Οι δανειστές εξακολουθούν να κρατούν τα κλειδιά της οικονομίας αλλά και των πολιτικών εξελίξεων
Η πίεση στην κυβέρνηση Τσίπρα δεν λέει να υποχωρήσει.
Ανεξάρτητα από τα όσα ειπώθηκαν χθες στη Βουλή για το θέμα της διαπλοκής, ανεξάρτητα από την άμεση εκταμίευση του 1,1 δις ευρώ (και των 1,7 δις ευρώ στις 24/10), όλοι αντιλαμβάνονται ότι το μείζον θέμα είναι αυτό της ελάφρυνσης του χρέους.
Αλλά τα σπουδαία από τις ΗΠΑ και τη σύνοδο του ΔΝΤ δεν ήρθαν ποτέ.
Αντιθέτως επιβεβαιώθηκαν τα ήδη γνωστά και εν πολλοίς αναμενόμενα.
Οι δανειστές και συγκεκριμένα ΔΝΤ και Γερμανία αδυνατούν να συνεννοηθούν για το θέμα του ελληνικού χρέους.
Το Βερολίνο παραμένει άκαμπτο, διαμηνύει πως δεν υπάρχει θέμα χρέους και δεν δείχνει καμία διάθεση να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του λόγω του ότι εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο.
Οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν διάθεση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, κατηγορώντας παράλληλα το ΔΝΤ για απαισιόδοξες εκτιμήσεις αναφορικά με το χρέος.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι τα νούμερα πρέπει να βγαίνουν.
Και για να συμβεί αυτό, όπως λέει, είτε θα μειωθεί το χρέος και τα πλεονάσματα είτε θα πρέπει να υπάρξουν νέες μεταρρυθμίσεις και άρα νέα μέτρα.
Μπροστά σε αυτήν την «ασυμφωνία κυριών», η Ελλάδα είναι σε αδύναμη και δυσχερή θέση.
Η δε ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να στέκεται μπροστά σε ένα ανυπέρβλητο αδιέξοδο, μια και λίγα μπορεί να πράξει η ίδια για να το ξεπεράσει.
Μόνη της επιλογή και ταυτόχρονα μοναδικός «μοχλός πίεσης» είναι να υλοποιήσει το ταχύτερο δυνατό τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει.
Για αυτό βιάζεται να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση και να πάει στο Eurogroup της 7ης Δεκεμβρίου με το επιχείρημα ότι εμείς κάναμε ότι μας αναλογούσε και ότι είναι η ώρα των δανειστών να πάρουν τις δέουσες αποφάσεις.
Σε αυτό το Eurogroup εκτιμάται ότι θα κριθούν πολύ περισσότερα από την ελληνική οικονομία.
Εάν δεν υπάρξει κάποια απτή απόφαση για το χρέος, η οποία με τη σειρά της θα ανάψει το πράσινο φως για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ και κατ’επέκταση θα αποτελέσει ένα σαφές σήμα για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, τότε θα καταστεί εξαιρετικά αμφίβολη και η τύχη της κυβέρνησης.
Μια και το σήμα που θα δοθεί είναι ότι η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να «σέρνεται» για έναν ακόμα χρόνο, καθυστέρηση η οποία είναι εξίσου αμφίβολο αν μπορεί να αντέξει η ελληνική κοινωνία.
Ήδη η απαισιοδοξία και η απογοήτευση είναι στα ύψη ενώ και η δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης «χτυπά κόκκινο».
Όλοι εκτιμούν ότι εν τέλει οι δανειστές θα καταλήξουν μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις σε μια λύση για την Ελλάδα.
Μια και ισχύει η θεώρηση ότι δεν ευνοεί κανέναν η αποσταθεροποίηση περιοχών της Ευρώπης και ειδικά της Ελλάδας που βρίσκεται σε μια από τις πλέον ευαίσθητες γειτονιές της ΕΕ.
Το ερώτημα όμως είναι το πότε θα γίνει αυτή η συνεννόηση.
Καθώς και το εάν αυτή η καθυστέρηση είναι δυνατό να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια της σημερινής κυβέρνησης.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Ανεξάρτητα από τα όσα ειπώθηκαν χθες στη Βουλή για το θέμα της διαπλοκής, ανεξάρτητα από την άμεση εκταμίευση του 1,1 δις ευρώ (και των 1,7 δις ευρώ στις 24/10), όλοι αντιλαμβάνονται ότι το μείζον θέμα είναι αυτό της ελάφρυνσης του χρέους.
Αλλά τα σπουδαία από τις ΗΠΑ και τη σύνοδο του ΔΝΤ δεν ήρθαν ποτέ.
Αντιθέτως επιβεβαιώθηκαν τα ήδη γνωστά και εν πολλοίς αναμενόμενα.
Οι δανειστές και συγκεκριμένα ΔΝΤ και Γερμανία αδυνατούν να συνεννοηθούν για το θέμα του ελληνικού χρέους.
Το Βερολίνο παραμένει άκαμπτο, διαμηνύει πως δεν υπάρχει θέμα χρέους και δεν δείχνει καμία διάθεση να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις του λόγω του ότι εισέρχεται σε προεκλογική περίοδο.
Οι Ευρωπαίοι δεν δείχνουν διάθεση για μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, κατηγορώντας παράλληλα το ΔΝΤ για απαισιόδοξες εκτιμήσεις αναφορικά με το χρέος.
Την ίδια στιγμή, το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι τα νούμερα πρέπει να βγαίνουν.
Και για να συμβεί αυτό, όπως λέει, είτε θα μειωθεί το χρέος και τα πλεονάσματα είτε θα πρέπει να υπάρξουν νέες μεταρρυθμίσεις και άρα νέα μέτρα.
Μπροστά σε αυτήν την «ασυμφωνία κυριών», η Ελλάδα είναι σε αδύναμη και δυσχερή θέση.
Η δε ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να στέκεται μπροστά σε ένα ανυπέρβλητο αδιέξοδο, μια και λίγα μπορεί να πράξει η ίδια για να το ξεπεράσει.
Μόνη της επιλογή και ταυτόχρονα μοναδικός «μοχλός πίεσης» είναι να υλοποιήσει το ταχύτερο δυνατό τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει.
Για αυτό βιάζεται να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση και να πάει στο Eurogroup της 7ης Δεκεμβρίου με το επιχείρημα ότι εμείς κάναμε ότι μας αναλογούσε και ότι είναι η ώρα των δανειστών να πάρουν τις δέουσες αποφάσεις.
Σε αυτό το Eurogroup εκτιμάται ότι θα κριθούν πολύ περισσότερα από την ελληνική οικονομία.
Εάν δεν υπάρξει κάποια απτή απόφαση για το χρέος, η οποία με τη σειρά της θα ανάψει το πράσινο φως για τη συμμετοχή της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ και κατ’επέκταση θα αποτελέσει ένα σαφές σήμα για τη σταθεροποίηση της ελληνικής οικονομίας, τότε θα καταστεί εξαιρετικά αμφίβολη και η τύχη της κυβέρνησης.
Μια και το σήμα που θα δοθεί είναι ότι η ελληνική οικονομία θα εξακολουθήσει να «σέρνεται» για έναν ακόμα χρόνο, καθυστέρηση η οποία είναι εξίσου αμφίβολο αν μπορεί να αντέξει η ελληνική κοινωνία.
Ήδη η απαισιοδοξία και η απογοήτευση είναι στα ύψη ενώ και η δυσαρέσκεια κατά της κυβέρνησης «χτυπά κόκκινο».
Όλοι εκτιμούν ότι εν τέλει οι δανειστές θα καταλήξουν μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις σε μια λύση για την Ελλάδα.
Μια και ισχύει η θεώρηση ότι δεν ευνοεί κανέναν η αποσταθεροποίηση περιοχών της Ευρώπης και ειδικά της Ελλάδας που βρίσκεται σε μια από τις πλέον ευαίσθητες γειτονιές της ΕΕ.
Το ερώτημα όμως είναι το πότε θα γίνει αυτή η συνεννόηση.
Καθώς και το εάν αυτή η καθυστέρηση είναι δυνατό να τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια της σημερινής κυβέρνησης.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών