γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
Με απώλειες πάνω από 34% κλείνει ο Γενικός Δείκτης το 2010 με το 12% των εταιριών να κλείνει με κέρδη, το 81% με απώλειες και το 6% αμετάβλητο σε σχέση με την αποτίμηση που είχε στην αρχή της χρονιάς.
Οι μέσες ημερήσιες συναλλαγές μειώθηκαν κατά 32% στα 140,5 εκ. ευρώ ενώ στα μετοχικά αμοιβαία παρατηρήθηκαν εκροές για έβδομη συνεχόμενη χρονιά οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 92,57 εκ. ευρώ. Η εικόνα αποψίλωσης του αριθμού των εισηγμένων εταιριών συνεχίστηκε με τέσσερις διαγραφές στις οποίες θα προστεθούν τουλάχιστον επτά νέες διαγραφές εταιριών το 2011 (ΚΑΕ, Elmec, Euroline, Interinvest, Βάρδας, Interfish και Δίας ΑΕΕΧ) ενώ μόλις μία νέα εισαγωγή έγινε στην Εναλλακτική αγορά. Εντελώς διαφορετική ήταν η πορεία των αντλήσεων κεφαλαίων καθώς πραγματοποιήθηκαν 14 αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με συνολικές εισροές
3,7 δις ευρώ ενώ ήδη για το 2011 έχουν προγραμματισθεί αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 2,1 δις ευρώ. Στο τέλος του έτους η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς (55 δις ευρώ) ήταν μειωμένη κατά 31 δις ευρώ και αντιστοιχούσε με το 24% του ΑΕΠ, με το 50,2% να κατέχεται από ξένους επενδυτές.
Το 2010 θα μείνει στην ιστορία της χώρας ως το έτος που η Ελλάδα προσέφυγε στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας της γενικής κυβέρνησης καθώς και την εξυπηρέτηση των χρεών της. Ήταν το έτος του μνημονίου, μιας πενταετούς συμφωνίας η οποία περιλαμβάνει διαρθρωτικούς όρους για την εξάλειψη χρόνιων αναποτελεσματικοτήτων που αφορούσαν κυρίως την λειτουργία των αγορών και της οικονομίας αλλά και πολύ σκληρές αποφάσεις για την περικοπή μισθών στο Δημόσιο τομέα και την αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολογίας. Η ελληνική οικονομία εισήλθε σε ένα έντονα υφεσιακό περιβάλλον με πρωτοφανή επιβράδυνση που στο τέλος της χρονιάς προσεγγίζει το 5% και πολύ υψηλή ανεργία στο 12,4%. Η αξιολόγηση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας παρέμεινε αρνητική παρά τον περιορισμό του ελλείμματος και της συγκράτησης των δαπανών οδηγώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου σε επίπεδα ρεκόρ για χώρα της Ευρωζώνης. Τα κέρδη των επιχειρήσεων συρρικνώθηκαν δραματικά στο κατώτερο επίπεδο από τότε που η χώρα εισήλθε στο ευρώ καθώς η κατανάλωση μειώθηκε δραστικά, η πιστωτική επέκταση μηδενίστηκε και η φορολογία αποτέλεσε ισχυρό αντικίνητρο εμφάνισης κερδών στους ισολογισμούς. Υπό αυτές τις συνθήκες η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά αυτονομήθηκε αρνητικά κλείνοντας στο χαμηλό έτους αδυνατώντας να παρακολουθήσει το ράλι των ξένων χρηματιστηρίων. Για τους επενδυτές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου η χρονιά ήταν μονότονα πτωτική και τα όποια ανοδικά διαλείμματα οφείλονταν κυρίως στην ανακωχή των πωλήσεων από το εξωτερικό ενόψει κάποιων εξελίξεων που τελικά δεν ήρθαν. Για μια ακόμα χρονιά διαψεύστηκαν οι προσδοκίες συγκέντρωσης στον τραπεζικό κλάδο ενώ από πλευράς επιχειρηματικών κερδών η χρήση θα κλείσει σε οριακό επίπεδο για το σύνολο των εισηγμένων καθιστώντας μη ελκυστική την αγορά σε όρους ΡΕ. Η ατζέντα του 2011 διατηρεί στο προσκήνιο την διαχείριση του χρέους καθώς η επιμήκυνση του δανείου των 110 δις θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ανοίγοντας παράλληλα την συζήτηση για το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του υπολοίπου δανεισμού. Το ύψος της αναδιάρθρωσης και η χρονική στιγμή της απόφασης δεν είναι όμως προσδιορισμένα με αποτέλεσμα η αγορά να φυλλορροεί διαρκώς τιμολογώντας ακραία ενδεχόμενα που έχουν σαν κύριο αποδέκτη τον τραπεζικό κλάδο. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν μια ταυτόχρονη απόφαση επιμήκυνσης και αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε ένα επίπεδο ανεκτό για την αντοχή του τραπεζικού και ασφαλιστικού συστήματος το οποίο θα ανακούφιζε την οικονομία και θα έδινε σοβαρούς λόγους για την εξέταση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας. Οι πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου στις Ελληνικές τράπεζες καθώς και αυτές που θα πραγματοποιηθούν στο α' τρίμηνο του 2011 ενδεχομένως να εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και αν μη τι άλλο οι έως τώρα καλύψεις δείχνουν μια εμπιστοσύνη η οποία δεν συνάδει ιδιαίτερα με το γενικότερο κλίμα. Το α' τρίμηνο του 2011 θα είναι καθοριστικό και για την ευρωζώνη καθώς έχουν προγραμματιστεί μεγάλες εκδόσεις ομολόγων και οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο τις οικονομίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι εξελίξεις θα είναι καθοριστικές και για την τύχη της διαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθεί να δώσει λύσεις που θα έχουν καθολική ισχύ και ενδεχομένως θα είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα.
Στις ξένες αγορές το θετικό momentum κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν έχει λόγους να ανακοπεί αφού οι οικονομίες φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιηθεί και η αύξηση της ζήτησης αρχίζει και εμφανίζεται σε πιο κυκλικούς κλάδους. Η σημαντική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων ενδεχομένως να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις οδηγώντας τις κεντρικές τράπεζες στο β' εξάμηνο σε μια αναδίπλωση των στρατηγικών τους σε ότι αφορά τα επιτόκια και το κόστος χρήματος υπό την προϋπόθεση ότι οι δείκτες ανάπτυξης είναι θετικοί, κινήσεις τις οποίες πολύ πρόσφατα υιοθέτησε η Κίνα. Το 2011 θα είναι επίσης χρονιά προετοιμασίας για το χρηματοοικονομικό σύστημα σε Ευρώπη και Αμερική για πιο αυστηρούς εποπτικούς κανόνες και άρα μεγαλύτερες ανάγκες σε κεφάλαια τα οποία ενδεχομένως να μειώσουν την αποδοτικότητα του τραπεζικού κλάδου.
Τεχνικά, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε σχεδόν στο χαμηλότερο επίπεδο της χρονιάς δείγμα των χαμηλών προσδοκιών που η πλειοψηφία της αγοράς έχει για το 2011. Ωστόσο η μεγάλη εικόνα του Γενικού Δείκτη δείχνει αφενός επιβράδυνση των έντονων πτωτικών τάσεων που είχαν παρατηρηθεί μετά το καλοκαίρι αφετέρου μια μεγάλη συσσώρευση η οποία εξαντλείται στα επίπεδα των 1.400 μονάδων. Οι αντιδράσεις που ιστορικά παρατηρούνται από την περιοχή αυτή έχουν δώσει πολύ υψηλές αποδόσεις της τάξεως του 80% και 90% ενώ σημειώνεται ότι πολλές δεικτοβαρείς μετοχές πέραν του τραπεζικού κλάδου εμφανίζουν θετικές αποκλίσεις συντηρώντας κάποια κεκτημένα στηρίξεων στις τιμές τους. Ακόμα και η συρρίκνωση του τζίρου σε μια πτωτική πορεία είναι ένα θετικό σημάδι αφού η προσφορά είχε το πάνω χέρι στις συναλλαγές και ενδεχομένως το πολύ μοχλευμένο μέρος των μετοχικών θέσεων να έχει εξαντληθεί. Οι κυριότεροι μεσοπρόθεσμοι ταλαντωτές κινούνται σε ελαφρώς υποτιμημένες ζώνες ενώ ακόμα και μετά την πρόσφατη υποχώρηση η μεσοπρόθεσμη ένδειξη του MACD παρέμεινε αγορασμένη. Η διατήρηση της στήριξης των 1.400 μονάδων αγοράζει χρόνο για μια μεγάλη αντίδραση σε μονάδες και διάρκεια την οποία εκτιμούμε ότι θα δούμε εντός του 2011. Ο ανοδικός στόχος για φέτος είναι τουλάχιστον οι 1.700 μονάδες, επίπεδο το οποίο αποτελεί και την βασική αντίσταση του Γενικού Δείκτη. Από την άλλη πλευρά η διάσπαση της ζώνης στήριξης των 1.400 μονάδων θα λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά για την ψυχολογία της αγοράς καθώς οι όποιες στηρίξεις εντοπίζονται απευθύνονται σε ιστορικούς χρόνους όπου το ΧΑ είχε αποτίμηση σε δραχμές (1998 - 1997) και η σύνθεση των μετοχών του δείκτη ήταν πολύ διαφορετική. Είμαστε οπαδοί του συνθήματος <<τα κέρδη βγαίνουν στην αγορά και όχι στην πώληση>>. Αυτό σημαίνει ότι στα χαμηλά της η αγορά είναι περισσότερο ευκαιρία προς επένδυση αφού έχει ενσωματώσει πολλούς -γνωστούς και μη- κινδύνους οι οποίοι στην πορεία εξουδετερώνονται με καινούριες εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η άνοδος των αξιών θα ξεκινήσει από αύριο. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα είναι το σύνθημα της επιστροφής των ξένων επενδυτών οι οποίοι ορίζουν και τις τύχες των μεγαλύτερων ροών στην Ελληνική αγορά. Η επιστροφή θα έχει στοιχεία τάσης και διακυμάνσεων όπως το 1998 και οι αποδόσεις που θα καταγραφούν θα είναι εντυπωσιακές λόγω της μεγάλης υποτιμητικής υπερβολής και των στρεβλώσεων που έχει οδηγηθεί η πλειοψηφία των εισηγμένων εταιριών. Ως εκ τούτου και καθώς η στιγμή της αναδιάρθρωσης δεν είναι γνωστή στην διαχειριστική μας τακτική είμαστε τοποθετημένοι κατά 60% σε Ελληνικές μετοχές με το κύριο βάρος σε αμυντικού προφίλ εταιρίες (ΜΕΤΚΑ, Μυτιληναίος, Motor oil, Frigoglass), την Εθνική Τράπεζα ως κύριο εκφραστή της στάσης των ξένων και τα κρατικά stories των αναδιαρθρώσεων (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΠΑΠ και ΔΕΗ).
www.bankingnews.gr
3,7 δις ευρώ ενώ ήδη για το 2011 έχουν προγραμματισθεί αυξήσεις κεφαλαίου ύψους 2,1 δις ευρώ. Στο τέλος του έτους η συνολική κεφαλαιοποίηση της αγοράς (55 δις ευρώ) ήταν μειωμένη κατά 31 δις ευρώ και αντιστοιχούσε με το 24% του ΑΕΠ, με το 50,2% να κατέχεται από ξένους επενδυτές.
Το 2010 θα μείνει στην ιστορία της χώρας ως το έτος που η Ελλάδα προσέφυγε στο ΔΝΤ και την Ευρωπαϊκή Ένωση για να μπορέσει να καλύψει τις ανάγκες ρευστότητας της γενικής κυβέρνησης καθώς και την εξυπηρέτηση των χρεών της. Ήταν το έτος του μνημονίου, μιας πενταετούς συμφωνίας η οποία περιλαμβάνει διαρθρωτικούς όρους για την εξάλειψη χρόνιων αναποτελεσματικοτήτων που αφορούσαν κυρίως την λειτουργία των αγορών και της οικονομίας αλλά και πολύ σκληρές αποφάσεις για την περικοπή μισθών στο Δημόσιο τομέα και την αύξηση της έμμεσης και άμεσης φορολογίας. Η ελληνική οικονομία εισήλθε σε ένα έντονα υφεσιακό περιβάλλον με πρωτοφανή επιβράδυνση που στο τέλος της χρονιάς προσεγγίζει το 5% και πολύ υψηλή ανεργία στο 12,4%. Η αξιολόγηση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας παρέμεινε αρνητική παρά τον περιορισμό του ελλείμματος και της συγκράτησης των δαπανών οδηγώντας τα ασφάλιστρα κινδύνου σε επίπεδα ρεκόρ για χώρα της Ευρωζώνης. Τα κέρδη των επιχειρήσεων συρρικνώθηκαν δραματικά στο κατώτερο επίπεδο από τότε που η χώρα εισήλθε στο ευρώ καθώς η κατανάλωση μειώθηκε δραστικά, η πιστωτική επέκταση μηδενίστηκε και η φορολογία αποτέλεσε ισχυρό αντικίνητρο εμφάνισης κερδών στους ισολογισμούς. Υπό αυτές τις συνθήκες η εγχώρια χρηματιστηριακή αγορά αυτονομήθηκε αρνητικά κλείνοντας στο χαμηλό έτους αδυνατώντας να παρακολουθήσει το ράλι των ξένων χρηματιστηρίων. Για τους επενδυτές του Ελληνικού Χρηματιστηρίου η χρονιά ήταν μονότονα πτωτική και τα όποια ανοδικά διαλείμματα οφείλονταν κυρίως στην ανακωχή των πωλήσεων από το εξωτερικό ενόψει κάποιων εξελίξεων που τελικά δεν ήρθαν. Για μια ακόμα χρονιά διαψεύστηκαν οι προσδοκίες συγκέντρωσης στον τραπεζικό κλάδο ενώ από πλευράς επιχειρηματικών κερδών η χρήση θα κλείσει σε οριακό επίπεδο για το σύνολο των εισηγμένων καθιστώντας μη ελκυστική την αγορά σε όρους ΡΕ. Η ατζέντα του 2011 διατηρεί στο προσκήνιο την διαχείριση του χρέους καθώς η επιμήκυνση του δανείου των 110 δις θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη ανοίγοντας παράλληλα την συζήτηση για το ενδεχόμενο αναδιάρθρωσης του υπολοίπου δανεισμού. Το ύψος της αναδιάρθρωσης και η χρονική στιγμή της απόφασης δεν είναι όμως προσδιορισμένα με αποτέλεσμα η αγορά να φυλλορροεί διαρκώς τιμολογώντας ακραία ενδεχόμενα που έχουν σαν κύριο αποδέκτη τον τραπεζικό κλάδο. Το ιδανικό σενάριο θα ήταν μια ταυτόχρονη απόφαση επιμήκυνσης και αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους σε ένα επίπεδο ανεκτό για την αντοχή του τραπεζικού και ασφαλιστικού συστήματος το οποίο θα ανακούφιζε την οικονομία και θα έδινε σοβαρούς λόγους για την εξέταση των προοπτικών της Ελληνικής οικονομίας. Οι πρόσφατες αυξήσεις κεφαλαίου στις Ελληνικές τράπεζες καθώς και αυτές που θα πραγματοποιηθούν στο α' τρίμηνο του 2011 ενδεχομένως να εξυπηρετούν αυτό το σκοπό και αν μη τι άλλο οι έως τώρα καλύψεις δείχνουν μια εμπιστοσύνη η οποία δεν συνάδει ιδιαίτερα με το γενικότερο κλίμα. Το α' τρίμηνο του 2011 θα είναι καθοριστικό και για την ευρωζώνη καθώς έχουν προγραμματιστεί μεγάλες εκδόσεις ομολόγων και οι οποίες αφορούν κατά κύριο λόγο τις οικονομίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Οι εξελίξεις θα είναι καθοριστικές και για την τύχη της διαπραγμάτευσης του ελληνικού χρέους αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση θα κληθεί να δώσει λύσεις που θα έχουν καθολική ισχύ και ενδεχομένως θα είναι μακροπρόθεσμου χαρακτήρα.
Στις ξένες αγορές το θετικό momentum κερδοφορίας των επιχειρήσεων δεν έχει λόγους να ανακοπεί αφού οι οικονομίες φαίνεται ότι έχουν σταθεροποιηθεί και η αύξηση της ζήτησης αρχίζει και εμφανίζεται σε πιο κυκλικούς κλάδους. Η σημαντική αύξηση των τιμών των εμπορευμάτων ενδεχομένως να δημιουργήσει πληθωριστικές πιέσεις οδηγώντας τις κεντρικές τράπεζες στο β' εξάμηνο σε μια αναδίπλωση των στρατηγικών τους σε ότι αφορά τα επιτόκια και το κόστος χρήματος υπό την προϋπόθεση ότι οι δείκτες ανάπτυξης είναι θετικοί, κινήσεις τις οποίες πολύ πρόσφατα υιοθέτησε η Κίνα. Το 2011 θα είναι επίσης χρονιά προετοιμασίας για το χρηματοοικονομικό σύστημα σε Ευρώπη και Αμερική για πιο αυστηρούς εποπτικούς κανόνες και άρα μεγαλύτερες ανάγκες σε κεφάλαια τα οποία ενδεχομένως να μειώσουν την αποδοτικότητα του τραπεζικού κλάδου.
Τεχνικά, ο Γενικός Δείκτης έκλεισε σχεδόν στο χαμηλότερο επίπεδο της χρονιάς δείγμα των χαμηλών προσδοκιών που η πλειοψηφία της αγοράς έχει για το 2011. Ωστόσο η μεγάλη εικόνα του Γενικού Δείκτη δείχνει αφενός επιβράδυνση των έντονων πτωτικών τάσεων που είχαν παρατηρηθεί μετά το καλοκαίρι αφετέρου μια μεγάλη συσσώρευση η οποία εξαντλείται στα επίπεδα των 1.400 μονάδων. Οι αντιδράσεις που ιστορικά παρατηρούνται από την περιοχή αυτή έχουν δώσει πολύ υψηλές αποδόσεις της τάξεως του 80% και 90% ενώ σημειώνεται ότι πολλές δεικτοβαρείς μετοχές πέραν του τραπεζικού κλάδου εμφανίζουν θετικές αποκλίσεις συντηρώντας κάποια κεκτημένα στηρίξεων στις τιμές τους. Ακόμα και η συρρίκνωση του τζίρου σε μια πτωτική πορεία είναι ένα θετικό σημάδι αφού η προσφορά είχε το πάνω χέρι στις συναλλαγές και ενδεχομένως το πολύ μοχλευμένο μέρος των μετοχικών θέσεων να έχει εξαντληθεί. Οι κυριότεροι μεσοπρόθεσμοι ταλαντωτές κινούνται σε ελαφρώς υποτιμημένες ζώνες ενώ ακόμα και μετά την πρόσφατη υποχώρηση η μεσοπρόθεσμη ένδειξη του MACD παρέμεινε αγορασμένη. Η διατήρηση της στήριξης των 1.400 μονάδων αγοράζει χρόνο για μια μεγάλη αντίδραση σε μονάδες και διάρκεια την οποία εκτιμούμε ότι θα δούμε εντός του 2011. Ο ανοδικός στόχος για φέτος είναι τουλάχιστον οι 1.700 μονάδες, επίπεδο το οποίο αποτελεί και την βασική αντίσταση του Γενικού Δείκτη. Από την άλλη πλευρά η διάσπαση της ζώνης στήριξης των 1.400 μονάδων θα λειτουργούσε πολύ επιβαρυντικά για την ψυχολογία της αγοράς καθώς οι όποιες στηρίξεις εντοπίζονται απευθύνονται σε ιστορικούς χρόνους όπου το ΧΑ είχε αποτίμηση σε δραχμές (1998 - 1997) και η σύνθεση των μετοχών του δείκτη ήταν πολύ διαφορετική. Είμαστε οπαδοί του συνθήματος <<τα κέρδη βγαίνουν στην αγορά και όχι στην πώληση>>. Αυτό σημαίνει ότι στα χαμηλά της η αγορά είναι περισσότερο ευκαιρία προς επένδυση αφού έχει ενσωματώσει πολλούς -γνωστούς και μη- κινδύνους οι οποίοι στην πορεία εξουδετερώνονται με καινούριες εξελίξεις. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι η άνοδος των αξιών θα ξεκινήσει από αύριο. Η αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους θα είναι το σύνθημα της επιστροφής των ξένων επενδυτών οι οποίοι ορίζουν και τις τύχες των μεγαλύτερων ροών στην Ελληνική αγορά. Η επιστροφή θα έχει στοιχεία τάσης και διακυμάνσεων όπως το 1998 και οι αποδόσεις που θα καταγραφούν θα είναι εντυπωσιακές λόγω της μεγάλης υποτιμητικής υπερβολής και των στρεβλώσεων που έχει οδηγηθεί η πλειοψηφία των εισηγμένων εταιριών. Ως εκ τούτου και καθώς η στιγμή της αναδιάρθρωσης δεν είναι γνωστή στην διαχειριστική μας τακτική είμαστε τοποθετημένοι κατά 60% σε Ελληνικές μετοχές με το κύριο βάρος σε αμυντικού προφίλ εταιρίες (ΜΕΤΚΑ, Μυτιληναίος, Motor oil, Frigoglass), την Εθνική Τράπεζα ως κύριο εκφραστή της στάσης των ξένων και τα κρατικά stories των αναδιαρθρώσεων (Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΟΠΑΠ και ΔΕΗ).
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών