γράφει : Πέτρος Λεωτσάκος
Ζητήματα που αφορούν το εύρος του δημόσιου τομέα και καταγραφή των δραστηριοτήτων του περιλαμβάνονται στο κείμενο εργασίας του ΙΟΒΕ με τίτλο «Μέγεθος και Εύρος Δραστηριοτήτων του Δημόσιου Τομέα που εκπόνησε ο καθηγητής Βασίλης Ράπανος, Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΟΒΕ.
Όσον αφορά τη σχέση μεγέθους του Δημόσιου Τομέα και οικονομικής ανάπτυξης το κείμενο εργασίας καταλήγει στο βασικό συμπέρασμα ότι εκείνο που παίζει καθοριστικό ρόλο δεν είναι τόσο το μέγεθος, όσο η αποτελεσματική λειτουργία του κρατικού μηχανισμού και η ποιότητα των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών θεσμών. Γι’ αυτό μεγάλη σημασία έχει όχι μόνο το πόσα φορολογικά έσοδα εισπράττει ένα κράτος, ως ποσοστό του ΑΕΠ, και το πόσα δαπανά, αλλά και η διάρθρωση αυτών των εσόδων και των δαπανών και η ύπαρξη των κατάλληλων θεσμών και μηχανισμών που διασφαλίζουν την αποτελεσματική διαχείριση των πόρων του Δημοσίου. Οι θεσμοί αυτοί υπάρχουν στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες, αλλά υπολειτουργούν ή απουσιάζουν από τις αναπτυσσόμενες.
Για το ζήτημα των ΔΕΚΟ επισημαίνεται κατ’ αρχάς η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια με την μετοχοποίηση ΔΕΚΟ και την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, τονίζεται όμως ότι απ’ όσες παραμένουν στο Κράτος, πολλές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Ορισμένες δε απ’ αυτές που ανήκουν στις μεταφορές παρουσιάζουν πολύ υψηλές ζημίες: το 2007 «περίπου το 47% των ζημιών προέρχεται από τον ΟΣΕ και περίπου το 38% από τους συγκοινωνιακούς φορείς της Αθήνα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στο κείμενο εργασίας προτείνεται το Υπουργείο Οικονομικών να επανεξετάσει όλο το πλέγμα των δημόσιων επιχειρήσεων και να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο όλες οι υπάρχουσες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν έννοια ύπαρξης. Για όσες υπάρχει λόγος ύπαρξης να δημιουργηθεί υπηρεσία στην Ειδική Γραμματεία που θα αξιολογεί τη δράση και τα αποτελέσματα τους και κάθε χρόνο, θα δημοσιεύει αναλυτικά τα οικονομικά αποτελέσματα και το πόσο αποτελεσματικά επιτυγχάνουν τους στόχους τους.
Στο τρίτο μέρος της εργασίας γίνεται μια απόπειρα καταγραφής της έκτασης των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του Δημόσιου Τομέα στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς εκτιμάται ότι με βάση όλους τους συμβατικούς δείκτες μέτρησης, το μέγεθος του κράτους στη χώρα μας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Τόσο τα έσοδα όσο και οι δαπάνες έχουν αυξηθεί και είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες προήλθε από την αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών. Πέρα όμως από την αύξηση των δαπανών, εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι η αποτελεσματικότητα των δαπανών είναι χαμηλή, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα είναι από τις πρώτες στον ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για δημόσια διοίκηση, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, παρά τη μεγάλη δαπάνη για τη δημόσια διοίκηση, η αποτελεσματικότητα της είναι αρκετά χαμηλή, με αποτέλεσμα το διοικητικό βάρος που επιφέρει το κράτος στις επιχειρήσεις να είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε (15). Είναι συνεπώς αναγκαίο να εξετασθεί η διάρθρωση του δημόσιου τομέα και η έκταση που έχει λάβει με τις πολυάριθμες υπηρεσίες και οργανισμούς.
Από τη σχετική καταγραφή προέκυψε ότι υπάρχει πλήθος υπηρεσιών και φορέων, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί εδώ και πολλά χρόνια και έκτοτε δεν έχει επανεξεταστεί η σκοπιμότητα ύπαρξης τους, η αναδιάρθρωσης τους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι «επανίδρυση» του κράτους είναι μια αναγκαιότητα, η οποία όμως για να γίνει απαιτεί συστηματική καταγραφή των υπηρεσιών και των φορέων, των πόρων και του προσωπικού που απασχολούν, του τι ακριβώς κάνουν. Σε πρώτη φάση επομένως, το κάθε υπουργείο θα πρέπει να συστήσει ειδική ομάδα που θα καταγράψει όλα τα πιο πάνω στοιχεία και θα τα αξιολογήσει. Από τη διαδικασία αυτή θα αναφανούν και οι δυνατότητες αλλαγών και αναδιάρθρωσης υπηρεσιών και φορέων.
Για το ζήτημα των ΔΕΚΟ επισημαίνεται κατ’ αρχάς η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια με την μετοχοποίηση ΔΕΚΟ και την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο, τονίζεται όμως ότι απ’ όσες παραμένουν στο Κράτος, πολλές εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα. Ορισμένες δε απ’ αυτές που ανήκουν στις μεταφορές παρουσιάζουν πολύ υψηλές ζημίες: το 2007 «περίπου το 47% των ζημιών προέρχεται από τον ΟΣΕ και περίπου το 38% από τους συγκοινωνιακούς φορείς της Αθήνα», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Στο κείμενο εργασίας προτείνεται το Υπουργείο Οικονομικών να επανεξετάσει όλο το πλέγμα των δημόσιων επιχειρήσεων και να τεθεί το ερώτημα κατά πόσο όλες οι υπάρχουσες επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν έννοια ύπαρξης. Για όσες υπάρχει λόγος ύπαρξης να δημιουργηθεί υπηρεσία στην Ειδική Γραμματεία που θα αξιολογεί τη δράση και τα αποτελέσματα τους και κάθε χρόνο, θα δημοσιεύει αναλυτικά τα οικονομικά αποτελέσματα και το πόσο αποτελεσματικά επιτυγχάνουν τους στόχους τους.
Στο τρίτο μέρος της εργασίας γίνεται μια απόπειρα καταγραφής της έκτασης των δραστηριοτήτων και των υπηρεσιών του Δημόσιου Τομέα στην Ελλάδα. Κατ’ αρχάς εκτιμάται ότι με βάση όλους τους συμβατικούς δείκτες μέτρησης, το μέγεθος του κράτους στη χώρα μας έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Τόσο τα έσοδα όσο και οι δαπάνες έχουν αυξηθεί και είναι χαρακτηριστικό ότι η μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες προήλθε από την αύξηση των μεταβιβαστικών πληρωμών. Πέρα όμως από την αύξηση των δαπανών, εκείνο που διαπιστώνεται είναι ότι η αποτελεσματικότητα των δαπανών είναι χαμηλή, σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτο ότι η Ελλάδα είναι από τις πρώτες στον ΟΟΣΑ σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για δημόσια διοίκηση, ως ποσοστό του ΑΕΠ. Όμως, παρά τη μεγάλη δαπάνη για τη δημόσια διοίκηση, η αποτελεσματικότητα της είναι αρκετά χαμηλή, με αποτέλεσμα το διοικητικό βάρος που επιφέρει το κράτος στις επιχειρήσεις να είναι το υψηλότερο στην Ε.Ε (15). Είναι συνεπώς αναγκαίο να εξετασθεί η διάρθρωση του δημόσιου τομέα και η έκταση που έχει λάβει με τις πολυάριθμες υπηρεσίες και οργανισμούς.
Από τη σχετική καταγραφή προέκυψε ότι υπάρχει πλήθος υπηρεσιών και φορέων, οι οποίοι έχουν δημιουργηθεί εδώ και πολλά χρόνια και έκτοτε δεν έχει επανεξεταστεί η σκοπιμότητα ύπαρξης τους, η αναδιάρθρωσης τους. Τα στοιχεία δείχνουν ότι «επανίδρυση» του κράτους είναι μια αναγκαιότητα, η οποία όμως για να γίνει απαιτεί συστηματική καταγραφή των υπηρεσιών και των φορέων, των πόρων και του προσωπικού που απασχολούν, του τι ακριβώς κάνουν. Σε πρώτη φάση επομένως, το κάθε υπουργείο θα πρέπει να συστήσει ειδική ομάδα που θα καταγράψει όλα τα πιο πάνω στοιχεία και θα τα αξιολογήσει. Από τη διαδικασία αυτή θα αναφανούν και οι δυνατότητες αλλαγών και αναδιάρθρωσης υπηρεσιών και φορέων.
Σχόλια αναγνωστών