Η καλύτερη ορατότητα θα βελτιώσει και την πρόσβαση του ελληνικού τραπεζικού κλάδου στις αγορές, μειώνοντας υψηλά premium στη χρηματοδότησή τους
Ως ένα σημαντικό ορόσημο για τις ελληνικές τράπεζες παρουσιάζει τα stress tests η DBRS, τονίζοντας ότι εξάλειψαν τους φόβους για νέα ανακεφαλαιοποίηση.
Όπως διαπιστώνει, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ήταν πάνω από το 5,5% υπό το δυσμενές σενάριο, αποκλιμάκωνοντας τις ανησυχίες των επενδυτών.
Ουσιαστικά η βασική επίπτωση των stress tests ήταν κυρίως λόγω του πιστωτικού κινδύνου και των αναταράξεως στο μέγεθος των εσόδων από τόκους.
"Οι ελληνικές τράπεζες ολοκλήρωσαν ένα σημαντικό ορόσημο για την πορεία της ανάκαμψής τους", αναφέρει η DBRS.
Ο κλάδος θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην μεταμνημονιακή εποχή της Ελλάδας.
Η καλύτερη ορατότητα θα βελτιώσει και την πρόσβαση του ελληνικού τραπεζικού κλάδου στις αγορές, μειώνοντας υψηλά premium στη χρηματοδότησή τους.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια, μετριάζοντας τις ανησυχίες για μια πιθανή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank και η Eurobank αντιμετώπισαν με επιτυχία την ανάλυση ακραίων καταστάσεων της ΕΚΤ.
Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων διεξήχθησαν σύμφωνα με την ίδια μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ), η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις τράπεζες της ΕΕ, αλλά το χρονοδιάγραμμα επιταχύνθηκε προκειμένου να ολοκληρωθεί η δοκιμή πριν από το τέλος του Προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Το DBRS κατανοεί ότι η άσκηση του 2018 δεν έχει επίσημα σχεδιαστεί ως άσκηση επιτυχίας ή αποτυχίας και συνεπώς δεν έχει επίπεδο ελάχιστου κεφαλαίου.
Παρά την απουσία επίσημου ορίου επιτυχίας / αποτυχίας, η DBRS σημειώνει θετικά ότι όλες διαθέτουν CET1 άνω του 5,5% στο δυσμενές σενάριο, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από τους συμμετέχοντες στην αγορά ως ανεπίσημο ποσοστό επιτυχίας για το τεστ.
Τα αποτελέσματα με περισσότερες λεπτομέρειες...
Τα αποτελέσματα των τεστ οδήγησαν κυρίως σε υποθετικό πιστωτικό κίνδυνο και υποτιθέμενη μείωση της κερδοφορίας.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του πιστωτικού κινδύνου για τους δείκτες CET-1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης στο βασικό σενάριο, και 850 μονάδες στο δυσμενές.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) μειώθηκαν υπό το δυσμενές σενάριο κατά 22,5% σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της ΕΚΤ, οι τέσσερις τράπεζες δείχνουν σχεδόν μηδενική εξάντληση του κεφαλαίου στο βασικό σενάριο (μέσος αντίκτυπος μόνο 2 μ.β.).
Κάτω από το δυσμενές σενάριο, οι τράπεζες δείχνουν μια μέση υποθετική εξάντληση κεφαλαίου της τάξεως των 894 μονάδων βάσης, ήτοι 15,5 δισ. ευρώ έως το 2020.
Οι κύριοι λόγοι για την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών ήταν τα "κεφαλαιακά μαξιλάρια" και οι επαρκείς δείκτες κάλυψης των NPEs, αλλά και τη σταδιακή υιοθέτηση του ΔΠΧΑ 9.
Σύμφωνα με την DBRS, τα σχετικά υψηλά επίπεδα κεφαλαίων, που κυμαίνονται μεταξύ 15,1% και 17,8%, ενσωματώνοντας σημαντικές απομειώσεις από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση τον Δεκέμβριο του 2015.
Οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη με σκοπό να διατηρήσουν επαρκείς δείκτες σε πιθανό αρνητικό σενάριο, λόγω της ευθραυστότητας του λειτουργικού τους περιβάλλοντος.
Επίσης, η μέση κάλυψη NPE στο σύστημα μετά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 είναι τώρα 51% (η Εθνική Τράπεζα στο 55%, η Eurobank στο 50%, η Πειραιώς στο 52% και η Alpha Bank στο 45%).
Αυτά τα επίπεδα κάλυψης συγκρίνονται θετικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (45%), ειδικά εκείνων της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία με 48%, Πορτογαλία 49%, Ισπανία 41%), αλλά το πρόβλημα είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερο στην Ελλάδα.
Το DBRS αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι παρόλο που οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες ικανοποίησαν με επιτυχία τις ζωτικής σημασίας βασικές απαιτήσεις της άσκησης, οι επιδόσεις τους ήταν, όπως αναμενόταν, λιγότερο ισχυρές σε ορισμένες υποκατηγορίες του αρνητικού σεναρίου, και συγκεκριμένα ακείνες που σχετίζονταν με τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις SREP (TSCR).
Αυτό μπορεί να συνεπάγεται, κατά την άποψη της DBRS, μια πιθανή αύξηση των απαιτήσεων καθοδήγησης για τον Πυλώνα ΙΙ (P2G) για το 2019, επηρεάζοντας την απαίτηση για συνολική κεφαλαιακή ζήτηση (TCD).
Η επόμενη μέρα
Η επιτυχής ολοκλήρωση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνδυασμό με τις καλύτερες τάσεις της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, όπως παρατηρήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2017, θα πρέπει, κατά την άποψη της DBRS, να αμβλύνει τους φόβους της αγοράς σε σχέση με την περαιτέρω αυξήσεις κεφαλαίου και να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο dilution για τους ιδιώτες επενδυτές.
Θα πρέπει επίσης να διευκολύνει την καλύτερη πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά, μειώνοντας περαιτέρω το premium χρηματοδότησης για τον κλάδο.
Παρά τη μείωση του απόλυτου αποθέματος NPE και NPL, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ακόμη "στρίψει" στη γωνία για την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Η επιβάρυνση NPE και NPL επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον κλάδο.
Παρόλο που οι τέσσερις τράπεζες βρίσκονταν σε καλό δρόμο με τους επιχειρησιακούς στόχους μείωσης των NPE / NPL το 2017 να επιτυγχάνονται, οι στόχοι του 2018-2019 είναι πιο απαιτητικοί.
Η επιτυχής μείωση των NPEs / NPLs σύμφωνα με τους συμφωνημένους στόχους του SSM μέχρι το 2019 θα είναι ένα σημαντικό βήμα υπό τον όρο της συνεχιζόμενης μακροοικονομικής ανάκαμψης στην Ελλάδα και της ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων.
Τι ανέφερε στις 9 Μαΐου 2018 η Moody's για τις ελληνικές τράπεζες:
Moody's: Credit positive για τις ελληνικές τράπεζες τα stress tests, έχουν υψηλά DTAs
Τα αποτελέσματα των «τεστ αντοχής» -που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)- για τις ελληνικές τράπεζες αναμένεται να επιδράσουν θετικά («credit positive») στην πιστοληπτική ικανότητα των Alpha Bank (Caa3, θετικό), Eurobank Ergasias (Caa3, σταθερό), Εθνικής Τράπεζας (Caa2, θετικό) και Τράπεζας Πειραιώς (Caa2, θετικό), αναφέρει σε ανάλυσή της η Moody’s.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως καμία εκ των προαναφερθέντων τραπεζών δεν χρειάζεται επιπλέον κεφάλαια για να καλύψει μελλοντικές δυνητικές ζημίες.
Παρά τη σωρευτική μείωση ύψους 15,5 δισεκ. ευρώ στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, υπό το άκρως δυσμενές σενάριο των tests, ο CET1 της κάθε τράπεζας σε σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία παρέμεινε πάνω από 5,5%, υπογραμμίζεται.
«Τα αποτελέσματα είναι θετικά για τις τέσσερις τράπεζες, επειδή δεν θα χρειαστεί να αντλήσουν νέα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να τους δοθεί χρόνος να επικεντρωθούν στη μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs)», σχολιάζει ο οίκος.
Υπενθυμίζεται ότι υπό το άκρως δυσμενές σενάριο, η Alpha Bank παρουσίασε τον υψηλότερο δείκτη CET1, ήτοι 9,7%, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς τον χαμηλότερο, στο 5,9%.
Παρά το γεγονός ότι τα tests βασίστηκαν με βάση τον ισολογισμό από τον Δεκέμβριο του 2017 για κάθε τράπεζα, τα αποτελέσματα της Eurobank λαμβάνουν υπόψη τη μετατροπή των κρατικών προνομιούχων μετοχών της σε ομόλογα κατηγορίας «Tier 2» τον Ιανουάριο του 2018, με αρνητικό αποτέλεσμα 250 μονάδων βάσης στον CET1.
Επιπλέον, οι δοκιμές ενσωματώνουν κάθε σταδιακή εφαρμογή του νέου κανόνα IFRS9, ωστόσο αγνοούν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης μη βασικών περιουσιακών στοιχείων που δεν πραγματοποιήθηκαν πριν από τον Δεκέμβριο του 2017, όπως η πώληση των δραστηριοτήτων της Eurobank στη Ρουμανία -έως 40 μονάδες βάσης στην αναλογία CET1-, αλλά και την πώληση της θυγατρικής ασφαλιστικής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να προσθέσει μέχρι και 110 μονάδες βάσης στη σχέση CET1, κατά το 2018, αναφέρει η Moody’s.
«Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των stress tests, πιστεύουμε ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αυξήσουν την εστίασή τους σε στρατηγικά σχέδια για την αντιμετώπιση των NPEs και την επίτευξη των μεμονωμένων στόχων που έχουν δεσμευτεί με την ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα σχέδια, τα NPEs στο σύστημα θα πρέπει να μειωθούν σε περίπου 65 δισεκ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019, από περίπου 96 δισεκ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή περίπου το 49% των ακαθάριστων δανείων -ο υψηλότερος λόγος NPEs στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει ο οίκος, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαιακών αποθεμάτων για τις ελληνικές τράπεζες αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs).
«Η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 16 δισεκ. ευρώ) του ποσού είναι επιλέξιμη για μετατροπή σε πιστώσεις φόρου που καταβάλλονται από την κυβέρνηση, εάν η τράπεζα αναφέρει ετήσια ζημία.
Οι DTAs είναι άυλα περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται στην οικονομική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης (Β3, θετικό), η οποία έχει σχετικά χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Οι DTAs αποτελούσαν το 55% περίπου του αναφερθέντος κεφαλαίου CET1 των τεσσάρων τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2017, υπονομεύοντας την ποιότητα του κεφαλαίου τους και την ικανότητά τους να απορροφούν τις ζημίες».
www.bankingnews.gr
Όπως διαπιστώνει, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας ήταν πάνω από το 5,5% υπό το δυσμενές σενάριο, αποκλιμάκωνοντας τις ανησυχίες των επενδυτών.
Ουσιαστικά η βασική επίπτωση των stress tests ήταν κυρίως λόγω του πιστωτικού κινδύνου και των αναταράξεως στο μέγεθος των εσόδων από τόκους.
"Οι ελληνικές τράπεζες ολοκλήρωσαν ένα σημαντικό ορόσημο για την πορεία της ανάκαμψής τους", αναφέρει η DBRS.
Ο κλάδος θα διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην μεταμνημονιακή εποχή της Ελλάδας.
Η καλύτερη ορατότητα θα βελτιώσει και την πρόσβαση του ελληνικού τραπεζικού κλάδου στις αγορές, μειώνοντας υψηλά premium στη χρηματοδότησή τους.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν επαρκή κεφάλαια, μετριάζοντας τις ανησυχίες για μια πιθανή μείωση του ρυθμού ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Οι τέσσερις ελληνικές τράπεζες, η Τράπεζα Πειραιώς, η Εθνική Τράπεζα, η Alpha Bank και η Eurobank αντιμετώπισαν με επιτυχία την ανάλυση ακραίων καταστάσεων της ΕΚΤ.
Οι προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων διεξήχθησαν σύμφωνα με την ίδια μεθοδολογία της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών (ΕΒΑ), η οποία εφαρμόζεται σε όλες τις τράπεζες της ΕΕ, αλλά το χρονοδιάγραμμα επιταχύνθηκε προκειμένου να ολοκληρωθεί η δοκιμή πριν από το τέλος του Προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας.
Το DBRS κατανοεί ότι η άσκηση του 2018 δεν έχει επίσημα σχεδιαστεί ως άσκηση επιτυχίας ή αποτυχίας και συνεπώς δεν έχει επίπεδο ελάχιστου κεφαλαίου.
Παρά την απουσία επίσημου ορίου επιτυχίας / αποτυχίας, η DBRS σημειώνει θετικά ότι όλες διαθέτουν CET1 άνω του 5,5% στο δυσμενές σενάριο, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως από τους συμμετέχοντες στην αγορά ως ανεπίσημο ποσοστό επιτυχίας για το τεστ.
Τα αποτελέσματα με περισσότερες λεπτομέρειες...
Τα αποτελέσματα των τεστ οδήγησαν κυρίως σε υποθετικό πιστωτικό κίνδυνο και υποτιθέμενη μείωση της κερδοφορίας.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του πιστωτικού κινδύνου για τους δείκτες CET-1 ήταν κατά μέσο όρο περίπου 260 μονάδες βάσης στο βασικό σενάριο, και 850 μονάδες στο δυσμενές.
Τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) μειώθηκαν υπό το δυσμενές σενάριο κατά 22,5% σε σχέση με το βασικό σενάριο.
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της ΕΚΤ, οι τέσσερις τράπεζες δείχνουν σχεδόν μηδενική εξάντληση του κεφαλαίου στο βασικό σενάριο (μέσος αντίκτυπος μόνο 2 μ.β.).
Κάτω από το δυσμενές σενάριο, οι τράπεζες δείχνουν μια μέση υποθετική εξάντληση κεφαλαίου της τάξεως των 894 μονάδων βάσης, ήτοι 15,5 δισ. ευρώ έως το 2020.
Οι κύριοι λόγοι για την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών ήταν τα "κεφαλαιακά μαξιλάρια" και οι επαρκείς δείκτες κάλυψης των NPEs, αλλά και τη σταδιακή υιοθέτηση του ΔΠΧΑ 9.
Σύμφωνα με την DBRS, τα σχετικά υψηλά επίπεδα κεφαλαίων, που κυμαίνονται μεταξύ 15,1% και 17,8%, ενσωματώνοντας σημαντικές απομειώσεις από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση τον Δεκέμβριο του 2015.
Οι ελληνικές τράπεζες ανακεφαλαιοποιήθηκαν την εποχή εκείνη με σκοπό να διατηρήσουν επαρκείς δείκτες σε πιθανό αρνητικό σενάριο, λόγω της ευθραυστότητας του λειτουργικού τους περιβάλλοντος.
Επίσης, η μέση κάλυψη NPE στο σύστημα μετά την εφαρμογή του ΔΠΧΑ 9 είναι τώρα 51% (η Εθνική Τράπεζα στο 55%, η Eurobank στο 50%, η Πειραιώς στο 52% και η Alpha Bank στο 45%).
Αυτά τα επίπεδα κάλυψης συγκρίνονται θετικά με τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (45%), ειδικά εκείνων της Νότιας Ευρώπης (Ιταλία με 48%, Πορτογαλία 49%, Ισπανία 41%), αλλά το πρόβλημα είναι προφανώς πολύ μεγαλύτερο στην Ελλάδα.
Το DBRS αντιλαμβάνεται ωστόσο ότι παρόλο που οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες ικανοποίησαν με επιτυχία τις ζωτικής σημασίας βασικές απαιτήσεις της άσκησης, οι επιδόσεις τους ήταν, όπως αναμενόταν, λιγότερο ισχυρές σε ορισμένες υποκατηγορίες του αρνητικού σεναρίου, και συγκεκριμένα ακείνες που σχετίζονταν με τις συνολικές κεφαλαιακές απαιτήσεις SREP (TSCR).
Αυτό μπορεί να συνεπάγεται, κατά την άποψη της DBRS, μια πιθανή αύξηση των απαιτήσεων καθοδήγησης για τον Πυλώνα ΙΙ (P2G) για το 2019, επηρεάζοντας την απαίτηση για συνολική κεφαλαιακή ζήτηση (TCD).
Η επόμενη μέρα
Η επιτυχής ολοκλήρωση της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων, σε συνδυασμό με τις καλύτερες τάσεις της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, όπως παρατηρήθηκε το τελευταίο τρίμηνο του 2017, θα πρέπει, κατά την άποψη της DBRS, να αμβλύνει τους φόβους της αγοράς σε σχέση με την περαιτέρω αυξήσεις κεφαλαίου και να μειώσει σημαντικά τον κίνδυνο dilution για τους ιδιώτες επενδυτές.
Θα πρέπει επίσης να διευκολύνει την καλύτερη πρόσβαση στην κεφαλαιαγορά, μειώνοντας περαιτέρω το premium χρηματοδότησης για τον κλάδο.
Παρά τη μείωση του απόλυτου αποθέματος NPE και NPL, οι μεγάλες ελληνικές τράπεζες δεν έχουν ακόμη "στρίψει" στη γωνία για την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Η επιβάρυνση NPE και NPL επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον κλάδο.
Παρόλο που οι τέσσερις τράπεζες βρίσκονταν σε καλό δρόμο με τους επιχειρησιακούς στόχους μείωσης των NPE / NPL το 2017 να επιτυγχάνονται, οι στόχοι του 2018-2019 είναι πιο απαιτητικοί.
Η επιτυχής μείωση των NPEs / NPLs σύμφωνα με τους συμφωνημένους στόχους του SSM μέχρι το 2019 θα είναι ένα σημαντικό βήμα υπό τον όρο της συνεχιζόμενης μακροοικονομικής ανάκαμψης στην Ελλάδα και της ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων.
Τι ανέφερε στις 9 Μαΐου 2018 η Moody's για τις ελληνικές τράπεζες:
Moody's: Credit positive για τις ελληνικές τράπεζες τα stress tests, έχουν υψηλά DTAs
Τα αποτελέσματα των «τεστ αντοχής» -που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ)- για τις ελληνικές τράπεζες αναμένεται να επιδράσουν θετικά («credit positive») στην πιστοληπτική ικανότητα των Alpha Bank (Caa3, θετικό), Eurobank Ergasias (Caa3, σταθερό), Εθνικής Τράπεζας (Caa2, θετικό) και Τράπεζας Πειραιώς (Caa2, θετικό), αναφέρει σε ανάλυσή της η Moody’s.
Όπως αναφέρει ο αμερικανικός οίκος, τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πως καμία εκ των προαναφερθέντων τραπεζών δεν χρειάζεται επιπλέον κεφάλαια για να καλύψει μελλοντικές δυνητικές ζημίες.
Παρά τη σωρευτική μείωση ύψους 15,5 δισεκ. ευρώ στον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας (CET1) των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, υπό το άκρως δυσμενές σενάριο των tests, ο CET1 της κάθε τράπεζας σε σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία παρέμεινε πάνω από 5,5%, υπογραμμίζεται.
«Τα αποτελέσματα είναι θετικά για τις τέσσερις τράπεζες, επειδή δεν θα χρειαστεί να αντλήσουν νέα κεφάλαια, με αποτέλεσμα να τους δοθεί χρόνος να επικεντρωθούν στη μείωση του υψηλού αποθέματος μη εξυπηρετούμενων δανείων (NPEs)», σχολιάζει ο οίκος.
Υπενθυμίζεται ότι υπό το άκρως δυσμενές σενάριο, η Alpha Bank παρουσίασε τον υψηλότερο δείκτη CET1, ήτοι 9,7%, ενώ η Τράπεζα Πειραιώς τον χαμηλότερο, στο 5,9%.
Παρά το γεγονός ότι τα tests βασίστηκαν με βάση τον ισολογισμό από τον Δεκέμβριο του 2017 για κάθε τράπεζα, τα αποτελέσματα της Eurobank λαμβάνουν υπόψη τη μετατροπή των κρατικών προνομιούχων μετοχών της σε ομόλογα κατηγορίας «Tier 2» τον Ιανουάριο του 2018, με αρνητικό αποτέλεσμα 250 μονάδων βάσης στον CET1.
Επιπλέον, οι δοκιμές ενσωματώνουν κάθε σταδιακή εφαρμογή του νέου κανόνα IFRS9, ωστόσο αγνοούν όλους τους ελαφρυντικούς παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης μη βασικών περιουσιακών στοιχείων που δεν πραγματοποιήθηκαν πριν από τον Δεκέμβριο του 2017, όπως η πώληση των δραστηριοτήτων της Eurobank στη Ρουμανία -έως 40 μονάδες βάσης στην αναλογία CET1-, αλλά και την πώληση της θυγατρικής ασφαλιστικής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία θα μπορούσε να προσθέσει μέχρι και 110 μονάδες βάσης στη σχέση CET1, κατά το 2018, αναφέρει η Moody’s.
«Μετά την επιτυχή ολοκλήρωση των stress tests, πιστεύουμε ότι οι διοικήσεις των τραπεζών θα αυξήσουν την εστίασή τους σε στρατηγικά σχέδια για την αντιμετώπιση των NPEs και την επίτευξη των μεμονωμένων στόχων που έχουν δεσμευτεί με την ΕΚΤ. Σύμφωνα με τα σχέδια, τα NPEs στο σύστημα θα πρέπει να μειωθούν σε περίπου 65 δισεκ. ευρώ μέχρι τα τέλη του 2019, από περίπου 96 δισεκ. στο τέλος Δεκεμβρίου 2017 ή περίπου το 49% των ακαθάριστων δανείων -ο υψηλότερος λόγος NPEs στην Ευρωπαϊκή Ένωση», αναφέρει ο οίκος, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ένα σημαντικό μέρος των κεφαλαιακών αποθεμάτων για τις ελληνικές τράπεζες αποτελείται από αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs).
«Η συντριπτική πλειοψηφία (περίπου 16 δισεκ. ευρώ) του ποσού είναι επιλέξιμη για μετατροπή σε πιστώσεις φόρου που καταβάλλονται από την κυβέρνηση, εάν η τράπεζα αναφέρει ετήσια ζημία.
Οι DTAs είναι άυλα περιουσιακά στοιχεία και βασίζονται στην οικονομική ικανότητα της ελληνικής κυβέρνησης (Β3, θετικό), η οποία έχει σχετικά χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα. Οι DTAs αποτελούσαν το 55% περίπου του αναφερθέντος κεφαλαίου CET1 των τεσσάρων τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2017, υπονομεύοντας την ποιότητα του κεφαλαίου τους και την ικανότητά τους να απορροφούν τις ζημίες».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών