
Η ιταλική κυβέρνηση ανησυχεί για τις συγχωνεύσεις μεγάλων χρηματοοικονομικών ομίλων
Πως οι συμφωνίες συγχωνεύσεων μεταξύ των μεγαλύτερων χρηματοοικονομικών ομίλων της χώρας θα αποδυναμώσουν την ικανότητά της να εξασφαλίζει «πατριωτικές» επενδύσεις σε περιόδους κρίσης φοβάται η ιταλική κυβέρνηση…
Η UniCredit, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας με έδρα το Μιλάνο, και η Generali, ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός με έδρα την Τεργέστη, εξετάζουν διασυνοριακές συμμαχίες που απειλούν να μειώσουν την ιταλική τους ταυτότητα.
Για ορισμένους πολιτικούς, που στοιχειώνονται από τις μνήμες της κρίσης της ευρωζώνης του 2011-2012 και αντιμετωπίζουν τέσσερα χρόνια οικονομικής αστάθειας με την επιστροφή του Donald Trump στον Λευκό Οίκο, αυτό είναι μια ανησυχητική προοπτική.
Με εθνικό χρέος που ξεπερνά τα €3 τρισεκατομμύρια ή το 137% του ΑΕΠ, η ιταλική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε ό,τι αφορά την ανάγκη για μια σταθερή και αξιόπιστη βάση επενδυτών.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ιταλίας, οι ξένοι επενδυτές, που είναι συνήθως πιο ευμετάβλητοι, κατέχουν πλέον πάνω από το 30% του χρέους της Ρώμης.
Αυτό σημαίνει ότι η Ρώμη έχει πλέον μια ομάδα επενδυτών πάνω στους οποίους νιώθει ότι έχει λιγότερη επιρροή.
Ο αναλυτής της Morningstar, Javier Rougiette, δήλωσε ότι είναι «λογικό» να θέλει κανείς μια «διαφοροποιημένη» βάση επενδυτών.
Οι πολιτικοί έχουν μια διαχρονική, αν και εσφαλμένη, πεποίθηση ότι οι «εγχώριες» εταιρείες είναι πιο αξιόπιστες επειδή αγοράζουν ομόλογα για «πατριωτικούς» λόγους, δήλωσαν δύο αξιωματούχους της κυβέρνησης.
Αυτή η πεποίθηση τυγχάνει εκμετάλλευσης από τοπικούς λομπίστες που πιέζουν για χαλάρωση των κανόνων, πρόσθεσε ένα από τα άτομα αυτά, παρόλο που η πραγματικότητα είναι ότι οι ιταλικές τράπεζες και ασφαλιστικές —όπως και οι ξένοι ανταγωνιστές τους— αγοράζουν ιταλικά ομόλογα λόγω του «υπέροχου προφίλ κινδύνου/απόδοσης» και όχι για να ευχαριστήσουν την κυβέρνηση.
«Η διατήρηση του χρέους μας σε εγχώρια χέρια είναι σημαντικό… για τη διατήρηση των επιτοκίων σε λογικά επίπεδα», δήλωσε ένας βουλευτής εξοικειωμένος με τη σκέψη της κυβέρνησης.
«Όχι ότι [οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί] κάνουν ό,τι ζητά η κυβέρνηση, αλλά υπήρχε πάντα μια σαφής εγχώρια προτίμηση στις ιταλικές επενδυτικές εταιρείες».
Πάντως, το ιταλικό υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών θα χρειαστεί σίγουρα όλη τη βοήθεια που μπορεί να λάβει φέτος.
Το τρέχον σχέδιο του είναι να πουλήσει ομόλογα έως και €350 δισεκ. — σχεδόν €1 δισεκατομμύριο την ημέρα — για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό του 2025 και να αναχρηματοδοτήσει όλα τα παλιά ομόλογα που λήγουν.
Σύμφωνα με αναλυτές της Barclays, στους «αγοραστές» περιλαμβάνεται η ΕΚΤ (θα πάρει ομόλογα €73 δισεκ.), η οποία μειώνει πλέον τις συμμετοχές της μετά από μια δεκαετία αγορών στοιχείων ενεργητικού.
Το Ευρωσύστημα, στα τέλη Σεπτεμβρίου, μέσω της Τράπεζας της Ιταλίας, κατείχε πάνω από το ένα τέταρτο των κυβερνητικών ομολόγων.
Αυτό συμβαίνει ενώ η διάθεση στις αγορές χρέους της Ευρώπης αρχίζει να επιδεινώνεται.
Σε όλο τον κόσμο, τα κόστη δανεισμού αυξάνονται λόγω ενδείξεων ότι η οικονομία των ΗΠΑ παραμένει ισχυρή και δεν χρειάζεται περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από τη Federal Reserve - και αυτό πριν καν ληφθεί υπόψη η πιθανή πληθωριστική επίδραση της δεύτερης θητείας του Τραμπ.
Τις τελευταίες έξι εβδομάδες, τα κόστη δανεισμού της Ιταλίας αυξήθηκαν κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα.
Εάν παραμείνουν στο τρέχον επίπεδο άνω του 3,8%, τότε το βάρος του χρέους της θα αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία που το εξυπηρετεί, έγραψε ο Gilles Moëc, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA Investment Management, σε σημείωμα προς πελάτες τη Δευτέρα.
Eκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών υποβάθμισε κάθε αίσθηση ανησυχίας.
Επισήμανε δε τη σχετικά ισχυρή απόδοση των ιταλικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες, καθώς και το γεγονός ότι εξακολουθούν να προσφέρουν σημαντικό premium σε σχέση με τους ομολόγους τους στην ευρωζώνη.
Ιταλία vs Γαλλία vs Γερμανία
Σε ό,τι αφορά τις συγχωνεύσεις, η κύρια ανησυχία των υπευθύνων χάραξης πολιτικής είναι η συμφωνία ύψους €2 τρισεκατομμυρίων μεταξύ των μονάδων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Generali και του παριζιάνικου ομίλου Natixis.
Οι συνομιλίες βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και μήνες.
Η ανησυχία, τουλάχιστον μεταξύ ορισμένων αξιωματούχων, είναι ότι η Generali, ένας από τους παραδοσιακούς κατόχους ιταλικών κρατικών ομολόγων, μπορεί τελικά να «μην τηρήσει τη δέσμευσή της» προς το ιταλικό χρέος στο μέλλον, ως μέρος ενός ευρύτερου, γαλλοκρατούμενου ομίλου.
Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει την ήδη κακή κατάσταση για την Ιταλία, εάν και όταν προκύψει η επόμενη κρίση, δήλωσε ένα από τα άτομα.
Το ίδιο άτομο πρόσθεσε ότι αυτή η κίνηση ώθησε τη Ρώμη να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει εργαλεία για να θέσει όρους στη συμφωνία.
Παρόμοιες ανησυχίες διατυπώθηκαν και για την αμφιλεγόμενη κίνηση της UniCredit να επιδιώξει τη συνεργασία με την Commerzbank, τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας.
Ωστόσο, αυτές οι ανησυχίες δεν περιορίζονται μόνο στη Ρώμη: η κίνηση έχει προκαλέσει αντιδράσεις και στο Βερολίνο.
Μια έκθεση του Οκτωβρίου από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s ανέφερε ότι η αύξηση του γερμανικού ποσοστού στον ισολογισμό της UniCredit θα «χαλάρωνε την εσωτερική συσχέτιση μεταξύ της πιστοληπτικής ικανότητας της UniCredit και εκείνης της ιταλικής κυβέρνησης».
Αυτό πιθανώς θα μείωνε το κόστος δανεισμού της UniCredit στην αγορά.
Η άλλη όψη του νομίσματος, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Commerzbank και πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, Jens Weidman, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, είναι ότι κάτι τέτοιο θα εξέθετε τους πελάτες της Commerzbank στη Γερμανία σε πιθανή αστάθεια στην Ιταλία.
Ο Weidman δήλωσε στη Handelsblatt ότι μια εξαγορά θα αποτελούσε «αμοιβαιοποίηση του κρατικού χρέους από την πίσω πόρτα».
Σύμφωνα με εταιρικές καταθέσεις, η UniCredit κατέχει περίπου €38 δισεκατομμύρια σε ιταλικό κρατικό χρέος, ενώ η Generali κατέχει πάνω από €30 δισεκατομμύρια.
Μονόδρομος
Οι ανησυχίες για τις πιθανές συγχωνεύσεις έχουν και άλλες αιτίες, κυρίως επειδή φαίνεται ότι πάντα καταλήγουν με τον μη ιταλικό εταίρο να κυριαρχεί.
Για τους Ιταλούς αξιωματούχους, η υπεράσπιση της Commerzbank φαίνεται ως ένα ιδιαίτερα κραυγαλέο παράδειγμα υποκρισίας, δεδομένης της πρόσφατης εξαγοράς της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας ITA από τη γερμανική Lufthansa.
Η συμφωνία της Generali, στο μεταξύ, έχει αναβιώσει διαχρονικές ανησυχίες για τον αντιληπτό γαλλικό οικονομικό ιμπεριαλισμό.
Η Ιταλία και η Γαλλία έχουν ένα ταραγμένο ιστορικό στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.
Οι περισσότερες έχουν γίνει προς μία κατεύθυνση, δήλωσε ο Alessandro Aresou, γεωπολιτικός αναλυτής και σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Mario Draghi για την εποπτεία επενδύσεων.
Τα τελευταία χρόνια, η Crédit Agricole έχει εξαγοράσει αρκετές τοπικές τράπεζες, κυρίως στη βόρεια Ιταλία, ενώ η BNP Paribas κατέχει την Banca Nazionale del Lavoro, την έκτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, από το 2008.
Ο CEO της Generali, Philip Donne, είναι και ο ίδιος Γάλλος.
Και ενώ οι γαλλικές εταιρείες έχουν εξαγοράσει ιταλικές σε τομείς που κυμαίνονται από τα είδη πολυτελείας έως τα μέσα ενημέρωσης, υπάρχουν ελάχιστες μεγάλες συμφωνίες που να πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μία τέτοια συμφωνία, η προτεινόμενη συγχώνευση μεταξύ των ναυπηγείων Fincantieri και Chantiers de l’Atlantique της Γαλλίας, τελικά κατέρρευσε λόγω της γαλλικής αντίθεσης.
Η Georgia Meloni έχει επικρίνει ιδιαίτερα συμφωνίες που παρουσιάζει ως γαλλικές εξαγορές ιταλικών «κοσμημάτων του στέμματος», συμπεριλαμβανομένης αυτής που δημιούργησε τον όμιλο αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis — μια εταιρεία που παραμένει στο στόχαστρό της.
Τελικά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ρώμη έχει έναν «αταβιστικό φόβο ότι η Generali θα μπει στη γαλλική σφαίρα», δήλωσε ο Aresou.
«Η εμπιστοσύνη της Ιταλίας δεν θα αποκατασταθεί έως ότου υπάρξουν σημαντικές συμφωνίες στις οποίες ο ιταλικός παράγοντας είναι αυτός που εξαγοράζει».
www.bankingnews.gr
Η UniCredit, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας με έδρα το Μιλάνο, και η Generali, ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός με έδρα την Τεργέστη, εξετάζουν διασυνοριακές συμμαχίες που απειλούν να μειώσουν την ιταλική τους ταυτότητα.
Για ορισμένους πολιτικούς, που στοιχειώνονται από τις μνήμες της κρίσης της ευρωζώνης του 2011-2012 και αντιμετωπίζουν τέσσερα χρόνια οικονομικής αστάθειας με την επιστροφή του Donald Trump στον Λευκό Οίκο, αυτό είναι μια ανησυχητική προοπτική.
Με εθνικό χρέος που ξεπερνά τα €3 τρισεκατομμύρια ή το 137% του ΑΕΠ, η ιταλική κυβέρνηση είναι εξαιρετικά ευαίσθητη σε ό,τι αφορά την ανάγκη για μια σταθερή και αξιόπιστη βάση επενδυτών.
Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ιταλίας, οι ξένοι επενδυτές, που είναι συνήθως πιο ευμετάβλητοι, κατέχουν πλέον πάνω από το 30% του χρέους της Ρώμης.
Αυτό σημαίνει ότι η Ρώμη έχει πλέον μια ομάδα επενδυτών πάνω στους οποίους νιώθει ότι έχει λιγότερη επιρροή.
Ο αναλυτής της Morningstar, Javier Rougiette, δήλωσε ότι είναι «λογικό» να θέλει κανείς μια «διαφοροποιημένη» βάση επενδυτών.
Οι πολιτικοί έχουν μια διαχρονική, αν και εσφαλμένη, πεποίθηση ότι οι «εγχώριες» εταιρείες είναι πιο αξιόπιστες επειδή αγοράζουν ομόλογα για «πατριωτικούς» λόγους, δήλωσαν δύο αξιωματούχους της κυβέρνησης.
Αυτή η πεποίθηση τυγχάνει εκμετάλλευσης από τοπικούς λομπίστες που πιέζουν για χαλάρωση των κανόνων, πρόσθεσε ένα από τα άτομα αυτά, παρόλο που η πραγματικότητα είναι ότι οι ιταλικές τράπεζες και ασφαλιστικές —όπως και οι ξένοι ανταγωνιστές τους— αγοράζουν ιταλικά ομόλογα λόγω του «υπέροχου προφίλ κινδύνου/απόδοσης» και όχι για να ευχαριστήσουν την κυβέρνηση.
«Η διατήρηση του χρέους μας σε εγχώρια χέρια είναι σημαντικό… για τη διατήρηση των επιτοκίων σε λογικά επίπεδα», δήλωσε ένας βουλευτής εξοικειωμένος με τη σκέψη της κυβέρνησης.
«Όχι ότι [οι χρηματοοικονομικοί οργανισμοί] κάνουν ό,τι ζητά η κυβέρνηση, αλλά υπήρχε πάντα μια σαφής εγχώρια προτίμηση στις ιταλικές επενδυτικές εταιρείες».
Πάντως, το ιταλικό υπουργείο Οικονομίας και Οικονομικών θα χρειαστεί σίγουρα όλη τη βοήθεια που μπορεί να λάβει φέτος.
Το τρέχον σχέδιο του είναι να πουλήσει ομόλογα έως και €350 δισεκ. — σχεδόν €1 δισεκατομμύριο την ημέρα — για να χρηματοδοτήσει τον προϋπολογισμό του 2025 και να αναχρηματοδοτήσει όλα τα παλιά ομόλογα που λήγουν.
Σύμφωνα με αναλυτές της Barclays, στους «αγοραστές» περιλαμβάνεται η ΕΚΤ (θα πάρει ομόλογα €73 δισεκ.), η οποία μειώνει πλέον τις συμμετοχές της μετά από μια δεκαετία αγορών στοιχείων ενεργητικού.
Το Ευρωσύστημα, στα τέλη Σεπτεμβρίου, μέσω της Τράπεζας της Ιταλίας, κατείχε πάνω από το ένα τέταρτο των κυβερνητικών ομολόγων.
Αυτό συμβαίνει ενώ η διάθεση στις αγορές χρέους της Ευρώπης αρχίζει να επιδεινώνεται.
Σε όλο τον κόσμο, τα κόστη δανεισμού αυξάνονται λόγω ενδείξεων ότι η οικονομία των ΗΠΑ παραμένει ισχυρή και δεν χρειάζεται περαιτέρω μειώσεις επιτοκίων από τη Federal Reserve - και αυτό πριν καν ληφθεί υπόψη η πιθανή πληθωριστική επίδραση της δεύτερης θητείας του Τραμπ.
Τις τελευταίες έξι εβδομάδες, τα κόστη δανεισμού της Ιταλίας αυξήθηκαν κατά 0,6 ποσοστιαία μονάδα.
Εάν παραμείνουν στο τρέχον επίπεδο άνω του 3,8%, τότε το βάρος του χρέους της θα αυξάνεται ταχύτερα από την οικονομία που το εξυπηρετεί, έγραψε ο Gilles Moëc, επικεφαλής οικονομολόγος της AXA Investment Management, σε σημείωμα προς πελάτες τη Δευτέρα.
Eκπρόσωπος του Υπουργείου Οικονομικών υποβάθμισε κάθε αίσθηση ανησυχίας.
Επισήμανε δε τη σχετικά ισχυρή απόδοση των ιταλικών ομολόγων τους τελευταίους μήνες, καθώς και το γεγονός ότι εξακολουθούν να προσφέρουν σημαντικό premium σε σχέση με τους ομολόγους τους στην ευρωζώνη.
Ιταλία vs Γαλλία vs Γερμανία
Σε ό,τι αφορά τις συγχωνεύσεις, η κύρια ανησυχία των υπευθύνων χάραξης πολιτικής είναι η συμφωνία ύψους €2 τρισεκατομμυρίων μεταξύ των μονάδων διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων της Generali και του παριζιάνικου ομίλου Natixis.
Οι συνομιλίες βρίσκονται σε εξέλιξη εδώ και μήνες.
Η ανησυχία, τουλάχιστον μεταξύ ορισμένων αξιωματούχων, είναι ότι η Generali, ένας από τους παραδοσιακούς κατόχους ιταλικών κρατικών ομολόγων, μπορεί τελικά να «μην τηρήσει τη δέσμευσή της» προς το ιταλικό χρέος στο μέλλον, ως μέρος ενός ευρύτερου, γαλλοκρατούμενου ομίλου.
Αυτό θα μπορούσε να επιδεινώσει την ήδη κακή κατάσταση για την Ιταλία, εάν και όταν προκύψει η επόμενη κρίση, δήλωσε ένα από τα άτομα.
Το ίδιο άτομο πρόσθεσε ότι αυτή η κίνηση ώθησε τη Ρώμη να εξετάσει το ενδεχόμενο να χρησιμοποιήσει εργαλεία για να θέσει όρους στη συμφωνία.
Παρόμοιες ανησυχίες διατυπώθηκαν και για την αμφιλεγόμενη κίνηση της UniCredit να επιδιώξει τη συνεργασία με την Commerzbank, τη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας.
Ωστόσο, αυτές οι ανησυχίες δεν περιορίζονται μόνο στη Ρώμη: η κίνηση έχει προκαλέσει αντιδράσεις και στο Βερολίνο.
Μια έκθεση του Οκτωβρίου από τον οίκο αξιολόγησης Moody’s ανέφερε ότι η αύξηση του γερμανικού ποσοστού στον ισολογισμό της UniCredit θα «χαλάρωνε την εσωτερική συσχέτιση μεταξύ της πιστοληπτικής ικανότητας της UniCredit και εκείνης της ιταλικής κυβέρνησης».
Αυτό πιθανώς θα μείωνε το κόστος δανεισμού της UniCredit στην αγορά.
Η άλλη όψη του νομίσματος, όπως δήλωσε ο πρόεδρος της Commerzbank και πρώην επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, Jens Weidman, σε συνέντευξή του που δημοσιεύθηκε τη Δευτέρα, είναι ότι κάτι τέτοιο θα εξέθετε τους πελάτες της Commerzbank στη Γερμανία σε πιθανή αστάθεια στην Ιταλία.
Ο Weidman δήλωσε στη Handelsblatt ότι μια εξαγορά θα αποτελούσε «αμοιβαιοποίηση του κρατικού χρέους από την πίσω πόρτα».
Σύμφωνα με εταιρικές καταθέσεις, η UniCredit κατέχει περίπου €38 δισεκατομμύρια σε ιταλικό κρατικό χρέος, ενώ η Generali κατέχει πάνω από €30 δισεκατομμύρια.
Μονόδρομος
Οι ανησυχίες για τις πιθανές συγχωνεύσεις έχουν και άλλες αιτίες, κυρίως επειδή φαίνεται ότι πάντα καταλήγουν με τον μη ιταλικό εταίρο να κυριαρχεί.
Για τους Ιταλούς αξιωματούχους, η υπεράσπιση της Commerzbank φαίνεται ως ένα ιδιαίτερα κραυγαλέο παράδειγμα υποκρισίας, δεδομένης της πρόσφατης εξαγοράς της ιταλικής αεροπορικής εταιρείας ITA από τη γερμανική Lufthansa.
Η συμφωνία της Generali, στο μεταξύ, έχει αναβιώσει διαχρονικές ανησυχίες για τον αντιληπτό γαλλικό οικονομικό ιμπεριαλισμό.
Η Ιταλία και η Γαλλία έχουν ένα ταραγμένο ιστορικό στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις.
Οι περισσότερες έχουν γίνει προς μία κατεύθυνση, δήλωσε ο Alessandro Aresou, γεωπολιτικός αναλυτής και σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Mario Draghi για την εποπτεία επενδύσεων.
Τα τελευταία χρόνια, η Crédit Agricole έχει εξαγοράσει αρκετές τοπικές τράπεζες, κυρίως στη βόρεια Ιταλία, ενώ η BNP Paribas κατέχει την Banca Nazionale del Lavoro, την έκτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας, από το 2008.
Ο CEO της Generali, Philip Donne, είναι και ο ίδιος Γάλλος.
Και ενώ οι γαλλικές εταιρείες έχουν εξαγοράσει ιταλικές σε τομείς που κυμαίνονται από τα είδη πολυτελείας έως τα μέσα ενημέρωσης, υπάρχουν ελάχιστες μεγάλες συμφωνίες που να πηγαίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μία τέτοια συμφωνία, η προτεινόμενη συγχώνευση μεταξύ των ναυπηγείων Fincantieri και Chantiers de l’Atlantique της Γαλλίας, τελικά κατέρρευσε λόγω της γαλλικής αντίθεσης.
Η Georgia Meloni έχει επικρίνει ιδιαίτερα συμφωνίες που παρουσιάζει ως γαλλικές εξαγορές ιταλικών «κοσμημάτων του στέμματος», συμπεριλαμβανομένης αυτής που δημιούργησε τον όμιλο αυτοκινητοβιομηχανίας Stellantis — μια εταιρεία που παραμένει στο στόχαστρό της.
Τελικά, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η Ρώμη έχει έναν «αταβιστικό φόβο ότι η Generali θα μπει στη γαλλική σφαίρα», δήλωσε ο Aresou.
«Η εμπιστοσύνη της Ιταλίας δεν θα αποκατασταθεί έως ότου υπάρξουν σημαντικές συμφωνίες στις οποίες ο ιταλικός παράγοντας είναι αυτός που εξαγοράζει».
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών