γράφει : Δ.Ν.
Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος πάτησε σε μία από τις κορυφές στο υψηλότερο βουνό του πλανήτη
Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι στέλεχος σε μία από τις τέσσερις αποκαλούμενες συστημικές τράπεζες. Μιλάμε στον τηλέφωνο κι ένα από τα πράγματα που σπεύδω να τον ρωτήσω είναι εάν φοβάται… «Φοβήθηκα κάποια στιγμή. Μα ναι, το κουράγιο δεν σημαίνει απουσία φόβου, αλλά την προθυμία να περάσω μέσα από τους φόβους μου επιδιώκοντας ένα υψηλό στόχο, ο οποίος ήταν σημαντικός για ‘μένα. Ανέβηκα ψηλότερα για να δω τον κόσμο», λέει με έμφαση.
Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη
Πρόσφατα βρέθηκε σε μία από τις κορυφές του Έβερεστ. Έφτασε στο base camp, στα 5.635 μέτρα καθώς και σε μία από τις κορυφές που βρισκόταν κοντά σε αυτό. Από εκεί ξεκινούν όλες οι αποστολές για τη μεγάλη κορυφή. Την ψηλότερη του πλανήτη.
«Πριν αρκετά χρόνια ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Λίγο ανάποδα είναι η αλήθεια. Διότι η πρώτη μου επαφή με οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα έγινε στη θάλασσα, όχι στο βουνό», λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος στο newsbeast.gr.
Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα έκανε αγωνιστική ιστιοπλοΐα, αργότερα ασχολήθηκε με το rafting. «Στην πραγματικότητα το ένα έφερε το άλλο. Επίσης πολλές από τις δραστηριότητές μου προέκυψαν από την ενασχόλησή μου με την ανθρωπιστική δράση, που είναι η δεύτερη μεγάλη μου αγάπη μαζί με τον αθλητισμό», εξηγεί.
Η διαδρομή προς την ορειβασία και το Έβερεστ ξεκίνησε από τότε που ήταν μέλος σε ομάδα εθελοντών δασοπυροσβεστών. Στη συνέχεια θέλησε να μάθει περισσότερα. Γι’ αυτό και φοίτησε διαδοχικά σε τρεις σχολές ορειβασίας.
«Καθοριστική ήταν η επιρροή ενός φίλου, συμμαθητή, συνοδοιπόρου και δασκάλου μου. Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος ήταν ο αρχηγός της πρώτης επιτυχημένης ελληνικής αποστολής στο Έβερεστ το 2014. Αυτός με προκάλεσε να ασχοληθώ με την ορειβασία. Κάποια στιγμή, μού είχε ζητήσει να έρθει ως εθελοντής στους δασοπυροσβέστες. Ως αντάλλαγμα, μου υποσχέθηκε ότι θα με έπαιρνε μαζί του σε αποστολή στο εξωτερικό. Ξεκινήσαμε μαζί και σταδιακά πήρα το “κολάι”. Ταξιδέψαμε στο Κιλιμάντζαρο, στον Άτλαντα που βρίσκεται στο Μαρόκο. Έκανα διάσχιση στην Ιορδανία και στην έρημο, στη Λαπωνία μέσα σε παγωμένες λίμνες, παρέα με χάσκι, φορώντας χιονοπέδιλα».
«Το 2009 πήγα με ένα φίλο μου ορειβάτη, τον Άλκη, σε αποστολή. Μόλις με είδε μου είπε: “Δεν υπάρχει περίπτωση! Εσύ κάποια στιγμή θα πας στο Έβερεστ!” Πριν φτάσω όμως σε αυτό το σημείο, το 2012 ανέβηκα στην κορυφή Αναπούρνα των Ιμαλαΐων, στα 5.500 μέτρα. Η ανάβαση στο Έβερεστ ακολούθησε».
Από την αποστολή στην Αναπούρνα των ΙμαλαΐωνΟ Γιάννης εκτός από τη βασική πρωινή του απασχόληση και την ορειβασία, είναι αναμεμειγμένος κατά καιρούς σε διάφορες ανθρωπιστικές δράσεις. Πρόσφατα γύρισε από την Ουγκάντα. Πέρυσι πήγε στη Νιγηρία, άλλη φορά στην Γκάνα, στην Αιθιοπία…
Μιλώντας για το Έβερεστ υποστηρίζει πως αποτελεί σύμβολο καταξίωσης για κάθε ορειβάτη. Περιγράφοντας τη σχέση με την ορειβασία, όμως, την ορίζει διαφορετικά. Από κάθε κορυφή ο πλανήτης παρουσιάζεται στα μάτια του μακροσκοπικά, χωρίς παρεμβολές.
Αρκεί να σας πω ότι στη διάρκεια της ανάβασης, όλες τις ημέρες, μάθαινα στον οδηγό μου Ελληνικά για να μπορέσει να προφέρει το μήνυμα. Συν τοις άλλοις η ημέρα που φτάσαμε είχε το δικό της συμβολισμό. Ήταν Μεγάλο Σάββατο. Αυτό που πίστευα και ήθελα να μεταδώσω μέσα από την ανάβαση είναι ότι υπάρχει ελπίδα», περιγράφει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
Κάποια στιγμή, μιλώντας για τις προσωπικές του κορυφές, ο Γιάννης έγραψε: «Καθώς με κοιτάς σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα και τους ουρανούς που είδα, μη με μαρτυρήσεις όμως για τις κορυφές που πάτησα. Πες τους απλά από μένα, επιμένω ότι ο κόσμος ακόμη είναι όμορφος».
Συνεχίζοντας την κουβέντα μας λέει: «Έχει μεγάλη ομορφιά η Γη μας. Η πλάση. Ο άνθρωπος ήρθε στη Γη για να μάθει να αγαπάει. Να δημιουργεί χαρά μέσα από την αγάπη. Είμαστε εδώ για να φροντίσουμε την ομορφιά κι όχι για να κρυφτούμε. Είμαστε πολλοί και το λίγο του καθενός είναι αθροιστικά μεγάλο», συμπληρώνει.
«Φύγαμε έξι άτομα από Αθήνα, Βόλο, Ρέθυμνο. Όλοι ορειβάτες. Αθλητές. Είχαμε χρόνια στα βουνά και κάποιες επιτυχίες σε κορυφές που χρειάζεται αντοχή για να τις κατακτήσει κανείς. Είχαμε δοκιμαστεί, διαθέτοντας παράλληλα τις πρακτικές και τις θεωρητικές γνώσεις. Σημαντικό όταν ανεβαίνει κάποιος στο βουνό είναι να μην αγνοεί τις χιονοστιβάδες, τις κατολισθήσεις, τη νόσο του υψομέτρου. Να ξέρει να προφυλάσσεται από τους κινδύνους. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος για τα ιατρικά ζητήματα που ενδέχεται να προκύψουν στη διαδρομή. Για παράδειγμα στη συγκεκριμένη αποστολή αρρωστήσαμε όλοι από τις πρώτες ημέρες λόγω της κούρασης σε συνδυασμό με τη διατροφή», όπως λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
«Για να ανέβει η αποστολή στο βουνό απαιτείται άδεια, την οποία πληρώνει στο κράτος το κάθε μέλος. Το ποσό που καταβάλλει κάποιος για να την αποκτήσει, εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που απαρτίζουν την αποστολή, πόσες ημέρες θα μείνουν στο βουνό και πόσο ψηλά σκοπεύουν να φτάσουν. Μάλιστα υπάρχουν τακτικά σημεία ελέγχου εγκατεστημένα στο βουνό, ενώ ελέγχους πραγματοποιεί τόσο η αστυνομία, όσο και ο στρατός. Αυτό συμβαίνει ώστε οι αρχές να είναι σε θέση να γνωρίζουν με ακρίβεια εάν ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο σημείο ελέγχου υπάρχουν 2.000 άτομα, περισσότερα ή λιγότερα. Έτσι, εάν κάποια στιγμή εξαφανιστεί μία ομάδα, θα ξέρουν για παράδειγμα ότι αναζητούν 6 άτομα από την Ελλάδα.
Εμείς πήραμε την ορειβατική άδεια, νοικιάζοντας ταυτόχρονα ένα πακέτο υπηρεσιών με τη συμμετοχή trecking guide και των βοηθών του για να μας διευκολύνουν κατά τη διαδρομή. Ο οδηγός κανόνιζε όλες τις λεπτομέρειες, αφενός γιατί ξέρει τη γλώσσα, αφετέρου επειδή γνωρίζει τα κατατόπια. Επίσης έστελνε βοηθό του να βρει μας καταφύγιο για να μείνουμε το βράδυ ή για να κανονίσει για το φαγητό μας. Συνολικά η έκδοση της άδειας μας στοίχισε 2.500 ευρώ το άτομο για δύο εβδομάδες παραμονής», λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
Όπως διευκρινίζει, σχολιάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων και τη σημασία της ομάδας, στο βουνό ισχύει ο κανόνας του αδύναμου κρίκου. «Όλοι ακολουθούν τους κανόνες του, διότι αν σπάσει αυτός ο κρίκος, θα επιβαρύνει ολόκληρη την ομάδα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Στο εάν είναι μοναχική η ορειβασία, ο Γιάννης απαντάει λέγοντας ότι η απάντηση έχει δύο διαστάσεις. «Στη διάρκεια της αποστολής στο Έβερεστ, ανεβαίναμε από την Κυριακή έως και το επόμενο Σάββατο και κατεβαίναμε από Κυριακή έως και Τετάρτη. Όλες αυτές τις μέρες έζησα αρκετές μοναχικές στιγμές, όπου μπορούσα να δω καλύτερα τον εαυτό μου, αλλά και πώς μοιάζει η ζωή μου από ψηλά».
«Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με τη συντροφικότητα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος με τον οποίο είμαι μαζί θα πρέπει έχει αποδεχτεί εκ των προτέρων αυτό που κάνω ως στοιχείο του εαυτού μου. Είναι ευχής έργο να συναντήσεις άνθρωπο που να σε εμπιστεύεται και να πιστεύει ότι θα επιστρέψεις ασφαλής».
Στο δρόμο για το Έβερεστ έφτασε στους πρόποδες με ένα μικρό δικινητήριο αεροπλάνο. Την ίδια στιγμή χρειάστηκε να εγκαταλείψει αρκετά από τα υπάρχοντά του πριν επιβιβαστεί…
«Σε οποιαδήποτε μετακίνηση με αεροπορική εταιρεία, υπάρχει ένα όριο βάρους 24 κιλών. Εκεί όμως το ταξίδι φτάνει στην Κατμαντού και στη συνέχεια η εσωτερική πτήση ανταπόκρισης οδηγεί στους πρόποδες του Έβερεστ. Προσγειώνεται μάλιστα στο πιο επικίνδυνο αεροδρόμιο του κόσμου, στη Lucla. Τόσο επικίνδυνο που συναντάει κανείς το κενό στη μία πλευρά. Και για να φτάσει κάποιος εκεί, το όριο βάρους των αποσκευών είναι ακόμα μικρότερο από το συνηθισμένο. Μόνο τα εντελώς απαραίτητα γίνονται δεκτά. Γι’ αυτό και χρειάστηκε να αφήσω πίσω και να χαρίσω κάποια από τα πράγματά μου στους ντόπιους».
Τον ρωτάω εάν μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία έμαθε να είναι λιγότερο εγωιστής.
«Και ναι και όχι», απαντάει.
«Λιγότερο εγωιστής είμαι καθότι εντάχθηκα στο πνεύμα της ομαδικότητας. (Σας ευχαριστώ Βας. Βαρελά & Γ. Ράιο για όλη τη συνεργασία όλες τις υπέροχες στιγμές της αποστολής). Και περισσότερο εγωιστής αναφορικά με το ζήτημα της αυτοεκτίμησης. Κατάφερα να πιστεύω περισσότερο στον εαυτό μου».
Ο επόμενός του στόχος είναι να κάνει μία ευτυχισμένη οικογένεια, φτάνοντας σε μια άλλη, δική του κορυφή. «Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις αυτό…», λέει διστακτικά.
«Θα το γράψω», απαντώ αποφασιστικά.
Θα ήθελε μια γυναίκα που να ασχολείται κι εκείνη με την ορειβασία; «Μάλλον όχι… Πιστεύω ότι είναι καλύτερο να έχεις κάποιον να σε περιμένει», σημειώνει με ευθύτητα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος είναι στέλεχος σε μία από τις τέσσερις αποκαλούμενες συστημικές τράπεζες. Μιλάμε στον τηλέφωνο κι ένα από τα πράγματα που σπεύδω να τον ρωτήσω είναι εάν φοβάται… «Φοβήθηκα κάποια στιγμή. Μα ναι, το κουράγιο δεν σημαίνει απουσία φόβου, αλλά την προθυμία να περάσω μέσα από τους φόβους μου επιδιώκοντας ένα υψηλό στόχο, ο οποίος ήταν σημαντικός για ‘μένα. Ανέβηκα ψηλότερα για να δω τον κόσμο», λέει με έμφαση.
Συνέντευξη στο Γιώργο Λαμπίρη
newsbeast.gr
Η κουβέντα μαζί του ουδεμία σχέση έχει με μακροοικονομικά ή μικροοικονομικά στοιχεία. Καμία σχέση με τραπεζική ή χρηματιστήριο. Ο ίδιος πέρα από την πρωινή του ιδιότητα, αυτή που τον υποχρεώνει να επιθεωρεί τα οικονομικά μεγέθη μεγάλων επιχειρήσεων, παρουσιάζει μία ακόμα πιο ενδιαφέρουσα. Είναι ορειβάτης.Πρόσφατα βρέθηκε σε μία από τις κορυφές του Έβερεστ. Έφτασε στο base camp, στα 5.635 μέτρα καθώς και σε μία από τις κορυφές που βρισκόταν κοντά σε αυτό. Από εκεί ξεκινούν όλες οι αποστολές για τη μεγάλη κορυφή. Την ψηλότερη του πλανήτη.
«Πριν αρκετά χρόνια ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον αθλητισμό. Λίγο ανάποδα είναι η αλήθεια. Διότι η πρώτη μου επαφή με οποιαδήποτε αθλητική δραστηριότητα έγινε στη θάλασσα, όχι στο βουνό», λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος στο newsbeast.gr.
Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα έκανε αγωνιστική ιστιοπλοΐα, αργότερα ασχολήθηκε με το rafting. «Στην πραγματικότητα το ένα έφερε το άλλο. Επίσης πολλές από τις δραστηριότητές μου προέκυψαν από την ενασχόλησή μου με την ανθρωπιστική δράση, που είναι η δεύτερη μεγάλη μου αγάπη μαζί με τον αθλητισμό», εξηγεί.
Η διαδρομή προς την ορειβασία και το Έβερεστ ξεκίνησε από τότε που ήταν μέλος σε ομάδα εθελοντών δασοπυροσβεστών. Στη συνέχεια θέλησε να μάθει περισσότερα. Γι’ αυτό και φοίτησε διαδοχικά σε τρεις σχολές ορειβασίας.
«Καθοριστική ήταν η επιρροή ενός φίλου, συμμαθητή, συνοδοιπόρου και δασκάλου μου. Ο Παναγιώτης Κοτρωνάρος ήταν ο αρχηγός της πρώτης επιτυχημένης ελληνικής αποστολής στο Έβερεστ το 2014. Αυτός με προκάλεσε να ασχοληθώ με την ορειβασία. Κάποια στιγμή, μού είχε ζητήσει να έρθει ως εθελοντής στους δασοπυροσβέστες. Ως αντάλλαγμα, μου υποσχέθηκε ότι θα με έπαιρνε μαζί του σε αποστολή στο εξωτερικό. Ξεκινήσαμε μαζί και σταδιακά πήρα το “κολάι”. Ταξιδέψαμε στο Κιλιμάντζαρο, στον Άτλαντα που βρίσκεται στο Μαρόκο. Έκανα διάσχιση στην Ιορδανία και στην έρημο, στη Λαπωνία μέσα σε παγωμένες λίμνες, παρέα με χάσκι, φορώντας χιονοπέδιλα».
«Το 2009 πήγα με ένα φίλο μου ορειβάτη, τον Άλκη, σε αποστολή. Μόλις με είδε μου είπε: “Δεν υπάρχει περίπτωση! Εσύ κάποια στιγμή θα πας στο Έβερεστ!” Πριν φτάσω όμως σε αυτό το σημείο, το 2012 ανέβηκα στην κορυφή Αναπούρνα των Ιμαλαΐων, στα 5.500 μέτρα. Η ανάβαση στο Έβερεστ ακολούθησε».
Από την αποστολή στην Αναπούρνα των ΙμαλαΐωνΟ Γιάννης εκτός από τη βασική πρωινή του απασχόληση και την ορειβασία, είναι αναμεμειγμένος κατά καιρούς σε διάφορες ανθρωπιστικές δράσεις. Πρόσφατα γύρισε από την Ουγκάντα. Πέρυσι πήγε στη Νιγηρία, άλλη φορά στην Γκάνα, στην Αιθιοπία…
Μιλώντας για το Έβερεστ υποστηρίζει πως αποτελεί σύμβολο καταξίωσης για κάθε ορειβάτη. Περιγράφοντας τη σχέση με την ορειβασία, όμως, την ορίζει διαφορετικά. Από κάθε κορυφή ο πλανήτης παρουσιάζεται στα μάτια του μακροσκοπικά, χωρίς παρεμβολές.
«Την κάθε κορυφή τη φτιάχνουμε εμείς»
«Ανεβαίνω ψηλότερα για να βλέπω πιο μακριά. Ανεβαίνω ψηλά για να δω τον κόσμο! Εκεί αποκομίζω άλλη αίσθηση. Τελικά πιστεύω ότι την κάθε κορυφή, τη φτιάχνουμε εμείς. Χτίζουμε κορυφές στο μυαλό μας για να μπορέσουμε να τις κατακτήσουμε. Έτσι κι εγώ όταν τις κατακτώ είναι μία απόδειξη στον εαυτό μου ότι μπορώ, είμαι δυνατός, θα τα καταφέρω. Στη δεδομένη στιγμή όμως η άνοδος στο Έβερεστ ήταν συνδεδεμένη και με όσα περνάει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Εξ ου και το μήνυμα που στείλαμε από την κορυφή. Στο βίντεο που είμαι με τον ντόπιο οδηγό μου, λέμε: “Ελλάδα μπορείς, Ελλάδα θα τα καταφέρεις, μαζί μπορούμε”.Αρκεί να σας πω ότι στη διάρκεια της ανάβασης, όλες τις ημέρες, μάθαινα στον οδηγό μου Ελληνικά για να μπορέσει να προφέρει το μήνυμα. Συν τοις άλλοις η ημέρα που φτάσαμε είχε το δικό της συμβολισμό. Ήταν Μεγάλο Σάββατο. Αυτό που πίστευα και ήθελα να μεταδώσω μέσα από την ανάβαση είναι ότι υπάρχει ελπίδα», περιγράφει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
Κάποια στιγμή, μιλώντας για τις προσωπικές του κορυφές, ο Γιάννης έγραψε: «Καθώς με κοιτάς σημείωσε τα φαράγγια που πέρασα και τους ουρανούς που είδα, μη με μαρτυρήσεις όμως για τις κορυφές που πάτησα. Πες τους απλά από μένα, επιμένω ότι ο κόσμος ακόμη είναι όμορφος».
Συνεχίζοντας την κουβέντα μας λέει: «Έχει μεγάλη ομορφιά η Γη μας. Η πλάση. Ο άνθρωπος ήρθε στη Γη για να μάθει να αγαπάει. Να δημιουργεί χαρά μέσα από την αγάπη. Είμαστε εδώ για να φροντίσουμε την ομορφιά κι όχι για να κρυφτούμε. Είμαστε πολλοί και το λίγο του καθενός είναι αθροιστικά μεγάλο», συμπληρώνει.
Το ταξίδι και η… διαδικασία
Η διαδρομή προς το Έβερεστ απαιτεί μυημένους ορειβάτες, τονίζει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος. Η ανάβαση, όπως και κάθε ανάβαση, δεν προσφέρεται για λεονταρισμούς, ενώ όλα υποκύπτουν όχι στη δύναμη του ισχυρότερου, αλλά στις δυνάμεις του πιο αδύναμου της ομάδας.«Φύγαμε έξι άτομα από Αθήνα, Βόλο, Ρέθυμνο. Όλοι ορειβάτες. Αθλητές. Είχαμε χρόνια στα βουνά και κάποιες επιτυχίες σε κορυφές που χρειάζεται αντοχή για να τις κατακτήσει κανείς. Είχαμε δοκιμαστεί, διαθέτοντας παράλληλα τις πρακτικές και τις θεωρητικές γνώσεις. Σημαντικό όταν ανεβαίνει κάποιος στο βουνό είναι να μην αγνοεί τις χιονοστιβάδες, τις κατολισθήσεις, τη νόσο του υψομέτρου. Να ξέρει να προφυλάσσεται από τους κινδύνους. Ταυτόχρονα είναι απαραίτητο να γνωρίζει κάποιος για τα ιατρικά ζητήματα που ενδέχεται να προκύψουν στη διαδρομή. Για παράδειγμα στη συγκεκριμένη αποστολή αρρωστήσαμε όλοι από τις πρώτες ημέρες λόγω της κούρασης σε συνδυασμό με τη διατροφή», όπως λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
2.500 ευρώ για την ορειβατική άδεια
Στη συνέχεια αναφέρεται στα διαδικαστικά. Στις προϋποθέσεις για να φτάσει κανείς ως το Έβερεστ και να ξεκινήσει την ανάβαση.«Για να ανέβει η αποστολή στο βουνό απαιτείται άδεια, την οποία πληρώνει στο κράτος το κάθε μέλος. Το ποσό που καταβάλλει κάποιος για να την αποκτήσει, εξαρτάται από τον αριθμό των ατόμων που απαρτίζουν την αποστολή, πόσες ημέρες θα μείνουν στο βουνό και πόσο ψηλά σκοπεύουν να φτάσουν. Μάλιστα υπάρχουν τακτικά σημεία ελέγχου εγκατεστημένα στο βουνό, ενώ ελέγχους πραγματοποιεί τόσο η αστυνομία, όσο και ο στρατός. Αυτό συμβαίνει ώστε οι αρχές να είναι σε θέση να γνωρίζουν με ακρίβεια εάν ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο σημείο ελέγχου υπάρχουν 2.000 άτομα, περισσότερα ή λιγότερα. Έτσι, εάν κάποια στιγμή εξαφανιστεί μία ομάδα, θα ξέρουν για παράδειγμα ότι αναζητούν 6 άτομα από την Ελλάδα.
Εμείς πήραμε την ορειβατική άδεια, νοικιάζοντας ταυτόχρονα ένα πακέτο υπηρεσιών με τη συμμετοχή trecking guide και των βοηθών του για να μας διευκολύνουν κατά τη διαδρομή. Ο οδηγός κανόνιζε όλες τις λεπτομέρειες, αφενός γιατί ξέρει τη γλώσσα, αφετέρου επειδή γνωρίζει τα κατατόπια. Επίσης έστελνε βοηθό του να βρει μας καταφύγιο για να μείνουμε το βράδυ ή για να κανονίσει για το φαγητό μας. Συνολικά η έκδοση της άδειας μας στοίχισε 2.500 ευρώ το άτομο για δύο εβδομάδες παραμονής», λέει ο Γιάννης Παναγιωτόπουλος.
Η συζήτηση στη συνέχεια περιστρέφεται γύρω από το φαγητό….
«Σούπες! Από σούπες άλλο τίποτα! Αυγά και κάποιες φορές ευελπιστούσα να βρω λίγο κοτόπουλο! Κυρίως αυτά ήταν τα γεύματά μας καθημερινά. Η πιο δύσκολη στιγμή σε σχέση με το φαγητό ήταν κατά την ανάβαση, κουβαλώντας στην πλάτη το βάρος των προμηθειών. Ωστόσο υπάρχουν αρκετά καταφύγια, στα οποία οι ντόπιοι με τις οικογένειές τους, έχουν φτιάξει ένα κουζινάκι και ένα δωμάτιο-τραπεζαρία. Στον ίδιο χώρο υπάρχουν ορισμένα δωμάτια, στα οποία μπορεί να κοιμηθεί κάποιος. Μόνο κουκουλωμένος στον υπνόσακο όμως, γιατί το κρύο είναι πολύ έντονο», συνεχίζει την αφήγησή του.Όπως διευκρινίζει, σχολιάζοντας το συσχετισμό δυνάμεων και τη σημασία της ομάδας, στο βουνό ισχύει ο κανόνας του αδύναμου κρίκου. «Όλοι ακολουθούν τους κανόνες του, διότι αν σπάσει αυτός ο κρίκος, θα επιβαρύνει ολόκληρη την ομάδα», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Όταν κινδυνεύει η ζωή του…
Η πιο επικίνδυνη στιγμή που έζησε ήταν στην προηγούμενη αποστολή του στα Ιμαλάια όταν έπεσε σε χιονοστιβάδα. «Επίσης διασχίζοντας στην Ιορδανία είχαμε γλιστρήσει στα βράχια, ενώ από κάτω βρισκόταν ο γκρεμός. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα όμως είναι στο Κιλιμάντζαρο. Πολλά από παιδιά της αποστολής είχαν τραυματιστεί. Δυστυχώς πέθανε – από άλλη ομάδα – μία κοπέλα 26 ετών λόγω υψομέτρου. Ήταν σοκαριστικό να συμβαίνει κάτι τέτοιο ανάμεσά μας».«Η μητέρα μου θέλει να γυρίσω στο σπίτι»
Σε όσες αποστολές έχει συμμετάσχει έως και αυτή τη στιγμή, ανακοινώνει στους γύρω του την ίδια πρόταση: «Παιδιά κοιτάξτε… Η μητέρα μου θέλει να γυρίσω πίσω στο σπίτι», θέλοντας να αποτρέψει όσους βρίσκονται κοντά του από το να καταφύγουν σε υπερβολές και υπέρβαση δυνάμεων.Στο εάν είναι μοναχική η ορειβασία, ο Γιάννης απαντάει λέγοντας ότι η απάντηση έχει δύο διαστάσεις. «Στη διάρκεια της αποστολής στο Έβερεστ, ανεβαίναμε από την Κυριακή έως και το επόμενο Σάββατο και κατεβαίναμε από Κυριακή έως και Τετάρτη. Όλες αυτές τις μέρες έζησα αρκετές μοναχικές στιγμές, όπου μπορούσα να δω καλύτερα τον εαυτό μου, αλλά και πώς μοιάζει η ζωή μου από ψηλά».
«Η δεύτερη διάσταση έχει να κάνει με τη συντροφικότητα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος με τον οποίο είμαι μαζί θα πρέπει έχει αποδεχτεί εκ των προτέρων αυτό που κάνω ως στοιχείο του εαυτού μου. Είναι ευχής έργο να συναντήσεις άνθρωπο που να σε εμπιστεύεται και να πιστεύει ότι θα επιστρέψεις ασφαλής».
Στο δρόμο για το Έβερεστ έφτασε στους πρόποδες με ένα μικρό δικινητήριο αεροπλάνο. Την ίδια στιγμή χρειάστηκε να εγκαταλείψει αρκετά από τα υπάρχοντά του πριν επιβιβαστεί…
«Σε οποιαδήποτε μετακίνηση με αεροπορική εταιρεία, υπάρχει ένα όριο βάρους 24 κιλών. Εκεί όμως το ταξίδι φτάνει στην Κατμαντού και στη συνέχεια η εσωτερική πτήση ανταπόκρισης οδηγεί στους πρόποδες του Έβερεστ. Προσγειώνεται μάλιστα στο πιο επικίνδυνο αεροδρόμιο του κόσμου, στη Lucla. Τόσο επικίνδυνο που συναντάει κανείς το κενό στη μία πλευρά. Και για να φτάσει κάποιος εκεί, το όριο βάρους των αποσκευών είναι ακόμα μικρότερο από το συνηθισμένο. Μόνο τα εντελώς απαραίτητα γίνονται δεκτά. Γι’ αυτό και χρειάστηκε να αφήσω πίσω και να χαρίσω κάποια από τα πράγματά μου στους ντόπιους».
Τον ρωτάω εάν μέσα από τη συγκεκριμένη διαδικασία έμαθε να είναι λιγότερο εγωιστής.
«Και ναι και όχι», απαντάει.
«Λιγότερο εγωιστής είμαι καθότι εντάχθηκα στο πνεύμα της ομαδικότητας. (Σας ευχαριστώ Βας. Βαρελά & Γ. Ράιο για όλη τη συνεργασία όλες τις υπέροχες στιγμές της αποστολής). Και περισσότερο εγωιστής αναφορικά με το ζήτημα της αυτοεκτίμησης. Κατάφερα να πιστεύω περισσότερο στον εαυτό μου».
Ο επόμενός του στόχος είναι να κάνει μία ευτυχισμένη οικογένεια, φτάνοντας σε μια άλλη, δική του κορυφή. «Δεν ξέρω αν πρέπει να το γράψεις αυτό…», λέει διστακτικά.
«Θα το γράψω», απαντώ αποφασιστικά.
Θα ήθελε μια γυναίκα που να ασχολείται κι εκείνη με την ορειβασία; «Μάλλον όχι… Πιστεύω ότι είναι καλύτερο να έχεις κάποιον να σε περιμένει», σημειώνει με ευθύτητα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Σχόλια αναγνωστών