γράφει : Μενέλαος Μπέλλος
Οι συνομιλίες του Ηνωμένου Βασιλείου με τις δύο πλευρές κινούνται μέχρι στιγμής σε αντίθετες κατευθύνσεις
Στις αρχές του τρέχοντος μήνα το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκίνησε τους νέους γύρους διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προκειμένου να διαμορφώσει τις εμπορικές σχέσεις που θα έχει μαζί τους στη μετά-Brexit εποχή.
Οι συνομιλίες ανάμεσα σε Λονδίνο και Ουάσιγκτον ξεκίνησαν στις 5 Μαΐου, υπό τη μορφή τηλεδιασκέψεων, και σε αυτές συμμετέχουν περισσότεροι από 100 αξιωματούχοι σε κάθε πλευρά, καλύπτοντας σχεδόν 30 διαφορετικούς τομείς.
Μία μέρα πριν από την έναρξη των συνομιλιών, ο υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Dominic Raab, χαρακτήρισε τις ΗΠΑ ως «φυσικό εταίρο» της χώρας του, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε και στα οφέλη που θα έχουν οι δύο πλευρές μέσα από μία «τολμηρή συμφωνία».
Ο ίδιος μάλιστα τόνισε ότι μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες «μπορεί να μας βοηθήσει να απομακρύνουμε τις δύο μεγάλες οικονομίες από την ύφεση», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις της υπουργού Διεθνούς Εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου, Liz Truss.
«Η αύξηση του διατλαντικού εμπορίου μπορεί να βοηθήσει τις οικονομίες μας να επιστρέψουν από την οικονομική πρόκληση που θέτει ο κορωνοϊός», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Truss, διευκρινίζοντας ότι στόχος του Λονδίνου είναι να ανοίξει νέες αγορές για τις βρετανικές επιχειρήσεις, να αυξήσει τις επενδύσεις και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στη Γηραιά Αλβιώνα.
Παράλληλα, η αξιωματούχος του Ηνωμένου Βασιλείου κατέστησε σαφές ότι η βρετανική πλευρά θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει σε μία συμφωνία η οποία θα ωφελήσει άτομα και επιχειρήσεις σε κάθε περιοχή της χώρας.
Στον αντίποδα, οι συνομιλίες ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες δε φάνηκαν εξαρχής να κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση, καθώς ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Heiko Maas, είχε ήδη αρχίσει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των διαπραγματεύσεων πριν καν ξεκινήσει ο νέος γύρος.
Ο Γερμανός ΥΠΕΞ προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος ενός σκληρού Brexit αυξάνεται όλο και περισσότερο, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν σημειώσει σχεδόν καμία πρόοδο, ενώ εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η Βρετανία απομακρύνεται από την πολιτική διακήρυξη που συμφώνησαν οι δύο πλευρές, και η οποία αφορά βασικά ζητήματα των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπάρχει επί του παρόντος ένα κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, το οποίο θα επιτρέψει είτε την επίτευξη μίας ολοκληρωμένης εμπορικής συμφωνίας, είτε της παράτασης των διαπραγματεύσεων έως το 2021.
«Η βρετανική κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται να παρατείνει την προθεσμία, και αν αυτό δεν αλλάξει, στον τέλος του έτους θα πρέπει εκτός από τον κορωνοϊό να αντιμετωπίσουμε και το Brexit», ανέφερε πριν από μερικές εβδομάδες ο κ. Maas.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις αρχές του έτους, έχοντας στα χέρια του μία συμφωνία αποχώρησης, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της μεταβατικής περιόδου του Brexit μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020.
Παρά το γεγονός ότι η Βρετανία δεν είναι πλέον κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να ακολουθεί τους περισσότερους νόμους της ΕΕ και να τηρεί τους κανόνες της Τελωνειακής Ένωσης.
Ο πρώτος γύρος διαπραγματεύσεων ξεκίνησε στις αρχές Μαρτίου, χωρίς ωστόσο να σημειώνεται σημαντική πρόοδος, καθώς οι δύο πλευρές έπρεπε να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, και την παγκόσμια κρίση του Covid-19.
Πριν ξεκινήσει ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων όμως, οι επικεφαλής των διαπραγματευτικών ομάδων είχαν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους σε ορισμένες βασικές θέσεις της εκάστοτε πλευράς.
Από τη μία πλευρά, ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Βρετανίας, David Frost, θεωρούσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υπερβολικές απαιτήσεις από τη χώρα του, όσον αφορά την εμπορική συμφωνία, ενώ από την άλλη πλευρά, ο Ευρωπαίος ομόλογός του, Michel Barnier, δήλωνε ότι το Λονδίνο επικεντρώνεται περισσότερο στους δασμούς και λιγότερο στα ζητήματα περιβαλλοντικής και κοινωνικής προστασίας.
Καθώς λοιπόν οι τηλεδιασκέψεις προχωρούσαν τις προηγούμενες ημέρες, η αντίθετη πορεία που ακολουθούσαν οι δύο διαπραγματεύσεις γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή.
Οι συνομιλίες ανάμεσα στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν σημαντική πρόοδο σε αρκετά σημεία, ενώ το Λονδίνο αναφέρθηκε συγκεκριμένα στους τομείς των υπηρεσιών, των επενδύσεων και του ψηφιακού εμπορίου, όπου υπάρχει αυξημένο κοινό ενδιαφέρον.
Μάλιστα, η κα Truss επανέλαβε την πρόθεση των δύο χωρών να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις και να προσφέρουν νέα πλεονεκτήματα στους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και τους αγρότες, μέσω της συμφωνίας.
Παράλληλα, οι διαπραγματευτικές ομάδες αναμένεται να επιδιώξουν γρήγορα την υλοποίηση ενός «αυτόνομου κεφαλαίου» το οποίο θα καλύπτει τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ δήλωσαν ότι θα διατηρήσουν τη μεταξύ τους επικοινωνία μέχρι τα μέσα Ιουνίου, όταν και αναμένεται να ξεκινήσει ο επόμενος γύρος συνομιλιών.
Το 2018, χώρα που εισήγαγε τα περισσότερα βρετανικά αγαθά ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 13% των συνολικών εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μέσω των διαπραγματεύσεων, το Λονδίνο επιθυμεί να αυξήσει τις εξαγωγές του προς την Ουάσιγκτον, ειδικότερα στον τομέα τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, ο οποίος αντιπροσωπεύει προς το παρόν μόλις το 5% των συνολικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ.
Προκειμένου να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υπάρξει μία αμοιβαία μείωση δασμών στις εισαγωγές αγαθών, με τη Βρετανία να έχει ήδη δηλώσει ότι σχεδιάζει να μειώσεις τους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικό αγαθών, γεγονός που θα επιταχύνει ακόμα περισσότερο τις διαπραγματεύσεις των δύο χωρών.
Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με τις ΗΠΑ δε μπορούν να διαχωριστούν από αυτές που πραγματοποιούνται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς υπάρχουν ορισμένοι τομείς, όπως είναι π.χ. τα πρότυπα ασφαλείας και αποδοτικότητας καυσίμων των οχημάτων, όπου υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.
Αυτό σημαίνει ότι η Βρετανία μέσα στο επόμενο διάστημα πιθανώς να πρέπει να επιλέξει εάν θα διατηρήσει στενότερους οικονομικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ ή την Ευρωπαϊκή, όπου στην πρώτη περίπτωση έχουμε μία επιτάχυνση των συνομιλιών και στη δεύτερη περίπτωση έχουμε μία επιβράδυνσή τους.
Το γεγονός ότι οι δύο διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα την ίδια χρονική περίοδο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη Βρετανία, καθώς η πρόοδος που σημειώνεται με τις ΗΠΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης για τις συνομιλίες με την ΕΕ.
Ωστόσο, οι δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν όλες οι πλευρές, εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης, καθώς και οι περιορισμοί που υπάρχουν επειδή οι συνομιλίες διεξάγονται μέσω τηλεδιασκέψεων, μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια ευελιξίας για τη Βρετανία.
Οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ ενδέχεται να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2020, πριν δηλαδή από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη σχετική διαδικασία.
Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ σημειώνουν ελάχιστη πρόοδο, και η προθεσμία για τη Βρετανία να ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου λήγει σε πέντε εβδομάδες.
Αυτό σημαίνει ότι το μήνας που έρχεται θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για τη Βρετανία και θα δείξει κατά πόσο η κυβέρνηση της χώρας είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες μίας οικονομικής ανάκαμψης σε συνδυασμό με τους κινδύνους ενός Brexit χωρίς μία εμπορική συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Οι συνομιλίες ανάμεσα σε Λονδίνο και Ουάσιγκτον ξεκίνησαν στις 5 Μαΐου, υπό τη μορφή τηλεδιασκέψεων, και σε αυτές συμμετέχουν περισσότεροι από 100 αξιωματούχοι σε κάθε πλευρά, καλύπτοντας σχεδόν 30 διαφορετικούς τομείς.
Μία μέρα πριν από την έναρξη των συνομιλιών, ο υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Dominic Raab, χαρακτήρισε τις ΗΠΑ ως «φυσικό εταίρο» της χώρας του, ενώ παράλληλα αναφέρθηκε και στα οφέλη που θα έχουν οι δύο πλευρές μέσα από μία «τολμηρή συμφωνία».
Ο ίδιος μάλιστα τόνισε ότι μία συμφωνία ελεύθερου εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες «μπορεί να μας βοηθήσει να απομακρύνουμε τις δύο μεγάλες οικονομίες από την ύφεση», ενώ στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι δηλώσεις της υπουργού Διεθνούς Εμπορίου του Ηνωμένου Βασιλείου, Liz Truss.
«Η αύξηση του διατλαντικού εμπορίου μπορεί να βοηθήσει τις οικονομίες μας να επιστρέψουν από την οικονομική πρόκληση που θέτει ο κορωνοϊός», ανέφερε χαρακτηριστικά η κα Truss, διευκρινίζοντας ότι στόχος του Λονδίνου είναι να ανοίξει νέες αγορές για τις βρετανικές επιχειρήσεις, να αυξήσει τις επενδύσεις και να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας στη Γηραιά Αλβιώνα.
Παράλληλα, η αξιωματούχος του Ηνωμένου Βασιλείου κατέστησε σαφές ότι η βρετανική πλευρά θα καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να καταλήξει σε μία συμφωνία η οποία θα ωφελήσει άτομα και επιχειρήσεις σε κάθε περιοχή της χώρας.
Στον αντίποδα, οι συνομιλίες ανάμεσα στο Λονδίνο και τις Βρυξέλλες δε φάνηκαν εξαρχής να κινούνται σε παρόμοια κατεύθυνση, καθώς ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, Heiko Maas, είχε ήδη αρχίσει να κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία των διαπραγματεύσεων πριν καν ξεκινήσει ο νέος γύρος.
Ο Γερμανός ΥΠΕΞ προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος ενός σκληρού Brexit αυξάνεται όλο και περισσότερο, καθώς οι διαπραγματεύσεις δεν έχουν σημειώσει σχεδόν καμία πρόοδο, ενώ εξέφρασε την ανησυχία του για το γεγονός ότι η Βρετανία απομακρύνεται από την πολιτική διακήρυξη που συμφώνησαν οι δύο πλευρές, και η οποία αφορά βασικά ζητήματα των διαπραγματεύσεων.
Σύμφωνα με τον ίδιο, δεν υπάρχει επί του παρόντος ένα κοινό έδαφος μεταξύ των δύο πλευρών, το οποίο θα επιτρέψει είτε την επίτευξη μίας ολοκληρωμένης εμπορικής συμφωνίας, είτε της παράτασης των διαπραγματεύσεων έως το 2021.
«Η βρετανική κυβέρνηση εξακολουθεί να αρνείται να παρατείνει την προθεσμία, και αν αυτό δεν αλλάξει, στον τέλος του έτους θα πρέπει εκτός από τον κορωνοϊό να αντιμετωπίσουμε και το Brexit», ανέφερε πριν από μερικές εβδομάδες ο κ. Maas.
Το Ηνωμένο Βασίλειο αποχώρησε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση στις αρχές του έτους, έχοντας στα χέρια του μία συμφωνία αποχώρησης, η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της μεταβατικής περιόδου του Brexit μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2020.
Παρά το γεγονός ότι η Βρετανία δεν είναι πλέον κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξακολουθεί να ακολουθεί τους περισσότερους νόμους της ΕΕ και να τηρεί τους κανόνες της Τελωνειακής Ένωσης.
Ο πρώτος γύρος διαπραγματεύσεων ξεκίνησε στις αρχές Μαρτίου, χωρίς ωστόσο να σημειώνεται σημαντική πρόοδος, καθώς οι δύο πλευρές έπρεπε να διαχειριστούν, μεταξύ άλλων, και την παγκόσμια κρίση του Covid-19.
Πριν ξεκινήσει ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων όμως, οι επικεφαλής των διαπραγματευτικών ομάδων είχαν ήδη εκφράσει την αντίθεσή τους σε ορισμένες βασικές θέσεις της εκάστοτε πλευράς.
Από τη μία πλευρά, ο επικεφαλής διαπραγματευτής της Βρετανίας, David Frost, θεωρούσε ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει υπερβολικές απαιτήσεις από τη χώρα του, όσον αφορά την εμπορική συμφωνία, ενώ από την άλλη πλευρά, ο Ευρωπαίος ομόλογός του, Michel Barnier, δήλωνε ότι το Λονδίνο επικεντρώνεται περισσότερο στους δασμούς και λιγότερο στα ζητήματα περιβαλλοντικής και κοινωνικής προστασίας.
Καθώς λοιπόν οι τηλεδιασκέψεις προχωρούσαν τις προηγούμενες ημέρες, η αντίθετη πορεία που ακολουθούσαν οι δύο διαπραγματεύσεις γινόταν όλο και περισσότερο αντιληπτή.
Οι συνομιλίες ανάμεσα στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες παρουσίασαν σημαντική πρόοδο σε αρκετά σημεία, ενώ το Λονδίνο αναφέρθηκε συγκεκριμένα στους τομείς των υπηρεσιών, των επενδύσεων και του ψηφιακού εμπορίου, όπου υπάρχει αυξημένο κοινό ενδιαφέρον.
Μάλιστα, η κα Truss επανέλαβε την πρόθεση των δύο χωρών να δημιουργήσουν νέες ευκαιρίες για τις επιχειρήσεις και να προσφέρουν νέα πλεονεκτήματα στους εργαζόμενους, τους καταναλωτές και τους αγρότες, μέσω της συμφωνίας.
Παράλληλα, οι διαπραγματευτικές ομάδες αναμένεται να επιδιώξουν γρήγορα την υλοποίηση ενός «αυτόνομου κεφαλαίου» το οποίο θα καλύπτει τις μικρές και τις μεσαίες επιχειρήσεις, ενώ δήλωσαν ότι θα διατηρήσουν τη μεταξύ τους επικοινωνία μέχρι τα μέσα Ιουνίου, όταν και αναμένεται να ξεκινήσει ο επόμενος γύρος συνομιλιών.
Το 2018, χώρα που εισήγαγε τα περισσότερα βρετανικά αγαθά ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, αντιπροσωπεύοντας σχεδόν το 13% των συνολικών εξαγωγών του Ηνωμένου Βασιλείου.
Μέσω των διαπραγματεύσεων, το Λονδίνο επιθυμεί να αυξήσει τις εξαγωγές του προς την Ουάσιγκτον, ειδικότερα στον τομέα τροφίμων και αγροτικών προϊόντων, ο οποίος αντιπροσωπεύει προς το παρόν μόλις το 5% των συνολικών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ.
Προκειμένου να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υπάρξει μία αμοιβαία μείωση δασμών στις εισαγωγές αγαθών, με τη Βρετανία να έχει ήδη δηλώσει ότι σχεδιάζει να μειώσεις τους δασμούς στις εισαγωγές αμερικανικό αγαθών, γεγονός που θα επιταχύνει ακόμα περισσότερο τις διαπραγματεύσεις των δύο χωρών.
Ωστόσο, οι διαπραγματεύσεις της Βρετανίας με τις ΗΠΑ δε μπορούν να διαχωριστούν από αυτές που πραγματοποιούνται με την Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς υπάρχουν ορισμένοι τομείς, όπως είναι π.χ. τα πρότυπα ασφαλείας και αποδοτικότητας καυσίμων των οχημάτων, όπου υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες.
Αυτό σημαίνει ότι η Βρετανία μέσα στο επόμενο διάστημα πιθανώς να πρέπει να επιλέξει εάν θα διατηρήσει στενότερους οικονομικούς δεσμούς με τις ΗΠΑ ή την Ευρωπαϊκή, όπου στην πρώτη περίπτωση έχουμε μία επιτάχυνση των συνομιλιών και στη δεύτερη περίπτωση έχουμε μία επιβράδυνσή τους.
Το γεγονός ότι οι δύο διαπραγματεύσεις λαμβάνουν χώρα την ίδια χρονική περίοδο θα μπορούσε να αποτελέσει ένα διαπραγματευτικό «χαρτί» για τη Βρετανία, καθώς η πρόοδος που σημειώνεται με τις ΗΠΑ μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο πίεσης για τις συνομιλίες με την ΕΕ.
Ωστόσο, οι δυσκολίες που καλούνται να αντιμετωπίσουν όλες οι πλευρές, εξαιτίας της τρέχουσας κρίσης, καθώς και οι περιορισμοί που υπάρχουν επειδή οι συνομιλίες διεξάγονται μέσω τηλεδιασκέψεων, μειώνουν σημαντικά τα περιθώρια ευελιξίας για τη Βρετανία.
Οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ ενδέχεται να έχουν ολοκληρωθεί μέχρι το τρίτο τρίμηνο του 2020, πριν δηλαδή από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβραδύνουν τη σχετική διαδικασία.
Αντίθετα, οι διαπραγματεύσεις με την ΕΕ σημειώνουν ελάχιστη πρόοδο, και η προθεσμία για τη Βρετανία να ζητήσει παράταση της μεταβατικής περιόδου λήγει σε πέντε εβδομάδες.
Αυτό σημαίνει ότι το μήνας που έρχεται θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμος για τη Βρετανία και θα δείξει κατά πόσο η κυβέρνηση της χώρας είναι αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες μίας οικονομικής ανάκαμψης σε συνδυασμό με τους κινδύνους ενός Brexit χωρίς μία εμπορική συμφωνία.
Μενέλαος Μπέλλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών