Η λήξη του προγράμματος διάσωσης των 86 δισ. ευρώ θα σημάνει το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η Ελλάδα σχεδόν χρεοκόπησε, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της υπερέβησαν το 40% και η χώρα έφτασε επικίνδυνα κοντά στο να εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη
Σταθερά στον δρόμο προς τη… λύτρωση παραμένει η Ελλάδα και ετοιμάζεται για την πολυαναμενόμενη έξοδο στις αγορές, όπως αναφέρει σημερινό (18/7/2018) δημοσίευμα του «Reuters».
Μετά από χρόνια λιτότητας, η λήξη του προγράμματος διάσωσης των 86 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2018 θα σημάνει το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η Ελλάδα σχεδόν χρεοκόπησε, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της υπερέβησαν το 40% και η χώρα έφτασε επικίνδυνα κοντά στο να εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη.
Τώρα, καθώς η Ελλάδα ακολουθεί την πορεία των άλλων θυμάτων της οικονομικής κρίσης -Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρο- χρειάζεται να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές στην αγορά ομολόγων της, έτσι ώστε η χώρα να είναι σε θέση να αυτοχρηματοδοτηθεί, μόλις ξεμείνει από τα μετρητά της διάσωσης.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με μια νέα έκδοση ομολόγου, ώστε να αξιοποιηθεί το θετικό συναίσθημα γύρω από το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης της χώρας, την ένταξή της στις αγορές ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή τις περαιτέρω αναβαθμίσεις στο χρέος της, το οποίο εξακολουθεί να αξιολογείται ως «σκουπίδια».
«Ο ήλιος λάμπει στην Ελλάδα.
Είναι σε ένα ριζικά διαφορετικό μέρος και οι οίκοι αξιολόγησης είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να αναβαθμίζουν τη χώρα», δήλωσε ο Nick Gartside, επικεφαλής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος στην J.P. Morgan Asset Management.
Ένα σημαντικό ορόσημο θα ήταν η ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) μόλις λήξει το πρόγραμμα διάσωσης της χώρας.
Καθώς η Ελλάδα αξιολογείται με βαθμολογία κάτω του επενδυτικού βαθμού, έχει πρόσβαση μόνο στα φθηνά μετρητά της κεντρικής τράπεζας,
Για να συμπεριληφθεί στο QE, η Ελλάδα θα χρειαστεί να περάσει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) από την ΕΚΤ και αυτό είναι απίθανο να συμβεί μέχρις ότου η χώρα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο με τους πιστωτές της στο Eurogroup.
Σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ της, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη.
Ειδική περίπτωση
Οι αναλυτές της HSBC, ωστόσο, σημειώνουν ότι η Ελλάδα θεωρείται ειδική περίπτωση από τις αρχές της Ευρωζώνης, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια επιείκεια όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληροί για το QE.
Εάν η ΕΚΤ εκτιμήσει ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο, αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους τελευταίους μήνες του QE, ή τουλάχιστον θα συμπεριληφθούν το επόμενο έτος στο πρόγραμμα της τράπεζας για την επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα που ωριμάζουν.
«Πιστεύουμε ότι η συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου έχει αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ», δήλωσε ο οικονομολόγος της Barclays Francois Cabau.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει περίπου 3 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους πριν φτάσει στο όριο του κρατικού χρέους που μπορεί να αγοράσει.
Έχοντας λάβει οικονομική βοήθεια ύψους 260 δισ. ευρώ από το 2010, η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα διάσωσης θα είναι σημαντική και για την Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα θα είναι το τελευταίο κράτος μέλος της ΕΕ που θα εξέλθει από πρόγραμμα στήριξης μετά την Ιρλανδία το 2013, την Ισπανία και την Πορτογαλία το 2014 και την Κύπρο το 2016.
Ορισμένοι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, όπως ο Gartside της J.P. Morgan, λένε ότι το θετικό συναίσθημα σημαίνει ότι «σίγουρα» θα αγόραζαν ένα νέο ελληνικό ομόλογο, μια σημαντική διαφορά σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, στην οποία οι περισσότεροι ομολογιούχοι του ιδιωτικού τομέα είναι hedge funds ή οι εγχώριες τράπεζες.
Η βελτιωμένη εικόνα βοήθησε τα ελληνικά ομόλογα να αποδώσουν πάνω από 40% πέρυσι σε όρους δολαρίου και να σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις το 2018.
Η απόδοση του 2ετούς ελληνικού ομολόγου έχει υποχωρήσει κατά 60 μονάδες βάσης μέχρι στιγμής φέτος, στο 1,05%, κάτω της απόδοσης του αντίστοιχου ομολόγου των ΗΠΑ.
Σε ρέντα η Ελλάδα;
Εκτός από την αξιολόγησής του ως «junk», το μικρό μέγεθος της αγοράς και ο χαμηλός όγκος συναλλαγών σημαίνει ότι πολλοί μεγάλοι επενδυτές, που προτιμούν πιο ρευστές και προσιτές αγορές, έχουν αποφύγει τα ελληνικά ομόλογα.
Περίπου το 83% του οφειλόμενου χρέους της Ελλάδας, ύψους 332 δισ. ευρώ, κατέχεται από επίσημους δανειστές, ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται σε hedge funds, τράπεζες και εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Με μόνο περίπου 40 δισ. ευρώ σε ομόλογα να διαπραγματεύονται στην πραγματικότητα, η αγορά αποτελεί ένα μικρό κλάσμα των 2 τρισ. ευρώ που διαπραγματεύονται στη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική αγορά.
Η Αθήνα δεν βρίσκεται σε άμεση πίεση για να αξιοποιήσει τις αγορές ομολόγων.
Εξακολουθεί να εκκρεμεί μια τελική δόση 15 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του πακέτου διάσωσης και, ως εκ τούτου, θα έχει ένα cash buffer άνω των 24 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα UBS.
Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετά κονδύλια για να διαρκέσουν μέχρι το 2020, αλλά ένα νέο ομόλογο θα προσδώσει ρευστότητα στην ελληνική αγορά.
Οι αναλυτές ομολόγων εκτιμούν ότι η απόδοση σε μια νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου θα μπορούσε να διαμορφωθεί περίπου σε 4%.
Το επιτόκιο αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ελκυστικό, δεδομένου ότι θα ήταν 10 φορές το επιτόκιο που πληρώνει η Γερμανία για το 10ετές ομόλογό της και πολύ πάνω από το 2,5% που καταβάλλει η Ιταλία.
Τον Φεβρουάριο, υπήρξε έντονη ζήτηση για την πώληση 7ετών ελληνικών ομολόγων, που θεωρήθηκε τεστ.
Τα «βλέμματα» στους οίκους αξιολόγησης
Μια άλλη σημαντική ώθηση για τα ελληνικά ομόλογα θα προέκυπτε από καλύτερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
Ενώ οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις της χώρας αναβαθμίστηκαν από την S&P Global και την DBRS μετά τη συμφωνία με τους δανειστές τον Ιούνιο, το χρέος της χώρας εξακολουθεί να αξιολογείται με «Β+/Β3/Β» από τους τρεις κύριους οργανισμούς - πέντε έως επτά βαθμούς χαμηλότερα από τον επενδυτικό βαθμό.
Για παράδειγμα, η Moody's κατατάσσει την Ελλάδα στην ίδια κατηγορία με την Αγκόλα, την Αίγυπτο και τον Ισημερινό.
Αυτό αφήνει τη χώρα εκτός των μεγάλων δεικτών ομολόγων που χρησιμοποιούν τα κύρια funds ως δείκτες αναφοράς.
Για να εισέλθει στον δείκτη της Ευρωζώνης Markit iBOXX EUR, ο οποίος έχει κεφαλαιοποίηση άνω των 6 τρισ. ευρώ, η Ελλάδα χρειάζεται τουλάχιστον μια μέση βαθμολογία «BBB».
Αυτό θα μπορούσε να χρειαστεί λίγο ακόμη, δεδομένου ότι η Πορτογαλία χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ανέλθει σε επενδυτικό βαθμό.
Ωστόσο, για πολλούς επενδυτές, η ένταξη σε δείκτες αναφοράς έχει καταστεί λιγότερο σημαντική από την αξιολόγηση, οπότε μια υψηλότερη βαθμολογία θα μπορούσε να είναι αρκετή για να αυξηθεί η έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα.
www.bankingnews.gr
Μετά από χρόνια λιτότητας, η λήξη του προγράμματος διάσωσης των 86 δισ. ευρώ τον Αύγουστο του 2018 θα σημάνει το τέλος μιας εποχής κατά την οποία η Ελλάδα σχεδόν χρεοκόπησε, οι αποδόσεις των 10ετών ομολόγων της υπερέβησαν το 40% και η χώρα έφτασε επικίνδυνα κοντά στο να εκδιωχθεί από την Ευρωζώνη.
Τώρα, καθώς η Ελλάδα ακολουθεί την πορεία των άλλων θυμάτων της οικονομικής κρίσης -Ιρλανδία, Ισπανία, Πορτογαλία και Κύπρο- χρειάζεται να προσελκύσει μακροπρόθεσμους επενδυτές στην αγορά ομολόγων της, έτσι ώστε η χώρα να είναι σε θέση να αυτοχρηματοδοτηθεί, μόλις ξεμείνει από τα μετρητά της διάσωσης.
Αυτό θα μπορούσε να συμβεί με μια νέα έκδοση ομολόγου, ώστε να αξιοποιηθεί το θετικό συναίσθημα γύρω από το τέλος του τρίτου προγράμματος διάσωσης της χώρας, την ένταξή της στις αγορές ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ή τις περαιτέρω αναβαθμίσεις στο χρέος της, το οποίο εξακολουθεί να αξιολογείται ως «σκουπίδια».
«Ο ήλιος λάμπει στην Ελλάδα.
Είναι σε ένα ριζικά διαφορετικό μέρος και οι οίκοι αξιολόγησης είναι πολύ πιθανό να συνεχίσουν να αναβαθμίζουν τη χώρα», δήλωσε ο Nick Gartside, επικεφαλής επενδύσεων σταθερού εισοδήματος στην J.P. Morgan Asset Management.
Ένα σημαντικό ορόσημο θα ήταν η ΕΚΤ να συμπεριλάβει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) μόλις λήξει το πρόγραμμα διάσωσης της χώρας.
Καθώς η Ελλάδα αξιολογείται με βαθμολογία κάτω του επενδυτικού βαθμού, έχει πρόσβαση μόνο στα φθηνά μετρητά της κεντρικής τράπεζας,
Για να συμπεριληφθεί στο QE, η Ελλάδα θα χρειαστεί να περάσει την ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους (DSA) από την ΕΚΤ και αυτό είναι απίθανο να συμβεί μέχρις ότου η χώρα εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις που συμφωνήθηκαν τον Ιούνιο με τους πιστωτές της στο Eurogroup.
Σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ της, η Ελλάδα έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρωζώνη.
Ειδική περίπτωση
Οι αναλυτές της HSBC, ωστόσο, σημειώνουν ότι η Ελλάδα θεωρείται ειδική περίπτωση από τις αρχές της Ευρωζώνης, υπονοώντας ότι θα μπορούσε να υπάρξει κάποια επιείκεια όσον αφορά τους όρους που πρέπει να πληροί για το QE.
Εάν η ΕΚΤ εκτιμήσει ότι το χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο, αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στους τελευταίους μήνες του QE, ή τουλάχιστον θα συμπεριληφθούν το επόμενο έτος στο πρόγραμμα της τράπεζας για την επανεπένδυση των εσόδων από τα ομόλογα που ωριμάζουν.
«Πιστεύουμε ότι η συμφωνία του Eurogroup του Ιουνίου έχει αυξήσει σημαντικά τις πιθανότητες να συμπεριληφθούν τα ελληνικά ομόλογα στις αγορές ομολόγων της ΕΚΤ», δήλωσε ο οικονομολόγος της Barclays Francois Cabau.
Ο ίδιος εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να αγοράσει περίπου 3 δισ. ευρώ ελληνικού χρέους πριν φτάσει στο όριο του κρατικού χρέους που μπορεί να αγοράσει.
Έχοντας λάβει οικονομική βοήθεια ύψους 260 δισ. ευρώ από το 2010, η έξοδος της Ελλάδας από το πρόγραμμα διάσωσης θα είναι σημαντική και για την Ευρωζώνη.
Η Ελλάδα θα είναι το τελευταίο κράτος μέλος της ΕΕ που θα εξέλθει από πρόγραμμα στήριξης μετά την Ιρλανδία το 2013, την Ισπανία και την Πορτογαλία το 2014 και την Κύπρο το 2016.
Ορισμένοι μακροπρόθεσμοι επενδυτές, όπως ο Gartside της J.P. Morgan, λένε ότι το θετικό συναίσθημα σημαίνει ότι «σίγουρα» θα αγόραζαν ένα νέο ελληνικό ομόλογο, μια σημαντική διαφορά σε σχέση με την τρέχουσα κατάσταση, στην οποία οι περισσότεροι ομολογιούχοι του ιδιωτικού τομέα είναι hedge funds ή οι εγχώριες τράπεζες.
Η βελτιωμένη εικόνα βοήθησε τα ελληνικά ομόλογα να αποδώσουν πάνω από 40% πέρυσι σε όρους δολαρίου και να σημειώσουν ισχυρές επιδόσεις το 2018.
Η απόδοση του 2ετούς ελληνικού ομολόγου έχει υποχωρήσει κατά 60 μονάδες βάσης μέχρι στιγμής φέτος, στο 1,05%, κάτω της απόδοσης του αντίστοιχου ομολόγου των ΗΠΑ.
Σε ρέντα η Ελλάδα;
Εκτός από την αξιολόγησής του ως «junk», το μικρό μέγεθος της αγοράς και ο χαμηλός όγκος συναλλαγών σημαίνει ότι πολλοί μεγάλοι επενδυτές, που προτιμούν πιο ρευστές και προσιτές αγορές, έχουν αποφύγει τα ελληνικά ομόλογα.
Περίπου το 83% του οφειλόμενου χρέους της Ελλάδας, ύψους 332 δισ. ευρώ, κατέχεται από επίσημους δανειστές, ενώ το υπόλοιπο βρίσκεται σε hedge funds, τράπεζες και εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία.
Με μόνο περίπου 40 δισ. ευρώ σε ομόλογα να διαπραγματεύονται στην πραγματικότητα, η αγορά αποτελεί ένα μικρό κλάσμα των 2 τρισ. ευρώ που διαπραγματεύονται στη γερμανική, τη γαλλική και την ιταλική αγορά.
Η Αθήνα δεν βρίσκεται σε άμεση πίεση για να αξιοποιήσει τις αγορές ομολόγων.
Εξακολουθεί να εκκρεμεί μια τελική δόση 15 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του πακέτου διάσωσης και, ως εκ τούτου, θα έχει ένα cash buffer άνω των 24 δισ. ευρώ, σύμφωνα με την ελβετική τράπεζα UBS.
Αυτό δείχνει ότι η Ελλάδα διαθέτει αρκετά κονδύλια για να διαρκέσουν μέχρι το 2020, αλλά ένα νέο ομόλογο θα προσδώσει ρευστότητα στην ελληνική αγορά.
Οι αναλυτές ομολόγων εκτιμούν ότι η απόδοση σε μια νέα έκδοση 10ετούς ομολόγου θα μπορούσε να διαμορφωθεί περίπου σε 4%.
Το επιτόκιο αυτό θα μπορούσε να αποδειχθεί ελκυστικό, δεδομένου ότι θα ήταν 10 φορές το επιτόκιο που πληρώνει η Γερμανία για το 10ετές ομόλογό της και πολύ πάνω από το 2,5% που καταβάλλει η Ιταλία.
Τον Φεβρουάριο, υπήρξε έντονη ζήτηση για την πώληση 7ετών ελληνικών ομολόγων, που θεωρήθηκε τεστ.
Τα «βλέμματα» στους οίκους αξιολόγησης
Μια άλλη σημαντική ώθηση για τα ελληνικά ομόλογα θα προέκυπτε από καλύτερες αξιολογήσεις πιστοληπτικής ικανότητας.
Ενώ οι πιστοληπτικές αξιολογήσεις της χώρας αναβαθμίστηκαν από την S&P Global και την DBRS μετά τη συμφωνία με τους δανειστές τον Ιούνιο, το χρέος της χώρας εξακολουθεί να αξιολογείται με «Β+/Β3/Β» από τους τρεις κύριους οργανισμούς - πέντε έως επτά βαθμούς χαμηλότερα από τον επενδυτικό βαθμό.
Για παράδειγμα, η Moody's κατατάσσει την Ελλάδα στην ίδια κατηγορία με την Αγκόλα, την Αίγυπτο και τον Ισημερινό.
Αυτό αφήνει τη χώρα εκτός των μεγάλων δεικτών ομολόγων που χρησιμοποιούν τα κύρια funds ως δείκτες αναφοράς.
Για να εισέλθει στον δείκτη της Ευρωζώνης Markit iBOXX EUR, ο οποίος έχει κεφαλαιοποίηση άνω των 6 τρισ. ευρώ, η Ελλάδα χρειάζεται τουλάχιστον μια μέση βαθμολογία «BBB».
Αυτό θα μπορούσε να χρειαστεί λίγο ακόμη, δεδομένου ότι η Πορτογαλία χρειάστηκε πέντε χρόνια για να ανέλθει σε επενδυτικό βαθμό.
Ωστόσο, για πολλούς επενδυτές, η ένταξη σε δείκτες αναφοράς έχει καταστεί λιγότερο σημαντική από την αξιολόγηση, οπότε μια υψηλότερη βαθμολογία θα μπορούσε να είναι αρκετή για να αυξηθεί η έκθεσή τους σε ελληνικά ομόλογα.
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών