γράφει : Αλεξάνδρα Τόμπρα
(upd)Στην πρόοδο της ελληνικής οικονομίας τους τελευταίους μήνες αναφέρθηκε ο υπουργός Οικονομικών, Γιώργος Παπακωνσταντίνου, από το Βερολίνο, μιλώντας στο «Economist’s Euro Zone Dialogue - The domino effect: how the euro crisis impacts Europe».
«Υπάρχει μία τρομακτική αλλαγή στον τρόπο που αντιμετωπίζεται η Ελλάδα, σε σχέση με τον τρόπο που την αντιμετώπιζαν πριν από έξι μήνες. Είναι σαφέστατο ότι όλοι αναγνωρίζουν την προσπάθεια που γίνεται, που είναι πάνω από όλα προσπάθεια των Ελλήνων πολιτών. Και αυτή η προσπάθεια φαίνεται ανάγλυφα και στις αναλύσεις των διαφόρων οικονομολόγων και επενδυτικών οίκων. Είναι επίσης σαφές πως και οι Ευρωπαίοι εταίροι μας, οι οποίοι συμφώνησαν στο Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής, βλέπουν την πρόοδο που γίνεται» επισήμανε ο υπουργός Οικονομικών.
«Η ανάπτυξη αυτή τη στιγμή είναι λίγο καλύτερη από την προβλεπόμενη σύμφωνα με το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής. Υπάρχουν μια σειρά από δείκτες, οι οποίοι αρχίζουν να δείχνουν μια πιο ενθαρρυντική εικόνα για τις προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χώρα περνάει από ύφεση. Το ζητούμενο, όμως, είναι να γίνουν οι μεγάλες αλλαγές, έτσι ώστε αυτή η ύφεση να είναι σύντομη και να μπορέσει να οδηγήσει σε πιο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Διότι ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρχει, επενδύσεις χωρίς χρηματοδότηση δεν γίνονται, χρηματοδότηση με κλειστές αγορές είναι επίσης αδύνατη. Και οι αγορές θα ανοίξουν, όταν επανέρθει εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Και θα επανέρθει αυτή η εμπιστοσύνη με το Πρόγραμμα που κάνουμε και επειδή βάζουμε τάξη στο σπίτι μας» πρόσθεσε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
ΤτΕ: Πρόκληση για τη ελληνική οικονομία το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
Τις αιτίες ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος αναλύει η Τράπεζα της Ελλάδος σε ένα τόμο που δημοσίευσε σήμερα, στον οποίο περιλαμβάνονται 16 επιμέρους μελέτες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος. Στις μελέτες εξετάζονται οι αιτίες των ανισορροπιών που χαρακτηρίζουν το ισοζύγιο και διατυπώνονται προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
Στον Πρόλογο του τόμου, που υπογράφει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος, τονίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:
Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πρωτίστως στις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσθετη επίσης μεγάλη πρόκληση: η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας, με τη μορφή του μεγάλου και επίμονου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτές οι δύο προκλήσεις είναι αλληλένδετες, στο βαθμό που το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται με το χρόνιο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, όμως, το μέγεθος και η επιμονή της εξωτερικής ανισορροπίας υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων.
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μεταξύ 0% και 5% του ΑΕΠ. Από το 2000 και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008.
Τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα, τα οποία αντανακλούν την ανεπάρκεια της αποταμίευσης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, δημιουργούν εξωτερικό χρέος. Τα χρέη δεν μπορούν να συνεχίζουν να συσσωρεύονται επ’ άπειρον, αφού πρέπει καθοδόν να εξυπηρετούνται και στη λήξη τους να αποπληρώνονται. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει και την υπερβολικά αισιόδοξη άποψη ότι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν έχουν σημασία. Μπορεί μεν για μία χώρα που μετέχει σε μία νομισματική ένωση να μην αποτυπώνεται στο εθνικό της νόμισμα η ανησυχία των αγορών για τη δυναμική του χρέους, αντανακλάται όμως στους όρους δανεισμού της.
Οι μελέτες του παρόντος τόμου αποτελούν συμβολή στο διάλογο σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και τις επιλογές πολιτικής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και, κατ’ επέκταση, τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε διατηρήσιμα επίπεδα. Τα επιμέρους κεφάλαια παρουσιάζουν πρωτότυπο ερευνητικό έργο, εξετάζοντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από τρεις οπτικές γωνίες: τη μακροοικονομική, τη μικροοικονομική και την ανάλυση του δυνητικού προϊόντος και των πηγών, ή παραγόντων, που προσδιορίζουν το μακροπρόθεσμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, από το γεγονός δηλαδή ότι η εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας αντανακλώντας τις εσωτερικές ανισορροπίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι σχετικοί δείκτες καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, μια σωρευτική μέχρι σήμερα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους της τάξεως του 20-25%. Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσον η παραγωγή είναι προσανατολισμένη προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την τρίτη οπτική γωνία, η βελτίωση των μακροοικονομικών επιδόσεων μιας χώρας μέσω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας ανάγεται τελικά σε ζήτημα βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου.
Ποιες προτάσεις πολιτικής θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ανωτέρω προσεγγίσεις στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας; Η μακροοικονομική προσέγγιση οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα: Οι πολιτικές που βελτιώνουν τη δημοσιονομική θέση συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ενθαρρύνουν την αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα και τιθασεύουν τον καταναλωτικό δανεισμό συμβάλλουν στη γεφύρωση του χάσματος επενδύσεων/αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Τέτοιες πολιτικές επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κατά κύριο λόγο από την πλευρά της ζήτησης και αποβλέπουν στην επανευθυγράμμιση των ρυθμών ανόδου της συνολικής ζήτησης στην οικονομία με τους ρυθμούς ανόδου των παραγωγικών δυνατοτήτων της.
Η μικροοικονομική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς και να προωθηθούν η εξωστρέφεια και η ευελιξία στην αντιμετώπιση των εξωτερικών κραδασμών που μπορεί να προκύψουν στη νομισματική ένωση. Για το σκοπό αυτό, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης) και στις αγορές προϊόντων, καθώς και αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πρέπει να ενισχύει τα κίνητρα και τις ευκαιρίες συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, να βελτιώνει διαρκώς την ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου (π.χ. μέσω αποτελεσματικών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης) και να παρέχει στην αγορά εργασίας την ευελιξία που επιτρέπει ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων από απροσδόκητες διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα, ενισχύοντας έτσι, σε μόνιμη βάση, το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και απασχόλησης. Παράλληλα με τη βελτίωση της εκπαίδευσης, μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δίνεται γενικότερα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και ιδιαίτερα στην απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με τις ευκαιρίες και τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας.
Η μεγαλύτερη ευελιξία διευκολύνει την προσαρμογή, στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, στην οποία εξ ορισμού η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους δεν μπορεί να προέλθει από υποτίμηση του νομίσματος, αλλά από τη βελτίωση του σχετικού κόστους και των σχετικών περιθωρίων κέρδους σε σύγκριση με τις λοιπές περιοχές της ένωσης. Χωρίς αυτή την ευελιξία, οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα συνεπάγονται υψηλότερο κόστος σε όρους ανεργίας και αναξιοποίητων ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης.
Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων. Η ύπαρξη ευέλικτων αγορών ενισχύει τον ανταγωνισμό και προσδίδει στα περιθώρια κέρδους την ευελιξία που είναι αναγκαία για να διευκολύνεται η προσαρμογή στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης. Η κατάργηση των χρονοβόρων και δαπανηρών γραφειοκρατικών διαδικασιών που συνδέονται με την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι επίσης απαραίτητη για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, της πειθαρχίας των αγορών και της αποτελεσματικής κατανομής των παραγωγικών πόρων. Με αυτό τον τρόπο, θα καταστεί πιο αποτελεσματική και η διαδικασία των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και σε τομείς στους οποίους οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς είναι καλύτερες.
Τέλος, πέραν των προσαρμογών που είναι αναγκαίες και αφορούν το χώρο αμιγώς της οικονομικής πολιτικής, απαιτείται παράλληλα μια γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Επειδή οι θεσμοί επηρεάζουν την οικονομία μέσω ενός πλέγματος κινήτρων ή αντικινήτρων, επιδρούν στο σχηματισμό υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την οργάνωση της παραγωγής. Η ποιότητα των θεσμών συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου, με την έκταση των γραφειοκρατικών εμποδίων στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας και με την εκδήλωση φαινομένων διαφθοράς ή παραβατικής συμπεριφοράς. Οι διεθνείς συγκρίσεις υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά από τη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών της.
Πολλές από τις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010 μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ και ΔΝΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα παρέχει στην ελληνική οικονομία μια μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλο. Η σημερινή κρίση θα μπορούσε να αποδειχθεί ο καταλύτης για μια νέα πορεία που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της Ελλάδος εντός της ζώνης του ευρώ.
«Η ανάπτυξη αυτή τη στιγμή είναι λίγο καλύτερη από την προβλεπόμενη σύμφωνα με το Πρόγραμμα Οικονομικής Πολιτικής. Υπάρχουν μια σειρά από δείκτες, οι οποίοι αρχίζουν να δείχνουν μια πιο ενθαρρυντική εικόνα για τις προσδοκίες των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η χώρα περνάει από ύφεση. Το ζητούμενο, όμως, είναι να γίνουν οι μεγάλες αλλαγές, έτσι ώστε αυτή η ύφεση να είναι σύντομη και να μπορέσει να οδηγήσει σε πιο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης. Διότι ανάπτυξη χωρίς επενδύσεις δεν μπορεί να υπάρχει, επενδύσεις χωρίς χρηματοδότηση δεν γίνονται, χρηματοδότηση με κλειστές αγορές είναι επίσης αδύνατη. Και οι αγορές θα ανοίξουν, όταν επανέρθει εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία. Και θα επανέρθει αυτή η εμπιστοσύνη με το Πρόγραμμα που κάνουμε και επειδή βάζουμε τάξη στο σπίτι μας» πρόσθεσε ο κ. Παπακωνσταντίνου.
ΤτΕ: Πρόκληση για τη ελληνική οικονομία το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών
Τις αιτίες ανισορροπιών στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος αναλύει η Τράπεζα της Ελλάδος σε ένα τόμο που δημοσίευσε σήμερα, στον οποίο περιλαμβάνονται 16 επιμέρους μελέτες για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδος. Στις μελέτες εξετάζονται οι αιτίες των ανισορροπιών που χαρακτηρίζουν το ισοζύγιο και διατυπώνονται προτάσεις για την αντιμετώπισή τους.
Στον Πρόλογο του τόμου, που υπογράφει ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γεώργιος Προβόπουλος, τονίζονται μεταξύ άλλων τα εξής:
Στις συνθήκες της σημερινής κρίσης στην Ελλάδα, ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πρωτίστως στις σοβαρές δημοσιονομικές προκλήσεις. Ωστόσο, υπάρχει μια πρόσθετη επίσης μεγάλη πρόκληση: η εξωτερική ανισορροπία της οικονομίας, με τη μορφή του μεγάλου και επίμονου ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Αυτές οι δύο προκλήσεις είναι αλληλένδετες, στο βαθμό που το υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα συνδέεται με το χρόνιο υψηλό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παράλληλα, όμως, το μέγεθος και η επιμονή της εξωτερικής ανισορροπίας υποδηλώνουν επίσης την ύπαρξη σημαντικών διαρθρωτικών προβλημάτων.
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών στην Ελλάδα διαμορφωνόταν μεταξύ 0% και 5% του ΑΕΠ. Από το 2000 και μετά η κατάσταση άλλαξε δραματικά προς το χειρότερο και το έλλειμμα κορυφώθηκε στο 14% του ΑΕΠ το 2008.
Τα υψηλά και παρατεταμένα ελλείμματα, τα οποία αντανακλούν την ανεπάρκεια της αποταμίευσης, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στο δημόσιο τομέα, δημιουργούν εξωτερικό χρέος. Τα χρέη δεν μπορούν να συνεχίζουν να συσσωρεύονται επ’ άπειρον, αφού πρέπει καθοδόν να εξυπηρετούνται και στη λήξη τους να αποπληρώνονται. Το γεγονός αυτό καταρρίπτει και την υπερβολικά αισιόδοξη άποψη ότι τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών εντός μιας νομισματικής ένωσης δεν έχουν σημασία. Μπορεί μεν για μία χώρα που μετέχει σε μία νομισματική ένωση να μην αποτυπώνεται στο εθνικό της νόμισμα η ανησυχία των αγορών για τη δυναμική του χρέους, αντανακλάται όμως στους όρους δανεισμού της.
Οι μελέτες του παρόντος τόμου αποτελούν συμβολή στο διάλογο σχετικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας και τις επιλογές πολιτικής για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της χώρας και, κατ’ επέκταση, τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε διατηρήσιμα επίπεδα. Τα επιμέρους κεφάλαια παρουσιάζουν πρωτότυπο ερευνητικό έργο, εξετάζοντας τα ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας από τρεις οπτικές γωνίες: τη μακροοικονομική, τη μικροοικονομική και την ανάλυση του δυνητικού προϊόντος και των πηγών, ή παραγόντων, που προσδιορίζουν το μακροπρόθεσμο ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης.
Σε μακροοικονομικό επίπεδο, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μπορεί να αποδοθεί στο γεγονός ότι η ανάπτυξη προήλθε κυρίως από την πλευρά της ζήτησης, από το γεγονός δηλαδή ότι η εγχώρια ζήτηση αγαθών και υπηρεσιών υπερβαίνει το δυνητικό προϊόν της ελληνικής οικονομίας αντανακλώντας τις εσωτερικές ανισορροπίες του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα. Σε μικροοικονομικό επίπεδο, μπορεί να γίνει διάκριση μεταξύ ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους και διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Οι σχετικοί δείκτες καταγράφουν για την Ελλάδα, από την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, μια σωρευτική μέχρι σήμερα απώλεια ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους της τάξεως του 20-25%. Το γεγονός αυτό θέτει το ερώτημα κατά πόσον η παραγωγή είναι προσανατολισμένη προς τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας. Σύμφωνα με την τρίτη οπτική γωνία, η βελτίωση των μακροοικονομικών επιδόσεων μιας χώρας μέσω ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας ανάγεται τελικά σε ζήτημα βελτίωσης της συνολικής παραγωγικότητας των συντελεστών, δηλαδή της παραγωγικότητας της εργασίας και του κεφαλαίου.
Ποιες προτάσεις πολιτικής θα μπορούσαν να προκύψουν από τις ανωτέρω προσεγγίσεις στο ζήτημα της ανταγωνιστικότητας; Η μακροοικονομική προσέγγιση οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα: Οι πολιτικές που βελτιώνουν τη δημοσιονομική θέση συμβάλλουν στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές που ενθαρρύνουν την αποταμίευση του ιδιωτικού τομέα και τιθασεύουν τον καταναλωτικό δανεισμό συμβάλλουν στη γεφύρωση του χάσματος επενδύσεων/αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα. Τέτοιες πολιτικές επιχειρούν να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών κατά κύριο λόγο από την πλευρά της ζήτησης και αποβλέπουν στην επανευθυγράμμιση των ρυθμών ανόδου της συνολικής ζήτησης στην οικονομία με τους ρυθμούς ανόδου των παραγωγικών δυνατοτήτων της.
Η μικροοικονομική προσέγγιση δίνει έμφαση στην ανάγκη να βελτιωθούν οι επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς και να προωθηθούν η εξωστρέφεια και η ευελιξία στην αντιμετώπιση των εξωτερικών κραδασμών που μπορεί να προκύψουν στη νομισματική ένωση. Για το σκοπό αυτό, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας (συμπεριλαμβανομένων των συστημάτων εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης) και στις αγορές προϊόντων, καθώς και αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας πρέπει να ενισχύει τα κίνητρα και τις ευκαιρίες συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό, να βελτιώνει διαρκώς την ποιότητα ανθρώπινου κεφαλαίου (π.χ. μέσω αποτελεσματικών συστημάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης) και να παρέχει στην αγορά εργασίας την ευελιξία που επιτρέπει ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων από απροσδόκητες διακυμάνσεις του οικονομικού κύκλου. Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου θα οδηγήσει σε υψηλότερη συνολική παραγωγικότητα, ενισχύοντας έτσι, σε μόνιμη βάση, το δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης και απασχόλησης. Παράλληλα με τη βελτίωση της εκπαίδευσης, μεγαλύτερη έμφαση πρέπει να δίνεται γενικότερα στην ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση και ιδιαίτερα στην απόκτηση δεξιοτήτων συμβατών με τις ευκαιρίες και τις νέες θέσεις απασχόλησης που δημιουργεί η πρόοδος της τεχνολογίας.
Η μεγαλύτερη ευελιξία διευκολύνει την προσαρμογή, στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης, στην οποία εξ ορισμού η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας τιμών/κόστους δεν μπορεί να προέλθει από υποτίμηση του νομίσματος, αλλά από τη βελτίωση του σχετικού κόστους και των σχετικών περιθωρίων κέρδους σε σύγκριση με τις λοιπές περιοχές της ένωσης. Χωρίς αυτή την ευελιξία, οι διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για την ισχυρή και σταθερή ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα συνεπάγονται υψηλότερο κόστος σε όρους ανεργίας και αναξιοποίητων ευκαιριών παραγωγικής απασχόλησης.
Παράλληλα με τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στις αγορές προϊόντων. Η ύπαρξη ευέλικτων αγορών ενισχύει τον ανταγωνισμό και προσδίδει στα περιθώρια κέρδους την ευελιξία που είναι αναγκαία για να διευκολύνεται η προσαρμογή στο πλαίσιο μιας νομισματικής ένωσης. Η κατάργηση των χρονοβόρων και δαπανηρών γραφειοκρατικών διαδικασιών που συνδέονται με την ίδρυση και τη λειτουργία των επιχειρήσεων είναι επίσης απαραίτητη για την ενίσχυση του ανταγωνισμού, της πειθαρχίας των αγορών και της αποτελεσματικής κατανομής των παραγωγικών πόρων. Με αυτό τον τρόπο, θα καταστεί πιο αποτελεσματική και η διαδικασία των διαρθρωτικών αλλαγών, δηλαδή ο αναπροσανατολισμός του παραγωγικού δυναμικού της χώρας προς προϊόντα υψηλότερης προστιθέμενης αξίας και σε τομείς στους οποίους οι προοπτικές ανάπτυξης της αγοράς είναι καλύτερες.
Τέλος, πέραν των προσαρμογών που είναι αναγκαίες και αφορούν το χώρο αμιγώς της οικονομικής πολιτικής, απαιτείται παράλληλα μια γενικότερη αναβάθμιση της ποιότητας των θεσμών. Επειδή οι θεσμοί επηρεάζουν την οικονομία μέσω ενός πλέγματος κινήτρων ή αντικινήτρων, επιδρούν στο σχηματισμό υλικού και ανθρώπινου κεφαλαίου, ενθαρρύνουν ή αποθαρρύνουν την υιοθέτηση νέων τεχνολογιών και την οργάνωση της παραγωγής. Η ποιότητα των θεσμών συνδέεται με τη λειτουργία του κράτους δικαίου, με την έκταση των γραφειοκρατικών εμποδίων στη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας και με την εκδήλωση φαινομένων διαφθοράς ή παραβατικής συμπεριφοράς. Οι διεθνείς συγκρίσεις υποδηλώνουν ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να ωφεληθεί σημαντικά από τη βελτίωση της ποιότητας των θεσμών της.
Πολλές από τις πολιτικές που χρειάζονται για να επιτευχθεί ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας περιλαμβάνονται στο οικονομικό πρόγραμμα που συμφωνήθηκε το Μάιο του 2010 μεταξύ Ελλάδος και Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ΕΚΤ και ΔΝΤ για τη στήριξη της ελληνικής οικονομίας. Το πρόγραμμα παρέχει στην ελληνική οικονομία μια μοναδική ευκαιρία να προσαρμοστεί θέτοντας σε κίνηση μια θετική και μακροπρόθεσμα βιώσιμη αναπτυξιακή δυναμική, η οποία, μεταξύ άλλων, θα βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Το αναπτυξιακό δυναμικό της ελληνικής οικονομίας είναι μεγάλο. Η σημερινή κρίση θα μπορούσε να αποδειχθεί ο καταλύτης για μια νέα πορεία που θα αναμορφώσει την οικονομία, βελτιώνοντας την ανταγωνιστικότητα και την ευημερία της Ελλάδος εντός της ζώνης του ευρώ.
Σχόλια αναγνωστών