γράφει : Βασίλης Μεταξάς
Η ελληνική κοινωνία δεν πρόκειται ποτέ να γίνει ευρωπαϊκή όσο η Εκκλησία παίζει τόσο σημαντικό ρόλο στη ζωή μας…
«Τα βιβλία των Θρησκευτικών πρέπει να φέρουν τη σφραγίδα της Εκκλησίας», δήλωσε την περασμένη Δευτέρα ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, αναφερόμενος στο μάθημα των Θρησκευτικών.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, «αυτό το κείμενο που θα διδαχθεί στο μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να φέρει τη σφραγίδα της Εκκλησίας ότι δεν είναι ανορθόδοξο και αντιχριστιανικό. Αυτό είναι βασικό πράγμα που πρέπει να το λάβουμε υπόψη».
Και μετά τις παραπάνω δηλώσεις «δεν άνοιξε μύτη». Κανένας δεν ασχολήθηκε, εκτός από μεμονωμένους χρήστες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Γιατί; Διότι τέτοιους είδους παρεμβάσεις δεν μας προκαλούν πλέον αίσθηση.
Στην πραγματικότητα, η δήλωση του Αρχιεπισκόπου δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όλα αυτά που έχουν ακουστεί από τους αξιωματούχους της Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, στο πρακτικό κομμάτι, δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που η Εκκλησία απέτρεψε την αλλαγή του περιεχομένου στα βιβλία των Θρησκευτικών που επιχείρησε ο τότε υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, πείθοντας έναν αριστερό (εδώ γελάμε) πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία επίδειξη ισχύος. Το μάθημα των «Θρησκευτικών» ήταν και, εν τέλει, παρέμεινε μάθημα «Χριστιανικών».
Ωστόσο, εκτός από την δήλωση του Αρχιεπισκόπου, αφορμή για το άρθρο αποτέλεσε και ο πολύ ενεργός ρόλος της Εκκλησίας στο θέμα των Σκοπίων (περισσότερα εδώ). Και ερωτώ: Γιατί η Εκκλησία έχει έναν από τους πρώτους λόγους σε έναν τόσο σημαντικό εθνικό θέμα;
Ορισμένοι αξιωματούχοι της Εκκλησίας έχουν επικαλεστεί ανά τους καιρούς την σημαντικότατη δράση της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821. Το επιχείρημα είναι αληθές και σωστό. Τί σχέση έχουν όμως οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι με τους ήρωες του 1821; Και γιατί, σαν Έλληνες συνολικά, πρέπει πάντα να επικαλούμαστε το παρελθόν;
Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, με την τωρινή Εκκλησία είναι το εξής: η ρητορική μίσους.
«Νόμιμοι μετανάστες δεν υπάρχουν», είπε πριν χρόνια ο Άνθιμος, χωρίς να αναλογίζεται ότι 5.000.000 Έλληνες είναι διεσπαρμένοι σε 140 χώρες παγκοσμίως.
«Για την Εκκλησία αυτές οι συμπεριφορές (σ.σ. η ομοφυλοφιλία) αποτελούν θανάσιμες καταστάσεις. Είναι μια συμπεριφορά αντιανθρώπινη. Η ομοφυλοφιλία είναι μια τραγωδία. Μια σεξουαλική τραγωδία. Είναι ψυχοπαθολογική εκτροπή». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ.
«Να μην μολυνθεί η περιοχή μας. Όχι, δεν έχουμε χώρο να φιλοξενήσουμε στην περιοχή μας όλα αυτά τα στίφη των Ισλαμιστών, τα οποία εκβιαστικά αποστέλλονται στην πατρίδα μας για να την αλλοιώσουν και να την κατακτήσουν». Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος. Παρόμοιες δηλώσεις αριθμούνται σε δεκάδες.
«Αγαπάτε αλλήλους» είχε πει κάποιος άλλος, άσχετος με τους παραπάνω, χιλιάδες χρόνια πριν…
Παράπλευρη απώλεια αποτελούν όσοι άνθρωποι της Εκκλησίας, μία μειοψηφία, όντως πρεσβεύουν τις αξίες που πιστεύουν. Δεν περικλείονται από Mercedes-Benz και BMW, χρυσαφικά και πλούτο. Απλά προσπαθούν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους που έχουν ανάγκη. Οι συγκεκριμένοι «εξαφανίζονται» υπό τα λόγια μίσους, τον πλούτο και την εξουσία της πλειοψηφίας.
Το προσωπικό σημείο μηδέν, κατά το οποίο έγινε αντιληπτό ότι όντως δεν υπάρχει ελπίδα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα για την ελληνική κοινωνία, ήταν το 2010, στην προεκλογική περίοδο για την ανάδειξη του νέου δημάρχου Θεσσαλονίκης. Τότε, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, διηγήθηκε έναν διάλογο που είχε με τον Γιάννη Μπουτάρη, με αφορμή τον χαρακτηρισμό «μουτζαχεντίν» από τον δεύτερο:
«Τί είναι αυτά που είπες για μένα; Εάν δεν ανακαλέσεις, δημαρχείο από εμένα δε βλέπεις!». Μία ομολογία για το ότι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν την κοινή γνώμη και να «εκλέξουν» με αυτόν τον τρόπο τον πολιτικό της αρεσκείας τους. Επίσης, τότε, κανένας δεν ασχολήθηκε με αυτή τη δήλωση!
Και εν τέλει κατάλαβα γιατί. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Εκκλησία στηρίζεται από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πήρε ως δεδομένο ότι παρέλαβε από τις προηγούμενες γενεές, αρνούμενο το «βήμα παραπέρα», την εξέλιξη. Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία επηρεάζει τα πάντα στη ζωή μας. Η ρητορική μίσους Μητροπολιτών όπως ο Σεραφείμ, ο Αμβρόσιος, ο Άνθιμος και λοιποί, μολύνει τη ζωή μας. Ωστόσο εμείς, ως «ζόμπι» που τρέφονται μόνο με «κατηγορώ» απέναντι σε οποιονδήποτε, αλλά και την αδιαφορία, τα δεχόμαστε.
Εν κατακλείδι, άραγε η Εκκλησία είναι ο λόγος που η ελληνική κοινωνία έφτασε σε αυτήν την παρακμή; Όχι, δεν αποτελεί τη μοναδική αιτία. Παρόλα αυτά, έπαιξε καίριο ρόλο στη μαζική στασιμότητα, στη «νάρκωση» των συνειδήσεων και στην επάνοδο ιδεολογιών που είχαν να εμφανιστούν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Εκκλησία θα μπορούσε να αλλάξει πρόσωπο, αν ήθελε πραγματικά. Μέσω, για παράδειγμα, της συνεισφορά μέρους της τεράστιας περιουσίας της προς τους αδύναμους οικονομικά, σε μία περίοδο που αυτό κρίνεται πιο αναγκαίο από ποτέ. Ή μέσω της φορολόγησης της περιουσίας της. Όταν η Εκκλησία της Σουηδίας στηρίζει ταμείο για τη στήριξη των νεοφυών επιχειρήσεων, δε νοείται η Εκκλησία ενός ετέρου κράτους-μέλους της Ε.Ε. να έχει μείνει εκατοντάδες χρόνια πίσω. Αυτά όμως δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ…
Ένας διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας θα αποτελούσε λύση; Με αυτού του είδους την Εκκλησία, η οποία αποτελεί όργανο εξουσίας και έχει ξεφύγει κατά πολύ από τον πραγματικό σκοπό της, ναι, φυσικά και θα αποτελούσε.
Τα ευρωπαϊκά κράτη χωρίς θρησκευτικά κατάλοιπα, όπου η Εκκλησία ενεργεί με βάση τον πάγιο σκοπό της, δηλαδή τη βοήθεια σε ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας, προχώρησαν μπροστά. Και εμείς έχουμε μείνει πίσω να τις κοιτάμε.
Αντί λοιπόν να είμαστε «περήφανοι» για «αξίες» που παραλάβαμε και ποτέ δεν αναλογιστήκαμε, ας σκεφτούμε συλλογικά (κάτι πολύ δύσκολο για έναν μέσο Έλληνα) και ας προσπαθήσουμε να εκσυγχρονιστούμε, επιτέλους.
Όπως πολύ σωστά είπε και κάποιος άλλος, τα δυτικά κράτη (στην πλειοψηφία τους) μπορέσαν να χτίσουν μια αντίληψη πολιτισμική, που άφησε πίσω την εκλεκτότατα του έθνους τους και τη μεταφυσική τους ανωτερότητα, ορίζοντας κριτήρια τους την οικονομική ανάπτυξη και την διασφάλιση της καλύτερης διαβίωσης, με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία ανά τους καιρούς.
Στη Ελλάδα όμως, η θρησκεία δεν έχει εγκαταλείψει την κεντρική ιδεολογική και νοηματική ισχύ του πολιτισμού μας.
Κρίνεται υψίστης σημασίας, λοιπόν, η απεξάρτηση της παιδείας από τη θρησκεία, όχι μόνο στο μάθημα της θεολογίας, αλλά από όλη την διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων.
www.bankingnews.gr
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας, «αυτό το κείμενο που θα διδαχθεί στο μάθημα των Θρησκευτικών πρέπει να φέρει τη σφραγίδα της Εκκλησίας ότι δεν είναι ανορθόδοξο και αντιχριστιανικό. Αυτό είναι βασικό πράγμα που πρέπει να το λάβουμε υπόψη».
Και μετά τις παραπάνω δηλώσεις «δεν άνοιξε μύτη». Κανένας δεν ασχολήθηκε, εκτός από μεμονωμένους χρήστες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης. Γιατί; Διότι τέτοιους είδους παρεμβάσεις δεν μας προκαλούν πλέον αίσθηση.
Στην πραγματικότητα, η δήλωση του Αρχιεπισκόπου δεν ήταν τίποτα μπροστά σε όλα αυτά που έχουν ακουστεί από τους αξιωματούχους της Εκκλησίας τα τελευταία χρόνια. Εξάλλου, στο πρακτικό κομμάτι, δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που η Εκκλησία απέτρεψε την αλλαγή του περιεχομένου στα βιβλία των Θρησκευτικών που επιχείρησε ο τότε υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης, πείθοντας έναν αριστερό (εδώ γελάμε) πρωθυπουργό, τον Αλέξη Τσίπρα. Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία επίδειξη ισχύος. Το μάθημα των «Θρησκευτικών» ήταν και, εν τέλει, παρέμεινε μάθημα «Χριστιανικών».
Ωστόσο, εκτός από την δήλωση του Αρχιεπισκόπου, αφορμή για το άρθρο αποτέλεσε και ο πολύ ενεργός ρόλος της Εκκλησίας στο θέμα των Σκοπίων (περισσότερα εδώ). Και ερωτώ: Γιατί η Εκκλησία έχει έναν από τους πρώτους λόγους σε έναν τόσο σημαντικό εθνικό θέμα;
Ορισμένοι αξιωματούχοι της Εκκλησίας έχουν επικαλεστεί ανά τους καιρούς την σημαντικότατη δράση της Εκκλησίας κατά την Επανάσταση του 1821. Το επιχείρημα είναι αληθές και σωστό. Τί σχέση έχουν όμως οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι με τους ήρωες του 1821; Και γιατί, σαν Έλληνες συνολικά, πρέπει πάντα να επικαλούμαστε το παρελθόν;
Το μεγάλο πρόβλημα, ωστόσο, με την τωρινή Εκκλησία είναι το εξής: η ρητορική μίσους.
«Νόμιμοι μετανάστες δεν υπάρχουν», είπε πριν χρόνια ο Άνθιμος, χωρίς να αναλογίζεται ότι 5.000.000 Έλληνες είναι διεσπαρμένοι σε 140 χώρες παγκοσμίως.
«Για την Εκκλησία αυτές οι συμπεριφορές (σ.σ. η ομοφυλοφιλία) αποτελούν θανάσιμες καταστάσεις. Είναι μια συμπεριφορά αντιανθρώπινη. Η ομοφυλοφιλία είναι μια τραγωδία. Μια σεξουαλική τραγωδία. Είναι ψυχοπαθολογική εκτροπή». Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στον Μητροπολίτη Πειραιώς Σεραφείμ.
«Να μην μολυνθεί η περιοχή μας. Όχι, δεν έχουμε χώρο να φιλοξενήσουμε στην περιοχή μας όλα αυτά τα στίφη των Ισλαμιστών, τα οποία εκβιαστικά αποστέλλονται στην πατρίδα μας για να την αλλοιώσουν και να την κατακτήσουν». Μητροπολίτης Καλαβρύτων Αμβρόσιος. Παρόμοιες δηλώσεις αριθμούνται σε δεκάδες.
«Αγαπάτε αλλήλους» είχε πει κάποιος άλλος, άσχετος με τους παραπάνω, χιλιάδες χρόνια πριν…
Παράπλευρη απώλεια αποτελούν όσοι άνθρωποι της Εκκλησίας, μία μειοψηφία, όντως πρεσβεύουν τις αξίες που πιστεύουν. Δεν περικλείονται από Mercedes-Benz και BMW, χρυσαφικά και πλούτο. Απλά προσπαθούν να βοηθήσουν τους συνανθρώπους που έχουν ανάγκη. Οι συγκεκριμένοι «εξαφανίζονται» υπό τα λόγια μίσους, τον πλούτο και την εξουσία της πλειοψηφίας.
Το προσωπικό σημείο μηδέν, κατά το οποίο έγινε αντιληπτό ότι όντως δεν υπάρχει ελπίδα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα για την ελληνική κοινωνία, ήταν το 2010, στην προεκλογική περίοδο για την ανάδειξη του νέου δημάρχου Θεσσαλονίκης. Τότε, ο Μητροπολίτης Άνθιμος, διηγήθηκε έναν διάλογο που είχε με τον Γιάννη Μπουτάρη, με αφορμή τον χαρακτηρισμό «μουτζαχεντίν» από τον δεύτερο:
«Τί είναι αυτά που είπες για μένα; Εάν δεν ανακαλέσεις, δημαρχείο από εμένα δε βλέπεις!». Μία ομολογία για το ότι οι αξιωματούχοι της Εκκλησίας έχουν τη δύναμη να επηρεάζουν την κοινή γνώμη και να «εκλέξουν» με αυτόν τον τρόπο τον πολιτικό της αρεσκείας τους. Επίσης, τότε, κανένας δεν ασχολήθηκε με αυτή τη δήλωση!
Και εν τέλει κατάλαβα γιατί. Είτε μας αρέσει είτε όχι, η Εκκλησία στηρίζεται από την πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Αυτό το κομμάτι του πληθυσμού πήρε ως δεδομένο ότι παρέλαβε από τις προηγούμενες γενεές, αρνούμενο το «βήμα παραπέρα», την εξέλιξη. Αυτός είναι ο λόγος που η Εκκλησία επηρεάζει τα πάντα στη ζωή μας. Η ρητορική μίσους Μητροπολιτών όπως ο Σεραφείμ, ο Αμβρόσιος, ο Άνθιμος και λοιποί, μολύνει τη ζωή μας. Ωστόσο εμείς, ως «ζόμπι» που τρέφονται μόνο με «κατηγορώ» απέναντι σε οποιονδήποτε, αλλά και την αδιαφορία, τα δεχόμαστε.
Εν κατακλείδι, άραγε η Εκκλησία είναι ο λόγος που η ελληνική κοινωνία έφτασε σε αυτήν την παρακμή; Όχι, δεν αποτελεί τη μοναδική αιτία. Παρόλα αυτά, έπαιξε καίριο ρόλο στη μαζική στασιμότητα, στη «νάρκωση» των συνειδήσεων και στην επάνοδο ιδεολογιών που είχαν να εμφανιστούν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η Εκκλησία θα μπορούσε να αλλάξει πρόσωπο, αν ήθελε πραγματικά. Μέσω, για παράδειγμα, της συνεισφορά μέρους της τεράστιας περιουσίας της προς τους αδύναμους οικονομικά, σε μία περίοδο που αυτό κρίνεται πιο αναγκαίο από ποτέ. Ή μέσω της φορολόγησης της περιουσίας της. Όταν η Εκκλησία της Σουηδίας στηρίζει ταμείο για τη στήριξη των νεοφυών επιχειρήσεων, δε νοείται η Εκκλησία ενός ετέρου κράτους-μέλους της Ε.Ε. να έχει μείνει εκατοντάδες χρόνια πίσω. Αυτά όμως δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ…
Ένας διαχωρισμός κράτους και Εκκλησίας θα αποτελούσε λύση; Με αυτού του είδους την Εκκλησία, η οποία αποτελεί όργανο εξουσίας και έχει ξεφύγει κατά πολύ από τον πραγματικό σκοπό της, ναι, φυσικά και θα αποτελούσε.
Τα ευρωπαϊκά κράτη χωρίς θρησκευτικά κατάλοιπα, όπου η Εκκλησία ενεργεί με βάση τον πάγιο σκοπό της, δηλαδή τη βοήθεια σε ανθρώπους ανεξαρτήτως εθνικότητας και θρησκείας, προχώρησαν μπροστά. Και εμείς έχουμε μείνει πίσω να τις κοιτάμε.
Αντί λοιπόν να είμαστε «περήφανοι» για «αξίες» που παραλάβαμε και ποτέ δεν αναλογιστήκαμε, ας σκεφτούμε συλλογικά (κάτι πολύ δύσκολο για έναν μέσο Έλληνα) και ας προσπαθήσουμε να εκσυγχρονιστούμε, επιτέλους.
Όπως πολύ σωστά είπε και κάποιος άλλος, τα δυτικά κράτη (στην πλειοψηφία τους) μπορέσαν να χτίσουν μια αντίληψη πολιτισμική, που άφησε πίσω την εκλεκτότατα του έθνους τους και τη μεταφυσική τους ανωτερότητα, ορίζοντας κριτήρια τους την οικονομική ανάπτυξη και την διασφάλιση της καλύτερης διαβίωσης, με μικρή ή μεγαλύτερη επιτυχία ανά τους καιρούς.
Στη Ελλάδα όμως, η θρησκεία δεν έχει εγκαταλείψει την κεντρική ιδεολογική και νοηματική ισχύ του πολιτισμού μας.
Κρίνεται υψίστης σημασίας, λοιπόν, η απεξάρτηση της παιδείας από τη θρησκεία, όχι μόνο στο μάθημα της θεολογίας, αλλά από όλη την διαπαιδαγώγηση των Ελλήνων.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών