γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
Συναγερμός έχει σημάνει στα επιτελεία των διοικήσεων των μεγάλων ελληνικών βιομηχανιών μπροστά στην μεγάλη πολιτική περιπέτεια που έχει εισέλθει η χώρα μας. Ασφαλείς πληροφορίες του www.bankingnews.gr αναφέρουν ότι οι επιχειρηματίες είναι ιδιαίτερα θορυβημένοι από την τροπή που έχουν λάβει οι πολιτικές εξελίξεις αλλά βέβαια ο μεγαλύτερος φόβος τους είναι να ξεκινήσουν οι διαδικασίες εξόδου της χώρας από την ζώνη του ευρώ.
Μεγάλες επιχειρήσεις όπως οι όμιλοι της Βιοχάλκο, του Μυτιληναίου, της Χαλυβουργικής, του Παπαστράτου, της Coca Cola εξετάζουν όλα τα ενδεχόμενα ακόμη και της μεταφοράς της έδρας τους στο εξωτερικό εφόσον το επόμενο διάστημα δεν επικρατήσει πολιτική σταθερότητα. Μην ξεχνάμε ότι οι παραπάνω επιχειρήσεις-εάν εξαιρέσουμε τον ζημιογόνο Παπαστράτο- κατευθύνουν πάνω απο το 90% των πωλήσεών τους στο εξωτερικό. Εχουν ενημερωθεί τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ότι εφόσον οι συνθήκες χειροτερέψουν και η χώρα ζήσει το χειρότερο καλοκαίρι στην μεταπολεμική της ιστορία η πιθανότητα μεταφοράς της έδρας ακόμη και γραμμών παραγωγής θεωρείται κάτι παραπάνω από βέβαιη.
Στις υπόλοιπες μικρομεσαίες εισηγμένες και μη επιχειρήσεις η εικόνα είναι δραματική. Από το 2011 και πολύ περισσότερο από το ξεκίνημα του 2012 xάνουν καλούς πελάτες που χρόνια στηρίζονταν από τις παραγγελίες τους και ενίσχυαν τον τζίρο και τα κέρδη. Η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη για τις εισηγμένες, που θεωρούν και τυπικά χαμένο το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, αφού λόγω έλλειψης ρευστότητας αδυνατούν να ανταποκριθούν στις παραγγελίες του εξωτερικού, χάνοντας έτσι πελάτες ή περιορίζοντας το πελατολόγιο αυστηρά σε μεγάλες βιομηχανίες που μπορούν να διατηρήσουν τις ταμειακές ροές τους. Βασικός στόχος των επιχειρήσεων είναι να μειώσουν δραστικά τις λειτουργικές δαπάνες. Κατά συνέπεια, μπορεί να χρειαστεί να λάβουν ανεπιθύμητες αποφάσεις, όπως κλείσιμο ζημιογόνων θυγατρικών επιχειρήσεων, απολύσεων σε μηνιαία βάση μέχρι του ποσοστού που ορίζει η ελληνική νομοθεσία κ.λπ. Στεγνώνουν από ταμειακά διαθέσιμα οι εισηγμένες επιχειρήσεις, διανύοντας τον πέμπτο μήνα του 5ου χρόνου ύφεσης στη χώρα μας. Η ασφυκτική οικονομική πίεση που επικρατεί έχει φθάσει στα όρια όσες λειτουργούσαν για αρκετό καιρό χωρίς προϋποθέσεις βιωσιμότητας, καθώς δεν είχαν κερδοφορία, δεν διέθεταν ρευστότητα και δεν είχαν τη διορατικότητα να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία τους. Υπάρχει η αίσθηση στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας ότι σιγά σιγά προωθείται ένας είδος ξεκαθαρίσματος, αφού προοδευτικά γίνονται περισσότερο προφανείς οι περιπτώσεις επιχειρηματικής εγκατάλειψης εταιρειών. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι υγιείς και κερδοφόρες εισηγμένες, που δεν ξεπερνούν τις 30 σε σύνολο 265, έχουν διακόψει από το β΄ εξάμηνο του 2011 την προμήθεια προϊόντων σε πελάτες τους που δεν είχαν τη δυνατότητα να προκαταβάλουν την αξία των παραγγελιών και μάλιστα σε διάστημα 30 ή και 60 ημερών.
Για τις υπόλοιπες εταιρείες, που συνεχίζουν να λειτουργούν, η παραμονή στην αγορά είναι μια μάχη με τον χρόνο, καθώς ο βαθμός δυσκολίας στην επιβίωση της πραγματικής οικονομίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα.Το 2012 είναι η χρονιά που θα αποκαλυφθεί ολόκληρη η εικόνα της κατάρρευσης επιχειρήσεων από πολλούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Μέχρι και το τέλος του 2011 κατεβλήθησαν προσπάθειες από τις τράπεζες να διασωθούν οι επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να παράγουν προϊόντα έστω και υπό το βάρος δανειακών υποχρεώσεων. Τώρα όμως όλα έχουν κριθεί. Τη φετινή χρονιά, υποστηρίζουν πολλοί επιχειρηματίες, θα δούμε ιστορικές εταιρείες να αφανίζονται και ακόμη περισσότερες να εισέρχονται στον λαβύρινθο της χρεοκοπίας, μέσω του άρθρου 99, απ? όπου ελάχιστες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επανακάμψουν. Οι εισηγμένες εταιρείες, εκτός από την ύφεση και το εχθρικό φορολογικό περιβάλλον, έχουν να αντιμετωπίσουν και την απροθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια ή ακόμα χειρότερα την απομόχλευση του ισολογισμού τους καλώντας πίσω ή περιορίζοντας τις χορηγήσεις τους όταν η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τη δευτερογενή αγορά είναι μάλλον αδύνατη. Δεν είναι λίγες οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που αυτή την περίοδο αντιμετωπίζει η Ελλάδα ως οικονομική οντότητα: αδυνατούν να αξιοποιήσουν κάποια πλεονεκτήματά τους ή την περιούσια τους, επειδή αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει παράγοντες επισφαλειών για δυνητικούς πελάτες ή προμηθευτές. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αφορά στις σχέσεις των εν Ελλάδι εταιρειών με τους ξένους προμηθευτές τους. Αυτοί δεν δέχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία εγγυητικές επιστολές ελληνικών τραπεζών και, επιπλέον, όχι μόνον έχουν περιορίσει τον χρόνο αποπληρωμής των εμπορευμάτων, αλλά, επιπλέον, ζητούν τα χρήματα πριν από την παράδοση. Μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας μας, με δίκτυο καταστημάτων σε όλη την επικράτεια, έχουν περιορίσει την πίστωση από 70 σε 30 ημέρες. Σε άλλη επιχείρηση η πίστωση των 60 ημερών έχει μετατραπεί σε προκαταβολή.
Οι εταιρείες που έχουν σταθερά το προβάδισμα έχουν περιορισμένο ρίσκο εγχώριας αγοράς και διατηρούν, απ? ό,τι φαίνεται, τον προσανατολισμό αυτό και στο ξεκίνημα της νέας χρήσης.
Ανέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Στις υπόλοιπες μικρομεσαίες εισηγμένες και μη επιχειρήσεις η εικόνα είναι δραματική. Από το 2011 και πολύ περισσότερο από το ξεκίνημα του 2012 xάνουν καλούς πελάτες που χρόνια στηρίζονταν από τις παραγγελίες τους και ενίσχυαν τον τζίρο και τα κέρδη. Η κατάσταση είναι μη αναστρέψιμη για τις εισηγμένες, που θεωρούν και τυπικά χαμένο το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς, αφού λόγω έλλειψης ρευστότητας αδυνατούν να ανταποκριθούν στις παραγγελίες του εξωτερικού, χάνοντας έτσι πελάτες ή περιορίζοντας το πελατολόγιο αυστηρά σε μεγάλες βιομηχανίες που μπορούν να διατηρήσουν τις ταμειακές ροές τους. Βασικός στόχος των επιχειρήσεων είναι να μειώσουν δραστικά τις λειτουργικές δαπάνες. Κατά συνέπεια, μπορεί να χρειαστεί να λάβουν ανεπιθύμητες αποφάσεις, όπως κλείσιμο ζημιογόνων θυγατρικών επιχειρήσεων, απολύσεων σε μηνιαία βάση μέχρι του ποσοστού που ορίζει η ελληνική νομοθεσία κ.λπ. Στεγνώνουν από ταμειακά διαθέσιμα οι εισηγμένες επιχειρήσεις, διανύοντας τον πέμπτο μήνα του 5ου χρόνου ύφεσης στη χώρα μας. Η ασφυκτική οικονομική πίεση που επικρατεί έχει φθάσει στα όρια όσες λειτουργούσαν για αρκετό καιρό χωρίς προϋποθέσεις βιωσιμότητας, καθώς δεν είχαν κερδοφορία, δεν διέθεταν ρευστότητα και δεν είχαν τη διορατικότητα να αξιοποιήσουν την ακίνητη περιουσία τους. Υπάρχει η αίσθηση στον επιχειρηματικό κόσμο της χώρας ότι σιγά σιγά προωθείται ένας είδος ξεκαθαρίσματος, αφού προοδευτικά γίνονται περισσότερο προφανείς οι περιπτώσεις επιχειρηματικής εγκατάλειψης εταιρειών. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι υγιείς και κερδοφόρες εισηγμένες, που δεν ξεπερνούν τις 30 σε σύνολο 265, έχουν διακόψει από το β΄ εξάμηνο του 2011 την προμήθεια προϊόντων σε πελάτες τους που δεν είχαν τη δυνατότητα να προκαταβάλουν την αξία των παραγγελιών και μάλιστα σε διάστημα 30 ή και 60 ημερών.
Για τις υπόλοιπες εταιρείες, που συνεχίζουν να λειτουργούν, η παραμονή στην αγορά είναι μια μάχη με τον χρόνο, καθώς ο βαθμός δυσκολίας στην επιβίωση της πραγματικής οικονομίας έχει αυξηθεί κατακόρυφα.Το 2012 είναι η χρονιά που θα αποκαλυφθεί ολόκληρη η εικόνα της κατάρρευσης επιχειρήσεων από πολλούς κλάδους της ελληνικής βιομηχανίας. Μέχρι και το τέλος του 2011 κατεβλήθησαν προσπάθειες από τις τράπεζες να διασωθούν οι επιχειρήσεις που θα μπορούσαν να παράγουν προϊόντα έστω και υπό το βάρος δανειακών υποχρεώσεων. Τώρα όμως όλα έχουν κριθεί. Τη φετινή χρονιά, υποστηρίζουν πολλοί επιχειρηματίες, θα δούμε ιστορικές εταιρείες να αφανίζονται και ακόμη περισσότερες να εισέρχονται στον λαβύρινθο της χρεοκοπίας, μέσω του άρθρου 99, απ? όπου ελάχιστες επιχειρήσεις θα καταφέρουν να επανακάμψουν. Οι εισηγμένες εταιρείες, εκτός από την ύφεση και το εχθρικό φορολογικό περιβάλλον, έχουν να αντιμετωπίσουν και την απροθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια ή ακόμα χειρότερα την απομόχλευση του ισολογισμού τους καλώντας πίσω ή περιορίζοντας τις χορηγήσεις τους όταν η δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τη δευτερογενή αγορά είναι μάλλον αδύνατη. Δεν είναι λίγες οι εταιρείες που αντιμετωπίζουν το πρόβλημα που αυτή την περίοδο αντιμετωπίζει η Ελλάδα ως οικονομική οντότητα: αδυνατούν να αξιοποιήσουν κάποια πλεονεκτήματά τους ή την περιούσια τους, επειδή αντιμετωπίζονται ως εν δυνάμει παράγοντες επισφαλειών για δυνητικούς πελάτες ή προμηθευτές. Η πλέον χαρακτηριστική περίπτωση αφορά στις σχέσεις των εν Ελλάδι εταιρειών με τους ξένους προμηθευτές τους. Αυτοί δεν δέχονται στη συντριπτική τους πλειοψηφία εγγυητικές επιστολές ελληνικών τραπεζών και, επιπλέον, όχι μόνον έχουν περιορίσει τον χρόνο αποπληρωμής των εμπορευμάτων, αλλά, επιπλέον, ζητούν τα χρήματα πριν από την παράδοση. Μεγάλες επιχειρήσεις της χώρας μας, με δίκτυο καταστημάτων σε όλη την επικράτεια, έχουν περιορίσει την πίστωση από 70 σε 30 ημέρες. Σε άλλη επιχείρηση η πίστωση των 60 ημερών έχει μετατραπεί σε προκαταβολή.
Οι εταιρείες που έχουν σταθερά το προβάδισμα έχουν περιορισμένο ρίσκο εγχώριας αγοράς και διατηρούν, απ? ό,τι φαίνεται, τον προσανατολισμό αυτό και στο ξεκίνημα της νέας χρήσης.
Ανέστης Ντόκας
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών