γράφει : Δ.Ν.
Το δήθεν μαγικό νομισματικό όπλο της ΕΚΤ (από Βασίλης Βιλιάρδος)
- H κεντρική τράπεζα, ενεργώντας σκόπιμα παράνομα επιδεινώνει τις συνθήκες, με αποτέλεσμα να απομυζούν οι ισχυρότερες χώρες τις ασθενέστερες – οπότε οι τελευταίες θα οδηγούνται σταδιακά σε μαζικές χρεοκοπίες, μέσω των οποίων θα μετατρέπεται η μία μετά την άλλη σε αποικία χρέους, σε χώρες της LIDL.
«Εύλογα συμπεραίνεται πως η Ελλάδα στραγγαλίζεται σκόπιμα, με στόχο να οδηγηθεί εκτός της Ευρωζώνης εκούσια και χωρίς διετείς διαπραγματεύσεις, όπως η Βρετανία σε σχέση με την ΕΕ – αφενός μεν για να λεηλατηθεί με πληθωριστικές δραχμές ότι θα της έχει απομείνει (GEURO), αφετέρου για να υποδυθεί το ρόλο της Ιφιγένειας, για τον παραδειγματισμό όλων των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την πρωσική ηγεμονία«.
- Ανάλυση
Οι κεντρικές τράπεζες εφοδιάζουν την οικονομία με χρήματα – κάτι που δρομολογείται μέσω των εμπορικών τραπεζών οι οποίες, για το συγκεκριμένο σκοπό, διατηρούν λογαριασμούς στην κεντρική. Σε φυσιολογικές συνθήκες, η κεντρική τράπεζα κάθε χώρας προσφέρει μία φορά την εβδομάδα βραχυπρόθεσμη ρευστότητα στις εμπορικές, με ένα ορισμένο επιτόκιο. Εν προκειμένω, οι τράπεζες αποφασίζουν πόσα από αυτά τα χρήματα θα δανειστούν με την τιμή (επιτόκιο) και για το χρονικό διάστημα που προσφέρονται – έναντι εγγυήσεων για την κάλυψη τους.
Η ρευστότητα τώρα που «αγοράζουν» με αυτόν τον τρόπο οι εμπορικές τράπεζες από την κεντρική, «πωλείται» περαιτέρω – με την έννοια πως παρέχονται δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά με ένα υψηλότερο επιτόκιο, έτσι ώστε να έχουν κέρδος (ανάλυση). Όσο χαμηλότερο είναι το επιτόκιο, με το οποίο η κεντρική τράπεζα δανείζει τις εμπορικές, τόσο φθηνότερα είναι τα δάνεια που παρέχουν – οπότε τόσο περισσότερες είναι οι επιχειρήσεις που μπορούν να δανειστούν για να επενδύσουν, αποκομίζοντας υψηλότερα κέρδη από το επιτόκιο που πληρώνουν.
Έτσι, κατά την κλασική οικονομική θεωρία, τίθεται σε λειτουργία ο μηχανισμός της ανάπτυξης, μέσω του οποίου αυξάνονται το ΑΕΠ και τα δημόσια έσοδα, μειώνεται η ανεργία κοκ. (η ρευστότητα που παράγουν οι ίδιες οι εμπορικές τράπεζες προστίθεται σε αυτήν που αγοράζουν από την κεντρική, πολλαπλασιάζοντας την) – ένας μηχανισμός από τον οποίο έχει απομονωθεί εντελώς Ελλάδα, οπότε είναι εύλογη η απορία, σχετικά με τις προβλέψεις ανάπτυξης της οικονομίας της.
Συνεχίζοντας, σε αντίθεση με τη θεωρία, το βασικό πρόβλημα που προέκυψε μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 ήταν το ότι, οι εμπορικές τράπεζες δεν αύξησαν το δανεισμό τους προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά – παρά το ότι οι κεντρικές μείωσαν μαζικά τα επιτόκια τους παγκοσμίως, ακόμη και σε μηδενικό επίπεδο (0%). Πήραν βέβαια τα χρήματα που ήταν στη διάθεση τους, αλλά (α) είτε τα «πάρκαραν» σχεδόν στο σύνολο τους στην κεντρική, (β) είτε τα τοποθέτησαν στα χρηματιστήρια, για να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη.
Κατά τη διάρκεια τώρα της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης (2011/12), η αιτία ήταν σε κάποιο βαθμό η ανασφάλεια που ένοιωθαν οι τράπεζες – συνειδητοποιώντας για πρώτη φορά μέσω της Ελλάδας πως θα μπορούσε μία χώρα της νομισματικής ένωσης να χρεοκοπήσει, χωρίς να βοηθηθεί ούτε από τις υπόλοιπες, ούτε από την ΕΚΤ. Ως εκ τούτου η κεντρική τράπεζα αποφάσισε να παρέχει όχι μόνο βραχυπρόθεσμη ρευστότητα στις εμπορικές αλλά, επίσης, χρήματα για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα – έως και τρία έτη (Long Term Refinancing Operations – LTRO’s).
Εν τούτοις, η μακροπρόθεσμη παροχή ρευστότητας δεν άλλαξε τη συνολική εικόνα, παρά το ότι τα εκατοντάδες δις € διοχετεύθηκαν σχεδόν παντού – έμμεσα επίσης στα κρατικά ταμεία των χωρών της Ευρωζώνης, επειδή οι εμπορικές τράπεζες αγόραζαν τα ομόλογα των κρατών τους που συνέχισαν να υπερχρεώνονται. Δηλαδή, τα νέα αυτά χρήματα δεν οδηγήθηκαν στην πραγματική οικονομία, έτσι ώστε οι επιχειρήσεις να επενδύσουν και τα νοικοκυριά να καταναλώσουν, αυξάνοντας το ρυθμό ανάπτυξης – όπως ήταν αναμενόμενο με βάση την οικονομική θεωρία.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος η ΕΚΤ αύξησε ξανά τη ρευστότητα, εν πρώτοις το 2014 και στο τέλος το 2016 – με στοχευόμενο, ξεκάθαρο προορισμό όμως το δανεισμό της πραγματικής οικονομίας. Για να το πετύχει η ΕΚΤ, αυτού του είδους τα χρήματα που ονομάσθηκαν «στοχευόμενη μακροπρόθεσμη ανά-χρηματοδοτική λειτουργία» (Targeted Long Term Refinancing Operations ή T-LTRO’s), προέβλεπαν το εξής «δώρο» (bonus):
«Εάν κατευθύνονταν στο δανεισμό των πελατών των τραπεζών, δεν θα επιβαρύνονταν με το βασικό επιτόκιο που είναι 0%, αλλά με το επιτόκιο αποδοχής των καταθέσεων τους – το οποίο είναι αρνητικό μετά το 2011, ενώ πρόσφατα ευρισκόταν στο -0,4%«.Με απλά λόγια οι εμπορικές τράπεζες όταν δανείζονται από την ΕΚΤ, χρησιμοποιώντας τα χρήματα αυτά για να δανείσουν την πραγματική οικονομία, δεν πληρώνουν επιτόκιο αλλά, αντίθετα, πληρώνονται με 0,4% ή με 40 μονάδες βάσης επί των δανείων τους!
Ως εκ τούτου τα T–LTRO‘s θεωρούνται ως το πλέον «ευρύτερο» νομισματικό εργαλείο των κεντρικών τραπεζών στην παγκόσμια ιστορία – παρά το ότι τα πακέτα ποσοτικής διευκόλυνσης (QE), καθώς επίσης οι αγορές ομολόγων, είναι πιο γνωστά και τους δίνεται πολύ μεγαλύτερη σημασία από τα ΜΜΕ. Ο όγκος τους βέβαια είναι αρκετά μεγαλύτερος, αλλά σε σύγκριση με τα T-LTRO’s θεωρούνται πεπαλαιωμένα νομισματικά όπλα – αφού χρησιμοποιούνται πολλά χρόνια από τις κεντρικές τράπεζες (η ανάλυση συνεχίζεται στην επόμενη σελίδα).
- Οι παράνομες επεμβάσεις της ΕΚΤ
Δεν ασχολείται επομένως μόνο με τη νομισματική πολιτική ως οφείλει και δεν επεμβαίνει επί πλέον παράνομα στα πολιτικά δρώμενα, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας (συμμετοχή στην Τρόικα, κλείσιμο των τραπεζών), της Ιρλανδίας κοκ., εκβιάζοντας τα κράτη ενάντια στους κανόνες της νομισματικής ένωσης (ανάλυση) αλλά, επίσης, παρεμβαίνει στη λειτουργία των εμπορικών τραπεζών – επηρεάζοντας έμμεσα τη βιομηχανική και λοιπή πολιτική της σοβιετικής ως εκ τούτου Ευρωζώνης.
Στα πλαίσια αυτά οι απαγορεύσεις από τις συνθήκες της ΕΕ, όπως το ότι δεν επιτρέπεται η χρεοκοπία κάποιας χώρας της ή/και η διαγραφή χρεών (η οποία φυσικά έπαψε στην πράξη να ισχύει με το PSI), είναι αστείες – αφού η ίδια η κεντρική τράπεζα αδιαφορεί για τις συμφωνίες και παρανομεί επανειλημμένα, χωρίς καμία συνέπεια. Προφανώς λοιπόν έχει υπερβεί κατά πολύ τις αρμοδιότητες της – γεγονός για το οποίο κάποια στιγμή θα κληθεί ασφαλώς να απολογηθεί.
Από την άλλη πλευρά, η υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική έχει οδηγήσει στη δημιουργία μαζικών πλεονασματικών ρεζερβών εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών – ενώ τα T-LTRO’s θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη διοχέτευση όλων αυτών των χρημάτων που είναι παρκαρισμένα παράλογα στην ΕΚΤ, στην πραγματική οικονομία. Φαίνεται δηλαδή πως η κεντρική τράπεζα πίστευε ότι, μέσω του νέου αυτού όπλου θα αποφευχθεί η επί πλέον τοποθέτηση των χρημάτων στα χρηματιστήρια, ενισχύοντας την κερδοσκοπία και τη δημιουργία υπερβολών (φούσκες).
Η πράξη βέβαια ήταν εντελώς διαφορετική, αφού η ζήτηση των τριών πρώτων T-LTRO’s ήταν πολύ μικρή – της τάξης των 31 δις € τον Ιούνιο του 2016, καθώς επίσης λίγο περισσότερα το Σεπτέμβρη και το Δεκέμβρη. Εν τούτοις, το τέταρτο και τελευταίο, το οποίο προσφέρθηκε την περασμένη εβδομάδα, εκτοξεύθηκε σε χρόνο μηδέν στα 233 δις € (γράφημα) – κάτι που όμως οφείλεται στις διαδόσεις που κυκλοφορούν, σύμφωνα με τις οποίες η ΕΚΤ σχεδιάζει την αύξηση των βασικών της επιτοκίων, κατά το παράδειγμα της Fed.
Λογικά επομένως οι τράπεζες θέλησαν να εκμεταλλευτούν τη δυνατότητα να δανειστούν για τελευταία φορά με μηδενικό επιτόκιο από την ΕΚΤ – έχοντας επί πλέον τη δυνατότητα να εξασφαλίσουν ένα δώρο (bonus) ύψους 40 μονάδων βάσης (-0,4% επιτόκιο), εάν δανείσουν με αυτά τα χρήματα την πραγματική οικονομία.
Εν τούτοις μάλλον τα χρήματα αυτά θα κατευθυνθούν ξανά στα χρηματιστήρια, κρίνοντας από την υπερβολική άνοδο δεικτών, όπως του γερμανικού DAX – ενώ το δήθεν μαγικό όπλο της ΕΚΤ έχει προσφέρει ελάχιστα από τη μακροοικονομική του πλευρά, αφού έχουν συμβεί τα εξής:
(α) Οι εμπορικές τράπεζες παρκάρουν όλο και υψηλότερες πλεονασματικές ρεζέρβες στην κεντρική, έχοντας εκμεταλλευτεί τις αγορές ομολόγων εκ μέρους της – οι οποίες έχουν υποσκελίσει τα πειράματα με τα LTRO’s και T-LTRO’s. Έτσι χειραγωγούνται τα επιτόκια δανεισμού των χωρών της Ευρωζώνης και δημιουργούνται φούσκες στις αγορές των ομολόγων – οι οποίες κάποια στιγμή θα εκραγούν.
(β) Η ΕΚΤ δεν επιθυμεί να αυξήσει το συνολικό όγκο των πιστώσεων, αφού οι μελέτες που έχει διεξάγει τεκμηρίωσαν ότι, τα χρήματα που εισέρευσαν στις εμπορικές τράπεζες μέσω των T-LTRO‘s κατευθύνθηκαν μόνο στις υγιείς χώρες και τράπεζες, οι οποίες έτσι και αλλιώς είχαν μεγάλη ρευστότητα στη διάθεση τους.
Στις χώρες αυτές, όπως η Γερμανία, πυροδοτούν τον πληθωρισμό, ο οποίος δημιουργεί ακόμη μεγαλύτερες ανισορροπίες στο εσωτερικό της νομισματικής ένωσης – ενώ φυσικά λειτουργεί υποτιμητικά όσον αφορά το ευρώ, μεγεθύνοντας τα πλεονάσματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών τους εις βάρος των ελλειμματικών κρατών, όπως είναι οι εταίροι τους και οι Η.Π.Α.
(γ) Στα προβληματικά κράτη, όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία, τα T-LTRO‘s είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους των δανείων των τραπεζών (επιτόκια), χωρίς όμως να βοηθήσουν την ανάπτυξη. Η αιτία δεν είναι τα δομικά τους προβλήματα, όπως ισχυρίζεται η ΕΚΤ αλλά το ότι, αφενός μεν δεν υπάρχει μεγάλος αριθμός αξιόχρεων δανειοληπτών, αφετέρου δεν διενεργούνται εύκολα επενδύσεις, λόγω της υπερχρέωσης και της μειωμένης ζήτησης – γεγονότα που διαπιστώνονται και στην Ελλάδα, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό.
(δ) Φυσικά η Ελλάδα είναι αποκλεισμένη από όλο αυτό τον πακτωλό ρευστότητας, οπότε λογικά λέγεται πως βρέχει χρήματα και η κυβέρνηση (όλες όμως από το 2012 και μετά, χωρίς φυσικά να ευθύνονται) κρατάει ομπρέλα – κάτι που δεν προκαλεί μόνο τεράστια προβλήματα στο δανεισμό του κράτους, των δημοσίων καθώς επίσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων αλλά, επίσης, τους στερεί την ανταγωνιστικότητα.
Με δεδομένο δε το ότι, οι ελληνικές επιχειρήσεις είτε δεν έχουν πρόσβαση σε δάνεια, είτε δανείζονται με πολύ πιο ακριβά επιτόκια από τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, οπότε δεν διενεργούνται επενδύσεις εκ μέρους τους, η ανταγωνιστικότητα τους καταρρέει – αφού μόνο η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος δεν αρκεί, ενώ δημιουργεί επί πλέον προβλήματα στην κατανάλωση, μειώνοντας το ΑΕΠ, τα έσοδα του δημοσίου κοκ.
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνεται πως η Ελλάδα στραγγαλίζεται σκόπιμα, με στόχο να οδηγηθεί εκτός της Ευρωζώνης εκούσια και χωρίς διετείς διαπραγματεύσεις, όπως η Βρετανία σε σχέση με την ΕΕ – αφενός μεν για να λεηλατηθεί με πληθωριστικές δραχμές ότι θα της έχει απομείνει (GEURO), αφετέρου για να υποδυθεί το ρόλο της Ιφιγένειας, για τον παραδειγματισμό όλων των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα την πρωσική ηγεμονία.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, η μέχρι σήμερα εμπειρία από ένα ακόμη νεωτεριστικό νομισματικό όπλο που θα έκανε δήθεν θαύματα, τεκμηριώνει πως η πολιτική των κεντρικών τραπεζών έχει φτάσει στα όρια της – αφού έχουν πλημμυρίσει το σύστημα με ρευστότητα, χωρίς κανένα σημαντικό αποτέλεσμα, σε σχέση με το ρυθμό ανάπτυξης.Ειδικά όσον αφορά την Ευρωζώνη αποδεικνύεται πως οι εκ των πραγμάτων πολλές ταχύτητες που τη χαρακτηρίζουν δεν επιλύονται από τη νομισματική πολιτική – αντίθετα, η ΕΚΤ επιδεινώνει σημαντικά τις συνθήκες, με αποτέλεσμα να απομυζούν όλο και περισσότερο οι ισχυρότερες χώρες τις ασθενέστερες.
Έτσι οι τελευταίες θα οδηγούνται σταδιακά σε μαζικές χρεοκοπίες, μέσω των οποίων θα μετατρέπεται η μία μετά την άλλη σε αποικία χρέους – σε χώρες της LIDL. Εκτός εάν βέβαια ενωθεί πολιτικά η Ευρωζώνη ή διαλυθεί – με τις περισσότερες πιθανότητες να συγκλίνουν στο δεύτερο (ανάλυση).
Βιβλιογραφία: F&W, NEINHAUS
Σχόλια αναγνωστών