Ένα τόσο δυνατό τεστ για τον Παναθηναϊκό -σαν αυτό που είχε το βράδυ του περασμένου Σαββάτου απέναντι στην Μίλαν- ήταν κάτι παραπάνω από χρήσιμο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε τους «πράσινους», προσπαθεί να «χτίσει» το δικό του αγωνιστικό μοντέλο, περνώντας παράλληλα στους ποδοσφαιριστές τη φιλοσοφία και τα «θέλω» του. Προσπάθεια, η οποία όπως είναι φυσιολογικό, κορυφώνεται όσο περνούν οι εβδομάδες και πλησιάζουμε προς την επίσημη σέντρα της Super League.
Ο καινούργιος προπονητής δοκίμασε τον Παναθηναϊκό απέναντι σε μια εξαιρετικά ποιοτική ομάδα, η οποία δημιούργησε στο «τριφύλλι» καταστάσεις που δεν θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει στα προηγούμενα φιλικά παιχνίδια του. Αφενός, με αυτό τον τρόπο, ένας τεχνικός καταλαβαίνει τους δείκτες ποιότητας της απόδοσης που έχει η ομάδα του την τωρινή περίοδο και αφετέρου δίνει στους ποδοσφαιριστές του τις παραστάσεις που θα τους βοηθήσουν να πάρουν καλύτερες αποφάσεις την επόμενη φορά που θα βρεθούν σε παρόμοιες συνθήκες.
Απέναντι στο σύνολο του Στέφανο Πιόλι, ο Παναθηναϊκός προσπάθησε διορθώσει και να κάνει σωστά, όσα στοιχεία δεν μπόρεσε να εφαρμόσει στα προηγούμενα φιλικά ματς τόσο σε εκείνα επί Ολλανδικού εδάφους όσο και σε αυτά κόντρα σε Λοκομοτίβα Ζάγκρεμπ και ΑΠΟΕΛ στην Αθήνα.
Ωστόσο, στην αναμέτρηση της Τεργέστης, κομβικό ρόλο έπαιξε, η δεδομένα μεγάλη διαφορά που διαφάνηκε στον τομέα της ταχύτητας. Δηλαδή, στην ταχύτητα λήψης αποφάσεων και κατά συνέπεια και στην ταχύτητα των ατομικών και ομαδικών κινήσεων, τόσο όταν αμυνόταν ο Παναθηναϊκός όσο και όταν είχε την μπάλα στην κατοχή του. Καθοριστική συνέπεια των παραπάνω στην εξέλιξη του αγώνα, ήταν οι «πράσινοι» να δυσκολεύονται στο «χτίσιμο» των επιθέσεων (σ.σ. και πόσω δε μάλλον υπό την πίεση των «ροσονέρι»), αλλά και στην αποτελεσματικότερη οργάνωση στο κομμάτι της αμυντικής λειτουργίας και στο κλείσιμο των χώρων, κάθε φορά που η Μίλαν ξεπερνούσε την πίεση που προσπαθούσαν να ασκήσουν οι τέσσερις ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού που έστηναν το πρώτο αμυντικό μπλοκ στο αντίπαλο μισό του τερέν.
Και ακριβώς για αυτό το λόγο -το ότι δηλαδή δεν προλάβαινε να πιέσει πάνω στην μπάλα- ο Παναθηναϊκός δέχθηκε τα δύο γκολ. Στο πρώτο, με την τελευταία αμυντική γραμμή του ψηλά, έκανε το λάθος να επιτρέψει μια μπαλιά στην πλάτη της άμυνας που έφερε το 1-0 στο 16' από τον Ζιρού. Φάση... «καρμπόν» ήταν και εκείνη του 43ου λεπτού, όπου ο Γάλλος φορ διπλασίασε τα τέρματα της ομάδας του. Οι αντιδράσεις των ποδοσφαιριστών του Γιοβάνοβιτς στις κινήσεις των αντιπάλων τους ήταν αργές, ειδικά όταν μιλάμε για τον ξέφρενο ρυθμό μιας ομάδας με τέτοια ποιότητα, όπως προαναφέραμε.
Ήταν ακόμα ένα παιχνίδι -το οποίο είχε και μια ρηχή ανάγνωση- όπου Παναθηναϊκός δημιούργησε στον θεατή την αίσθηση ότι ήταν «κακός». Παράλληλα, όμως, εύκολα μπορούσε κανείς να αντιληφθεί, ότι το αγωνιστικό μοντέλο χτίζεται, δηλαδή ότι ο Γιοβάνοβιτς τα «καταφέρνει». Και επιπλέον, μαζί με όλα αυτά, προκύπτει το συμπέρασμα πως χρειάζεται χρόνο και παιχνίδια για να ωριμάσει η ομάδα του, ώστε να φτάσει σε σημείο να λειτουργήσει σε υψηλότερα επίπεδα ταχύτητας, για να στέκεται ανταγωνιστικά απέναντι σε σύνολα που παίζουν σε ξέφρενο ρυθμό.
Μόνο οι ποιοτικές προσθήκες ικανές για να ενεργοποιήσουν τη δυναμική του!
Η αίσθηση με την οποία σε αφήνουν τα παιχνίδια του Παναθηναϊκού είναι ότι το «μοντέλο Γιοβάνοβιτς» μπορεί πράγματι να γίνει αποτελεσματικό και να δημιουργήσει μια πολύ ενδιαφέρουσα δυναμική στο «πράσινο» ρόστερ. Μόνο που για να συμβεί κάτι τέτοιο, χρειάζεται να προστεθεί άμεσα ποιότητα, και στοιχεία που σήμερα είτε λείπουν είτε δεν υπάρχουν σε βαθμό που να επαρκεί και έχουν φέρει ήδη την γκρίνια από μεγάλη μερίδα κόσμου του «τριφυλλιού».
Έχουν περάσει 2 μήνες και στο Κορωπί έχουν εισέλθει μονάχα ο φιλότιμος δεξιός μπακ, Γιάννης Κώτσιρας, ο τεχνητής αλλά με περιορισμένες αρμοδιότητες μέσος, Ρούμπεν Πέρεθ και ο κεντρικός αμυντικός, Ζβόνιμιρ Σάρλια, που όπως λέγεται ήρθε για... συμπλήρωμα στα μετόπισθεν. Σε μια θέση (σ.σ. του στόπερ) που διαθέσιμοι υπάρχουν μόνο οι Βέλεθ και (νεαρός-άπειρος) Σιδεράς, μιας και ο Σχένκενφελντ είναι τραυματίας και ο Πούγγουρας δεν φαίνεται να πείθει.
Εκτός, όμως, από το αμυντικό κομμάτι, είναι δεδομένο πως ο Παναθηναϊκός χρειάζεται περισσότερη ποιότητα και στο πρώτο στάδιο ανάπτυξης των επιθέσεων, δηλαδή όταν προσπαθεί να περάσει τη σέντρα με την μπάλα στην κατοχή του.
Είναι αναγκαία η παραπάνω ποιότητα στα «φτερά», στις θέσεις δηλαδή που ψάχνει να δημιουργήσει τη συνθήκη «1 εναντίον 1» και να διεισδύσει, για να βρει το γκολ. Ούτε και εκεί, όμως, έχει αγοράσει τον εξτρέμ που θα κάνει τη διαφορά, αλλά και τον μεσοεπιθετικό που θα δώσει την παραπάνω ώθηση. Θέσεις για τις οποίες -όπως φημολογείται- θα δοθούν και τα περισσότερα χρήματα από το διαθέσιμο μπάτζετ. Με απλά λόγια, καταλαβαίνει κανείς πως αν ο Γιοβάνοβιτς είχε στη φαρέτρα του 2-3 ποιοτικούς ποδοσφαιριστές, ο Παναθηναϊκός που φτιάχνει θα δημιουργούσε σε μεγάλο βαθμό την προοπτική να γίνει ξανά ανταγωνιστικός...
Κυριάκος Δημητρόπουλος
Σχόλια αναγνωστών