Τα πάνω κάτω μέσα σε δύο χρόνια για την τύχη της Ελλάδας – Στη θέση Τσίπρα… το Βερολίνο
Δεν έχουν συμπληρωθεί ακόμα δύο χρόνια από την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ και την έναρξη της «περήφανης διαπραγμάτευσης» οι ρόλοι έχουν αντιστραφεί.
Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αυτή που βιάζεται πλέον να ολοκληρώσει το ταχύτερο δυνατό τις διαπραγματεύσεις, την ώρα που οι δανειστές μοιάζουν να μην έχουν ξεκάθαρη πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και το Βερολίνο να θέλει να περάσει ο χρόνος.
Οι σκοπιμότητες και τα συμφέροντα εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση μέσα σε χρόνο – ρεκόρ (σε διάστημα περίπου ενός μήνα) έτσι ώστε να επικαλεστεί το επιχείρημα στους δανειστές ότι «εμείς από την πλευρά μας τηρήσαμε τις δεσμεύσεις μας» και άρα είναι η σειρά σας να τηρήσετε και τα δικά σας υπεσχημένα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, όπως τουλάχιστον αυτά έχουν υπογραφεί και συμφωνηθεί σε επίπεδο Eurogroup.
Απέναντι σε αυτή τη «στρατηγική», το Βερολίνο και δεδομένου ότι έχει μπροστά του τις ομοσπονδιακές εκλογές (φθινόπωρο του 2017), εντοπίζει προβλήματα στη διαδικασία των αξιολογήσεων, εγκρίνει τα μισά από τα προβλεπόμενα ποσά όσον αφορά τις δόσεις, και επιλέγει να παίζει καθυστερήσεις με κύριο στόχο οι όποιες αποφάσεις για το ζήτημα του χρέους να δρομολογηθούν ή να ληφθούν μετά τις γερμανικές κάλπες προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το όποιο πολιτικό κόστος.
Πρόκειται για μια στάση εξαιρετικά προβληματική όχι μόνο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και συνολικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Διότι είναι προφανές πως δεν μπορεί μια ολόκληρη ήπειρος να κινείται στους προεκλογικούς ρυθμούς της Γερμανίας.
Ή να διαπιστώνεται για μια ακόμα φορά ότι οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις πρέπει να εφαρμόζονται κατά το δοκούν και βάσει των συμφερόντων του ισχυρότερου.
Ή ότι τα εθνικά συμφέροντα προηγούνται του ευρωπαϊκού συμφέροντος.
Είναι προφανές πως η τήρηση του χρονοδιαγράμματος, όπως τουλάχιστον τα μετρά και τα υπολογίζει η κυβέρνηση, θα αποβεί προς όφελος τόσο της Ελλάδας όσο και την ΕΕ.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ και ενδεχομένως με μια μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, είναι ικανά να γυρίσουν τελείως το κλίμα στην ελληνική οικονομία και να αποτελέσουν πραγματικά τη βάση για το τέλος της κρίσης.
Εξέλιξη που αν μη τι άλλο θα βάλει τέλος σε ένα «μόνιμο πρόβλημα» με το οποίο είναι αντιμέτωπη η ΕΕ, γεγονός που θα της επιτρέψει να επικεντρωθεί στα άλλα μείζονα προβλήματα που απειλούν ακόμα και την ύπαρξη της.
Παράλληλα, θα επαναφέρει την ελπίδα και την προοπτική σε έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος έχει τραβήξει τα πάνδεινα εδώ και μια επταετία, ο οποίος έχει δει τη ζωή του να ανατρέπεται μέρα με την ημέρα, βουτώντας ολοένα και περισσότερο στην απογοήτευση και στην απελπισία.
Εάν το Βερολίνο επιμείνει στη σκληρή στάση του, θα είναι μια αρνητική εξέλιξη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.
Μια και θα κρατήσει την ελληνική οικονομία και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σε στάση αναμονής, να σέρνεται μέσα στη στασιμότητα και στην απαισιοδοξία.
Μια και θα επιβεβαιώσει έναν ηγεμονικό ρόλο που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά ιδεώδη και στις σημερινές ανάγκες της ΕΕ.
Πριν από ενάμιση με δύο χρόνια, όλη η Ευρώπη καλούσε τον Τσίπρα να αφήσει τα επικίνδυνα παιχνίδια, να σοβαρευτεί, να κάνει στροφή στο ρεαλισμό και εν τέλει να συμβιβαστεί για το ευρωπαϊκό καλό και πεπρωμένο.
Σήμερα σε αυτό το κάλεσμα πρέπει να ανταποκριθεί το Βερολίνο.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Η κυβέρνηση Τσίπρα είναι αυτή που βιάζεται πλέον να ολοκληρώσει το ταχύτερο δυνατό τις διαπραγματεύσεις, την ώρα που οι δανειστές μοιάζουν να μην έχουν ξεκάθαρη πολιτική απέναντι στην Ελλάδα και το Βερολίνο να θέλει να περάσει ο χρόνος.
Οι σκοπιμότητες και τα συμφέροντα εξακολουθούν να έχουν τον πρώτο λόγο.
Η ελληνική κυβέρνηση θέλει να ολοκληρώσει τη δεύτερη αξιολόγηση μέσα σε χρόνο – ρεκόρ (σε διάστημα περίπου ενός μήνα) έτσι ώστε να επικαλεστεί το επιχείρημα στους δανειστές ότι «εμείς από την πλευρά μας τηρήσαμε τις δεσμεύσεις μας» και άρα είναι η σειρά σας να τηρήσετε και τα δικά σας υπεσχημένα για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, όπως τουλάχιστον αυτά έχουν υπογραφεί και συμφωνηθεί σε επίπεδο Eurogroup.
Απέναντι σε αυτή τη «στρατηγική», το Βερολίνο και δεδομένου ότι έχει μπροστά του τις ομοσπονδιακές εκλογές (φθινόπωρο του 2017), εντοπίζει προβλήματα στη διαδικασία των αξιολογήσεων, εγκρίνει τα μισά από τα προβλεπόμενα ποσά όσον αφορά τις δόσεις, και επιλέγει να παίζει καθυστερήσεις με κύριο στόχο οι όποιες αποφάσεις για το ζήτημα του χρέους να δρομολογηθούν ή να ληφθούν μετά τις γερμανικές κάλπες προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί το όποιο πολιτικό κόστος.
Πρόκειται για μια στάση εξαιρετικά προβληματική όχι μόνο για την πορεία της ελληνικής οικονομίας αλλά και συνολικά για το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Διότι είναι προφανές πως δεν μπορεί μια ολόκληρη ήπειρος να κινείται στους προεκλογικούς ρυθμούς της Γερμανίας.
Ή να διαπιστώνεται για μια ακόμα φορά ότι οι υποχρεώσεις και οι δεσμεύσεις πρέπει να εφαρμόζονται κατά το δοκούν και βάσει των συμφερόντων του ισχυρότερου.
Ή ότι τα εθνικά συμφέροντα προηγούνται του ευρωπαϊκού συμφέροντος.
Είναι προφανές πως η τήρηση του χρονοδιαγράμματος, όπως τουλάχιστον τα μετρά και τα υπολογίζει η κυβέρνηση, θα αποβεί προς όφελος τόσο της Ελλάδας όσο και την ΕΕ.
Τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους, σε συνδυασμό με την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα QE της ΕΚΤ και ενδεχομένως με μια μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2018 και μετά, είναι ικανά να γυρίσουν τελείως το κλίμα στην ελληνική οικονομία και να αποτελέσουν πραγματικά τη βάση για το τέλος της κρίσης.
Εξέλιξη που αν μη τι άλλο θα βάλει τέλος σε ένα «μόνιμο πρόβλημα» με το οποίο είναι αντιμέτωπη η ΕΕ, γεγονός που θα της επιτρέψει να επικεντρωθεί στα άλλα μείζονα προβλήματα που απειλούν ακόμα και την ύπαρξη της.
Παράλληλα, θα επαναφέρει την ελπίδα και την προοπτική σε έναν ολόκληρο λαό, ο οποίος έχει τραβήξει τα πάνδεινα εδώ και μια επταετία, ο οποίος έχει δει τη ζωή του να ανατρέπεται μέρα με την ημέρα, βουτώντας ολοένα και περισσότερο στην απογοήτευση και στην απελπισία.
Εάν το Βερολίνο επιμείνει στη σκληρή στάση του, θα είναι μια αρνητική εξέλιξη τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρώπη.
Μια και θα κρατήσει την ελληνική οικονομία και ολόκληρη την ελληνική κοινωνία σε στάση αναμονής, να σέρνεται μέσα στη στασιμότητα και στην απαισιοδοξία.
Μια και θα επιβεβαιώσει έναν ηγεμονικό ρόλο που σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά ιδεώδη και στις σημερινές ανάγκες της ΕΕ.
Πριν από ενάμιση με δύο χρόνια, όλη η Ευρώπη καλούσε τον Τσίπρα να αφήσει τα επικίνδυνα παιχνίδια, να σοβαρευτεί, να κάνει στροφή στο ρεαλισμό και εν τέλει να συμβιβαστεί για το ευρωπαϊκό καλό και πεπρωμένο.
Σήμερα σε αυτό το κάλεσμα πρέπει να ανταποκριθεί το Βερολίνο.
Σπύρος Χριστόπουλος
www.bankingnews.gr
Σχόλια αναγνωστών