Τελευταία Νέα
Ελλάδα

Τι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά

Τι περιλαμβάνει το νομοσχέδιο σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά
Στόχος του παρόντος Σχεδίου Νόμου (εφεξής: Σ.Ν.) είναι η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην οδηγία 2006/123/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 σχετικά με τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά (ΕΕ L 376 της 27.12.2006, σ. 36).
Η οδηγία αποσκοπεί στην προώθηση της δημιουργίας μιας γνήσιας εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών, η οποία δεν υπήρχε ακόμη στις αρχές της δεκαετίας του 2000, λόγω των εναπομενόντων νομικών εμποδίων που παρακώλυαν την ολοκλήρωση της.
Η οδηγία με τις ρυθμίσεις που προβλέπει θα συμβάλει στην αξιοποίηση των σημαντικών δυνατοτήτων που  παρέχει ο τομέας των υπηρεσιών, ενισχύοντας την οικονομική μεγέθυνση και δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Από τη διαδικασία αυτή θα επωφεληθούν και οι ελληνικές επιχειρήσεις και οι Έλληνες καταναλωτές.
Υπενθυμίζεται σχετικώς ότι από οικονομικής πλευράς ο τομέας των υπηρεσιών, ο τριτογενής τομέας, είναι σήμερα ο σημαντικότερος τομέας στην οικονομία των ευρωπαϊκών κοινοτήτων (αντιστοιχεί στο 70% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος και των θέσεων εργασίας στα περισσότερα κράτη μέλη). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Ε.Σ.Υ.Ε. για το 2008, οι υπηρεσίες που καλύπτει το νομοσχέδιο, συμβάλλουν στο 60,41% της προστιθέμενης αξίας της οικονομίας και περίπου στο 58% της απασχόλησης (βλ. έκθεση αξιολόγησης συνεπειών).
Η πλήρης ελευθέρωση των υπηρεσιών ήταν εξ υπαρχής ενταγμένη στην στρατηγική της Λισαβόνας ως βασικό στοιχείο της. Η οδηγία των υπηρεσιών εφαρμόζει βασικές αρχές της Λισαβόνας του 2000 καθώς και της «Λευκής Βίβλου» για τη διακυβέρνηση του 2002 (ανοιχτή μέθοδο συντονισμού, ανταλλαγή βέλτιστων πρακτικών, αμοιβαία αξιολόγηση).
Η Οδηγία, όπως διαμορφώθηκε τελικά, μετά τη σθεναρή στάση που τήρησε η πλειοψηφία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τις σχετικές τροπολογίες που υιοθετήθηκαν, διαφέρει σε πολλά και σημαντικά σημεία από το αρχικό κείμενο, της επονομαζόμενης και «Οδηγίας Μπολκενστάϊν».
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η πρόβλεψη στο τελικό κείμενο της Οδηγίας ότι, σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών με απόσπαση εργαζομένων, θα εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις της Οδηγίας 96/71/ΕΚ (Π.Δ.219/2000), ότι δηλαδή το εφαρμοστέο εργατικό δίκαιο θα είναι αυτό της χώρας υποδοχής και όχι εκείνο της χώρας προελεύσεως.
Υπήρξε απόφαση των νομοθετικών οργάνων της Ε.Ε. η οδηγία να έχει χαρακτήρα γενικό και οριζόντιο και όχι κλαδικό, υπό δύο έννοιες:
α) Η οδηγία αποσκοπεί στη διευκόλυνση της άσκησης δύο θεμελιωδών κοινοτικών ελευθεριών, της ελευθερίας εγκατάστασης φυσικών και νομικών προσώπων στον τριτογενή τομέα και της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών, χωρίς εγκατάσταση. Καλύπτονται όλες οι πτυχές της ελεύθερης κυκλοφορίας, μετακίνηση παρόχου, μετακίνηση αποδέκτη, καθώς και οι υπηρεσίες που μπορούν να παρασχεθούν από απόσταση, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που παρέχονται μέσω διαδικτύου.
Η οδηγία εισάγει μία σειρά από σημαντικές διοικητικές καινοτομίες, η πρώτη φάση των οποίων πρέπει να έχει περατωθεί ως την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της. Συγκεκριμένα, πρέπει :
•    Να έχει επιτευχθεί ένας βαθμός διοικητικής απλοποίησης στη νομοθεσία που διέπει τον τομέα των υπηρεσιών, εφόσον διαπιστώνεται ότι είναι απαραίτητο.
•    Να έχουν εγκατασταθεί και να λειτουργούν «κέντρα ενιαίας εξυπηρέτησης», για τους παρόχους υπηρεσιών και τους αποδέκτες. Τα κέντρα αυτά πρέπει να λειτουργούν ηλεκτρονικά και από απόσταση.
•    Να έχει πραγματοποιηθεί μία ευρείας κλίμακος απογραφή (screening) της νομοθεσίας (γενικής και ειδικής) που διέπει τις υπηρεσίες και να έχουν καταργηθεί ή τροποποιηθεί διατάξεις αντίθετες προς την κοινοτική νομοθεσία και τη νομολογία του ΔΕΚ.
•    Να έχει θεσπισθεί ένας προχωρημένος μηχανισμός διοικητικής συνεργασίας με τα άλλα κράτη μέλη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Θα υπάρξει διασύνδεση με το ηλεκτρονικό σύστημα ανταλλαγής πληροφοριών I.M.I. (Internal Market Information) που αποτελεί διευρωπαϊκό δίκτυο και έχει ήδη τεθεί σε εφαρμογή στον τομέα της αμοιβαίας αναγνώρισης προσόντων και πιλοτικά από 1.1.2009 στον τομέα των υπηρεσιών.
β) Καλύπτει το σύνολο του τριτογενούς τομέα (με σημαντικές εξαιρέσεις βέβαια, που αποτέλεσαν αντικείμενο σκληρής διαπραγμάτευσης και ερμηνεύονται περιοριστικά). Με την έννοια αυτή είναι γενική και δεν υπεισέρχεται εκ των πραγμάτων σε τομεακές λεπτομέρειες.
Η οδηγία δεν συνοδεύεται από κατάλογο δραστηριοτήτων που υπάγονται σε αυτή, γιατί θα ήταν πάντα ανοιχτός, αφού η τεχνολογική πρόοδος δημιουργεί συνεχώς νέες κατηγορίες υπηρεσιών.
Αν χρησιμοποιήσει κανείς τις βασικές διακρίσεις της οικονομικής επιστήμης, η οδηγία καλύπτει τόσο τις ενδιάμεσες υπηρεσίες που παρέχονται σε επιχειρήσεις (business to business), όσο και σε τελικούς καταναλωτές. Ενδεικτικά αναφέρονται:
Υπηρεσίες προς επιχειρήσεις:
    Υπηρεσίες παροχής συμβουλών σε θέματα διοίκησης και διαχείρισης•
    Υπηρεσίες πιστοποίησης και υπηρεσίες δοκιμών•
    Υπηρεσίες διαχείρισης εγκαταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης γραφείων•
    Υπηρεσίες διαφήμισης, προσλήψεων, εμπορικών πρακτόρων•
    Υπηρεσίες σχετικές με δικαιώματα βιομηχανικής και πνευματικής ιδιοκτησίας.

Υπηρεσίες προς επιχειρήσεις και προς καταναλωτές:
    Επαγγελματικές υπηρεσίες (υπηρεσίες δικηγόρων, μηχανολόγων, τοπογράφων, κτηνιάτρων κλπ)•
    Υπηρεσίες συνδεόμενες με ακίνητα, όπως οι υπηρεσίες μεσιτικών γραφείων•
    Διανεμητικό εμπόριο•
    Υπηρεσίες εκπαίδευσης και κατάρτισης•
    Οργάνωση εμπορικών εκθέσεων•
    Υπηρεσίες ενοικίασης αυτοκινήτων και λήζινγκ

Υπηρεσίες προς καταναλωτές:
    Υπηρεσίες τουριστικών γραφείων, υπηρεσίες ξεναγών•
    Υπηρεσίες αναψυχής, αθλητικών κέντρων, πάρκων αναψυχής•
    Υπηρεσίες υποστήριξης κατ’ οίκον, όπως η παροχή βοήθειας σε ηλικιωμένα άτομα, στο βαθμό που δεν αποκλείονται από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας•
    Υπηρεσίες σχολών οδηγών•
    Υπηρεσίες ιδιωτικών μουσείων, βιβλιοθηκών, θεάτρων.

Η οδηγία των υπηρεσιών, ως γενική και συνολική, έχει χαρακτήρα συμπληρωματικό της υφιστάμενης τομεακής νομοθεσίας. Σε περίπτωση σύγκρουσης διάταξης της οδηγίας αυτής και διατάξεων άλλων κοινοτικών πράξεων που αναφέρονται σε ειδικά θέματα υπηρεσιών, ο γενικός κανόνας είναι ότι υπερισχύουν οι διατάξεις των τελευταίων. Τελικός γνώμων για τη λύση ενδεχόμενης σύγκρουσης θα είναι οι διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου δηλαδή οι διατάξεις για το δικαίωμα εγκαταστάσεως και την ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών (αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας).
Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα κοινοτικών πράξεων των οποίων οι διατάξεις υπερισχύουν της οδηγίας των υπηρεσιών αναφέρονται ο κανονισμός για τις κοινωνικές ασφαλίσεις, η οδηγία για τη ραδιοτηλεόραση, η οδηγία για την αμοιβαία αναγνώριση προσόντων (2005/36/ΕΚ) και η προαναφερθείσα οδηγία για την απόσπαση εργαζομένων (96/71/ΕΚ). Η σχέση ειδικά της τελευταίας οδηγίας με την οδηγία των υπηρεσιών έδωσε λαβή για κοινωνικές αντιδράσεις και διαμαρτυρίες για «κοινωνικό ντάμπινγκ». Η τελική διατύπωση της οδηγίας που, όπως προαναφέρθηκε υπήρξε συνέπεια έντονων αντιδράσεων και, τελικά, τροπολογιών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, δίνει τέλος στις αντιδικίες αυτές. Συγκεκριμένα,  είναι σαφές τόσο από το άρθρο 3 παρ. 1 της οδηγίας (άρθρο 5 παρ. 1 του Σ.Ν.) όσο και από το άρθρο 17 παράγραφος 2 (άρθρο 18 παράγραφος 2 του Σ.Ν.) ότι σε περίπτωση διασυνοριακής παροχής υπηρεσίας με απόσπαση εργαζομένων (π.χ. κατασκευαστικές υπηρεσίες ή υπηρεσίες κατεδάφισης) εφαρμόζονται πλήρως οι διατάξεις της οδηγίας 96/71/ΕΚ (Π.Δ.219/2000), ότι δηλαδή το εφαρμοστέο εργατικό δίκαιο είναι αυτό της χώρας υποδοχής και όχι της χώρας καταγωγής.
Όπως είναι γνωστό, τα τελευταία τριάντα χρόνια έχει διαμορφωθεί μία ογκώδης νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με βάση την ερμηνεία των άρθρων 49 (δικαίωμα εγκαταστάσεως) και 56 (ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών) της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ). Η νομολογία αυτή όμως είχε συχνά τομεακό και περιπτωσιολογικό χαρακτήρα, που δεν συμβιβαζόταν απόλυτα με τη συνολική και οριζόντια μορφή της οδηγίας. Η λύση που επιλέχθηκε από τους συντάκτες της οδηγίας είναι η γενίκευση (όσο αυτό ήταν δυνατό) και η ομαδοποίηση των αποφάσεων του ΔΕΚ και η ουσιαστική μετατροπή τους σε νομοθεσία. Αυτό είναι προφανές π.χ. ακόλουθα στα άρθρα του Σ.Ν.: 15 (απαιτήσεις που πρέπει να καταργηθούν στο πλαίσιο του δικαιώματος εγκαταστάσεως), 16 παρ. 2 (απαιτήσεις που αξιολογούνται), 17 παρ. 2 (απαιτήσεις που απαγορεύονται στο πλαίσιο της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών), 20 και 21 (απαιτήσεις που απαγορεύεται να επιβάλλονται στους αποδέκτες).
Η προβλεπόμενη από την Οδηγία απογραφή της νομοθεσίας που διέπει τις υπηρεσίες καλύπτει τρεις κατηγορίες:
α) τα συστήματα αδειοδότησης που αναφέρονται στις υπηρεσίες,
β) τις «απαιτήσεις» (νομοθετικές και διοικητικές περιοριστικές ρυθμίσεις εν ευρεία έννοια, βλ. άρθρο 2 παράγραφος 7 του Σ.Ν.) που πρέπει είτε να καταργηθούν είτε να αξιολογηθούν και
γ) τις απαγορεύσεις πολυεπαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Τα συστήματα αδειοδότησης και οι «απαιτήσεις» που θα διατηρηθούν πρέπει να δικαιολογούνται, με επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος (από αυτούς που έχει αναγνωρίσει η νομολογία του ΔΕΚ – βλ. άρθρο 2 παράγραφος 8 του Ν.Σ) και να περιληφθούν σε έκθεση που θα διαβιβασθεί στα υπόλοιπα κράτη μέλη και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Μια δεύτερη έκθεση θα συνταχθεί στο πλαίσιο του άρθρου 16 παρ. 1 και 16 παρ. 3 πρώτο εδάφιο της οδηγίας (διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών) σχετικά με τις απαιτήσεις που θα εφαρμόσει η ελληνική διοίκηση, ερμηνεύοντας τους όρους δημόσια τάξη, δημόσια ασφάλεια, δημόσια υγεία και προστασία του περιβάλλοντος.
Στη συνέχεια, μετά την έναρξη ισχύος της οδηγίας, θα εκτυλιχθεί η δεύτερη φάση. Κάθε κράτος μέλος θα παραλάβει τις εκθέσεις των άλλων κρατών μελών και θα πρέπει, μέσα σε ένα εξάμηνο, να διατυπώσει παρατηρήσεις σε κάθε μία από αυτές. Τελική κατάληξη θα είναι ή σύνταξη συνθετικής έκθεσης από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με βάση τις παρατηρήσεις αυτές, στο Συμβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ως τα τέλη του 2010.
Η έκθεση θα περιέχει ενδεχομένως και συμπληρωματικές πρωτοβουλίες, δηλαδή προτάσεις νέων νομοθετικών μέτρων με βάση τις συγκλίσεις που θα εμφανίσουν οι παρατηρήσεις επί των εκθέσεων.
Η οδηγία προβλέπει και άλλες δράσεις για το μέλλον, όπως την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο (άρθρο 37 της οδηγίας) ή την συμπληρωματική εναρμόνιση σε θέματα όπως οι υπηρεσίες ασφάλειας (security) ή δικαστικής είσπραξης οφειλών (άρθρο 39 της οδηγίας). Και η ρήτρα αναθεώρησης του άρθρου 41 προβλέπει την υποβολή συνολικής έκθεσης από την Επιτροπή στα τέλη του 2011 και ανά τριετία στη συνέχεια. Η έκθεση μπορεί να περιέχει προτάσεις για πρόσθετα μέτρα, όπως μέτρα εναρμόνισης, ή ένταξη σε αυτήν τομέων, που σήμερα εξαιρούνται. Η οδηγία επομένως και ο νόμος που την ενσωματώνει είναι ένα βασικό βήμα μιας πορείας που θα διαρκέσει τουλάχιστον μια δεκαετία με στόχο την πραγματική ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς υπηρεσιών.
Ένα θεμελιώδες ζήτημα που πρέπει να υπογραμμισθεί είναι ο τρόπος με τον οποίο το τελικό κείμενο της οδηγίας (άρθρο 16 της οδηγίας, άρθρο 17 του Σ.Ν.) αντιμετωπίζει το θέμα της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών. Όπως είναι γνωστό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στην αρχική της πρόταση του 2004 χρησιμοποιούσε ως βασική μέθοδο για το άνοιγμα της διασυνοριακής αγοράς υπηρεσιών την αρχή της χώρας καταγωγής η οποία βέβαια υπήρχε ήδη σε υφιστάμενες κλαδικές οδηγίες όπως αυτές της ραδιοτηλεόρασης ή του ηλεκτρονικού εμπορίου.
Στην περίπτωση όμως της οδηγίας των υπηρεσιών η έννοια της αρχής της χώρας καταγωγής είχε ευρύτατο νομικό περιεχόμενο και η προοπτική της εφαρμογής της σε ένα τεράστιο οικονομικό τομέα όπως ο τριτογενής, δημιούργησε αντιδράσεις ακόμη και φόβους για κοινωνικό ντάμπινγκ εκ μέρους των νέων χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, που μόλις είχαν ενταχθεί στις Ε.Κ. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στην πρώτη ανάγνωση παρενέβη δραστικά: διέγραψε τον όρο «αρχή της χώρας καταγωγής» από τον τίτλο του κεφαλαίου και το άρθρο 16 και γενικότερα από την οδηγία και τον αντικατέστησε με τον όρο της Συνθήκης «ελεύθερη παροχή υπηρεσιών». Το κείμενο του άρθρου 16 αναδιατυπώθηκε και παρέμεινε αναλλοίωτο στις επόμενες φάσεις της διαπραγμάτευσης (τροποποιημένη πρόταση της Επιτροπής, κοινή θέση του Συμβουλίου, δεύτερη ανάγνωση από το Ε.Κ.). Μεταφέρεται αυτούσιο στην ελληνική νομοθεσία, ως άρθρο 17 του Σ.Ν. Συνοδεύεται από μια σειρά από άλλες διατάξεις, εγκατεσπαρμένες σε διάφορα σημεία της οδηγίας και του Σ.Ν. (π.χ. άρθρα 3 παρ. 3, 5 παρ. 2, 17 παρ. 3 δεύτερη φράση του Σ.Ν.) ώστε να εξασφαλίζεται, στο μέτρο του δυνατού, ότι μετά τη διαγραφή της αρχής της χώρας καταγωγής από την οδηγία δεν θίγεται ούτε το ποινικό δίκαιο, ούτε το εργατικό δίκαιο, ούτε τα θεμελιώδη συνδικαλιστικά δικαιώματα, ούτε οι διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, εθνικές και κοινοτικές, ιδίως αυτές που αναφέρονται στην προστασία του καταναλωτή, ούτε οι εθνικές διατάξεις περί απασχόλησης, που περιλαμβάνονται σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας.
Οι διατάξεις αυτές διευκρινίζονται περαιτέρω από διάφορες καταχωρήσεις στην αιτιολογία της οδηγίας (βλ. αιτιολογικές σκέψεις 12, 13, 14, 32, 82, 86, 87, 90 κλπ.).
Το άρθρο 17 του Σ.Ν. που εξασφαλίζει την ελευθερία διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών συνοδεύεται από μια σειρά παρεκκλίσεων, γενικών (άρθρο 18 του Σ.Ν.) ή κατά περίπτωση (άρθρο 19).
Μεταξύ των γενικών παρεκκλίσεων σημειώνονται αυτές που αναφέρονται στις υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ιδίως ταχυδρομικές υπηρεσίες, υπηρεσίες σχετικές με την ενέργεια, το φυσικό αέριο, τα ύδατα, τα λύματα, τα απόβλητα), στην προστασία των προσωπικών δεδομένων, στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών από δικηγόρους, στις διατάξεις περί διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών της οδηγίας των προσόντων, στην κοινωνική ασφάλιση, στην πνευματική ιδιοκτησία, στις διατάξεις του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου για τις συμβατικές και εξωσυμβατικές ενοχές, περιλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στον τύπο των συμβάσεων.
Οι κατά περίπτωση παρεκκλίσεις ερμηνεύονται περιοριστικά (άρθρο 19) και εφαρμόζονται σε συνδυασμό με τις διατάξεις του Σ.Ν. για τη διοικητική συνεργασία.
Η οδηγία για τις υπηρεσίες στην εσωτερική αγορά, ως πράξη παραγώγου κοινοτικού δικαίου, με νομική βάση τα άρθρα 47 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ, πρώτο και τρίτο εδάφιο, (η διάταξη δεν διατηρήθηκε στην ενοποιημένη μορφή της Συνθήκης της Λισαβόνας) και 62 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 55 της Συνθήκης ΕΚ), υπόκειται όπως είναι ευνόητο, στις διατάξεις του πρωτογενούς δικαίου.
Το γεγονός αυτό τονίζεται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Οδηγίας (άρθρο 5 παράγραφος 3 του Σ.Ν.) και σε διάφορα σημεία της αιτιολογίας (βλέπε αιτιολογική σκέψη 30 εν τέλει ή αιτιολογική σκέψη 75) και σημαίνει ότι σε περιπτώσεις σύγκρουσης επικρατεί το πρωτογενές δίκαιο - άρθρα 49 και 56 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 43 και 49 της Συνθήκης ΕΚ) - όπως έχει ερμηνευθεί ή μπορεί να ερμηνευθεί στο μέλλον από το ΔΕΚ.

ΙΙ.    ΑΝΑΛΥΣΗ ΚΑΤ’ΑΡΘΡΟ

Το πρώτο μέρος του σχεδίου νόμου, περιέχει τις διατάξεις για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στις διατάξεις της οδηγίας 2006/123.
Το πρώτο κεφάλαιο του Σ.Ν. περιέχει τις γενικές διατάξεις.
Το άρθρο 2 δίνει μια σειρά ορισμών για έννοιες που χρησιμοποιούνται κατ’ επανάληψη στο κείμενο του Σ.Ν.. Βασική έννοια, όπως είναι αυτονόητο, είναι αυτή της υπηρεσίας. Ο ορισμός στηρίζεται στο άρθρο 57 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην άρθρο 50 της Συνθήκης ΕΚ) - όπως ερμηνεύτηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ.
Δύο είναι τα κύρια στοιχεία του: ότι πρόκειται για δραστηριότητα οικονομική μη μισθωτή, δηλαδή ασκούμενη από αυτοαπασχολούμενους ή επιχειρήσεις, και ότι παρέχεται επ’ αμοιβή. Δεν έχει σημασία αν η αμοιβή καταβάλλεται από τον αποδέκτη ή από τρίτο.
Οι ορισμοί «πάροχος υπηρεσιών», «αποδέκτης», «κράτος μέλος εγκατάστασης», «εγκατάσταση», ακολουθούν τις εξελίξεις της κοινοτικής νομοθεσίας και της νομολογίας του ΔΕΚ.
Επισημαίνεται η ευρύτητα των ορισμών του «συστήματος χορήγησης άδειας» και της «απαίτησης». Η δεύτερη έννοια αναφέρεται σε πολλά σημεία του Σ.Ν.
Στην παράγραφο 8 του άρθρου 2 παρατίθεται ένας ενδεικτικός κατάλογος επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος, που έχουν αναγνωριστεί ως τέτοιοι από τη νομολογία του ΔΕΚ και συμπληρώνονται από την αιτιολογική σκέψη 40 της οδηγίας.
Για τον ορισμό της έννοιας «νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα» που χρησιμοποιείται στο Σ.Ν., γίνεται παραπομπή στην οδηγία 2005/36/ΕΚ (αμοιβαία αναγνώριση προσόντων) όπως θα ενσωματωθεί, από την οποία και προέρχεται.
Στην παράγραφο 1 του άρθρου 3 υπενθυμίζεται η γενικότητα του Σ.Ν. (δεν περιέχει ειδικές διατάξεις για συγκεκριμένους κλάδους υπηρεσιών) και αναγράφεται ο σκοπός του, δηλαδή η διευκόλυνση άσκησης της ελευθερίας εγκατάστασης των παρόχων υπηρεσιών και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, διατηρώντας ταυτόχρονα υψηλό ποιοτικό επίπεδο υπηρεσιών.
Οι επόμενες παράγραφοι του άρθρου 3 διευκρινίζουν αρνητικά με τι δεν ασχολείται το Σ.Ν. και τι δεν θίγει. Το Σ.Ν. αυτό καθεαυτό, δεν συνεπάγεται ούτε την απελευθέρωση των υπηρεσιών γενικού οικονομικού ενδιαφέροντος (π.χ. του τομέα των υδάτων), ούτε την ιδιωτικοποίηση δημοσίων φορέων παροχής υπηρεσιών, ούτε την κατάργηση μονοπωλίων παροχής υπηρεσιών. Δεν θίγει επίσης τις κρατικές ενισχύσεις που χορηγούν οι ελληνικές αρχές σε τομείς υπηρεσιών και οι οποίες διέπονται από τις κοινοτικές διατάξεις περί κρατικών ενισχύσεων.
Όπως διευκρινίστηκε και προηγουμένως, σε συνεχεία της διαγραφής της αρχής της χώρας καταγωγής από την οδηγία, οι περιπτώσεις γ έως και η της παραγράφου 3 του άρθρου 3 του Σ.Ν. διασφαλίζουν ότι δεν θίγονται κατ’ αρχήν οι εθνικές διατάξεις του ποινικού και εργατικού δικαίου, οι διατάξεις κοινωνικής ασφάλισης, η άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων, το δικαίωμα διαπραγμάτευσης, σύναψης και εφαρμογής συλλογικών συμβάσεων και το δικαίωμα εργατικών κινητοποιήσεων.
Το άρθρο 4 οριοθετεί το πεδίο εφαρμογής του νόμου. Από πλευράς προσώπων εφαρμόζεται σε υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε ένα κράτος μέλος. Δεν εφαρμόζεται σε υπηρεσίες παρόχων εγκατεστημένων σε τρίτες χώρες. Το θέμα αυτό ρυθμίζεται από τη Γενική Συμφωνία Υπηρεσιών (GATS) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, στην οποία μετέχουν και οι Ε.Κ.
Από το πεδίο εφαρμογής του νόμου εξαιρούνται ορισμένες δραστηριότητες υπηρεσιών:
•    Οι μη οικονομικές υπηρεσίες γενικού συμφέροντος (ο όρος δεν υπάρχει στη Συνθήκη αλλά παράγεται εξ αντιδιαστολής από τον όρο «υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος» του άρθρου 106 παράγραφος 2 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 86§2 της Συνθήκης ΕΚ).
•    Ορισμένοι βασικοί τομείς υπηρεσιών για τους οποίους υπάρχει πρόσφατη και αναλυτική κοινοτική νομοθεσία, όπως ο χρηματοπιστωτικός, ο τηλεπικοινωνιακός, οι υπηρεσίες που υπάγονται στην κοινή πολιτική μεταφορών, περιλαμβανομένων των λιμενικών υπηρεσιών (διευκρινίζεται στην αιτιολογική σκέψη 21 ότι εξαιρούνται και τα ταξί και τα ασθενοφόρα).
•    Άλλοι τομείς που είτε διέπονται από ειδική νομοθεσία (ραδιοτηλεόραση) είτε κρίνεται σκόπιμο να αποτελέσουν αντικείμενο ειδικής ρύθμισης (υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης, ορισμένες κατηγορίες κοινωνικών υπηρεσιών).
•    Τομείς υπηρεσιών που χρειάζονται ειδική ρύθμιση, όπως οι υπηρεσίες ασφάλειας ή συνδέονται με την τοποθέτηση εργαζομένων (γραφεία εύρεσης προσωρινής εργασίας).
•    Υπηρεσίες που συνδέονται με την άσκηση δημόσιας εξουσίας ή υπηρεσίες συμβολαιογράφων και δικαστικών επιμελητών.
Εξαιρούνται, τέλος, από το Σ.Ν. όλα τα θέματα φορολογίας, άμεσης και έμμεσης.

Το κεφάλαιο Β του Σ.Ν. έχει τον τίτλο «Διοικητική Απλούστευση» και εφαρμόζεται οριζόντια τόσο στο δικαίωμα εγκατάστασης όσο και στη διασυνοριακή παροχή υπηρεσιών.
Σύμφωνα με το άρθρο 6, αν οι διαδικασίες και διατυπώσεις που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για την πρόσβαση σε δραστηριότητα υπηρεσιών ή την άσκηση της δεν είναι αρκούντως απλές, πρέπει να απλοποιηθούν. Προβλέπεται εξουσιοδότηση προς τον Υπουργό Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τον Υπουργό Οικονομικών, με την οποία δημιουργείται το αναγκαίο πλαίσιο για την επίτευξη αυτού του σκοπού.
Σε περίπτωση που οι αρμόδιες αρχές απαιτούν από τους παρόχους ή τους αποδέκτες υπηρεσιών πιστοποιητικά, βεβαιώσεις κτλ. υποχρεούνται να δέχονται ισοδύναμα έγγραφα και έχουν την δυνατότητα να μην επιβάλουν την προσκόμιση πρωτότυπων, επικυρωμένων αντιγράφων ή επικυρωμένων μεταφράσεων. Στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 θεσπίζεται εξαίρεση για τα έγγραφα που απαιτούνται στο πλαίσιο ορισμένων κοινοτικών πράξεων, όπως οι οδηγίες για τις δημόσιες συμβάσεις ή η οδηγία για την εγκατάσταση δικηγόρων. Στα έγγραφα αυτά περιλαμβάνονται αντίγραφα ποινικού μητρώου, ένορκες βεβαιώσεις, υπεύθυνες δηλώσεις, πιστοποιητικά εγγραφής σε επαγγελματικό ή εμπορικό μητρώο, καταστατικά και ισολογισμοί εταιρειών κλπ.
Τα άρθρα 7 έως 9 εκπληρώνουν την επιταγή της οδηγίας για εγκαθίδρυση κέντρων ενιαίας εξυπηρέτησης θεσπίζοντας το πλαίσιο λειτουργίας τους. Η παράγραφος 1 του άρθρου 7 ορίζει τις διαδικασίες και διατυπώσεις που μπορούν να διεκπεραιώσουν οι πάροχοι υπηρεσιών μέσω ενός Ενιαίου Κέντρου Εξυπηρέτησης (εφεξής Ε.Κ.Ε.).
Η έννοια των Ε.Κ.Ε. δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να δημιουργηθεί ένας και μοναδικός κεντρικός φορέας, αλλά είναι δυνατόν να λειτουργούν πλείονα Ε.Κ.Ε.. Ωστόσο, το Ε.Κ.Ε. πρέπει να είναι ενιαίο από τη σκοπιά του μεμονωμένου παρόχου, δηλαδή ο πάροχος υπηρεσιών πρέπει να μπορεί να διεκπεραιώσει όλες τις διαδικασίες απευθυνόμενος σε ένα μόνο τέτοιο κέντρο.
Σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 2 του νομοσχεδίου τα υφιστάμενα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών (ΚΕΠ) που έχουν συσταθεί με το ν. 3013/2002 (Α΄102) όπως τροποποιήθηκε, μπορούν να λειτουργήσουν, εν όλω ή εν μέρει, και ως Ε.Κ.Ε., ώστε να υπάρχει και δυνατότητα εξυπηρέτησης με φυσική παρουσία του ενδιαφερομένου. Δίνεται εξουσιοδότηση στα Υπουργεία Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών για την ρύθμιση όλων των συναφών προβλημάτων οργάνωσης και λειτουργίας.
Το άρθρο 8 παράγραφοι 1 έως 5, παραθέτει τις πληροφορίες και τη βοήθεια οι οποίες πρέπει να είναι διαθέσιμες από τα Ε.Κ.Ε. προς τους παρόχους και αποδέκτες υπηρεσιών. Οι πληροφορίες αυτές και η βοήθεια αυτή πρέπει να είναι προσβάσιμες εξ αποστάσεως και με ηλεκτρονικά μέσα.
Προκειμένου να εκπληρωθεί η υποχρέωση αποτελέσματος, που θεσπίζεται από το άρθρο 8 παρ. 1 της οδηγίας, ότι δηλαδή όλες οι διαδικασίες και διατυπώσεις για την πρόσβαση σε δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και την άσκηση τους θα μπορούν να διεκπεραιωθούν εύκολα από απόσταση και με ηλεκτρονικά μέσα μέσω του οικείου Ε.Κ.Ε., επιβάλλονται, με το άρθρο 9 παρ. 1 του Σ.Ν. οι ανάλογες υποχρεώσεις στις αρμόδιες αρχές και παρέχονται, με το άρθρο 9 παρ. 3 οι κατάλληλες εξουσιοδοτήσεις στο Υπουργείο Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και τα συναρμόδια υπουργεία, σε σχέση με τις διαδικασίες που πρέπει να διεκπεραιώνουν τα Ε.Κ.Ε.

Το επόμενο κεφάλαιο Γ αναφέρεται στην ελευθερία εγκαταστάσεως των παρόχων υπηρεσιών και διαιρείται σε δύο τμήματα.
Το πρώτο ασχολείται με τις διαδικασίες αδειοδότησης των δραστηριοτήτων υπηρεσιών.
Βάσει του άρθρου 10 όλα τα υφιστάμενα συστήματα άδειας για δραστηριότητες υπηρεσιών πρέπει να ελεγχθούν με βάση τα πορίσματα της νομολογίας του ΔΕΚ (παράγραφος 1) και αν δεν είναι σύμφωνα με αυτά να τροποποιηθούν ή και να αντικατασταθούν με άλλες διαδικασίες, με εξαίρεση τα συστήματα άδειας που προκύπτουν άμεσα ή έμμεσα από την κοινοτική νομοθεσία (πχ. την οδηγία των προσόντων ή την νομοθεσία περιβάλλοντος). Στο άρθρο 11 ορίζονται τα βασικά στοιχεία του κοινοτικού προτύπου άδειας που θα τεθεί σε εφαρμογή στο μέλλον. Με το άρθρο 12 τίθενται γενικοί κανόνες ότι η άδεια καλύπτει όλη την επικράτεια και ότι η άρνηση ή ανάκληση άδειας πρέπει να είναι πλήρως αιτιολογημένη και ότι η διάρκεια της δεν μπορεί να είναι περιορισμένη. Με την παράγραφο 4 του άρθρου 12 πάντως ορίζεται ότι δεν θίγεται η αυτονόητη δυνατότητα των αρχών να ανακαλούν την άδεια αν έχουν παύσει πλέον να υφίστανται οι προϋποθέσεις χορήγησής της. Σύμφωνα με το άρθρο 13 αν ο αριθμός των διαθέσιμων αδειών για συγκεκριμένη δραστηριότητα είναι περιορισμένος, λόγω σπανιότητας των διαθέσιμων φυσικών πόρων ή τεχνικών δυνατοτήτων, πρέπει κατ’ αρχήν να εφαρμόζονται διαδικασίες επιλογής μεταξύ των δυνητικών υποψηφίων.
Τέλος, το άρθρο 14 θέτει μία σειρά από διαδικαστικούς κανόνες για τη χορήγηση άδειας, οι οποίοι πρέπει να τηρούνται από τις αρμόδιες αρχές. Μία σημαντική αλλαγή γίνεται με την παράγραφο 4, σύμφωνα με την οποία υφίστανται εφεξής περιπτώσεις όπου η έλλειψη απάντησης της Διοίκησης συνεπάγεται χορήγηση άδειας. Οι περιπτώσεις αυτές θα προσδιορίζονται στην απαντητική επιστολή, που προβλέπεται στην παράγραφο 5 του ιδίου άρθρου.
Το δεύτερο τμήμα του Κεφαλαίου Γ του Σ.Ν. αναφέρεται σε δύο κατηγορίες «απαιτήσεων» (βλ. άρθρο 2 παράγραφος 7) της ελληνικής νομοθεσίας, υφισταμένων ή ενδεχομένων. Και οι δύο κατάλογοι «απαιτήσεων» των άρθρων 15 και 16 προέρχονται από την περιπτωσιολογική νομολογία του ΔΕΚ.
Με το άρθρο 15 προσδιορίζεται η πρώτη κατηγορία «απαιτήσεις που πρέπει να καταργηθούν» και περιέχει διακρίσεις, άμεσες ή έμμεσες.
Με το άρθρο 16 προσδιορίζεται η δεύτερη κατηγορία «απαιτήσεις που πρέπει να αξιολογηθούν» και δεν περιέχει διακρίσεις. Πρόκειται όμως για μέτρα για τα οποία η νομολογία του ΔΕΚ έχει αποφανθεί ότι μπορεί να αποτελούν περιορισμούς στην πρόσβαση σε μια δραστηριότητα υπηρεσιών ή στην άσκηση της. Το άρθρο 16 παρ. 2 παραθέτει τέτοιες «απαιτήσεις», όπως η ύπαρξη ποσοτικών ή γεωγραφικών περιορισμών για την είσοδο σε μια δραστηριότητα (δεν θίγονται όμως οι υπηρεσίες φορτηγών ή βυτιοφόρων ως δραστηριότητες μεταφορών ή τα φαρμακεία, ως δραστηριότητα υγειονομικής περίθαλψης) ή οι υποχρεωτικές ελάχιστες ή μέγιστες τιμές ή αμοιβές.
Οι «απαιτήσεις» αυτές δεν καταργούνται αυτόματα, όπως αυτές του άρθρου 15. Πρέπει ή να τροποποιηθούν (αν είναι αντίθετες με τις γενικές αρχές της νομολογίας του ΔΕΚ στον τομέα) ή να δικαιολογηθούν με επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος, να περιληφθούν σε έκθεση και να αποτελέσουν αντικείμενο αμοιβαίας αξιολόγησης, όπως αναφέρθηκε στο Γενικό Μέρος.
Στη διαδικασία αυτή υπάγονται και οι υπηρεσίες γενικού οικονομικού συμφέροντος (ΥΓΟΣ), ιδίως οι λεγόμενες «υπηρεσίες δικτύου» (ταχυδρομεία, ηλεκτρική ενέργεια, φυσικό αέριο, ύδατα), εφόσον όμως, αυτό δεν παρακωλύει, νομικά ή στην πράξη, την εκτέλεση της συγκεκριμένης αποστολής που τους έχει ανατεθεί - άρθρο 17 παρ. 4 του ΝΣ., 106 παρ. 2 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 86 παρ. 2 της Συνθήκης ΕΚ), νομολογία του ΔΕΚ και προσδιορίζεται και στην αιτιολογική σκέψη 70 της οδηγίας.
Η ελληνική διοίκηση υποχρεούται, ήδη από την 1.1.2007 να κοινοποιεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λόγους διαφάνειας όλα τα νέα μέτρα που εισάγουν κριτήρια από αυτά που παρατίθενται στο άρθρο 16 παρ. 2.

Το κεφάλαιο Δ αναφέρεται στην ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών.
Ειδικότερα το πρώτο τμήμα, άρθρα 17 έως 19, αναφέρεται στην ελεύθερη παροχή υπηρεσιών.
Το άρθρο 17 αποτελεί την καρδιά του πολιτικού συμβιβασμού που έγινε μεταξύ Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Συμβουλίου και Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με το άρθρο αυτό:
•    Εξασφαλίζεται ότι οι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα παρέχοντες υπηρεσίες έχουν το δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες και σε άλλα κράτη μέλη – δεν δικαιούται η ελληνική νομοθεσία να τους το απαγορεύσει.
•    Εξασφαλίζεται το δικαίωμα στους εγκατεστημένους σε άλλα κράτη μέλη παρόχους υπηρεσιών να παρέχουν υπηρεσίες στην ελληνική επικράτεια.
•    Με την παράγραφο 4 του άρθρου 17 καθορίζονται οι «απαιτήσεις» τις οποίες δικαιούται να προβάλλει η ελληνική διοίκηση έναντι παρόχων υπηρεσιών εγκατεστημένων σε άλλο κράτος μέλος εφόσον στηρίζονται στις αρχές της μη διάκρισης ,της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Οι μόνοι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος των οποίων επιτρέπεται η επίκληση είναι η δημόσια τάξη, η δημόσια ασφάλεια, η δημόσια υγεία, και η προστασία του περιβάλλοντος. Επομένως η επίκληση άλλων επιτακτικών λόγων δημοσίου συμφέροντος από αυτούς που παρατίθενται στο άρθρο 2 παράγραφος 8 του Σ.Ν., αποκλείεται. Αυτή είναι και η ουσία του επιτευχθέντος πολιτικού συμβιβασμού στα πλαίσια της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, χωρίς τον οποίο δε θα είχε υιοθετηθεί η οδηγία.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 παραθέτει ένα κατάλογο «απαιτήσεων» που απαγορεύονται στα πλαίσια της διασυνοριακής παροχής υπηρεσιών, ως αντίθετες με το άρθρο 56 της Συνθήκης της Λισαβόνας (πρώην 49 της Συνθήκης ΕΚ), όπως κρίθηκε από τη νομολογία του ΔΕΚ.
Όπως αναφέρθηκε και στο γενικό μέρος, η αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών που καθιερώνει το άρθρο 17 ακολουθείται από δύο κατηγορίες παρεκκλίσεων:
•    Τις γενικές παρεκκλίσεις του άρθρου 18 (οι οποίες είχαν συνταχθεί αρχικά ως παρεκκλίσεις από την αρχή της χώρας καταγωγής αλλά με τροποποιήσεις και διαρρυθμίσεις παρέμειναν ως παρεκκλίσεις από την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών).
•    Τις παρεκκλίσεις κατά περίπτωση του άρθρου 19 οι οποίες διέπονται από αυστηρές ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις και συνδυάζονται με τις διατάξεις του Κεφαλαίου ΣΤ για τη διοικητική συνεργασία.

Δεν προβλέπονται ούτε από το τελικό κείμενο της οδηγίας (και επομένως από το Σ.Ν.) μεταβατικές παρεκκλίσεις για κατηγορίες υπηρεσιών όπως τα τυχερά παίγνια. Τα τυχερά παίγνια εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Σ.Ν. (άρθρο 4 παρ. 2 περίπτωση η).
Το δεύτερο τμήμα του Κεφαλαίου IV αναφέρεται στα δικαιώματα των αποδεκτών υπηρεσιών. Είναι η πρώτη φορά που τα δικαιώματα αυτά, που έχουν αναγνωρισθεί κατ’ επανάληψη από τη νομολογία του ΔΕΚ, ρυθμίζονται από ένα γενικό και οριζόντιο κοινοτικό νομοθέτημα.
Το άρθρο 20 απαγορεύει κάθε περιορισμό σε αποδέκτες που διαμένουν στην Ελλάδα (βλ. άρθρο 2 παράγραφος 3) να χρησιμοποιούν υπηρεσίες που παρέχονται από φορέα παροχής υπηρεσιών εγκατεστημένο σε άλλο κράτος μέλος, απαιτώντας από αυτούς άδεια ή υποβολή δήλωσης ή χορηγώντας τους οικονομικές ενισχύσεις που περιέχουν διακρίσεις λόγω τόπου εγκατάστασης του παρόχου ή τόπου παροχής της υπηρεσίας.
Όπως είναι προφανές απαγορεύεται κάθε διάκριση μεταξύ αποδεκτών υπηρεσιών, λόγω ιθαγένειας ή κατοικίας (π.χ. διαφοροποίηση του εισιτηρίου εισόδου σε Μουσείο ανάλογα με την ιθαγένεια του επισκέπτη). Το άρθρο 21 καθιστά σαφή αυτή την απαγόρευση.
Το άρθρο 22 προβλέπει (παρ. 1) ότι οι αποδέκτες υπηρεσιών που διαμένουν στην Ελλάδα έχουν δικαίωμα να λαμβάνουν πληροφορίες για τις απαιτήσεις που ισχύουν σε άλλα κράτη μέλη σχετικά με την παροχή υπηρεσιών, την προστασία καταναλωτών, τα έννομα μέσα που έχουν στη διάθεση τους σε περίπτωση διαφοράς κλπ.
Με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 ορίζεται ότι η βοήθεια αυτή στους αποδέκτες υπηρεσιών ανατίθεται για μεν τους καταναλωτές στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Ελλάδος, για δε τις επιχειρήσεις στο Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (Enterprise Europe Network- Hellas).Οι ως άνω φορείς για να εκπληρώσουν τη συγκεκριμένη αποστολή μπορούν να έρχονται σε επαφή με τους αντίστοιχους φορείς των άλλων κρατών μελών.
Το Κεφάλαιο Ε του Σ.Ν. φέρει τον τίτλο «ποιότητα των υπηρεσιών» και περιλαμβάνει τα άρθρα εκείνα του αντίστοιχου κεφαλαίου της Οδηγίας που είναι δεσμευτικά και δημιουργούν υποχρεώσεις.
Το άρθρο 23 του Σ.Ν. υποχρεώνει τους παρόχους υπηρεσιών που είναι εγκατεστημένοι στην Ελλάδα να θέτουν στη διάθεση των αποδεκτών, είτε διαμένουν στην Ελλάδα, είτε διαμένουν σε άλλο κράτος μέλος, μία σειρά από πληροφορίες (παρ. 1). Η υποχρέωση είναι γενική και οριζόντια και αφορά όλους τους παρόχους υπηρεσιών σε όλες τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Σ.Ν.. Ο τρόπος παροχής των πληροφοριών αυτών αφήνεται στην επιλογή του παρόχου (παρ. 2). Οι πάροχοι είναι υποχρεωμένοι να δίδουν και τις συμπληρωματικές πληροφορίες της παρ. 3, εφόσον αυτό ζητηθεί από τον αποδέκτη.
Ενδεχόμενες πειθαρχικές ή διοικητικές κυρώσεις για παραβίαση των ανωτέρω θα επιβάλλονται με βάση το Π.Δ. που προβλέπει η εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 35 του παρόντος.
Οι ανωτέρω διατάξεις δεν εμποδίζουν τον Έλληνα νομοθέτη να επιβάλλει στους εγκατεστημένους στην Ελλάδα παρόχους υπηρεσιών πρόσθετες υποχρεώσεις πληροφόρησης, είτε στο σύνολό τους, είτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες.
Το άρθρο 24 αναφέρεται στην ασφάλιση επαγγελματικής ευθύνης που υποχρεούνται να συνάπτουν ή στις εγγυήσεις που υποχρεούνται να παρέχουν ορισμένες κατηγορίες παρόχων υπηρεσιών «οι υπηρεσίες των οποίων ενέχουν άμεσο και συγκεκριμένο κίνδυνο για την υγεία ή την  ασφάλεια του αποδέκτη ή τρίτου ή τη χρηματοοικονομική ασφάλεια του αποδέκτη». Η παρ. 4 του άρθρου 24 δίδει ορισμούς των όρων που χρησιμοποιούνται.
Η παρ. 2 του άρθρου αναφέρεται στην περίπτωση που η ελληνική νομοθεσία ήδη επιβάλλει τέτοιες υποχρεώσεις σε παρόχους εγκατεστημένους στην Ελλάδα ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα και η μη διάκριση μεταξύ ήδη εγκατεστημένων και αυτών που σκοπεύουν να εγκατασταθούν μεταγενέστερα.
Το άρθρο 25 αναφέρεται στις εμπορικές επικοινωνίες (διαφημίσεις-βλ.ορισμούς των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 2 του Σ.Ν.) των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων.
Η βασική υποχρέωση που θεσπίζεται στην παρ. 1 είναι ότι καταργούνται όλες οι συνολικές απαγορεύσεις, δηλαδή η απόλυτη απαγόρευση κάθε είδους εμπορικής επικοινωνίας. Η παρ. 2 θέτει τους κανόνες που πρέπει να διέπουν εφεξής τις εμπορικές επικοινωνίες των νομοθετικά κατοχυρωμένων επαγγελμάτων. Οποιοιδήποτε περιορισμοί πρέπει να δικαιολογούνται με επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος. Το θέμα συνδέεται και με την εκπόνηση κωδίκων δεοντολογίας σε κοινοτικό επίπεδο από επαγγελματικούς φορείς, οργανώσεις ή ενώσεις, την οποία ενθαρρύνει το άρθρο 37 της Οδηγίας (που δεν ενσωματώνεται στο Σ.Ν ως προγραμματικό). Η παρ. 3 δίδει την εξουσιοδότηση να γίνουν οι δέουσες καταργήσεις και τροποποιήσεις με Π.Δ. που θα εκδοθούν από τους αρμόδιους υπουργούς.
Το άρθρο 26 ασχολείται με τις λεγόμενες δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων, δηλαδή τις δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών που προϋποθέτουν τη συνεργασία διαφόρων ειδικοτήτων. Έχουν διαπιστωθεί περιορισμοί στον τομέα αυτό σε διάφορα κράτη μέλη. Ο πιο γνωστός και διαδεδομένος είναι ίσως η απαγόρευση σε δικηγόρους να συμπράττουν σε εταιρική μορφή με άλλες ειδικότητες (π.χ. φοροτεχνικούς ή λογιστές). Σημειώνεται όμως ότι σχετικά πρόσφατη νομολογία του ΔΕΚ έχει χαρακτηρίσει τους περιορισμούς αυτούς σε δικηγόρους ως θεμιτούς (απόφαση της 19.2.2002, Wouters, υπόθεση C-309/1999).
Ο βασικός κανόνας που θέτει η παρ. 1 του άρθρου 26 είναι ότι δεν επιτρέπονται απαγορεύσεις ή περιορισμοί σε δραστηριότητες πολλαπλών ειδικοτήτων. Σύμφωνα με τη διατύπωση του «οι πάροχοι υπηρεσιών δεν υπόκεινται σε απαιτήσεις που τους υποχρεώνουν να ασκούν αποκλειστικά συγκεκριμένη δραστηριότητα ή που περιορίζουν την άσκηση από κοινού ή σε εταιρική σχέση διαφορετικών δραστηριοτήτων». Από το γενικό κανόνα μπορούν να εξαιρεθούν δύο κατηγορίες παρόχων:
•    Τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα (ορισμός: άρθρο 2 παράγραφος 11)
•    Οι πάροχοι υπηρεσιών πιστοποίησης τεχνικού ελέγχου ή δοκιμών.
Η εξαίρεση δεν είναι αυτόματη αλλά χρειάζεται δικαιολόγηση για τα νομοθετικά κατοχυρωμένα επαγγέλματα χωριστά για το καθένα, ανάλογα με τις ιδιαιτερότητές τους.
Οι περιορισμοί που διατηρούνται με τη δικαιολόγησή τους με επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος καταχωρίζονται στην έκθεση που πρέπει να  υποβληθεί σύμφωνα με την οδηγία, το συντομότερο δυνατό. Η παρ. 2 του άρθρου δίδει εξουσιοδότηση στον Υπουργό Οικονομικών και στον εκάστοτε αρμόδιο Υπουργό με Π.Δ. να επιτρέπουν στις προαναφερόμενες κατηγορίες παρόχων να μετέχουν σε πολυεπαγγελματικές δραστηριότητες εξασφαλίζοντας παράλληλα αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων, ύπαρξη ασυμβίβαστων, κλπ.
Το άρθρο 27 αναφέρεται στην επίλυση διαφορών. Η παρ. 1 επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών, γενικά την υποχρέωση να παρέχουν στοιχεία επικοινωνίας ώστε να μπορούν οι αποδέκτες να υποβάλλουν παράπονα ή διαμαρτυρίες ή να ζητήσουν πληροφορίες.
Η παρ. 3 του άρθρου 27 έχει αυτοτέλεια και γενικότερες επιπτώσεις και εφαρμόζεται όταν απαιτείται η κατάθεση χρηματικής εγγύησης για συμμόρφωση σε δικαστική απόφαση, που εκδίδεται προς επίλυση διαφορών που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Σ.Ν. Στην περίπτωση αυτή, οι ελληνικές αρχές οφείλουν  να αναγνωρίσουν ισοδύναμες εγγυήσεις από τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες, κλπ., μη εγκατεστημένες στην Ελλάδα αλλά εγκατεστημένες σε άλλο κράτος μέλος.
Θεσπίζεται επίσης στην παρ. 4 του άρθρου 27 υποχρέωση για τους παρόχους υπηρεσιώ

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης