![Eurobank: Στο -1,3% το ΑΕΠ το 2009 , στο -0,5% το 2010](https://www.bankingnews.gr/media/k2/items/cache/73608782f50eb6af17bb69bdcd662692_XL.jpg?NotFound146407_109)
γράφει : Πέτρος Λεωτσάκος
Ο ετήσιος πραγματικός ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ της Ελλάδας αναμένεται να υποχωρήσει στο -1,3% περίπου το 2009, από 2,0% το προηγούμενο έτος.
Ο ρυθμός συρρίκνωσης της ελληνικής οικονομίας το 2009 αναμένεται να είναι να σημαντικά μικρότερος του μέσου ρυθμού υποχώρησης της ΑΕΠ της Ευρωζώνης Σύμφωνα με πρόσφατες εκτιμήσεις μας, ο τελευταίος αναμένεται φέτος να διαμορφωθεί περίπου στο -4.2%. Όπως τονίσαμε και σε προηγούμενη μας έκθεση, η εξέλιξη αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε κάποια κυκλικά και διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας τα οποία - τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της εντεινόμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης μετά την κατάρρευση της επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers το Σεπτέμβριο του 2008 - λειτούργησαν ως ανάχωμα στις εξωγενείς πιέσεις. Μεταξύ αυτών μπορούν να συμπεριληφθούν η σχετικά χαμηλή εξάρτηση της χώρας από τον εξαγωγικό τομέα, η συνεχιζόμενη άνοδος των πραγματικών εισοδημάτων και οι προγραμματισμένες εισροές νέων κοινοτικών κονδυλίων.
Οι ιδιαιτερότητες αυτές επέτρεψαν την οικονομία της χώρας να εισέρθει σε φάση συρρίκνωσης με κάποια χρονική υστέρηση σε σχέση με τους κυρίους εμπορικούς της εταίρους στην Ευρωζώνη. Παρόλα αυτά, οι χρόνιες διαρθρωτικές αγκυλώσεις της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στους ρυθμούς ανάπτυξης του εγχώριου ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα σε ένα διεθνές οικονομικό περιβάλλον που συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από αυξημένη αβεβαιότητα και συνθήκες στενότητας στις διεθνείς πιστωτικές αγορές. Συγκεκριμένα για το 2010, αναμένουμε περαιτέρω υποχώρηση του ΑΕΠ της Ελλάδας κατά 0,5%.
Κατά την άποψή μας, απαραίτητη προϋπόθεση για την επάνοδο της ελληνικής οικονομίας σε διατηρήσιμους ρυθμούς ανάπτυξης μεσοπρόθεσμα είναι η συνολική αλλαγή του μοντέλου ανάπτυξης της. Συγκεκριμένα, η μετάβαση από ένα μοντέλο ανάπτυξης που τα τελευταία χρόνια έχει κυρίως βασισθεί στην ενίσχυση της εσωτερικής ζήτησης και το δανεισμό σε ένα νέο που θα δίνει έμφαση στην ενίσχυση του εγχώριου ανταγωνισμού, την μείωση της αλόγιστης σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, την ανάκτηση του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας και τον εξαγωγικό προσανατολισμό της οικονομίας. Όπως έχει επανειλημμένα επισημανθεί από διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ και ο ΟΟΣΑ αλλά και στην πλέον πρόσφατη έκθεση νομισματικής πολιτικής της ΤτΕ, απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των ανωτέρω στόχων είναι η εφαρμογή γενναίων μεταρρυθμίσεων οι οποίες θα έχουν μακροπρόθεσμη στόχευση και την ελάχιστη δυνατή δημοσιονομική επίπτωση.
Πέραν του τεκμηριωμένου ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας - το οποίο, μεταξύ άλλων, αντικατοπτρίζεται στην μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών σε μη διατηρήσιμα επίπεδα – το δημοσιονομικό πρόβλημα αναδεικνύεται πλέον σε «ωρολογιακή βόμβα» που αν δεν αντιμετωπιστεί άμεσα μπορεί να αποτελέσει σοβαρή απειλή για την κοινωνική και οικονομική σταθερότητα της χώρας. Συγκεκριμένα, η ανάλυσή μας υποδεικνύει ότι το έλλειμμα του προϋπολογισμού της γενικής κυβέρνησης ενδέχεται να υπερβεί το 13%-το-ΑΕΠ το τρέχον έτος, ενώ ο λόγος δημοσίου χρέους-ΑΕΠ θα προσεγγίσει το 115. Ακόμη πιο ανησυχητική είναι δε η τρέχουσα δυναμική των συνιστωσών του δημοσίου χρέους που υποδηλώνει ότι χωρίς δραστικά μέτρα για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων - πχ. μέσω της συγκράτησης των πρωτογενών δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, την πάταξη της εκτεταμένης φοροδιαφυγής, την μείωση της σπατάλης στον ευρύτερο δημόσιο τομέα - ο λόγος χρέους-ΑΕΠ θα μπορούσε να παρουσιάσει περαιτέρω εκρηκτική αύξηση τα επόμενα 3-4 έτη.
Οι ανωτέρω ανησυχίες εντείνονται από τις πρόσφατες υποβαθμίσεις (ή/και απειλούμενες πτωτικές αναθεωρήσεις) της διαβάθμισης της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τους οργανισμούς Fitch και Moody´s. Ενισχύονται επίσης από νέα οικονομετρική μας μελέτη (την οποία παρουσιάζουμε στην παρούσα έκθεση) σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες των περιθωρίων απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων την περίοδο πριν και μετά την διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση. Τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης ενισχύουν την άποψη ότι η μεγάλη διεύρυνση των περιθωρίων απόδοσης των ελληνικών κρατικών ομολόγων σε σχέση με τους αντίστοιχους γερμανικούς τίτλους μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers ήταν απόρροια α) διεθνών παραγόντων (λχ. φυγή κεφαλαίων από αγορές υψηλότερου ρίσκου προς κλασικά καταφύγια σταθερότητας όπως οι αγορές κρατικών ομολόγων ΗΠΑ και Γερμανίας) αλλά και β) παραγόντων που σχετίζονται με τα εγγενή χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας (λχ. χειροτέρευση των δημοσιονομικών της προβλημάτων σε ένα περιβάλλον χαμηλών ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης). Οι επισημάνσεις αυτές αφήνουν ελάχιστα περιθώρια εφησυχασμού για την πρόσφατη αποκλιμάκωση των ελληνικών περιθωρίων καθώς υποδηλώνουν αυξημένη ευαισθησία σε απότομες, μη-αναμενόμενες μεταβολές των συνθηκών στις διεθνείς αγορές και στην ψυχολογίας των επενδυτών. Ενισχύουν δε την αναγκαιότητα για άμεσα γενναία μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Σχόλια αναγνωστών