![Τι συμβαίνει με τη δανειοδότηση της οικονομίας από τις τράπεζες;](https://www.bankingnews.gr/media/k2/items/cache/47cf342582360a38fc77c838e4d9fa7a_XL.jpg?NotFound152678_6380)
γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
Η δανειοδότηση της οικονομίας, επιχειρήσεων και νοικοκυριών, αποτελεί βασική αποστολή του τραπεζικού συστήματος. Η έλλειψη ρευστότητας, αποτέλεσμα της δημοσιονομικής κρίσης στην Ελλάδα, έχει συρρικνώσει δραστικά τα περιθώρια των Τραπεζών να παίξουν αυτό το ρόλο, αφενός περιορίζοντας αντικειμενικά τη δυνατότητα τους να χρηματοδοτήσουν την οικονομία και, αφετέρου, με τη μείωση της ζήτησης, λόγω της ύφεσης, αναφέρει σε μελέτη της η Eurobank...
Από πολλές πλευρές διατυπώνεται το ερώτημα «γιατί οι Τράπεζες δεν διοχετεύουν περισσότερη ρευστότητα στην οικονομία», καθώς μάλιστα έχουν ήδη λάβει σημαντική ενίσχυση από την πολιτεία με τη μορφή εγγυήσεων. Η ανάλυση του ισοζυγίου ρευστότητας για το α΄εξάμηνο του 2010 φωτίζει όλες τις παραμέτρους μιας εμπεριστατωμένης απάντησης σε αυτό το ερώτημα.
Οι Τράπεζες αντλούν ρευστότητα από τρεις βασικές πηγές:
Τις καταθέσεις των πελατών τους
Τη διατραπεζική αγορά και τις αγορές χρήματος – που όμως παραμένουν κλειστές για τις ελληνικές τράπεζες από τα τέλη του 2009.
Και, τέλος, την ΕΚΤ, που σήμερα είναι η μοναδική ουσιαστικά πηγή άντλησης ρευστότητας με θετική ροή. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η άντληση γίνεται με ειδικές προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών ενεχύρων, δηλαδή ομόλογα συγκεκριμένων τεχνικών χαρακτηριστικών και συγκεκριμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης. Οι ελληνικές τράπεζες δημιούργησαν σημαντικό ποσό τέτοιων ενεχύρων κατά τη διάρκεια του έτους:
α) με προγράμματα καλυμμένων ομολογιών,
β) ενεχυριάζοντας επιχειρηματικά δάνεια συγκεκριμένης πιστοληπτικής αξιολόγησης και
γ) κάνοντας χρήση των εγγυήσεων που παρείχε το κράτος, οι οποίες ανέρχονται περίπου σε 30 δις από την αρχή του έτους. Συνολικά, το ποσό των νέων ενεχύρων που μπόρεσε το τραπεζικό σύστημα να προσκομίσει στην ΕΚΤ, μέσω των παραπάνω τριών μεθόδων, είναι ονομαστικής αξίας περίπου 50 δις ευρώ. Αυτό δεν μεταφράζεται σε ρευστότητα 50 δις ευρώ, γιατί η ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας εσωτερικούς τρόπους αξιολόγησης και αποτίμησης των συγκεκριμένων ενεχύρων, δίνει μετρητά ίσα με το 85% περίπου, και όχι το 100%, της ονομαστικής αξίας των ενεχύρων. Επομένως η ρευστότητα που αντλήθηκε δεν ξεπερνά τα 43 δις ευρώ.
Τα περίπου 43 δις ευρώ ήταν η μοναδική εισροή ρευστότητας στο σύστημα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010. Εκτός από αυτά, στα 96 δις που παρέχονται σήμερα από την ΕΚΤ προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, περιλαμβάνονται 40-45 δις υπόλοιπα στο τέλος του 2009. Το εναπομένον ποσό αντιστοιχεί σε χρηματοδότηση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία οι τράπεζες, έως ότου έκλεισαν οι αγορές, χρηματοδοτούσαν μέσω της διατραπεζικής - και πλέον τα έχουν προσκομίσει στην ΕΚΤ.
Έναντι της εισροής των περίπου 43 δις ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες είχαν τις ακόλουθες εκροές ή απώλειες:
Οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 21,4 δις ευρώ το α’ εξάμηνο (στοιχεία ΤτΕ) και η τάση, παρά τη σαφή ανάσχεση της εκροής, παραμένει αρνητική. Το ποσό αυτό δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου σε φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό. Λόγω της κρίσης, επιχειρήσεις και νοικοκυριά καταφεύγουν στις καταθέσεις τους για να καλύψουν τρέχουσες υποχρεώσεις ή αλλάζουν πρακτικές διαχείρισης, συνήθως στην κατεύθυνση της μείωσης των διαθεσίμων τους. Η μείωση των καταθέσεων συνεχίστηκε και τον Ιούλιο (περίπου κατά 4 δις ευρώ). Σημεία σταθεροποίησης εμφανίζονται τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο.
Τα πιστωτικά ιδρύματα, παρά τη μείωση της ρευστότητας, παρέμειναν συνεπή έναντι των υποχρεώσεών τους στο εξωτερικό (κυρίως λήξεις παλαιότερων ομολογιών)
Τα ομολογιακά χαρτοφυλάκια (κυρίως ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου) υπέστησαν σημαντική απομείωση της αξίας τους. Επειδή η αξία αυτή αποτελεί και τη βάση υπολογισμού, όταν δίδονται ως ενέχυρο στην ΕΚΤ ή τη διατραπεζική αγορά, μειώθηκε αντίστοιχα το ποσό που μπορούν να αντλούν οι Τράπεζες με ενέχυρο τους συγκεκριμένους τίτλους.
Επιπλέον, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου είχε αρνητική επίπτωση και στις τιτλοποιήσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Ως αποτέλεσμα, για την ίδια ονομαστική αξία τίτλων, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν σήμερα να αντλούν μικρότερα ποσά από ό,τι στο παρελθόν.
Και, τέλος, παρά τα ασφυκτικά περιθώρια, οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν σε θετικό πρόσημο την πιστωτική επέκταση, χορηγώντας νέα δάνεια ύψους περίπου 9 δις ευρώ το α΄εξάμηνο.
Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα διατήρησε σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα τα διαθέσιμά του (σχεδόν στο ύψος του τέλους του 2009), ανταποκρινόμενο πλήρως στους εποπτικούς κανόνες της ΤτΕ.
Αθροίζοντας τους αρνητικούς παράγοντες, έχουμε μια μείωση της ρευστότητας της τάξης των 40-45 δις ευρώ – περίπου όσο και οι νέες εισροές από την ΕΚΤ. Επομένως, δεν υπάρχει κάποιο αναξιοποίητο περίσσευμα ρευστότητος, το οποίο να λιμνάζει στο τραπεζικό σύστημα και να μην διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν την υποχρέωση να προνοούν και για το μέλλον. Η ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2011 θα αναπροσαρμόσει τη μεθοδολογία της για την αποτίμηση μιας σειράς χρεογράφων. Οι νέοι όροι θα οδηγήσουν σε πρόσθετη απώλεια που εκτιμάται σε 6 – 8 δις ευρώ για το σύνολο του συστήματος.
Το κράτος, που με το δημοσιονομικό εκτροχιασμό πυροδότησε την κρίση, στήριξε τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος με γενναία παροχή εγγυήσεων. Ωστόσο, το ισοζύγιο παραμένει οριακό και δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάποια δραματική αύξηση των δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι συνολικές χορηγήσεις, πάντως, σε συνθήκες εξαιρετικής στενότητας, αυξήθηκαν κατά 9 δις ευρώ το α΄εξάμηνο του 2010, ή 3,5% σε σχέση με τα δανειακά υπόλοιπα στο τέλος του 2009. Παρά την περαιτέρω επιβράδυνση, και με τα στοιχεία του οκταμήνου, η πιστωτική επέκταση διατηρείται συνολικά θετική, ενώ σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, είχαν καταγραφεί έντονα αρνητικοί ρυθμοί στη φάση της οικονομικής ύφεσης.
Το νέο πακέτο εγγυήσεων 25 δις ευρώ που ανακοινώθηκε πρόσφατα είναι πολύ πιθανόν να βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας, ιδιαίτερα αν συνοδευτεί από μια περαιτέρω σταθεροποίηση των καταθέσεων.
news@bankingnews.gr
Οι Τράπεζες αντλούν ρευστότητα από τρεις βασικές πηγές:
Τις καταθέσεις των πελατών τους
Τη διατραπεζική αγορά και τις αγορές χρήματος – που όμως παραμένουν κλειστές για τις ελληνικές τράπεζες από τα τέλη του 2009.
Και, τέλος, την ΕΚΤ, που σήμερα είναι η μοναδική ουσιαστικά πηγή άντλησης ρευστότητας με θετική ροή. Και δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι η άντληση γίνεται με ειδικές προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, απαιτεί την ύπαρξη σημαντικών ενεχύρων, δηλαδή ομόλογα συγκεκριμένων τεχνικών χαρακτηριστικών και συγκεκριμένης πιστοληπτικής διαβάθμισης. Οι ελληνικές τράπεζες δημιούργησαν σημαντικό ποσό τέτοιων ενεχύρων κατά τη διάρκεια του έτους:
α) με προγράμματα καλυμμένων ομολογιών,
β) ενεχυριάζοντας επιχειρηματικά δάνεια συγκεκριμένης πιστοληπτικής αξιολόγησης και
γ) κάνοντας χρήση των εγγυήσεων που παρείχε το κράτος, οι οποίες ανέρχονται περίπου σε 30 δις από την αρχή του έτους. Συνολικά, το ποσό των νέων ενεχύρων που μπόρεσε το τραπεζικό σύστημα να προσκομίσει στην ΕΚΤ, μέσω των παραπάνω τριών μεθόδων, είναι ονομαστικής αξίας περίπου 50 δις ευρώ. Αυτό δεν μεταφράζεται σε ρευστότητα 50 δις ευρώ, γιατί η ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας εσωτερικούς τρόπους αξιολόγησης και αποτίμησης των συγκεκριμένων ενεχύρων, δίνει μετρητά ίσα με το 85% περίπου, και όχι το 100%, της ονομαστικής αξίας των ενεχύρων. Επομένως η ρευστότητα που αντλήθηκε δεν ξεπερνά τα 43 δις ευρώ.
Τα περίπου 43 δις ευρώ ήταν η μοναδική εισροή ρευστότητας στο σύστημα κατά το πρώτο εξάμηνο του 2010. Εκτός από αυτά, στα 96 δις που παρέχονται σήμερα από την ΕΚΤ προς το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, περιλαμβάνονται 40-45 δις υπόλοιπα στο τέλος του 2009. Το εναπομένον ποσό αντιστοιχεί σε χρηματοδότηση ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, τα οποία οι τράπεζες, έως ότου έκλεισαν οι αγορές, χρηματοδοτούσαν μέσω της διατραπεζικής - και πλέον τα έχουν προσκομίσει στην ΕΚΤ.
Έναντι της εισροής των περίπου 43 δις ευρώ, οι ελληνικές τράπεζες είχαν τις ακόλουθες εκροές ή απώλειες:
Οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά 21,4 δις ευρώ το α’ εξάμηνο (στοιχεία ΤτΕ) και η τάση, παρά τη σαφή ανάσχεση της εκροής, παραμένει αρνητική. Το ποσό αυτό δεν οφείλεται εξ ολοκλήρου σε φυγή καταθέσεων στο εξωτερικό. Λόγω της κρίσης, επιχειρήσεις και νοικοκυριά καταφεύγουν στις καταθέσεις τους για να καλύψουν τρέχουσες υποχρεώσεις ή αλλάζουν πρακτικές διαχείρισης, συνήθως στην κατεύθυνση της μείωσης των διαθεσίμων τους. Η μείωση των καταθέσεων συνεχίστηκε και τον Ιούλιο (περίπου κατά 4 δις ευρώ). Σημεία σταθεροποίησης εμφανίζονται τον Αύγουστο και το Σεπτέμβριο.
Τα πιστωτικά ιδρύματα, παρά τη μείωση της ρευστότητας, παρέμειναν συνεπή έναντι των υποχρεώσεών τους στο εξωτερικό (κυρίως λήξεις παλαιότερων ομολογιών)
Τα ομολογιακά χαρτοφυλάκια (κυρίως ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου) υπέστησαν σημαντική απομείωση της αξίας τους. Επειδή η αξία αυτή αποτελεί και τη βάση υπολογισμού, όταν δίδονται ως ενέχυρο στην ΕΚΤ ή τη διατραπεζική αγορά, μειώθηκε αντίστοιχα το ποσό που μπορούν να αντλούν οι Τράπεζες με ενέχυρο τους συγκεκριμένους τίτλους.
Επιπλέον, η υποβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του Ελληνικού Δημοσίου είχε αρνητική επίπτωση και στις τιτλοποιήσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων. Ως αποτέλεσμα, για την ίδια ονομαστική αξία τίτλων, οι ελληνικές τράπεζες μπορούν σήμερα να αντλούν μικρότερα ποσά από ό,τι στο παρελθόν.
Και, τέλος, παρά τα ασφυκτικά περιθώρια, οι ελληνικές τράπεζες διατήρησαν σε θετικό πρόσημο την πιστωτική επέκταση, χορηγώντας νέα δάνεια ύψους περίπου 9 δις ευρώ το α΄εξάμηνο.
Ταυτόχρονα, το τραπεζικό σύστημα διατήρησε σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα τα διαθέσιμά του (σχεδόν στο ύψος του τέλους του 2009), ανταποκρινόμενο πλήρως στους εποπτικούς κανόνες της ΤτΕ.
Αθροίζοντας τους αρνητικούς παράγοντες, έχουμε μια μείωση της ρευστότητας της τάξης των 40-45 δις ευρώ – περίπου όσο και οι νέες εισροές από την ΕΚΤ. Επομένως, δεν υπάρχει κάποιο αναξιοποίητο περίσσευμα ρευστότητος, το οποίο να λιμνάζει στο τραπεζικό σύστημα και να μην διοχετεύεται στην πραγματική οικονομία.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν την υποχρέωση να προνοούν και για το μέλλον. Η ΕΚΤ έχει ήδη ανακοινώσει ότι από την 1η Ιανουαρίου 2011 θα αναπροσαρμόσει τη μεθοδολογία της για την αποτίμηση μιας σειράς χρεογράφων. Οι νέοι όροι θα οδηγήσουν σε πρόσθετη απώλεια που εκτιμάται σε 6 – 8 δις ευρώ για το σύνολο του συστήματος.
Το κράτος, που με το δημοσιονομικό εκτροχιασμό πυροδότησε την κρίση, στήριξε τη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος με γενναία παροχή εγγυήσεων. Ωστόσο, το ισοζύγιο παραμένει οριακό και δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για κάποια δραματική αύξηση των δανείων προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Οι συνολικές χορηγήσεις, πάντως, σε συνθήκες εξαιρετικής στενότητας, αυξήθηκαν κατά 9 δις ευρώ το α΄εξάμηνο του 2010, ή 3,5% σε σχέση με τα δανειακά υπόλοιπα στο τέλος του 2009. Παρά την περαιτέρω επιβράδυνση, και με τα στοιχεία του οκταμήνου, η πιστωτική επέκταση διατηρείται συνολικά θετική, ενώ σε άλλες χώρες, όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, είχαν καταγραφεί έντονα αρνητικοί ρυθμοί στη φάση της οικονομικής ύφεσης.
Το νέο πακέτο εγγυήσεων 25 δις ευρώ που ανακοινώθηκε πρόσφατα είναι πολύ πιθανόν να βελτιώσει σημαντικά τις συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας, ιδιαίτερα αν συνοδευτεί από μια περαιτέρω σταθεροποίηση των καταθέσεων.
news@bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών