γράφει : Δ.Ν.
Η αξιοπιστία στο μικροσκόπιο
Ποιες ελεγκτικές εταιρίες έχουν οι εισηγμένες εταιρίες, πως μπορεί να αυξηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών.
Η υπόθεση της Follie – Folli κλόνισε για τα καλά την εγχώρια αγορά αυξάνοντας τις απαιτήσεις των ξένων θεσμικών επενδυτών σε ότι αφορά τα επίπεδα και την ποιότητα της οικονομικής πληροφόρησης. Η δυσπιστία έναντι των αριθμών κορυφώθηκε όταν στα τέλη Μαΐου η μετοχή της εταιρίας τέθηκε εκτός διαπραγμάτευσης με αμφίβολο ορίζοντα επαναδιαπραγμάτευσης. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά στο τέλος Ιουλίου ο ορκωτός ελεγκτής ανακάλεσε την έκθεση για το οικονομικά πεπραγμένα του 2017 βάζοντας και τυπικά τέλος σε μια αναμονή ακόμα και των πιο δύσπιστων αισιόδοξων που υποστήριζαν ότι τα νούμερα που δημοσίευε η εταιρία δεν απείχαν από την πραγματικότητα.
Έκτοτε έχει ξεκινήσει μια συνεχή και κουραστική προσπάθεια από τα μέλη της εγχώριας επενδυτικής κοινότητας να πείσουν ότι το φαινόμενο αφορά αποκλειστικά και μόνο την συγκεκριμένη εταιρία. Σχεδόν για όλες τις εταιρίες του FTSE-25 εκφράστηκαν επιφυλάξεις για στοιχεία που αφορούσαν την διεθνή δραστηριότητα, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων, την δυνατότητα αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων, το πραγματικό ύψος των απαιτήσεων και άλλα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά μεγέθη του ισολογισμού. Οι αριθμοί τέθηκαν σε αμφισβήτηση και κάθε συζήτηση που αφορούσε αποτιμήσεις πέρασε σε δεύτερο πλάνο αφού η εστίαση μεταφέρθηκε στο ποιος πιστοποιεί τα μεγέθη καθώς και σε άλλες ποιοτικές παραμέτρους.
Είναι αναμενόμενο ένα επενδυτικό σχήμα που έχει την έδρα του στο εξωτερικό να επιθυμεί την διακρίβωση των στοιχείων του ισολογισμού από μια όσο το δυνατόν γνωστή και αναγνωρισμένη διεθνή νομική οντότητα. Μετά την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων το 2004 ο έλεγχος των ελληνικών εισηγμένων εταιριών απέκτησε ένα επιπλέον στοιχείο αξιοπιστίας αφού η κοινή γλώσσα αποτύπωσης των αριθμών διευκόλυνε την ανάγνωση τους από ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Στις αρχές του 2004 η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στην κεφαλαιοποίηση της Έλληνικής αγοράς αφορούσε το 31% και σήμερα βρίσκεται στο 68%. Σε αυτό έχει συμβάλει σημαντικά η υιοθέτηση των κοινών λογιστικών κανόνων και προτύπων αποτύπωσης καθώς και οι συναφείς κανονιστικές εναρμονίσεις της εγχώριας χρηματιστηριακής νομοθεσίας με την Έυρωπαϊκή.
Η υπογραφή ενός αξιόπιστου ανεξάρτητου ελεγκτικού οίκου αποτελεί μια ακόμα εγγύηση για επενδυτές που έχουν απόσταση από μια αγορά. Το επιχείρημα που επικρατεί για αυτή την προτίμηση φαίνεται ότι έχει να έχει να κάνει και με την φήμη του ανεξάρτητου Ορκωτού: Κανείς από τους μεγάλους ελεγκτικούς οίκους δεν θα ρισκάρει το όνομα του σε μια μικρή αγορά όπως η Έλλάδα πιστοποιώντας επιπόλαια ή σκόπιμα λανθασμένα τα μεγέθη του ισολογισμού για να πάρει μια μικρή –σε σχέση με τα διεθνή μεγέθη- αμοιβή.
Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι η επιλογή μιας ελεγκτικής εταιρίας με διεθνές κύρος δεν εξασφαλίζει το απόλυτο στην διαφάνεια και την αξιοπιστία. Το 2001 η υπόθεση της Enron είχε ορκωτούς από την εταιρία Arthur Andersen (μετέπειτα Accenture) η οποία απέτυχε να αποτυπώσει σωστά το τζίρο της εταιρίας ο οποίος είχε μη επαναλαμβανόμενες εγγραφές καθώς και την πραγματική κερδοφορία των συμβολαίων και παραγώγων ενέργειας που είχε στην κατοχή της. Την ίδια περίοδο στην Αμερική μια ακόμα εισηγμένη εταιρία η Worldcom παρουσίασε σοβαρές λογιστικές αποκλίσεις από τα πραγματικά της μεγέθη έχοντας την ίδια ελεγκτική εταιρία. Και στις δύο περιπτώσεις οι εισηγμένες οδηγήθηκαν σε πτώχευση μετά την αποκάλυψη των λογιστικών παρατυπιών.
Τέλος, στο μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο όλων των εποχών στην υπόθεση Madof στις λογιστικές εταιρίες που έλεγχαν τα επενδυτικά κεφάλαια του μεγαλοεπενδυτή εμπλέκονται μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου: KPMG, PricewaterhouseCoopers, BDO Seidman, McGladrey & Pullen κλπ.
Τους ισολογισμούς των εισηγμένων εταιριών υπογράφουν 23 ελεγκτικές εταιρίες εκ των οποίων πάνω από τους μισούς 3. Από την μελέτη που έγινε στους 180 ισολογισμούς του 2017 διαπιστώθηκε ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην μεγάλη κεφαλαιοποίηση έχουν προτίμηση στους διεθνείς οίκους. Τις ακολουθούν αρκετές εταιρίες της μεσαίας κεφαλαιοποίησης οι οποίες έχουν διεθνές αποτύπωμα επενδυτών στο μετοχολόγιο τους. Ενδεχομένως στην επιλογή ενός ανεξάρτητου ορκωτού παίζει ρόλο και το κόστος.
Πρακτικά μια πολυεθνική με υψηλότερο στάτους χρεώνει περισσότερο καθιστώντας ασύμφορες ή απαγορευτικές τις υπηρεσίες της για τις εταιρίες των μικρότερης κεφαλαιοποίησης. Επισημαίνεται ωστόσο ότι αυτή η ποιοτική διαφοροποίηση είναι μια απλή ένδειξη καθώς οι Ορκωτοί ελεγκτές μπορεί να μην έχουν πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία μιας εταιρίας και να κάνουν δειγματοληπτικούς ελέγχους υπό την πίεση του χρόνου δημοσίευσης των εξάμηνων ή των ετήσιων λογιστικών καταστάσεων.
AEGEAN EY
ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Deloitte
COCA COLA PWC
EUROBANK PWC
GRIVALIA PWC
JUMBO Grant Thornton
LAMDA DEVELOPMENT PWC
ΑΔΜΗΕ Crowe SOL
ΒΙΟΧΑΛΚΟ KPMG
ΓΕΚΤΕΡΝΑ GrantThornton
ΔΕΗ Crowe SOL
Ε.Υ.Δ.Α.Π. Crowe SOL
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ PWC
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ EY
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ PWC
ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ Deloitte
ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ GrantThornton
Ο.Λ.Π PWC
ΟΠΑΠ KPMG
ΟΤΕ PWC
ΠΕΙΡΑΙΩΣ Deloitte
ΣΑΡΑΝΤΗΣ BDO
ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Grant Thornton
ΤΙΤΑΝ PWC
ΦΟΥΡΛΗΣ EY
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή
http://www.bankingnews.gr
Η υπόθεση της Follie – Folli κλόνισε για τα καλά την εγχώρια αγορά αυξάνοντας τις απαιτήσεις των ξένων θεσμικών επενδυτών σε ότι αφορά τα επίπεδα και την ποιότητα της οικονομικής πληροφόρησης. Η δυσπιστία έναντι των αριθμών κορυφώθηκε όταν στα τέλη Μαΐου η μετοχή της εταιρίας τέθηκε εκτός διαπραγμάτευσης με αμφίβολο ορίζοντα επαναδιαπραγμάτευσης. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά στο τέλος Ιουλίου ο ορκωτός ελεγκτής ανακάλεσε την έκθεση για το οικονομικά πεπραγμένα του 2017 βάζοντας και τυπικά τέλος σε μια αναμονή ακόμα και των πιο δύσπιστων αισιόδοξων που υποστήριζαν ότι τα νούμερα που δημοσίευε η εταιρία δεν απείχαν από την πραγματικότητα.
Έκτοτε έχει ξεκινήσει μια συνεχή και κουραστική προσπάθεια από τα μέλη της εγχώριας επενδυτικής κοινότητας να πείσουν ότι το φαινόμενο αφορά αποκλειστικά και μόνο την συγκεκριμένη εταιρία. Σχεδόν για όλες τις εταιρίες του FTSE-25 εκφράστηκαν επιφυλάξεις για στοιχεία που αφορούσαν την διεθνή δραστηριότητα, το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων, την δυνατότητα αποπληρωμής των δανειακών υποχρεώσεων, το πραγματικό ύψος των απαιτήσεων και άλλα λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά μεγέθη του ισολογισμού. Οι αριθμοί τέθηκαν σε αμφισβήτηση και κάθε συζήτηση που αφορούσε αποτιμήσεις πέρασε σε δεύτερο πλάνο αφού η εστίαση μεταφέρθηκε στο ποιος πιστοποιεί τα μεγέθη καθώς και σε άλλες ποιοτικές παραμέτρους.
Είναι αναμενόμενο ένα επενδυτικό σχήμα που έχει την έδρα του στο εξωτερικό να επιθυμεί την διακρίβωση των στοιχείων του ισολογισμού από μια όσο το δυνατόν γνωστή και αναγνωρισμένη διεθνή νομική οντότητα. Μετά την εφαρμογή των διεθνών λογιστικών προτύπων το 2004 ο έλεγχος των ελληνικών εισηγμένων εταιριών απέκτησε ένα επιπλέον στοιχείο αξιοπιστίας αφού η κοινή γλώσσα αποτύπωσης των αριθμών διευκόλυνε την ανάγνωση τους από ξένα επενδυτικά κεφάλαια.
Στις αρχές του 2004 η συμμετοχή των ξένων επενδυτών στην κεφαλαιοποίηση της Έλληνικής αγοράς αφορούσε το 31% και σήμερα βρίσκεται στο 68%. Σε αυτό έχει συμβάλει σημαντικά η υιοθέτηση των κοινών λογιστικών κανόνων και προτύπων αποτύπωσης καθώς και οι συναφείς κανονιστικές εναρμονίσεις της εγχώριας χρηματιστηριακής νομοθεσίας με την Έυρωπαϊκή.
Η υπογραφή ενός αξιόπιστου ανεξάρτητου ελεγκτικού οίκου αποτελεί μια ακόμα εγγύηση για επενδυτές που έχουν απόσταση από μια αγορά. Το επιχείρημα που επικρατεί για αυτή την προτίμηση φαίνεται ότι έχει να έχει να κάνει και με την φήμη του ανεξάρτητου Ορκωτού: Κανείς από τους μεγάλους ελεγκτικούς οίκους δεν θα ρισκάρει το όνομα του σε μια μικρή αγορά όπως η Έλλάδα πιστοποιώντας επιπόλαια ή σκόπιμα λανθασμένα τα μεγέθη του ισολογισμού για να πάρει μια μικρή –σε σχέση με τα διεθνή μεγέθη- αμοιβή.
Θα μπορούσε βέβαια να υποστηριχθεί ότι η επιλογή μιας ελεγκτικής εταιρίας με διεθνές κύρος δεν εξασφαλίζει το απόλυτο στην διαφάνεια και την αξιοπιστία. Το 2001 η υπόθεση της Enron είχε ορκωτούς από την εταιρία Arthur Andersen (μετέπειτα Accenture) η οποία απέτυχε να αποτυπώσει σωστά το τζίρο της εταιρίας ο οποίος είχε μη επαναλαμβανόμενες εγγραφές καθώς και την πραγματική κερδοφορία των συμβολαίων και παραγώγων ενέργειας που είχε στην κατοχή της. Την ίδια περίοδο στην Αμερική μια ακόμα εισηγμένη εταιρία η Worldcom παρουσίασε σοβαρές λογιστικές αποκλίσεις από τα πραγματικά της μεγέθη έχοντας την ίδια ελεγκτική εταιρία. Και στις δύο περιπτώσεις οι εισηγμένες οδηγήθηκαν σε πτώχευση μετά την αποκάλυψη των λογιστικών παρατυπιών.
Τέλος, στο μεγαλύτερο οικονομικό σκάνδαλο όλων των εποχών στην υπόθεση Madof στις λογιστικές εταιρίες που έλεγχαν τα επενδυτικά κεφάλαια του μεγαλοεπενδυτή εμπλέκονται μερικά από τα μεγαλύτερα ονόματα του χώρου: KPMG, PricewaterhouseCoopers, BDO Seidman, McGladrey & Pullen κλπ.
Τους ισολογισμούς των εισηγμένων εταιριών υπογράφουν 23 ελεγκτικές εταιρίες εκ των οποίων πάνω από τους μισούς 3. Από την μελέτη που έγινε στους 180 ισολογισμούς του 2017 διαπιστώθηκε ότι οι εταιρίες που ανήκουν στην μεγάλη κεφαλαιοποίηση έχουν προτίμηση στους διεθνείς οίκους. Τις ακολουθούν αρκετές εταιρίες της μεσαίας κεφαλαιοποίησης οι οποίες έχουν διεθνές αποτύπωμα επενδυτών στο μετοχολόγιο τους. Ενδεχομένως στην επιλογή ενός ανεξάρτητου ορκωτού παίζει ρόλο και το κόστος.
Πρακτικά μια πολυεθνική με υψηλότερο στάτους χρεώνει περισσότερο καθιστώντας ασύμφορες ή απαγορευτικές τις υπηρεσίες της για τις εταιρίες των μικρότερης κεφαλαιοποίησης. Επισημαίνεται ωστόσο ότι αυτή η ποιοτική διαφοροποίηση είναι μια απλή ένδειξη καθώς οι Ορκωτοί ελεγκτές μπορεί να μην έχουν πλήρη πρόσβαση στα στοιχεία μιας εταιρίας και να κάνουν δειγματοληπτικούς ελέγχους υπό την πίεση του χρόνου δημοσίευσης των εξάμηνων ή των ετήσιων λογιστικών καταστάσεων.
AEGEAN EY
ALPHA ΤΡΑΠΕΖΑ Deloitte
COCA COLA PWC
EUROBANK PWC
GRIVALIA PWC
JUMBO Grant Thornton
LAMDA DEVELOPMENT PWC
ΑΔΜΗΕ Crowe SOL
ΒΙΟΧΑΛΚΟ KPMG
ΓΕΚΤΕΡΝΑ GrantThornton
ΔΕΗ Crowe SOL
Ε.Υ.Δ.Α.Π. Crowe SOL
ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ PWC
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ EY
ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑ PWC
ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ Deloitte
ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ GrantThornton
Ο.Λ.Π PWC
ΟΠΑΠ KPMG
ΟΤΕ PWC
ΠΕΙΡΑΙΩΣ Deloitte
ΣΑΡΑΝΤΗΣ BDO
ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ Grant Thornton
ΤΙΤΑΝ PWC
ΦΟΥΡΛΗΣ EY
Πηγή: Beta Χρηματιστηριακή
http://www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών