Τελευταία Νέα

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ: Tο χρέος, η ανάπτυξη και οι… Ιταλοί

tags :
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ: Tο χρέος, η ανάπτυξη και οι… Ιταλοί

ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΓΙΑΝΝΗΣ: Tο χρέος, η ανάπτυξη και οι… Ιταλοί



Κάθε υπερχρεωμένη οικονομία έχει στη διάθεσή της πολύ λίγες επιλογές για την αντιμετώπιση του χρέους. Η πρώτη είναι να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης που να ξεπερνούν το επιτόκιο δανεισμού. Η δεύτερη είναι η στάση πληρωμών και η διαγραφή των υποχρεώσεων. Η τρίτη, και τελευταία επιλογή, είναι η έμμεση απομείωση του χρέους μέσω της υποτίμησης του νομίσματος και του πληθωρισμού. Η Ελλάδα έχει ακόμα πιο στενό φάσμα επιλογών: δεδομένου ότι αποτελεί μέρος της ευρωζώνης, η νομισματική πολιτική είναι ενιαία και πέρα από τον έλεγχό της. Έτσι οι διαμορφωτές πολιτικής θα πρέπει να επιλέξουν μεταξύ υψηλής ανάπτυξης και στάσης πληρωμών.

Στη δημόσια συζήτηση κυριαρχεί η διάσταση της διαγραφής του χρέους. Η αξιωματική αντιπολίτευση, που εμφανίζεται ως ο πιθανότερος νικητής των επερχόμενων εκλογών, έχει αναδείξει την ανάγκη μείωσης του χρέους ως μονόδρομο αναφέροντας μάλιστα ότι θα πρέπει το χρέος της Ελλάδας να διαγραφεί ακριβώς όπως έγινε με την Γερμανία το 1953. Παραδόξως ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ δεν έχουν να πουν πολλά για την ανάπτυξη.

Ενσωματωμένη εικόνα 2

Μια εξήγηση είναι ότι δεν είναι εύκολο να πετύχεις υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν είσαι υποχρεωμένος να διοχετεύεις πολλά κεφάλαια για την εξυπηρέτηση του χρέους. Ωστόσο, η κατάσταση για την Ελλάδα δεν είναι και τόσο άσχημη, δηλαδή, οι ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους δεν εξαφανίζουν κάθε αναπτυξιακή δυναμική.

Επιπλέον οι κυβερνήσεις θα μπορούσαν να πιέσουν για πρόσθετους ευρωπαϊκούς πόρους για την τόνωση της ανάπτυξης, κάτι που δεν κάνουν. Στην πραγματικότητα η εξίσωση «ελληνικό χρέος» εμφανίζει δυο τμήματα: Το ένα, που αφορά την 7ετία 2015-2021, όπου η εξυπηρέτησή του χρέους είναι σχετικά άνετη και το δεύτερο τμήμα, από το 2022 έως το 2024, όπου η εξυπηρέτηση του χρέους με τα σημερινά δεδομένα μοιάζει αδύνατη.

Επιπλέον, η κατάσταση για την Ελλάδα είναι καλύτερη συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Το 2015 οι συνολικές δανειακές ανάγκες της Ελλάδας διαμορφώνονται ως ποσοστό του ΑΕΠ κοντά στο 18% όσο είναι και οι ανάγκες της Γαλλίας.

Για την ίδια χρονιά οι δανειακές ανάγκες της Ισπανίας διαμορφώνονται στο 20% του ΑΕΠ, της Πορτογαλίας στο 22% και της Ιταλίας στο 28%! Από το 2016 η κατάσταση για μας βελτιώνεται θεαματικά: οι χρηματοδοτικές ανάγκες διαμορφώνονται το 2016 σε 4,3% του ΑΕΠ για την Ελλάδα, έναντι 17,4% του ΑΕΠ για την Γαλλία, 24,6% του ΑΕΠ για την Ιταλία, 17,8% του ΑΕΠ για την Πορτογαλία και 19,4% του ΑΕΠ για την Ισπανία.

Ενσωματωμένη εικόνα 1

Το 2020 η Ελλάδα πρέπει να καταβάλει για τόκους και χρεολύσια 13 δις. ευρώ και το 2021 18 δις. ευρώ. Ωστόσο το 2022 οι υποχρεώσεις της χώρας ξεπερνούν τα 33 δις, το 2023 αγγίζουν τα 29 δις και το 2024 ξεπερνούν τα 24 δις. ευρώ. Από το 2024 η κατάσταση εξομαλύνεται και πάλι καθώς οι υποχρεώσεις της χώρας σε τόκους και χρεολύσια περιορίζονται στα 18 δις. και χρόνο με το χρόνο το ποσό μειώνεται.

Όμως η τριετία 2022-2022 έχει ένα «βουνό» υποχρεώσεων, ύψους 86 δις., το οποίο είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Αλλά μέχρι το 2022 έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε.

Δεδομένων αυτών το ερώτημα είναι το πόσο σκόπιμο και ρεαλιστικό είναι το να επικεντρωθεί μια νέα κυβέρνηση στο ζήτημα της άμεσης ανακούφισης του χρέους. Όπως είδαμε το 2015 και ακόμα περισσότερο το 2016 οι συνολικές δανειακές ανάγκες της Ελλάδα είναι πολύ χαμηλότερες εκείνες της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ακόμα και της Γαλλίας.

Ενσωματωμένη εικόνα 3

Με ποια λοιπόν επιχειρηματολογία θα ζητήσουμε μείωση του χρέους για την Ελλάδα; Εκτός αν ξεκινήσουμε μια διαπραγμάτευση όχι μόνο για μας αλλά όλες τις παραπάνω χώρες. Αλλά αν μιλάμε για μια συνολική αντιμετώπιση του χρέους γιατί μιλάμε μόνο εμείς; Πού είναι οι Ιταλοί; Οι Πορτογάλοι; Οι Γάλλοι; Οι Ισπανοί; Κινδυνεύουμε να παρασυρθούμε σε μια σύγκρουση με την ΕΕ για το χρέος τι στιγμή που το χρέος δεν αποτελεί άμεσο πρόβλημα για την Ελλάδα αλλά για άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Και οι άλλοι σφυρίζουν αδιάφορα.

Αντίθετα η όποια ελληνική κυβέρνηση θα είχε πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη αν επέλεγε να ρίξει το βάρος στην ανάπτυξη. Με το ΑΕΠ να έχει συρρικνωθεί σχεδόν κατά  30% και την ανεργία να βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα η Ελλάδα θα μπορούσε να απαιτήσει περισσότερους ευρωπαϊκούς πόρους για υποδομές και επενδύσεις. Να πιέσει για νέα έκτακτα προγράμματα, να ζητήσει χρήματα, με προνομιακούς όρους, για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, για την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος, την ενίσχυση εξαγωγικών επιχειρήσεων κοκ. Επιπλέον το να επικεντρωθεί στην ανάπτυξη θα είχε θετική απήχηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη: άλλο να ζητάς πρόσθετους αναπτυξιακούς πόρους για την αναζωογόνηση της βαθιά πληγωμένης ελληνικής οικονομίας και άλλο να απαιτείς κούρεμα δανείων!

Και αν πετύχουμε την ανάπτυξη της οικονομίας τα επόμενα χρόνια το 2022, από ισχυρότερη θέση, θέτουμε το ζήτημα του χρέους. Και μέχρι τότε θα έχει πολύ ενδιαφέρον να δούμε πως οι εταίροι θα έχουν αντιμετωπίσει το ζήτημα της Ιταλίας και της Γαλλίας και γενικότερα της ανάπτυξης στην ευρωζώνη. Δυστυχώς όμως η εγχώρια αφήγηση μοιάζει παγιδευμένη στη συνθηματολογία της «διαγραφής των δανείων» και στο «σκίσιμο των μνημονίων».

Ο Γιάννης Παπαδογιάννης είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας των βιβλίων : «Το Άδοξο Τέλος – Η μετέωρη πορεία, η συντριβή και η αναγέννηση των Ελληνικών Τραπεζών» (2013), και, «Η Άνοδος και η Πτώση του Homo Economicus – Ο μύθος του ορθολογικού ανθρώπου και η χαοτική πραγματικότητα» (2012). (Αμφότερα, εκδόσεις Παπαδόπουλος).

Ρoή Ειδήσεων

Σχόλια αναγνωστών

Δείτε επίσης