες που έγιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικής συμπεριφοράς (διαφθορά, αναποτελεσματική γραφειοκρατία, ποιότητα του νομοθετικού πλαισίου κ.ά.), οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και η ανεπάρκεια των υποδομών επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η υστέρηση της παραγωγικής δυναμικότητας είναι εμφανής τόσο σε κλάδους της μεταποίησης – τους οποίους εξετάζει και το παρουσιαζόμενο βιβλίο – όσο και σε κλάδους όπου η Ελλάδα έχει παραδοσιακό πλεονέκτημα, όπως στον τουρισμό.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών δεν είναι διατηρήσιμο. Για την αποκατάσταση της διατηρησιμότητάς του απαιτείται ένα μίγμα πολιτικής που θα επαναφέρει τη μακροοικονομική και μικροοικονομική ισορροπία και θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και συζητάμε σήμερα εδώ αναδεικνύουν μερικά βασικά, ιδιαίτερα κρίσιμα, ζητήματα με τα οποία θα ήθελα να τελειώσω την παρέμβασή μου.
1ον. Η κρίση που περνάμε σήμερα είναι συνολική και αγγίζει όλες τις πτυχές την ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Συνεπώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε αποσπασματική, ούτε βραχυπρόθεσμη. Απαιτείται ριζικός αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με δίδυμους μεσοπρόθεσμους στόχους, όπως δίδυμες είναι και οι αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: Αφενός, διατηρήσιμη και συνεχής δημοσιονομική προσαρμογή και, παράλληλα, μια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών που θα βελτιώνουν σταθερά την ανταγωνιστικότητα.
2ον. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα των αλλαγών που απαιτούνται. Τα μεγάλα προβλήματα που διστάσαμε να αντιμετωπίσουμε στο παρελθόν είναι τώρα μπροστά μας και το κόστος της αδράνειας όχι μόνο πολλαπλασιάζεται, αλλά και διαχέεται σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
3ον. Το τρίτο και ίσως το κρισιμότερο θέμα στο οποίο θέλω να σταθώ είναι οι ιστορικές ευθύνες που πρέπει να αναλάβουμε όλοι μπροστά στη μεγάλη πρόκληση. Η πορεία των επόμενων χρόνων θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το στόχο που θα επιλέξουμε. Θέλουμε μια Ελλάδα εγκλωβισμένη σε μια ισορροπία χαμηλών δυνατοτήτων ή μια Ελλάδα σύγχρονη και δυναμική; Σίγουρα δεν μπορούμε πλέον να πορευθούμε με τις συνταγές του παρελθόντος, με προκατασκευασμένες απαντήσεις σε προβλήματα που είτε τίθενται με νέο τρόπο είτε είναι εντελώς καινούργια, με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας, με αγώνα για την προάσπιση των κεκτημένων, με επιδίωξη του μέγιστου κέρδους στο βραχύτερο χρονικό διάστημα, με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή θεσμών και νόμων, με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης.
Η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και όχι απλώς για συζήτηση σχετικά με αυτές, δεδομένου ότι το κόστος ευκαιρίας που θα είχε η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είναι τεράστιο. Υπάρχουν παραδείγματα επιτυχούς προσαρμογής οικονομιών μετά από βαθιά κρίση, όπως π.χ. εκείνο της Φινλανδίας, που κατάφερε να "μεταλλαχθεί" σε μια οικονομία που στηρίζεται σε κλάδους υψηλής τεχνολογικής έντασης. Στην Ελλάδα, πάντως, η σημερινή κρίση δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στη μεταπολεμική μας ιστορία. Και βέβαια δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογικές άλλων εποχών. Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε, τόσο πιο εύκολο θα είναι να βρούμε και να ακολουθήσουμε το νήμα που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση.
Στο βιβλίο δεν γίνεται ρητή μνεία στις ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Δίνεται όμως έμφαση στα ζητήματα της ανταγωνιστικότητας, κι αυτό έμμεσα μας υπενθυμίζει τη «δίδυμη» κρίση που διερχόμαστε σήμερα, όπως αποτυπώνεται στα δίδυμα ελλείμματα και στα δίδυμα χρέη.
Από τη μια πλευρά υπάρχουν το μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα και το τεράστιο δημόσιο χρέος, τα οποία στη χώρα μας μόνο μερικώς οφείλονται στην οικονομική ύφεση, ενώ κυρίως αποτελούν το σωρευτικό αποτέλεσμα χρόνιων μακροοικονομικών ανισορροπιών, οι οποίες δεν αντιμετωπίστηκαν όταν υπήρχαν σχετικώς άνετα περιθώρια, αλλά αντίθετα διευρύνθηκαν εξαιτίας των άτολμων και ακατάλληλων πολιτικών που ακολουθήθηκαν.
Από την άλλη πλευρά υπάρχουν το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, που διευρύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια (με μικρό διάλειμμα το 2009 λόγω της ύφεσης), και το μεγάλο εξωτερικό χρέος. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εξ ορισμού αντανακλά την υστέρηση της εθνικής αποταμίευσης έναντι της εγχώριας επενδυτικής δαπάνης, ενώ άμεσα οφείλεται στις μεγάλες συσσωρευμένες απώλειες διεθνούς ανταγωνιστικότητας. Η υστέρηση της αποταμίευσης έναντι των επενδύσεων την τελευταία δεκαετία οφείλεται στην ταυτόχρονη ταχεία αύξηση της κατανάλωσης και των επενδύσεων, που ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων λόγω της ένταξης στην ΟΝΕ, της σχετικά υψηλής πιστωτικής επέκτασης, της ενίσχυσης των προσδοκιών νοικοκυριών και επιχειρήσεων και, βεβαίως, των μεγάλων δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι απώλειες ανταγωνιστικότητας οφείλονται κυρίως στις διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας, όπως είναι τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές προϊόντων και εργασίας, η δημοσιονομική χαλαρότητα σε μια περίοδο που η ταχεία ανάπτυξη επέβαλλε και επέτρεπε θαρραλέα δημοσιονομική προσαρμογή και – τέλος -- ένας μεγάλος, αναποτελεσματικός και συνεχώς διευρυνόμενος δημόσιος τομέας. Τα στοιχεία δυσκαμψίας στις αγορές εργασίας και προϊόντων συνέβαλαν στη διατήρηση ρυθμών ανόδου αμοιβών και τιμών που ήταν σταθερά υψηλότεροι από τους αντίστοιχους στη ζώνη του ευρώ ως σύνολο. Στο διάστημα 2000-2008 ο μέσος ετήσιος δομικός πληθωρισμός ήταν 1,3 ποσοστιαία μονάδα περίπου υψηλότερος στην Ελλάδα από ό,τι στη ζώνη του ευρώ. Έτσι η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία ανατιμήθηκε μεταξύ 20% και 28% (ανάλογα με το δείκτη που χρησιμοποιείται) έναντι 28 εμπορικών εταίρων μας. Αυτές οι σοβαρές απώλειες στην ανταγωνιστικότητα τιμών επέτειναν τα προβλήματα που οφείλονται στις δομικές αδυναμίες της παραγωγής και συνέβαλαν καθοριστικά στο να παραμείνει χαμηλό το επίπεδο της "διαρθρωτικής" ανταγωνιστικότητας και αντίστοιχα περιορισμένη η δυνατότητα της εγχώριας παραγωγής να ανταποκρίνεται με επάρκεια και ευελιξία στη σύνθεση και στις μεταβολές της εξωτερικής αλλά και της εγχώριας ζήτησης.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η βελτίωση των συνθηκών παραγωγής με την εισαγωγή «γνωσιακών παραμέτρων», όπως ορίζονται στη μελέτη, θα μπορούσε να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα, αν συνοδευθεί με αλλαγές οι οποίες, πρώτον, θα μειώσουν άμεσα το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και θα ανακόψουν την ανατίμηση της πραγματικής ισοτιμίας (δηλαδή την απώλεια ανταγωνιστικότητας) και, δεύτερον, θα συντείνουν στον εκσυγχρονισμό του παραγωγικού προτύπου (δηλαδή στην αύξηση της παραγωγικότητας και στη διαμόρφωση μιας νέας διάρθρωσης της εγχώριας παραγωγής – κατάλληλης να ανταποκριθεί στη ζήτηση του 2015 και όχι του 1970 ή έστω του 1980). Οι αλλαγές αυτές είναι σήμερα εξαιρετικά επείγουσες και επιτακτικές.
Ακούγαμε ή και λέγαμε συχνά ότι λόγω της συμμετοχής της χώρας στη ζώνη του ευρώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να χρηματοδοτηθεί σχετικά εύκολα. Ωστόσο, το έλλειμμα αυτό δεν μπορεί να αγνοηθεί για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η αύξηση του ασφαλίστρου κινδύνου για το δανεισμό της χώρας στο οποίο μπορεί αυτό να οδηγήσει, όπως φάνηκε τους τελευταίους μήνες. Ο δεύτερος, πιο μακροπρόθεσμος, είναι ότι το έλλειμμα μπορεί να υποβαθμίσει το βιοτικό μας επίπεδο, καθώς κινδυνεύουμε να εγκλωβιστούμε σε μια κατάσταση ισορροπίας χαμηλών παραγωγικών δυνατοτήτων.
Μελέτες που εκπονήθηκαν στην Τράπεζα της Ελλάδος με θέμα το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών, και οι οποίες θα δημοσιευθούν σύντομα, δείχνουν ότι η παραγωγική δομή της ελληνικής οικονομίας, η οποία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση, η σημαντική υπερτίμηση της πραγματικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και άλλες ιδιαιτερότητες, όπως η υψηλή εξάρτηση από το πετρέλαιο, οδήγησαν στη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Οι εξελίξεις της ανταγωνιστικότητας τιμών, σε συνδυασμό με την υστέρηση σε άλλες πτυχές της ανταγωνιστικότητας που εξετάζουν οι συγγραφείς του βιβλίου που παρουσιάζεται σήμερα, είχαν σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε 14,6% το 2008 από 7,8% του ΑΕΠ το 2000.
Οι μελέτες που έγιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι τα προβλήματα σε επίπεδο θεσμών και κοινωνικής συμπεριφοράς (διαφθορά, αναποτελεσματική γραφειοκρατία, ποιότητα του νομοθετικού πλαισίου κ.ά.), οι αδυναμίες του εκπαιδευτικού συστήματος και η ανεπάρκεια των υποδομών επηρεάζουν αρνητικά την παραγωγικότητα της οικονομίας. Η υστέρηση της παραγωγικής δυναμικότητας είναι εμφανής τόσο σε κλάδους της μεταποίησης – τους οποίους εξετάζει και το παρουσιαζόμενο βιβλίο – όσο και σε κλάδους όπου η Ελλάδα έχει παραδοσιακό πλεονέκτημα, όπως στον τουρισμό.
Το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών δεν είναι διατηρήσιμο. Για την αποκατάσταση της διατηρησιμότητάς του απαιτείται ένα μίγμα πολιτικής που θα επαναφέρει τη μακροοικονομική και μικροοικονομική ισορροπία και θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και την παραγωγικότητα της οικονομίας.
Όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας και συζητάμε σήμερα εδώ αναδεικνύουν μερικά βασικά, ιδιαίτερα κρίσιμα, ζητήματα με τα οποία θα ήθελα να τελειώσω την παρέμβασή μου.
1ον. Η κρίση που περνάμε σήμερα είναι συνολική και αγγίζει όλες τις πτυχές την ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Συνεπώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε αποσπασματική, ούτε βραχυπρόθεσμη. Απαιτείται ριζικός αναπροσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής με δίδυμους μεσοπρόθεσμους στόχους, όπως δίδυμες είναι και οι αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση: Αφενός, διατηρήσιμη και συνεχής δημοσιονομική προσαρμογή και, παράλληλα, μια πολιτική διαρθρωτικών αλλαγών που θα βελτιώνουν σταθερά την ανταγωνιστικότητα.
2ον. Το δεύτερο ζήτημα αφορά τον εξαιρετικά επείγοντα χαρακτήρα των αλλαγών που απαιτούνται. Τα μεγάλα προβλήματα που διστάσαμε να αντιμετωπίσουμε στο παρελθόν είναι τώρα μπροστά μας και το κόστος της αδράνειας όχι μόνο πολλαπλασιάζεται, αλλά και διαχέεται σε ολόκληρη την ελληνική οικονομία και την κοινωνία.
3ον. Το τρίτο και ίσως το κρισιμότερο θέμα στο οποίο θέλω να σταθώ είναι οι ιστορικές ευθύνες που πρέπει να αναλάβουμε όλοι μπροστά στη μεγάλη πρόκληση. Η πορεία των επόμενων χρόνων θα προσδιοριστεί σε μεγάλο βαθμό από το στόχο που θα επιλέξουμε. Θέλουμε μια Ελλάδα εγκλωβισμένη σε μια ισορροπία χαμηλών δυνατοτήτων ή μια Ελλάδα σύγχρονη και δυναμική; Σίγουρα δεν μπορούμε πλέον να πορευθούμε με τις συνταγές του παρελθόντος, με προκατασκευασμένες απαντήσεις σε προβλήματα που είτε τίθενται με νέο τρόπο είτε είναι εντελώς καινούργια, με ιδεοληπτικές ερμηνείες της πραγματικότητας, με αγώνα για την προάσπιση των κεκτημένων, με επιδίωξη του μέγιστου κέρδους στο βραχύτερο χρονικό διάστημα, με επιλεκτική και κατά το δοκούν εφαρμογή θεσμών και νόμων, με άρνηση κάθε προσπάθειας για οικοδόμηση συναίνεσης.
Η κρίση θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία για την πραγματοποίηση των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, και όχι απλώς για συζήτηση σχετικά με αυτές, δεδομένου ότι το κόστος ευκαιρίας που θα είχε η μη υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων είναι τεράστιο. Υπάρχουν παραδείγματα επιτυχούς προσαρμογής οικονομιών μετά από βαθιά κρίση, όπως π.χ. εκείνο της Φινλανδίας, που κατάφερε να "μεταλλαχθεί" σε μια οικονομία που στηρίζεται σε κλάδους υψηλής τεχνολογικής έντασης. Στην Ελλάδα, πάντως, η σημερινή κρίση δεν μοιάζει σε τίποτα με όσα γνωρίσαμε μέχρι σήμερα, τουλάχιστον στη μεταπολεμική μας ιστορία. Και βέβαια δε μπορεί να αντιμετωπιστεί με λογικές άλλων εποχών. Όσο πιο γρήγορα το κατανοήσουμε, τόσο πιο εύκολο θα είναι να βρούμε και να ακολουθήσουμε το νήμα που οδηγεί στην έξοδο από την κρίση.
Σχόλια αναγνωστών