Τελευταία Νέα
Ελλάδα

Τι αλλάζει στον τρόπο με τον οποίο το δημόσιο κατάσχει τις τραπεζικές καταθέσεις των οφειλετών του

 Τι αλλάζει στον τρόπο με τον οποίο το δημόσιο κατάσχει τις τραπεζικές καταθέσεις των οφειλετών του
Στο υπό κατάθεση κείμενο του νέου φορολογικού νομοσχεδίου τίθενται υπό το άρθρο 67 («αναγκαστική είσπραξη οφειλών») νέες ρυθμίσεις που τροποποιούν τις υφιστάμενες στον Κώδικα Εισπράξεων Δημοσίων Εσόδων (ν.δ. 356/1974 άρθρα 30 επ.).
Το ζήτημα έχει ιδιαίτερη σημασία μετά την ισχύ του άρθρου 24 ν. 2915/2001, το οποίο θέσπισε νομοθετικά την δυνατότητα της κατάσχεσης τραπεζικών καταθέσεων.
Οι τροποποιήσεις αυτές ρυθμίζουν τα ζητήματα τα οποία απασχόλησαν τη θεωρία και τη νομολογία τα τελευταία δέκα έτη με αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις και αποφάσεις.

Τα ζητήματα αυτά είναι συνοπτικά τα κατωτέρω:

1. Η διαδικασία της κατάσχεσης.


α. Ο τόπος κοινοποίησης του κατασχετηρίου εγγράφου.

Με το νέο νόμο προστίθεται νέα διάταξη μετά το άρθρο 30 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων οποία αναφέρει «Ειδικά για κατασχέσεις απαιτήσεων στα χέρια πιστωτικών ιδρυμάτων, το κατασχετήριο έγγραφο κοινοποιείται στο κεντρικό κατάστημα ή σε οποιοδήποτε υποκατάστημα αυτών και μπορεί να περιέχει πολλούς οφειλέτες του Δημοσίου».
Με τη νέα διάταξη φαίνεται να λύνεται το πρόβλημα το οποίο είχε απασχολήσει την επιστήμη σχετικά με την ισχύ του άρθρου 90 ν.δ. 1923 μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ.
Το άρθρο αυτό επέβαλλε ως τρόπο επιβολής της κατάσχεσης στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης επίδοση του κατασχετηρίου όχι στην κεντρική διοίκηση του νομικού προσώπου αλλά στον διευθυντή του καταστήματος ή υποκαταστήματος όπου εκάστοτε ετηρείτο ο λογαριασμός. Αυτός ο τελευταίος έπρεπε συνακόλουθα να υποβάλει και τη δήλωση που προέβλεπε ο νόμος.
Ακολουθώντας τις υφιστάμενες ερμηνευτικές παραδοχές, η νομολογία ακολούθησε δύο απόψεις στην περίπτωση που το κατασχετήριο έγγραφο επιδίδετο στην κεντρική διοίκηση της τραπέζης κι όχι στο υποκατάστημα όπου ετηρείτο ο λογαριασμός του οφειλέτη:
Κατά μία ερμηνευτική εκδοχή θεωρείτο «ανυπόστατη» η κατάσχεση  ενώ κατά άλλη εθεωρείτο ότι υπάρχει «πλημμέλεια της επιδόσεως» η οποία μπορεί να επιφέρει ακυρότητα της επιδόσεως του κατασχετηρίου που πρέπει όμως να απαγγελθεί ύστερα από άσκηση ανακοπής κι εφόσον αποδεικνύεται «βλάβη» της τράπεζας .
Είναι προφανές ότι με το σχέδιο νόμου καθίσταται ευχερέστερη από το Δημόσιο η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων των οφειλετών  αφού πλέον αρκεί για το έγκυρο αυτής να γίνει οπουδήποτε η επίδοση του κατασχετηρίου εγγράφου.


β. Το περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου.

Όσον αφορά το περιεχόμενο του κατασχετηρίου εγγράφου η νέα διάταξη προβλέπει τη δυνατότητα στο ίδιο κατασχετήριο έγγραφο να περιέχονται περισσότεροι οφειλέτες ενώ παράλληλα επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας στον οποίο αναφέρεται το είδος και το ποσό κάθε οφειλής ως και ο αριθμός και η χρονολογία βεβαίωσής της.
Συνεπώς το κατασχετήριο έγγραφο πρέπει να περιέχει, όπως ισχύει και ως σήμερα, τα στοιχεία του άρθρου 30 παρ. 1 του ΚΕΔΕ  και συμπληρωματικά του άρθρου 983 του ΚΠολΔ , ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται το ποσό για το οποίο επιβάλλεται η κατάσχεση καθώς επίσης και επαρκή στοιχεία για τον καθορισμό της έννομης σχέσης από την οποία προέρχεται η οφειλή του τρίτου  και επιπλέον, στην περίπτωση που αυτό περιέχει πολλούς οφειλέτες, πρέπει να επισυνάπτεται για τον κάθε οφειλέτη πίνακας με το είδος, τον αριθμό και  τη χρονολογία βεβαίωσης της οφειλής .

γ. Η καταβολή της οφειλής.

Σύμφωνα με το έως σήμερα ισχύον άρθρο 30 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων «…προσκαλείται ο τρίτος όπως τα μεν υπ’ αυτού εις τον οφειλέτην του Δημοσίου οφειλόμενα χρήματα κατάθεση εντός οκτώ ημερών εις το Δημόσιον Ταμείον…».    Παράλληλα, όσον αφορά τα ξένα νομίσματα ή τα χρεόγραφα οι τράπεζες υποχρεούνταν να καταβάλλουν αυτά στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων.
Ωστόσο, αρκετές φορές τα πιστωτικά ιδρύματα προέβαιναν στην καταβολή των οφειλομένων στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων καθόσον ακολουθούσαν τις διατάξεις 87-89 του ν.δ. 17 Ιουλίου/13 Αυγούστου 1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών» .
Με το νέο νόμο «η απόδοση των ποσών στην υπηρεσία που επέβαλε την  κατάσχεση γίνεται υποχρεωτικά εντός δέκα ημερών από την υποβολή της δήλωσης του πιστωτικού ιδρύματος, χωρίς τήρηση άλλης αντίθετης γενικής ή ειδικής διαδικασίας».

2. Η δήλωση του τρίτου.

α. Οι συνέπειες της παράλειψης

Με το νέο σχέδιο νόμου διατυπώνεται εκ νέου το άρθρο 33 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων ως εξής: «Εάν ο τρίτος δεν προβεί σε δήλωση ή προβεί εκπρόθεσμα ή χωρίς την τήρηση του τύπου που προβλέπεται από το άρθρο 32 του παρόντος, λογίζεται οφειλέτης του Δημοσίου για το σύνολο της απαίτησης, για την οποία επιβλήθηκε η κατάσχεση, εκτός αν αποδείξει ότι δεν οφείλει στον καθού ή ότι η οφειλή του είναι μικρότερη από την απαίτηση του Δημοσίου, οπότε απαλλάσσεται ή ευθύνεται μέχρι του ύψους της οφειλής του, κατά περίπτωση».
Με τη νέα αυτή διατύπωση του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ φαίνεται να επιλύεται το ζήτημα που είχε απασχολήσει τη θεωρία και τη νομολογία σχετικά με την ύπαρξη ή μη αμάχητου τεκμηρίου οφειλής του τρίτου σε περίπτωση που αυτός δεν προβεί καθόλου στη δήλωση του άρθρου 32 του ΚΕΔΕ ή την κάνει εκπρόθεσμα ή όχι κατά τον τύπο που περιγράφει η ως άνω διάταξη, σύμφωνα με το ισχύον ως σήμερα άρθρο 33 του παρόντος νόμου.
Το ζήτημα αυτό της συνταγματικότητας ή μη της διάταξης του άρθρου 33 του ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε μέχρι σήμερα, είχε απασχολήσει τη θεωρία η οποία έκανε λόγο για παραβίαση των άρθρων 20 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος.
Κατά μία ερμηνευτική θέση το άρθρο αυτό , κατ’ απόκλιση από τις ρυθμίσεις του ΚΠολΔ, δημιουργούσε «νόμιμο αμάχητο τεκμήριο» ή «πλάσμα δικαίου» ότι ο τρίτος που δεν υπέβαλε δήλωση ή δεν υπέβαλε αυτή νομότυπα ή εμπρόθεσμα (εντός 8 ημερών)  εκαθίστατο οφειλέτης του Δημοσίου και μάλιστα για όλο το ποσό για το οποίο επιβλήθηκε η κατάσχεση . Κατά του τεκμηρίου αυτού δεν χωρούσε ανταπόδειξη πλην της περιπτώσεως προβολής και απόδειξης ανωτέρας βίας αναφορικά με την παράλειψη υποβολής δήλωσης ή το εκπρόθεσμο της.
Η νομολογία επέμεινε κι αυτή στην ύπαρξη του αμάχητου τεκμηρίου πλην όμως προσπάθησε να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής μόνο στις ως άνω αναφερθείσες περιπτώσεις. Έτσι έχει γίνει δεκτό ότι η ανακριβής δήλωση του τρίτου και εν γένει η ουσιαστικά αναληθής δήλωση αυτού, πέραν από την προς αποζημίωση ευθύνη του έναντι του κατασχόντος, χορηγεί στον τελευταίο, όπως και η αρνητική δήλωση, δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά της δηλώσεως αυτής, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του ΚΕΔΕ, εκδικαζόμενη κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 986 ΚΠολΔ, στο οποίο τούτο παραπέμπει και να ζητήσει την καταδίκη του τρίτου στην καταβολή του κατασχεθέντος ποσού και ενδεχομένως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη.
Με τη νέα ρύθμιση δεν μπορεί να γίνει λόγος πλέον για αμάχητο τεκμήριο και γίνεται δεκτό το πάγιο αίτημα της θεωρίας ότι ο τρίτος (και δη η τράπεζα) μέσω ανακοπής κατά της εκτέλεσης του Δημοσίου απαλλάσσεται αν προβάλει και ανταποδείξει την ανυπαρξία οφειλής του προς τον καθού η κατάσχεση.


β. Το περιεχόμενο της δήλωσης.

Με τη νέα διάταξη θεσπίζεται ότι «η δήλωση του πιστωτικού ιδρύματος, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32, γίνεται κοινή για όλους τους οφειλέτες του κατασχετηρίου εγγράφου και συνοδεύεται απαραίτητα από παραστατικό κίνησης του τραπεζικού λογαριασμού του κάθε οφειλέτη για διάστημα τουλάχιστον πέντε ημερών πριν την ημερομηνία επίδοσης του κατασχετηρίου εγγράφου και μιας ημέρας μετά από αυτήν, άλλως θεωρείται ότι δεν υποβλήθηκε ποτέ δήλωση».
Η διατύπωση αυτή φαίνεται να λύνει το ζήτημα της έκτασης της άρσης του απορρήτου του άρθρου 24 του Ν. 2915/2001 αναφορικά με την έκταση της πληροφόρησης του κατασχόντος του Δημοσίου σε συνδυασμό με τους περιορισμούς του Ν.2472/1997 «περί απορρήτου των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» και του ν.δ. 1059/1971 «περί τραπεζικού απορρήτου».
Να σημειωθεί ότι η υποχρέωση του τραπεζικού ιδρύματος να προσκομίσει παραστατικό κίνησης του λογαριασμού του οφειλέτη προϋποθέτει μεν επιβολή κατάσχεσης (αφού είναι αναγκαίο περιεχόμενο της δήλωσης του άρθρου 32 του ΚΕΔΕ) και δεν κατοχυρώνει γενική αξίωση του Δημοσίου για παροχή πληροφοριών του οφειλέτη ,  πλην όμως εφόσον υπάρχει κατάσχεση η τράπεζα δεν μπορεί να αρκεστεί σε  απλή απάντηση-δήλωση σχετικά με την ύπαρξη οφειλής.

Συμπέρασμα


Με αναφερόμενες διατάξεις φαίνεται να επιλύονται δικονομικά ζητήματα, να απλουστεύονται οι διαδικασίες και να παρέχεται μεγαλύτερη «ασφάλεια δικαίου» στους εμπλεκόμενους φορείς.

Κώστας Λέων και Συνεργάτες
leon@infocontrol.gr


Ο Κώστας Λέων είναι δικηγόρος με μεταπτυχιακές σπουδές στο εμπορικό και ευρωπαϊκό δίκαιο


Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης