γράφει : ΜΑΡΙΝΑ ΦΟΥΝΤΑ
Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας, στα πλαίσια των περιοδικών εκδόσεων για κλάδους της ελληνικής οικονομίας, συνέταξε μελέτη για το ελαιόλαδο. Η Διεύθυνση Στρατηγικής και Οικονομικής Ανάλυσης της Τράπεζας, και συγκεκριμένα οι αναλύτριες Φραγκίσκα Βουμβάκη, Μαρία Σάββα και Αθανασία Κουτούζου, εκπόνησαν ανάλυση που εστιάζει (i) στα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά του κλάδου στη χώρα μας καθώς και στις ανατροπές που παρατηρούνται στη διεθνή αγορά και (ii) στις μεσοπρόθεσμες προκλήσεις μετά την αναθεώρηση της ΚΑΠ αλλά και τις ευκαιρίες που υπάρχουν αν εκμεταλλευτούμε τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του ελληνικού ελαιολάδου.
Το ελαιόλαδο αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής οικονομίας καθώς καλύπτει το 11% της συνολικής αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα σε όρους αξίας (έναντι 2% στην Ευρώπη). Ειδικότερα, η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), με παραγωγή της τάξης των 370 χιλιάδων τόνων το 2009, η οποία αντιστοιχεί σε αξία της τάξης των €800 εκατ., συνεισφέροντας έτσι το 0,3% του ΑΕΠ (έναντι 0,2% του ΑΕΠ για τον ισπανικό κλάδο και 0,1% για τον ιταλικό).
Η διεθνής αγορά ελαιολάδου μεγεθύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή χαρακτηρίζεται από διαχρονικά ανοδική τάση, η οποία γίνεται περισσότερο αισθητή την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας τους 3,1 εκατ. τόνους το 2009, επίπεδο υψηλότερο κατά 60% σε σχέση με το 1990. Τα ¾ της διεθνούς παραγωγής συνεχίζουν να πραγματοποιούνται από τρεις χώρες: την Ισπανία (41% το 2009 από 33% το 1990), την Ιταλία (20% από 25%) και την Ελλάδα (12% από 16%). Ωστόσο, αξιοσημείωτη είναι η άνοδος της παραγωγής των λοιπών χωρών κατά 70% για την ίδια περίοδο – αντικατοπτρίζοντας κυρίως την αύξηση της παραγωγής στη Συρία, την Τουρκία και το Μαρόκο (των οποίων το μερίδιο αυξάνεται στο15% το 2009 από 9% το 1990).
Η παραγωγή αυτή απορροφάται ουσιαστικά από 3 αγορές: (i) τις εγχώριες αγορές τυποποιημένου ελαιολάδου, δηλαδή το μερίδιο τυποποιημένου ελαιολάδου που καταναλώνεται στη χώρα παραγωγής του (1 εκατ. τόνοι), (ii) τις εγχώριες αγορές χύμα ελαιολάδου (0,8 εκατ. τόνοι) και (iii) τη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (1 εκατ. τόνοι) – με την τελευταία αγορά να προσφέρει την υψηλότερη προστιθέμενη αξία (με μια διαφορά της τάξης του €1/κιλό ελαιολάδου). Σημειώνουμε ότι η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής την τελευταία εικοσαετία απορροφήθηκε σε μεγάλο βαθμό (της τάξης των ¾) από τη μεγαλύτερη διείσδυση του τυποποιημένου ελαιολάδου σε νέες αγορές.
Οι εμπορικές ροές τυποποιημένου ελαιολάδου κατευθύνονται στους βασικούς προορισμούς κατανάλωσης (εκτός των παραδοσιακών αγορών), που είναι κυρίως Η.Π.Α., Γαλλία και Γερμανία. Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, η Ισπανία καλύπτει το 38% της αγοράς το 2009 (από 37% το 1990), η Ιταλία το 30% της αγοράς (από 36%), η Ελλάδα το 3% (από 4%), ενώ οι λοιπές χώρες ελαιοπαραγωγοί φαίνεται να κερδίζουν μερίδιο αγοράς (29% το 2009, από 22% το 1990).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι περίπου το ½ των τυποποιημένων εξαγωγών των χωρών του τριγώνου Ιταλία-Ισπανία-Ελλάδα γίνονται με λάδι από άλλη χώρα του τριγώνου – κατάσταση που οφείλεται κυρίως στην Ιταλία, η οποία εκμεταλλεύεται τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης που έχει. Είναι εντυπωσιακό ότι οι εισαγωγές ελαιολάδου σε χύμα μορφή της Ιταλίας (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) είναι μεγαλύτερες από το σύνολο των εξαγωγών της που αφορούν κυρίως τυποποιημένο ελαιόλαδο. Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα και η Ισπανία εξάγουν στην Ιταλία σε τιμές κοντά στα €2/κιλό, η οποία στη συνέχεια εξάγει σε τιμές της τάξης των €3/κιλό – ενδεικτικό ότι η Ιταλία καρπώνεται υπεραξία τουλάχιστον €1/κιλό.
Η αύξηση της προσφοράς τα τελευταία χρόνια (σε συνδυασμό με τις πιέσεις από τις τάσεις συγκέντρωσης των πολυεθνικών βιομηχανιών τροφίμων και των supermarkets) άσκησε περιοριστική επίδραση στις τιμές (€1,9/κιλό το 2009 από €2,3/κιλό κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2008). Επιπλέον, σημειώνουμε ότι η τιμή σε όρους πραγματικής αξίας ακολουθεί πτωτική τάση κατά την τελευταία εικοσαετία (με μέση ετήσια μείωση 2%). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την ταχύτερη αύξηση της παραγωγής, κυρίως της ισπανικής και δευτερευόντως των τρίτων χωρών (οι οποίες έχουν και χαμηλότερο κόστος παραγωγής).
Διαρθρωτικές αδυναμίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κλάδου στην Ελλάδα
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), ενώ το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας (τα ¾ της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής). Ωστόσο, οι Έλληνες παραγωγοί δεν έχουν εκμεταλλευτεί επαρκώς τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στην παραγωγή να έχει περιοριστεί στο 12% το 2009 από 16% το 1990. Ειδικότερα, (i) στην εγχώρια αγορά (που απορροφά τα 2/3 της παραγωγής) παρατηρείται σταδιακή υποκατάσταση του ελαιολάδου από άλλα φυτικά έλαια και (ii) ο όγκος των εξαγωγών περιορίζεται διαχρονικά με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στην διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί στο 3% τη δεκαετία του 2000 από 4% τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής (ελαιοπαραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διανομή-προώθηση).
Η κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής τον συγκρατεί χαμηλότερα από τις δυνητικές του επιδόσεις, καθώς δε διευκολύνεται η εντατική και οργανωμένη καλλιέργεια (παράδειγμα Ισπανίας) που θα βελτίωνε την παραγωγικότητα εδάφους και εργασίας. Οι χαμηλότεροι μισθοί στην Ελλάδα δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν την επίδραση της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής ελιών να είναι υψηλότερο στην Ελλάδα (€0,65/κιλό ελιών έναντι €0,6/κιλό στην Ιταλία και €0,55/κιλό στην Ισπανία) - καθιστώντας την ελληνική παραγωγή λιγότερο ανταγωνιστική.
Επιπλέον, σημειώνουμε ότι, αν και οι ελαιοπαραγωγοί καρπώνονται παρόμοια έσοδα και στις τρεις χώρες (της τάξης των €0,7/κιλό ελιών), η εξάρτηση των εσόδων από τις επιδοτήσεις είναι υψηλότερη στην Ελλάδα (€0,25/κιλό ελιών στην Ελλάδα έναντι €0,21/κιλό στην Ιταλία και €0,18/ κιλό την Ισπανία). Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σχεδόν το ½ της παραγωγής είναι κερδοφόρο μόνο μετά από επιδοτήσεις και συνεπώς μόνο το εναπομείναν 20% λειτουργεί αποδοτικά (έναντι 35% στην Ιταλία και 70% στην Ισπανία).
Στο στάδιο παραγωγής των ελαιοτριβείων, εστιάζουμε σε δύο παραμέτρους που επηρεάζουν τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά τους: (i) τεχνολογία παραγωγής και (ii) ιδιοκτησιακό καθεστώς και συγκέντρωση του κλάδου. Όσον αφορά την τεχνολογία παραγωγής, η πλειοψηφία των ελαιοτριβείων στην Ελλάδα λειτουργεί ακόμα με σύστημα 3 φάσεων, το οποίο έχει υψηλότερο κόστος επεξεργασίας σε σχέση με τα διφασικά (€0,19/κιλό ελαιολάδου έναντι €0,16/κιλό), τα οποία κυριαρχούν στην Ισπανία. Όσον αφορά την οργάνωση του κλάδου, η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οικονομίες κλίμακας αλλά και να δυσχεραίνεται ο έλεγχος της ποιότητας και η προώθηση premium προϊόντων. Επισημαίνουμε ότι ο κλάδος στην Ισπανία κυριαρχείται από μεγάλα και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικά ελαιοτριβεία, ενώ στην Ιταλία τα ελαιοτριβεία, αν και είναι σχετικά μικρά, είναι σε κάποιο βαθμό καθετοποιημένα (με το στάδιο της παραγωγής).
Όσον αφορά τα επόμενα στάδια παραγωγής, τονίζουμε ότι μόλις το 20% της συνολικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα (65 χιλ. τόνοι), με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι της τάξης του ½ για την Ισπανία (660 χιλ. τόνοι) και 3/4 για την Ιταλία (820 χιλ. τόνοι). Λόγω του χαμηλού όγκου τυποποιημένου προϊόντος, οι ελληνικές εταιρείες τυποποίησης δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις ιταλικές και ισπανικές πολυεθνικές του κλάδου όσον αφορά την αποτελεσματική προώθηση αναγνωρίσιμων brands. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κατά μέσο όρο οι εταιρείες τυποποίησης ελαιολάδου
πραγματοποιούν κύκλο εργασιών της τάξης των €7,5 εκατ. στην Ισπανία και €1,5 εκατ. στην Ιταλία, έναντι μόλις €0,5 εκατ. στην Ελλάδα. Το χαμηλό μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (3% που αντιστοιχεί σε περίπου 30.000 τόνους) της στερεί σημαντική υπεραξία, καθώς οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου τιμολογούνται υψηλότερα από τις εξαγωγές σε χύμα μορφή (με μια διαφορά της τάξης του €1/κιλό, περίπου 50% υψηλότερα).
Ανοδική η ζήτηση και οι τιμές διεθνώς την επόμενη πενταετία
Βάσει των υποδειγμάτων για παραγωγή, ζήτηση και τιμές, εκτιμήσαμε την πορεία των βασικών μεταβλητών της διεθνούς αγοράς ελαιολάδου για την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση εκτιμάται ανοδική, κυρίως στις μη παραδοσιακές αγορές. Αναλυτικότερα, η ζήτηση στις 3 βασικές χώρες ελαιοπαραγωγούς εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,6% κ.μ.ο ετησίως (έναντι 0,5% την προηγούμενη δεκαετία), ενώ η ζήτηση στις λοιπές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 5% κ.μ.ο ετησίως λόγω αυξημένης ζήτησης για προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (έναντι 3% την προηγούμενη δεκαετία). Η παραγωγή των χωρών του τριγώνου θα δεχθεί μικρή περιοριστική επίδραση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμάμε ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους το 2012 και στη συνέχεια θα επιστρέψει στους 2,3 εκατ. τόνους το 2015 (επίπεδο αντίστοιχο με του 2010). Με δεδομένο ότι η παραγωγή στις λοιπές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται με το μέσο μακροχρόνιο ρυθμό της τελευταίας εικοσαετίας (2,5%), η συνολική παραγωγή θα αγγίξει τους 3,3 εκατ. τόνους το 2015 (από 3,2 εκατ. τόνους το 2010). Οι τιμές αναμένεται ότι θα ανακάμψουν σταδιακά, κυρίως λόγω της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Βάσει των εκτιμήσεων μας, η διεθνής τιμή ελαιολάδου θα προσεγγίσει τα €2,6/κιλό το 2015 (από €2,3/κιλό την περίοδο 1991-2010).
Υπό πίεση η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου την επόμενη πενταετία
Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα δεχθεί σημαντική πίεση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ, σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις συνδέονται με την καλλιεργήσιμη γη σε κάθε χώρα και σταδιακά επιχειρείται η πλήρης εξίσωση του ύψους επιδότησης ανά εκτάριο καλλιεργήσιμης γης για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι ετήσιες επιδοτήσεις για το ελληνικό ελαιόλαδο θα μειωθούν κοντά στα €420 εκατ. το 2020 από €550 εκατ. σήμερα (με μακροπρόθεσμες πιέσεις για περαιτέρω μείωση μετά το 2020, καθώς η πλήρης σύνδεση με την καλλιεργήσιμη γη περιορίζει το επίπεδο των πόρων στα €225 εκατ.). Συνδυάζοντας την περιοριστική αυτή επίδραση με την ανοδική πορεία του κόστους (από τον σταδιακό εξορθολογισμό της αμοιβής των αλλοδαπών εργαζόμενων, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το σύνολο της έμμισθης απασχόλησης του κλάδου), αναμένουμε ότι η ελληνική παραγωγή θα περιορισθεί κοντά στους 340.000 τόνους το 2015 και λίγο πάνω από 300.000 τόνους το 2020 (από 360.000 τόνους το 2010). Παρά τις χαμηλότερες ενισχύσεις της ΚΑΠ, η μείωση της παραγωγής διατηρεί το ύψος της επιδότησης ανά κιλό ελαιολάδου κοντά στα σημερινά επίπεδα (€1,4/κιλό το 2020 έναντι €1,5/κιλό το 2009 – επίπεδο υψηλότερο από αυτό που αποτυπώνεται στον παραπάνω πίνακα υπό την υπόθεση της σταθερής παραγωγής).
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου κρύβονται στην καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής
Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταβολές: (i) περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται.
Αναλυτικότερα, η περιορισμένη στήριξη στην ΚΑΠ μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός των επιδοτήσεων θα θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες). Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις λόγω γεωγραφικής θέσης (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων. Επιπλέον, η σταδιακή αναβάθμιση της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων (κυρίως μέσω αντικατάστασης των τριφασικών από διφασικά) εκτιμάται ότι μπορεί να περιορίσει σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Καταλύτης για να εκμεταλλευτεί πραγματικά ο κλάδος ελληνικού ελαιολάδου τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα είναι ο περιορισμός του τμήματος της εγχώριας αγοράς που καλύπτεται από χύμα ελαιόλαδο (της τάξης των ¾ της εγχώριας κατανάλωσης). Η συγκέντρωση στον κλάδο των ελαιοτριβείων όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών (σε συνδυασμό με την καθετοποίηση της παραγωγής) θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, η οργάνωση και ο αυστηρός έλεγχος ποιότητας, καθώς και οι πολιτικές προορισμού της φοροδιαφυγής, μπορούν να βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν σημαντικά. Αν το μεγαλύτερο ποσοστό του ελαιολάδου κατευθυνόταν στις βιομηχανίες τυποποίησης, η αύξηση του επιπέδου των πωλήσεών τους θα ήταν τέτοια ώστε το μέσο μέγεθος των ελληνικών εταιρειών θα προσέγγιζε τα επίπεδα των αντίστοιχων ιταλικών (€1,5 εκατ. πωλήσεις από €0,5 εκατ. σήμερα). Συνεπώς, θα δημιουργούνταν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας αλλά και η κρίσιμη μάζα για τη σωστή διαφήμιση αλλά και προώθηση του ελαιολάδου στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αν η Ελλάδα κατάφερνε να κατακτήσει στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου μερίδιο παρόμοιο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή (άνω του 10% σε σχέση με 3%), τότε θα μπορούσε να αποφέρει μια πρόσθετη υπεραξία στη χώρα της τάξης των €80 εκατ. ετησίως.
Το πλήρες κείμενο της ειδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για το ελαιόλαδο μπορεί να ανευρεθεί στην ειδική ιστοσελίδα ή στο παρακάτω επισυναπτόμενο αρχείο:
http:/www.nbg.gr/Ανακοινώσεις-Εκδόσεις/Δημοσιεύματα-Εκδόσεις/ Κλαδικές Μελέτες
www.bankingnews.gr
Η διεθνής αγορά ελαιολάδου μεγεθύνεται συνεχώς τα τελευταία χρόνια
Η διεθνής ελαιοπαραγωγή χαρακτηρίζεται από διαχρονικά ανοδική τάση, η οποία γίνεται περισσότερο αισθητή την τελευταία δεκαετία, φθάνοντας τους 3,1 εκατ. τόνους το 2009, επίπεδο υψηλότερο κατά 60% σε σχέση με το 1990. Τα ¾ της διεθνούς παραγωγής συνεχίζουν να πραγματοποιούνται από τρεις χώρες: την Ισπανία (41% το 2009 από 33% το 1990), την Ιταλία (20% από 25%) και την Ελλάδα (12% από 16%). Ωστόσο, αξιοσημείωτη είναι η άνοδος της παραγωγής των λοιπών χωρών κατά 70% για την ίδια περίοδο – αντικατοπτρίζοντας κυρίως την αύξηση της παραγωγής στη Συρία, την Τουρκία και το Μαρόκο (των οποίων το μερίδιο αυξάνεται στο15% το 2009 από 9% το 1990).
Η παραγωγή αυτή απορροφάται ουσιαστικά από 3 αγορές: (i) τις εγχώριες αγορές τυποποιημένου ελαιολάδου, δηλαδή το μερίδιο τυποποιημένου ελαιολάδου που καταναλώνεται στη χώρα παραγωγής του (1 εκατ. τόνοι), (ii) τις εγχώριες αγορές χύμα ελαιολάδου (0,8 εκατ. τόνοι) και (iii) τη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (1 εκατ. τόνοι) – με την τελευταία αγορά να προσφέρει την υψηλότερη προστιθέμενη αξία (με μια διαφορά της τάξης του €1/κιλό ελαιολάδου). Σημειώνουμε ότι η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής την τελευταία εικοσαετία απορροφήθηκε σε μεγάλο βαθμό (της τάξης των ¾) από τη μεγαλύτερη διείσδυση του τυποποιημένου ελαιολάδου σε νέες αγορές.
Οι εμπορικές ροές τυποποιημένου ελαιολάδου κατευθύνονται στους βασικούς προορισμούς κατανάλωσης (εκτός των παραδοσιακών αγορών), που είναι κυρίως Η.Π.Α., Γαλλία και Γερμανία. Όσον αφορά τις χώρες προέλευσης, η Ισπανία καλύπτει το 38% της αγοράς το 2009 (από 37% το 1990), η Ιταλία το 30% της αγοράς (από 36%), η Ελλάδα το 3% (από 4%), ενώ οι λοιπές χώρες ελαιοπαραγωγοί φαίνεται να κερδίζουν μερίδιο αγοράς (29% το 2009, από 22% το 1990).
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι περίπου το ½ των τυποποιημένων εξαγωγών των χωρών του τριγώνου Ιταλία-Ισπανία-Ελλάδα γίνονται με λάδι από άλλη χώρα του τριγώνου – κατάσταση που οφείλεται κυρίως στην Ιταλία, η οποία εκμεταλλεύεται τη διεθνή αναγνωρισιμότητα του ιταλικού ελαιολάδου και τα οργανωμένα δίκτυα προώθησης που έχει. Είναι εντυπωσιακό ότι οι εισαγωγές ελαιολάδου σε χύμα μορφή της Ιταλίας (κυρίως από Ισπανία και Ελλάδα) είναι μεγαλύτερες από το σύνολο των εξαγωγών της που αφορούν κυρίως τυποποιημένο ελαιόλαδο. Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα και η Ισπανία εξάγουν στην Ιταλία σε τιμές κοντά στα €2/κιλό, η οποία στη συνέχεια εξάγει σε τιμές της τάξης των €3/κιλό – ενδεικτικό ότι η Ιταλία καρπώνεται υπεραξία τουλάχιστον €1/κιλό.
Η αύξηση της προσφοράς τα τελευταία χρόνια (σε συνδυασμό με τις πιέσεις από τις τάσεις συγκέντρωσης των πολυεθνικών βιομηχανιών τροφίμων και των supermarkets) άσκησε περιοριστική επίδραση στις τιμές (€1,9/κιλό το 2009 από €2,3/κιλό κατά μέσο όρο την περίοδο 2000-2008). Επιπλέον, σημειώνουμε ότι η τιμή σε όρους πραγματικής αξίας ακολουθεί πτωτική τάση κατά την τελευταία εικοσαετία (με μέση ετήσια μείωση 2%). Το γεγονός αυτό αντικατοπτρίζει την ταχύτερη αύξηση της παραγωγής, κυρίως της ισπανικής και δευτερευόντως των τρίτων χωρών (οι οποίες έχουν και χαμηλότερο κόστος παραγωγής).
Διαρθρωτικές αδυναμίες δεν επιτρέπουν την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων του κλάδου στην Ελλάδα
Η Ελλάδα είναι η τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός ελαιολάδου (μετά την Ισπανία και την Ιταλία), ενώ το ελληνικό ελαιόλαδο υπερέχει σε όρους ποιότητας (τα ¾ της ελληνικής παραγωγής είναι εξαιρετικά παρθένο ελαιόλαδο, έναντι 45% της ιταλικής και 30% της ισπανικής). Ωστόσο, οι Έλληνες παραγωγοί δεν έχουν εκμεταλλευτεί επαρκώς τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στην παραγωγή να έχει περιοριστεί στο 12% το 2009 από 16% το 1990. Ειδικότερα, (i) στην εγχώρια αγορά (που απορροφά τα 2/3 της παραγωγής) παρατηρείται σταδιακή υποκατάσταση του ελαιολάδου από άλλα φυτικά έλαια και (ii) ο όγκος των εξαγωγών περιορίζεται διαχρονικά με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στην διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί στο 3% τη δεκαετία του 2000 από 4% τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής (ελαιοπαραγωγή, επεξεργασία, τυποποίηση, διανομή-προώθηση).
Η κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής τον συγκρατεί χαμηλότερα από τις δυνητικές του επιδόσεις, καθώς δε διευκολύνεται η εντατική και οργανωμένη καλλιέργεια (παράδειγμα Ισπανίας) που θα βελτίωνε την παραγωγικότητα εδάφους και εργασίας. Οι χαμηλότεροι μισθοί στην Ελλάδα δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν την επίδραση της χαμηλής παραγωγικότητας εργασίας, με αποτέλεσμα το κόστος παραγωγής ελιών να είναι υψηλότερο στην Ελλάδα (€0,65/κιλό ελιών έναντι €0,6/κιλό στην Ιταλία και €0,55/κιλό στην Ισπανία) - καθιστώντας την ελληνική παραγωγή λιγότερο ανταγωνιστική.
Επιπλέον, σημειώνουμε ότι, αν και οι ελαιοπαραγωγοί καρπώνονται παρόμοια έσοδα και στις τρεις χώρες (της τάξης των €0,7/κιλό ελιών), η εξάρτηση των εσόδων από τις επιδοτήσεις είναι υψηλότερη στην Ελλάδα (€0,25/κιλό ελιών στην Ελλάδα έναντι €0,21/κιλό στην Ιταλία και €0,18/ κιλό την Ισπανία). Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σχεδόν το ½ της παραγωγής είναι κερδοφόρο μόνο μετά από επιδοτήσεις και συνεπώς μόνο το εναπομείναν 20% λειτουργεί αποδοτικά (έναντι 35% στην Ιταλία και 70% στην Ισπανία).
Στο στάδιο παραγωγής των ελαιοτριβείων, εστιάζουμε σε δύο παραμέτρους που επηρεάζουν τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά τους: (i) τεχνολογία παραγωγής και (ii) ιδιοκτησιακό καθεστώς και συγκέντρωση του κλάδου. Όσον αφορά την τεχνολογία παραγωγής, η πλειοψηφία των ελαιοτριβείων στην Ελλάδα λειτουργεί ακόμα με σύστημα 3 φάσεων, το οποίο έχει υψηλότερο κόστος επεξεργασίας σε σχέση με τα διφασικά (€0,19/κιλό ελαιολάδου έναντι €0,16/κιλό), τα οποία κυριαρχούν στην Ισπανία. Όσον αφορά την οργάνωση του κλάδου, η Ελλάδα έχει υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν οικονομίες κλίμακας αλλά και να δυσχεραίνεται ο έλεγχος της ποιότητας και η προώθηση premium προϊόντων. Επισημαίνουμε ότι ο κλάδος στην Ισπανία κυριαρχείται από μεγάλα και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικά ελαιοτριβεία, ενώ στην Ιταλία τα ελαιοτριβεία, αν και είναι σχετικά μικρά, είναι σε κάποιο βαθμό καθετοποιημένα (με το στάδιο της παραγωγής).
Όσον αφορά τα επόμενα στάδια παραγωγής, τονίζουμε ότι μόλις το 20% της συνολικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα (65 χιλ. τόνοι), με το αντίστοιχο ποσοστό να είναι της τάξης του ½ για την Ισπανία (660 χιλ. τόνοι) και 3/4 για την Ιταλία (820 χιλ. τόνοι). Λόγω του χαμηλού όγκου τυποποιημένου προϊόντος, οι ελληνικές εταιρείες τυποποίησης δυσκολεύονται να ανταγωνιστούν τις ιταλικές και ισπανικές πολυεθνικές του κλάδου όσον αφορά την αποτελεσματική προώθηση αναγνωρίσιμων brands. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι κατά μέσο όρο οι εταιρείες τυποποίησης ελαιολάδου
πραγματοποιούν κύκλο εργασιών της τάξης των €7,5 εκατ. στην Ισπανία και €1,5 εκατ. στην Ιταλία, έναντι μόλις €0,5 εκατ. στην Ελλάδα. Το χαμηλό μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου (3% που αντιστοιχεί σε περίπου 30.000 τόνους) της στερεί σημαντική υπεραξία, καθώς οι εξαγωγές τυποποιημένου ελαιολάδου τιμολογούνται υψηλότερα από τις εξαγωγές σε χύμα μορφή (με μια διαφορά της τάξης του €1/κιλό, περίπου 50% υψηλότερα).
Ανοδική η ζήτηση και οι τιμές διεθνώς την επόμενη πενταετία
Βάσει των υποδειγμάτων για παραγωγή, ζήτηση και τιμές, εκτιμήσαμε την πορεία των βασικών μεταβλητών της διεθνούς αγοράς ελαιολάδου για την επόμενη πενταετία. Συγκεκριμένα, η ζήτηση εκτιμάται ανοδική, κυρίως στις μη παραδοσιακές αγορές. Αναλυτικότερα, η ζήτηση στις 3 βασικές χώρες ελαιοπαραγωγούς εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 0,6% κ.μ.ο ετησίως (έναντι 0,5% την προηγούμενη δεκαετία), ενώ η ζήτηση στις λοιπές χώρες εκτιμάται ότι θα αυξηθεί κατά 5% κ.μ.ο ετησίως λόγω αυξημένης ζήτησης για προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας (έναντι 3% την προηγούμενη δεκαετία). Η παραγωγή των χωρών του τριγώνου θα δεχθεί μικρή περιοριστική επίδραση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ. Συγκεκριμένα, εκτιμάμε ότι η παραγωγή θα αυξηθεί κοντά στους 2,5 εκατ. τόνους το 2012 και στη συνέχεια θα επιστρέψει στους 2,3 εκατ. τόνους το 2015 (επίπεδο αντίστοιχο με του 2010). Με δεδομένο ότι η παραγωγή στις λοιπές χώρες θα συνεχίσει να αυξάνεται με το μέσο μακροχρόνιο ρυθμό της τελευταίας εικοσαετίας (2,5%), η συνολική παραγωγή θα αγγίξει τους 3,3 εκατ. τόνους το 2015 (από 3,2 εκατ. τόνους το 2010). Οι τιμές αναμένεται ότι θα ανακάμψουν σταδιακά, κυρίως λόγω της ταχύτερης αύξησης της ζήτησης σε σχέση με την προσφορά. Βάσει των εκτιμήσεων μας, η διεθνής τιμή ελαιολάδου θα προσεγγίσει τα €2,6/κιλό το 2015 (από €2,3/κιλό την περίοδο 1991-2010).
Υπό πίεση η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου την επόμενη πενταετία
Η ελληνική παραγωγή ελαιολάδου εκτιμάται ότι θα δεχθεί σημαντική πίεση από την αναθεώρηση της ΚΑΠ, σύμφωνα με την οποία οι επιδοτήσεις συνδέονται με την καλλιεργήσιμη γη σε κάθε χώρα και σταδιακά επιχειρείται η πλήρης εξίσωση του ύψους επιδότησης ανά εκτάριο καλλιεργήσιμης γης για όλες τις χώρες της ΕΕ.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, οι ετήσιες επιδοτήσεις για το ελληνικό ελαιόλαδο θα μειωθούν κοντά στα €420 εκατ. το 2020 από €550 εκατ. σήμερα (με μακροπρόθεσμες πιέσεις για περαιτέρω μείωση μετά το 2020, καθώς η πλήρης σύνδεση με την καλλιεργήσιμη γη περιορίζει το επίπεδο των πόρων στα €225 εκατ.). Συνδυάζοντας την περιοριστική αυτή επίδραση με την ανοδική πορεία του κόστους (από τον σταδιακό εξορθολογισμό της αμοιβής των αλλοδαπών εργαζόμενων, οι οποίοι αποτελούν σχεδόν το σύνολο της έμμισθης απασχόλησης του κλάδου), αναμένουμε ότι η ελληνική παραγωγή θα περιορισθεί κοντά στους 340.000 τόνους το 2015 και λίγο πάνω από 300.000 τόνους το 2020 (από 360.000 τόνους το 2010). Παρά τις χαμηλότερες ενισχύσεις της ΚΑΠ, η μείωση της παραγωγής διατηρεί το ύψος της επιδότησης ανά κιλό ελαιολάδου κοντά στα σημερινά επίπεδα (€1,4/κιλό το 2020 έναντι €1,5/κιλό το 2009 – επίπεδο υψηλότερο από αυτό που αποτυπώνεται στον παραπάνω πίνακα υπό την υπόθεση της σταθερής παραγωγής).
Οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές του κλάδου κρύβονται στην καλύτερη αξιοποίηση της ελληνικής παραγωγής
Η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία και η ποιοτική υπεροχή του ελληνικού ελαιολάδου μπορούν να οδηγήσουν σε ανάπτυξη τον κλάδο μεσοπρόθεσμα. Για να υλοποιηθεί, ωστόσο, αυτή η δυνατότητα απαιτούνται διαρθρωτικές μεταβολές: (i) περιορισμός του κόστους παραγωγής (κυρίως μέσω συγκέντρωσης σε όλα τα στάδια παραγωγής) και (ii) αύξηση του μεριδίου παραγωγής που τυποποιείται.
Αναλυτικότερα, η περιορισμένη στήριξη στην ΚΑΠ μπορεί μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε αναγκαίες διαρθρωτικές μεταβολές. Συγκεκριμένα, ο περιορισμός των επιδοτήσεων θα θέσει εκτός αγοράς τους παραγωγούς που λειτουργούν με εξαιρετικά χαμηλές αποδόσεις (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1/3 της ελαιοπαραγωγής γίνεται σε εκτάσεις μικρότερες των 5 εκταρίων, που είναι σε μεγάλο βαθμό ζημιογόνες). Η παραγωγή πρέπει να επικεντρωθεί σε περιοχές με υψηλές αποδόσεις λόγω γεωγραφικής θέσης (κυρίως Κρήτη και Πελοπόννησος), σε όσο το δυνατόν μεγαλύτερες εκτάσεις και να προωθηθεί όπου είναι εφικτό η συλλογή καρπών με χρήση μηχανημάτων. Επιπλέον, η σταδιακή αναβάθμιση της τεχνολογίας των ελαιοτριβείων (κυρίως μέσω αντικατάστασης των τριφασικών από διφασικά) εκτιμάται ότι μπορεί να περιορίσει σημαντικά το κόστος παραγωγής.
Καταλύτης για να εκμεταλλευτεί πραγματικά ο κλάδος ελληνικού ελαιολάδου τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα είναι ο περιορισμός του τμήματος της εγχώριας αγοράς που καλύπτεται από χύμα ελαιόλαδο (της τάξης των ¾ της εγχώριας κατανάλωσης). Η συγκέντρωση στον κλάδο των ελαιοτριβείων όσο και στον τομέα των συνεταιρισμών (σε συνδυασμό με την καθετοποίηση της παραγωγής) θα μπορούσε να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Παράλληλα, η οργάνωση και ο αυστηρός έλεγχος ποιότητας, καθώς και οι πολιτικές προορισμού της φοροδιαφυγής, μπορούν να βοηθήσουν να πραγματοποιηθεί ουσιαστική στροφή στο τυποποιημένο ελαιόλαδο. Τα οφέλη από μια τέτοια αναδιάρθρωση θα ήταν σημαντικά. Αν το μεγαλύτερο ποσοστό του ελαιολάδου κατευθυνόταν στις βιομηχανίες τυποποίησης, η αύξηση του επιπέδου των πωλήσεών τους θα ήταν τέτοια ώστε το μέσο μέγεθος των ελληνικών εταιρειών θα προσέγγιζε τα επίπεδα των αντίστοιχων ιταλικών (€1,5 εκατ. πωλήσεις από €0,5 εκατ. σήμερα). Συνεπώς, θα δημιουργούνταν οι απαραίτητες οικονομίες κλίμακας αλλά και η κρίσιμη μάζα για τη σωστή διαφήμιση αλλά και προώθηση του ελαιολάδου στο εξωτερικό. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μας, αν η Ελλάδα κατάφερνε να κατακτήσει στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου μερίδιο παρόμοιο με εκείνο που κατέχει στην παραγωγή (άνω του 10% σε σχέση με 3%), τότε θα μπορούσε να αποφέρει μια πρόσθετη υπεραξία στη χώρα της τάξης των €80 εκατ. ετησίως.
Το πλήρες κείμενο της ειδικής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος για το ελαιόλαδο μπορεί να ανευρεθεί στην ειδική ιστοσελίδα ή στο παρακάτω επισυναπτόμενο αρχείο:
http:/www.nbg.gr/Ανακοινώσεις-Εκδόσεις/Δημοσιεύματα-Εκδόσεις/ Κλαδικές Μελέτες
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών