Αβέβαια είναι -σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ- τα αποτελέσματα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης στην εξομάλυνση των πιστωτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας
«Οι όποιες προσδοκίες για γρήγορη έξοδο της οικονομίας από την κρίση και για επιστροφή της στις αγορές το 2017 είναι υψηλού ρίσκου» αναφέρεται μεταξύ άλλων στην 1η ενδιάμεση έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση το 2016.
«Η δημιουργία νέων θέσεών εργασίας και η επέκταση της πραγματικής οικονομίας απαιτούν αναπτυξιακό πραγματισμό και πρωτοβουλίες ευρύτερες των αβέβαιών αποτελεσμάτων που θα έχει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην εξομάλυνση των πιστωτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή το πρόβλημα των κόκκινων δανείων γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο λόγω του εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια κατάσταση ''υφεσιακής στασιμότητας'' η οποία παρατείνει το πρόβλημα φερεγγυότητας των ελληνικών συστημικών τραπεζών» αναφέρεται στην ίδια έκθεση.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι «βιώσιμες συνθήκες μείωσης του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και του κόστους δανεισμού θα διαμορφωθούν μόνο ως αποτέλεσμα της δημιουργίας βιώσιμών πρωτογενών πλεονασμάτων με διατηρήσιμες συνθήκες μεγέθυνσης, αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων.
Αυτές είναι και οι προϋποθέσεις που θα μειώσουν το έλλειμμα ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή της οικονομίας σε κανονικότητα ρευστότητας και χρηματοδότησης με πρόσβαση στις αγορές».
Επισημαίνεται ότι ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα εξής:
* Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης.
Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
* Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας.
Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
* Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.
* Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ).
Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.
«Η δημιουργία νέων θέσεών εργασίας και η επέκταση της πραγματικής οικονομίας απαιτούν αναπτυξιακό πραγματισμό και πρωτοβουλίες ευρύτερες των αβέβαιών αποτελεσμάτων που θα έχει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης στην εξομάλυνση των πιστωτικών συνθηκών και στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή το πρόβλημα των κόκκινων δανείων γίνεται όλο και πιο πολύπλοκο λόγω του εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια κατάσταση ''υφεσιακής στασιμότητας'' η οποία παρατείνει το πρόβλημα φερεγγυότητας των ελληνικών συστημικών τραπεζών» αναφέρεται στην ίδια έκθεση.
Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ επισημαίνει ότι «βιώσιμες συνθήκες μείωσης του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και του κόστους δανεισμού θα διαμορφωθούν μόνο ως αποτέλεσμα της δημιουργίας βιώσιμών πρωτογενών πλεονασμάτων με διατηρήσιμες συνθήκες μεγέθυνσης, αύξησης της απασχόλησης και των εισοδημάτων.
Αυτές είναι και οι προϋποθέσεις που θα μειώσουν το έλλειμμα ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών, ανοίγοντας το δρόμο για την επιστροφή της οικονομίας σε κανονικότητα ρευστότητας και χρηματοδότησης με πρόσβαση στις αγορές».
Επισημαίνεται ότι ανάμεσα στα βασικά συμπεράσματα της έκθεσης είναι τα εξής:
* Το μακροοικονομικό περιβάλλον παραμένει αβέβαιο και ασταθές ως αποτέλεσμα των μετασχηματισμών που έχουν γίνει στα χρόνια της κρίσης και κυρίως της δραματικής αποεπένδυσης.
Η σημαντική πλέον απόκλιση του πραγματικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ αποκτά ανησυχητικές οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις.
* Η ασκούμενη πολιτική λιτότητας εξακολουθεί να υπονομεύει τη φερεγγυότητα του δημόσιου τομέα και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Η μείωση του πιστωτικού ρίσκου της χώρας και συνεπώς του κόστους δανεισμού, όπως και η πιθανότητα εξόδου της χώρας για δανεισμό στις ιδιωτικές αγορές, εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τη βιωσιμότητα των πρωτογενών πλεονασμάτων σε συνθήκες διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης και κοινωνικής σταθερότητας.
Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ ίσως διευκολύνει την έξοδο στις αγορές, δεν προσδιορίζει όμως τη φερεγγυότητα της χώρας.
* Η ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, σε συνδυασμό με την πολιτική εσωτερικής υποτίμησης, συμπιέζει το εισόδημα των νοικοκυριών επηρεάζοντας αρνητικά τη φοροδοτική τους ικανότητα και τη δυνατότητα κάλυψης των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα την επιδείνωση του προβλήματος φερεγγυότητας του τραπεζικού τομέα.
* Η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων έχει προκαλέσει τη σταθερή άνοδο της μερικής απασχόλησης, τη χειροτέρευση βασικών δεικτών προστασίας της απασχόλησης και τη δραματική αύξηση των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας (ΣΣΕ).
Ο νομοθετημένος κατώτατος μισθός ο οποίος είναι χαμηλότερος του 60% της διαμέσου των μισθών ουσιαστικά θεσμοθετεί έναν «μισθό φτώχειας» σύμφωνα με τον δείκτη Kaitz.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών